Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου (Ματθ. 19,16-26)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Ν. Καντιώτου
«Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (Ματθ. 19,17)
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ. 19,16-26) λέει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἦρθε στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ποιός νὰ ἦταν αὐτός; μήπως κανένας ἄρρωστος ποὺ ζητοῦσε θεραπεία ἢ φτωχὸς ποὺ ζητοῦσε βοήθεια; Δὲν ἦταν φτωχός, πλούσιος ἦταν· δὲν ἦταν ἄρρωστος, ἦταν ὑγιὴς καὶ νέος, στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του· ἦταν ἀκόμα καὶ ἔνδοξος, ὅπως πληροφορεῖ ὁ ἄλλος εὐαγγελιστής· εἶχε ἀξίωμα, ἦταν «ἄρχων» (Λουκ. 18,18), εἶχε ἐξουσία. Τρία πράγματα εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός· νιᾶτα, λεφτά, δόξα. Αὐτὰ δὲν ζητᾶνε σήμερα οἱ πολλοί; Καὶ ὅποιον ἔχει λεφτά, ἐξουσία, νιᾶτα, ὑγεία, τὸν θεωροῦν εὐτυχισμένο. Αὐτὸς τὰ εἶχε ὅλα αὐτά· ἦταν λοιπὸν εὐτυχισμένος; Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε. Καὶ ὅμως δὲν φαίνεται εὐχαριστημένος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴν ἔχῃ φράγκο στὴν τσέπη, νὰ κατοικῇ σὲ μιὰ καλύβα, νά ᾽νε ἀκόμα καὶ μέσ᾽ στὴ φυλακή, ὅπως ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ τὸν ἀκοῦμε σήμερα (βλ. Α΄ Κορ. 15,1-11), μπορεῖ ἀκόμα νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα, καὶ ὅμως νὰ εἶνε εὐτυχισμένος – τί μυστήριο εἶνε ὁ ἄνθρωπος! Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχῃ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ τ᾽ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς, νὰ κάθεται σὲ μέγαρα καὶ παλάτια, νὰ ἔχῃ λεφτὰ καὶ μεγαλεῖα καὶ δόξες, καὶ ὅμως νά ᾽νε δυστυχισμένος. Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου –τὸ δείχνει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα– δὲν βρίσκεται στὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά· ἐλάχιστα συμβάλλουν αὐτά· κατ᾽ ἐξοχὴν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ πλοῦτο, τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.
Αὐτὸς λοιπόν, ὁ πλούσιος καὶ
ἔνδοξος νερός, ἔρχεται ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Τί ζητάει, τί τὸν ἀπασχολεῖ;
τί τοῦ λείπει; Ἂν ἦταν ζῷο, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε θά ᾽μενε
ἱκανοποιημένος. Μὰ δὲν εἶνε ζῷο ὁ ἄνθρωπος! Κάποια σοβαρὴ σκέψι τὸν
ἐνοχλεῖ κι αὐτὸν ὅπως καὶ ὅλους μας· –Καλά, θὰ ζήσω εἴκοσι, τριάντα,
ἑκατὸ ἔστω χρόνια· καὶ μετά; ποῦ πᾶνε τὰ μέγαρα, τὰ λεφτά, οἱ δόξες
καὶ οἱ τιμές; τί θὰ γίνῃ μετά; ὑπάρχει ἄλλος κόσμος; παράδεισος –
κόλασι; τί θὰ γίνω ἐγώ, θὰ σωθῶ;… Αὐτὲς οἱ σκέψεις δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο.
῾Ρώτησε δασκάλους καὶ γραμματεῖς, φτωχοὺς καὶ πλουσίους, μὰ δὲν πῆρε
ἀπάντησι. Καὶ ἔτσι καταφεύγει στὸ Χριστό, τὸ ἀληθινὸ Διδάσκαλο.
