Διατί ἦλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον;
Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος,
ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι,
ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ. (Α΄ Τιμ. α΄ 15).
Ὁ Χριστός μας ἀπὸ ἄφατη ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη ἐγκατέλειψε τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ ἔλαβε τὸ ἀνθρώπινο φύραμα, στοχεύοντας στὴν σωτηρία ὅλων μας καὶ στὴν θέωσή μας. Δὲν ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σώσει τοὺς δίκαιους. Ἦλθε, γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλούς. Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος: «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μᾶρκ. β΄ 17). Εἶναι ὁ Θεὸς τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν τελωνῶν, τῶν πορνῶν, τῶν λῃστῶν, τῶν ἀσώτων. Μὲ αὐτοὺς συναναστρεφόταν ἀψηφώντας τὴν γνώμη καὶ τὰ σχόλια τοῦ κόσμου. Γνώριζε ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν πόσο εὐόλισθη εἶναι στὴν ἁμαρτία ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ αὐτὴ θέλησε νὰ τὴν καθαρίσει καὶ νὰ τῆς δείξει τὸ δρόμο τῆς μετάνοιας καὶ τῆς σωτηρίας. Νὰ δείξει σὲ ὅλους μας τὸν δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεὸ Πατέρα.
Στὴν ταπεινὴ φάτνη τῆς Βηθλεὲμ εἴδαμε τὸ πιὸ παράδοξο καὶ ἀσύληπτο ἀπὸ τὸν νοῦ μας ἀπ᾿ ὅσα συνέβησαν ποτέ: Εἴδαμε νὰ κείτεται ὡς «παιδίον νέον», μικρὸ καὶ ἀδύναμο βρέφος, «ὁ πρὸ αἰώνων Θεός»! «Ὁ Θεὸς ἦλθε στὴν γῆ, ὄχι ὅπως Ἐκεῖνος μποροῦσε ὡς παντοδύναμος καὶ «ἐν δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν», ἀλλὰ ὅπως ἐμεῖς μπορούσαμε νὰ τὸν ἰδοῦμε μὲ τὰ σαρκικά μας μάτια. Ἦλθε ἀπὸ ἄφατη συγκατάβαση «Ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» (Α΄ Τιμ. α΄ 15), καθὼς τὸ εἶχε ἤδη ἀποκαλύψει ὁ Ἄγγελος στὸν Ἰωσήφ, ὅταν τὸν πληροφόρησε ὅτι τὸ «παιδίον» θὰ ὀνομασθεῖ Ἰησοῦς· «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄ 21).
Ὁ Θεός ἔγινε Θεάνθρωπος, κοινώνησε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, γιὰ νὰ καταστήσει ἐμᾶς κοινωνοὺς τῆς θείας φύσεως. Αὐτὸς ποὺ μᾶς πλουτίζει ὅλους μὲ τὴν Θεότητά Του, πτώχευσε παίρνοντας τὴν δική μας σάρκα. Ἄδειασε λίγο ἀπὸ τὴν δική Του δόξα, γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει μὲ τὴν δική του πληρότητα. Τί πλοῦτος ἀγαθότητος! Τί μυστήριο συντελέσθηκε γιὰ χάρη μας! Γεύθηκε ὁ Χριστός μας τὸν θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει ἀθάνατους.
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χορτάσει ὅλους ἐμᾶς τοὺς πεινασμένους γιὰ αἰώνιο ζωή, λέγοντάς μας: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρὸς με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. (Ἰωάν. στ΄ 35). Καὶ συνεχίζει παρακάτω: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. (Ἰωάν στ΄ 51). Ἀλλοῦ πάλιν λέγει: «Ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. (Ἀποκ. Ἰωάν. κα΄ 6).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει ὅλους ποὺ βρισκόμασε στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, λέγοντάς μας: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». (Ἰωάν. η΄ 12).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς μετανοίας καὶ σωτηρίας, λέγοντάς μας: «Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι΄ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει, (Ἰωάν. ι΄ 9).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ συγκεντρώσει ὅλους ἐμᾶς, τὰ χαμένα καὶ διασκορπισμένα πρόβατα, σὲ μιὰ ἀγέλη, λέγοντάς μας: «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων,… καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχὴν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων (Ἰωάν. ι΄ 11-14).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ καταργήσει τὸν θάνατο καὶ μὲ τὴν ἀνάστασή Του νὰ μᾶς συναναστήσει γενόμενος «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ. ιε΄ 20) καὶ λέγοντάς μας: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. (Ἰωάν. ια΄ 25).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ, ὅτι μόνο κοντά Του μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε καρπὸ γλυκύτατο ἀρετῆς, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι τὸ μεγάλο ἀμπέλι καὶ ἐμεῖς τὰ κλήματα ποὺ μόνο στὸ δικό Του ἀμπέλι καρποφοροῦμε τὴν ἀθάνατη ζωή. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατὴρ μου ὁ γεωργός ἐστι. (Ἰωάν. ιε΄ 1). Καὶ πάλιν, «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. (Ἰωάν. ιε΄ 5).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὡς ἁπλὸς θνητός, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε, νὰ Τὸν θαυμάσουμε, καὶ νὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὰ ἀδιάψευστα χείλη Του ὅτι: «Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ. (Ἀποκ. Ἰωάν. α΄ 8). Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς διαβεβαιώσει ὅτι Αὐτὸς κρατάει τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾍδου, λέγοντας ὅτι: « Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾃδου. (Ἀποκ. Ἰωάν. α΄ 17).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι εἶναι ἡ ρίζα κάθε καλοῦ καὶ ὁ λαμπρὸς ὀρθρινὸς ἀστέρας ποὺ φωτίζει τοὺς πρώτους πρωϊνοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς, λέγοντάς μας: « Ἐγώ εἰμι ἡ ρίζᾳ καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνὸς. (Ἀποκ. Ἰωάν.κβ΄ 16).
Ἦλθε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα Του, λέγοντάς μας: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀσφαλὴς δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό, ἡ απόλυτη καὶ καθαρὴ ἀλήθεια, ἡ ζωὴ καὶ ὁ χορηγὸς τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει πρὸς τὸν Πατέρα, γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν αἰώνια ζωή, παρὰ μόνον διὰ μέσου ἐμοῦ.
Ἦλθε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ καταστρέψει τὶς μηχανὲς καὶ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου: «Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου » (Α΄ Ιωάν. γ΄, 8). Γι’ αὐτὸ ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ καταστρέψει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σηκώσει τὶς ἁμαρτίες μας. Τὸ λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης: « Οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη, ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 5). Γνωρίζετε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὶς ἁμαρτίες μας, ἐνῶ ὁ Ἴδιος ἦταν ἀναμάρτητος.
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσει ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾿Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. α΄ 15). Πολὺ παραστατικὰ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ζητώντας τὸ θεῖον ἔλεος ὁμολογεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν οὐρανοβάμονα Παῦλο ὁμολογοῦμε, ζητώντας τὴν Θεία συγκατάβαση: «Σὺ εἶ, Κύριε, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου· ὁ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς ἐπὶ τῆς γῆς τοῦ ζητῆσαι τὸ πλανηθὲν πρόβατον καὶ ἀπολωλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς ὁ τυθεὶς τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ».