Σε κάποιο κοινόβιο ετοιμάζονταν να τελέσουν τη θεία λειτουργία, και καθώς οι διάκονοι μπήκαν στο ιερό να φορέσουν τα άμφιά τους βρήκαν ότι έλειπε ένα. Ερεύνησαν πολύ και επειδή δεν το βρήκαν, το ανέφεραν στον αββά. Αυτός τους λέει: «Ερευνήστε πάλι». Καθώς λοιπόν δεν βρέθηκε, ο αββάς θύμωσε για το άτοπο αυτό πράγμα και λέει: «Ζούμε μαζί με ληστές. Μα τον Θεό, δεν θα γίνει η λειτουργία ούτε θα φάμε τίποτε μέχρι να βρεθεί ο ληστής».
Την ώρα που ο αββάς μαζί με τους διακόνους πήγε να ερευνήσει στα κελλιά των αδελφών και αυτοί περίμεναν στην εκκλησία, εκείνος που το έκλεψε λέει στον διπλανό του που ήταν ευλαβής: «Αλίμονό μου, τι με περιμένει τώρα». Του λέει εκείνος: «Γιατί;» Του αποκρίνεται: «Εγώ έκλεψα το άμφιο και βρίσκεται στο κελλί μου κάτω σ’ ένα σκεύος». Του λέει ο άλλος: «Μη στενοχωριέσαι καθόλου, μόνο πήγαινε και βάλε το στο κελλί μου». Πάει αυτός και βάζει το σκεύος στο κελλί του αδελφού.
Όταν έφτασαν ψάχνοντας ο αββάς και οι διάκονοι στο κελλί με το σκεύος του αδελφού, άπλωσε το χέρι του ένας διάκονος, τράβηξε το άμφιο και έβαλε τις φωνές: «Ο τάδε ο ευλαβής βρέθηκε κλέφτης».
Πηγαίνουν αμέσως στην εκκλησία, τον πιάνουν, του δίνουν πολλά χτυπήματα και σέρνοντάς τον τόν πετούν έξω από το κοινόβιο. Εκείνος τους παρακαλούσε: «Αφήστε με να μετανοήσω και δεν θα το ξανακάνω». Αυτοί όμως τον έδιωξαν λέγοντας: «Δεν μπορούμε να έχουμε έναν κλέφτη ανάμεσά μας».
Επιστρέφουν κατόπιν στην εκκλησία για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Και όταν ο διάκονος πήγε να σύρει το παραπέτασμα (της πύλης του αγίου βήματος), αυτό δεν προχωρούσε. Κοίταξαν προσεκτικά μήπως κάτι το εμποδίζει και δεν βρήκαν τίποτε. Τότε ο αββάς σκέφτηκε καλύτερα και είπε: «Μήπως επειδή διώξαμε τον αδελφό μάς συνέβη αυτό; Πηγαίνετε να τον φέρετε και θα μάθουμε». Όταν ήρθε ο αδελφός, έσυραν το παραπέτασμα και αμέσως μετακινήθηκε.
Να, αυτό είναι να θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για χάρη του πλησίον. Αν δεν φτάσουμε σε αυτό το μέτρο, τουλάχιστον ας μην καταλαλούμε σε βάρος του πλησίον, μήτε να τον κατακρίνουμε, για να μην αποξενωθούμε από τη χαρά που πρόκειται να απολαύσουν οι άγιοι.
Από το βιβλίο: Άγνωστες σελίδες του Γεροντικού. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 35.