–Τί νὰ κάνω, λέει, «διδάσκαλε ἀγαθέ»;…
Διαφέρει, βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Οἱ πολλοὶ λένε· τί νὰ κάνω
γιὰ νὰ πλουτήσω, πῶς νὰ γλεντήσω καλύτερα, νὰ φάω καὶ νὰ πιῶ…; Τὸ
μικρόβιο τῆς ἀνησυχίας ὑπάρχει σὲ ὅλους, ἀλλὰ τὸ δικό του «μικρόβιο»
εἶνε εὐγενές. Σήμερα, μέσ᾽ στοὺς χίλιους – δυὸ χιλιάδες ἀνθρώπους,
εἶνε ζήτημα ἂν θὰ βρῇς ἕναν ποὺ νὰ λέῃ· Τί ὑπάρχει ἐκεῖ πάνω; πῶς θὰ
πάω, τί θὰ βρῶ στὸν ἄλλο κόσμο!… Δὲν πιστεύουν δυστυχῶς σὲ ἄλλο κόσμο.
Αὐτὸς πίστευε. Παρ᾽ ὅλη τὴν κοσμικὴ ἄνεσί του, ῥωτοῦσε· Τί πρέπει νὰ
κάνω, γιὰ νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;
Καὶ ὁ Χριστός; Δὲν ἀπήντησε ἀμέσως στὸ ἐρώτημά του, ἀλλὰ
στάθηκε πρῶτα στὴν προσφώνησί του· –«Τί με λέγεις ἀγαθόν;», λέει,
«οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (Ματθ. 19,16-17). Γνωρίζουμε ὅτι
στὴν πραγματικότητα ὁ Χριστός, ὡς Θεός, εἶνε «ἀγαθὸς» καὶ πανάγαθος,
κατὰ πάντα ἅγιος. Γιατί λοιπὸν ἀπήντησε ἔτσι; Ὁ Χριστὸς ἐδῶ ὁμιλεῖ ὄχι
κατὰ τὴν πραγματικότητα ἀλλὰ κατὰ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος γι᾽ αὐτόν.
Ὁ νεαρὸς ἄρχοντας, ποὺ ῥωτοῦσε, θεωροῦσε τὸ Χριστὸ ἄνθρωπο,
σπουδαῖο διδάσκαλο βέβαια, ἀλλὰ δὲν πίστευε ἀκόμα ὅτι εἶνε Θεός. Καὶ ὁ
Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ κατὰ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε· –Ἂν μὲ θεωρῇς ἄνθρωπο, μὴ μὲ
λὲς «ἀγαθόν», διότι «ἀγαθός» ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἶνε μόνο ὁ Θεός. Ἂς
σταθοῦμε ὅμως ἐμεῖς σήμερα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀπάντησι τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει
σπουδαῖο νόημα νὰ μᾶς διδάξῃ.
* * *
Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεάνθρωπος, ἀναμάρτητος, καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ ἄλλη
ὥρα εἶπε «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ἐκτὸς ἀπὸ
τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ ἁμαρτίες. Καὶ
μία ἀκόμα ἡμέρα νὰ ζήσουμε πάνω στὴ γῆ, εἶνε ἀδύνατο ν᾽ ἀποφύγουμε
τὴν ἁμαρτία (βλ. Ἰὼβ 14,4-5 καὶ Παροιμ. 20,9). Ὅποιος πῇ ὅτι δὲν ἔχει
ἁμαρτίες, εἶνε στὴν πλάνη. Ὅταν ὡς ἀρχιμανδρίτης ἐξωμολογοῦσα,
ταραζόμουν –πιστέψτε με– ὅταν ἔρχονταν καὶ μοῦ ἔλεγαν· Ἐγὼ εἶμαι καλὸς
ἄνθρωπος, δὲν ἔκανα τίποτα!… Ὅλοι νόμιζαν πὼς εἶνε ἅγιοι, ἔρχονταν
στὸ ἐξομολογητήριο ζητώντας νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Καὶ
μόνο κάπου – κάπου, μέσα σὲ τόσους Χριστιανούς, νά ᾽ρθῃ μιὰ γυναίκα ἢ
ἕνας ἄντρας νὰ κλάψῃ καὶ νὰ πῇ «Ἥμαρτον» (Λουκ. 15,18,21). Αὐτὸ λοιπόν
εἶνε τὸ κατηραμένο ῥῆμα· Ἐγὼ εἶμαι καλός!… Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ
«καλούς». Ἀλλὰ θὰ γεμίσῃ καὶ ἡ κόλασις ἀπὸ «καλούς». Μὰ ἐδῶ ὁ Χριστὸς
μᾶς τὸ λέει· Ἕνας εἶνε ὁ καλὸς καὶ ἅγιος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός·
ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μετέχουμε τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος.
Καὶ ποιός δὲν ἁμαρτάνει; Ἁμαρτάνουμε μὲ τὸ κορμί· μάτια, αὐτιά,
χέρια, πόδια, γλῶσσα – ἄχ αὐτὴ ἡ γλῶσσα! «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα
τσακίζει»· ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ σκέψι· ἁμαρτάνουμε τὴν ἡμέρα – τὴ νύχτα,
στὸ δρόμο, στὰ καφφενεῖα, στὰ νυχτερινὰ κέντρα, στ᾽ αὐτοκίνητα, στὰ
τραῖνα· ἁμαρτάνουμε τὸ πρωί – τὸ βράδυ· ἁμαρτάνουν οἱ μικροὶ καὶ οἱ
μεγάλοι, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί· οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄντρες· οἱ
ἀγράμματοι καὶ οἱ ἐγγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες· ἁμαρτάνουν οἱ ἄσημοι καὶ
οἱ ἐπίσημοι. Ἁμαρτία παντοῦ ὅπου νὰ πᾷς, στὸν Βόρειο ἢ στὸ Νότιο Πόλο,
σὲ ὁποιαδήποτε γωνία τοῦ κόσμου. Ἦταν κάποτε ἡ γῆ καθαρή, ὁ ἀέρας
καθαρὸς ἀπὸ μικρόβια· τώρα δὲν ὑπάρχει γωνία ἀμόλυντη. Ἀμαρτάνει ὁ
ἄνθρωπος· ἀμέτρητη ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ἀμέτρητα καὶ τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
* * *
Λοιπὸν ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὅταν
ἤμουν στὴν Ἀθήνα, ἦρθε ἕνας νέος καὶ μοῦ λέει μὲ κλάμα· –Θ᾽ αὐτοκτονήσω,
θὰ πάω νὰ πέσω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι. –Τί ἔχεις; ἄρρωστος εἶσαι, καρκίνο
ἔχεις; –Κάτι χειρότερο· ἦρθα ἀπ᾽ τὸ χωριό μου καθαρός, ἀμόλυντος, καὶ
μ᾽ ἔφαγε ἡ Ἀθήνα, μ᾽ ἔρριξε στὴν ἁμαρτία· ἔπεσα σ᾽ αὐτὰ κι αὐτά… – μαῦρο
κομπολόι. Ἀπελπίστηκα, δὲν μοῦ μένει παρὰ ν᾽ αὐτοκτονήσω… Ὁ διάβολος,
ἀφοῦ τὸν ἔβαλε νὰ φάῃ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν κουτάλα, τὸν ἔσπρωχνε στὸ τέλος
τοῦ Ἰούδα.
Ἀλλ᾽ ὄχι! Εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοὶ ἀλλὰ καὶ ὅλοι μέσα στὸ σωτήριο
δίχτυ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἕνας ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ Εὐαγγέλιο κ᾽
ἔδωσε ὅρκο ψεύτικο μάλιστα, ἄλλος βρώμισε τὴ γλῶσσα του μὲ τὴ βλαστήμια,
ἄλλος μπῆκε σὰν τὸ φίδι νύχτα στὸ ξένο σπίτι καὶ ἀτίμασε τὴ γυναῖκα
τοῦ φίλου του, ἄλλος ἀδίκησε, ἄλλος ἔκλεψε… Λοιπόν, μὴ μοῦ λές, ὅτι
εἶσαι καλός. Ἕνας εἶνε ὁ καλὸς καὶ ἅγιος, «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς
Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε, ἀδελφοί μου; Νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε.
Νὰ πιστέψουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς, ὅπως λένε κάποιοι,
δάσκαλος, κοινωνιολόγος, σοφός, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄντρες τῆς
Ἱστορίας· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὰ
οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ· νὰ
πιστέψουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δύναμι καὶ ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας»
(Ματθ. 9,6. Μᾶρκ. 2,10. Λουκ. 5,24)· νὰ πιστέψουμε, ὅτι ὅποιος
ἁμαρτωλὸς ἐξομολογεῖται μὲ μετάνοια, αὐτὸς ἀνοίγει λάκκο καὶ θάβει τ᾽
ἁμαρτήματά του, ὅσο μεγάλα κι ἂν εἶνε.
Νὰ ζήσουμε λοιπὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ
Κυρίου. Καὶ ἂν πέσουμε μία ἢ πολλὲς φορές, πάντα νὰ σηκωνώμαστε. Καλὸ
εἶνε νὰ μὴν πέσῃς στὸ δρόμο· ἀλλὰ ὅσες φορὲς κι ἂν πέσῃς, καὶ ἑκατὸ καὶ
διακόσες, νὰ σηκωθῇς καὶ νὰ πῇς· Δόξα σοι ὁ Θεός, «Πάτερ, ἥμαρτον», καὶ
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18,21·
23,42). Ἔτσι μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
«Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός» (Ματθ. 7,13-15. Λουκ.
13,24) τοῦ Εὐαγγελίου, δύσκολη ἡ σωτηρία. Πῶς νὰ παιδαγωγήσῃς σήμερα τὸ
παιδί, ποὺ μόλις ἀνοίξῃ τὸ ῥαδιόφωνο ἢ τὴν τηλεόρασι βλέπει κι ἀκούει
πράγματα ἀκατονόμαστα; πῶς νὰ κατηχηθῇ ὁ νέος ποὺ ζῇ μέσ᾽ στὴ φωτιὰ τῆς
κολάσεως; πῶς νὰ συνετίσῃς τὸν ἄντρα ποὺ περπατάει ἀνάμεσα στὶς παγίδες
τῆς ἀκολασίας καὶ διαφθορᾶς, πῶς νὰ σωφρονίσῃς τὴ γυναῖκα ποὺ
ξελογιάζεται ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ μόδα; πῶς νὰ κατηχηθῇ αὐτὸς ὁ λαός; Πῶς;
μόνο διὰ τῆς χάριτος καὶ βοηθείας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος πιστεύει, τὸν
ἐπικαλεῖται καὶ ζῇ κατὰ τὸ θέλημά του, νικᾷ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία.
Καὶ ἀκριβῶς γι᾽ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία του, ποὺ εἶνε τὸ
ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν. Γιατρὸς μοναδικὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός. Κάθε πονεμένος, θλιμμένος, διωγμένος, συκοφαντημένος,
κάθε χήρα καὶ ὀρφανό, ἐλᾶτε στὴν Ἐκκλησία! Τὰ φάρμακα τοῦ Χριστοῦ
εἶνε τὰ λόγια του, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἁγία Γραφή, ἐξομολόγησις, ἡ θεία
κοινωνία, τὸ εὐχέλαιο, ὁ ἁγιασμός, ἡ παράκλησις· καὶ ὅλα αὐτὰ δωρεάν.
Ποιός ἦρθε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ δὲν θεραπεύθηκε, ποιός ἀπελπισμένος δὲν
βρῆκε παρηγορία, ποιά χήρα καὶ ὀρφανὸ δὲν βρῆκε προστασία; ποιός
ἁμαρτωλὸς δὲν βρῆκε σωτηρία; Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια. Στὴν
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ καταφεύγουμε. Καμμιὰ δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ
ποτὲ νὰ τὴ γκρεμίσῃ. Καὶ ἂν ἐχθροὶ τινάξουν στὸν ἀέρα τοὺς ναούς μας, ἡ
Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὰ κτήρια, εἶνε οἱ ψυχές. Δὲν φοβόμαστε· ἐκκλησιὰ
ἔχουμε τὸν οὐρανό. Καὶ τελικῶς θὰ νικήσῃ ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς, πρὸς
δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἄρτι ἐγκαινιασθέντα ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μεσονησίου – Φλωρίνης τὴν 25-8-1974 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 5-7-2023.