Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΝΗΣΤΕΥΤΗΣ

 2 Σεπτεμβρίου

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Β΄ Κορ. ζ΄ 10-16

10 Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται. 11 ἰδοὺ γὰρ αὐτὸ τοῦτο, τὸ κατὰ Θεὸν λυπηθῆναι ὑμᾶς, πόσην κατειργάσατο ὑμῖν σπουδήν, ἀλλὰ ἀπολογίαν, ἀλλὰ ἀγανάκτησιν, ἀλλὰ φόβον, ἀλλὰ ἐπιπόθησιν, ἀλλὰ ζῆλον, ἀλλὰ ἐκδίκησιν! ἐν παντὶ συνεστήσατε ἑαυτοὺς ἁγνοὺς εἶναι ἐν τῷ πράγματι. 12 ἄρα εἰ καὶ ἔγραψα ὑμῖν, οὐχ εἵνεκεν τοῦ ἀδικήσαντος, οὐδὲ εἵνεκεν τοῦ ἀδικηθέντος, ἀλλ᾿ εἵνεκεν τοῦ φανερωθῆναι τὴν σπουδὴν ὑμῶν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 13 Διὰ τοῦτο παρακεκλήμεθα. ἐπὶ δὲ τῇ παρακλήσει ὑμῶν περισσοτέρως μᾶλλον ἐχάρημεν ἐπὶ τῇ χαρᾷ Τίτου, ὅτι ἀναπέπαυται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἀπὸ πάντων ὑμῶν· 14 ὅτι εἴ τι αὐτῷ ὑπὲρ ὑμῶν κεκαύχημαι, οὐ κατῃσχύνθην, ἀλλ᾿ ὡς πάντα ἐν ἀληθείᾳ ἐλαλήσαμεν ὑμῖν, οὕτω καὶ ἡ καύχησις ἡμῶν ἡ ἐπὶ Τίτου ἀλήθεια ἐγενήθη. 15 καὶ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς ἐστιν ἀναμιμνησκομένου τὴν πάντων ὑμῶν ὑπακοήν, ὡς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐδέξασθε αὐτόν. 16 χαίρω ὅτι ἐν παντὶ θαῤῥῶ ἐν ὑμῖν.

 

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Μρ. β΄ 18-22

18 Καὶ ἦσαν οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύοντες. καὶ ἔρχονται καὶ λέγουσιν αὐτῷ διατὶ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν, οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ οὐ νηστεύουσι; 19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται νηστεύειν. 20 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 21 οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιῤῥάπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· εἰ δὲ μήγε, αἴρει τὸ πλήρωμα αὐτοῦ, τὸ καινὸν τοῦ παλαιοῦ καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. 22 καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μή, ῥήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον.

 

 

ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΝΗΣΤΕΥΤΗΣ

   Στίς 2 Σεπτεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Νηστευτή. Ὁ ἅγιος ἔζησε στούς χρόνους τῶν βασιλέων Ἰουστίνου, Τιβερίου καί Μαυρικίου. Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη κι ἔγινε χαράκτης. Ἦταν εὐσεβής, ἐλεήμων, φιλόξενος καί πολὐ θεοσεβής. Κάποτε δέχθηκε ἕναν μοναχό ὀνόματι Εὐσέβιο ἀπό τήν Παλαιστίνη, ὁ ὁποῖος περπατώντας στή δεξιά μεριά τοῦ ἁγίου, ἄκουσε φωνή πού τοῦ ἔλεγε “δέν σοῦ εἶναι συγχωρημένο νά περπατᾶς στή δεξιά μεριά τοῦ μεγάλου Ἰωάννου”, προμηνύοντας τό μέγα ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης πού ἐπρόκειτο νά λάβει ὁ Ἰωάννης. Χειροτονήθηκε άναγνώστης, διάκονος καί μετά πρεσβύτερος. Ὅταν ἦταν ἀκόμη διάκονος, πῆγε ἕνα μεσημέρι στόν Ναό τοῦ ἁγίου Λαυρεντίου κι ἐκεῖ βρῆκε ἕναν ἐρημίτη, τόν ὁποῖο κανείς δέν γνώριζε. Αὐτός ὁ ἐρημίτης λοιπόν ἔδειχνε στόν ἅγιο Ἰωάννη τά σκαλοπάτια πού ἀνέβαιναν πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα πρός τό ἱερό σύνθρονο, ὅπου κάθονται οἱ ἀρχιερεῖς καί καθώς τοῦ τά ἔδειχνε, φάνηκαν μυριάδες ἁγίων, ντυμένοι μέ λευκές, λαμπρές στολές, ἀκουγόταν δέ μία γλυκύτατη καί παναρμόνιος μελωδία. Αὐτή ἡ ὁπτασία ἦταν σημεῖο τῆς λαμπρότητας πού ἐπρόκειτο νά λάβει ὁ ἅγιος.

   Εἶχε τό διακόνημα νά μοιράζει τά χρήματα, σέ ὅσους εἴχαν ἀνάγκη, στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κάποτε ἐπιστρέφοντας στήν Πόλη τοῦ ἔμεινε μόνο ἕνα σακκί μέ χρήματα, ἀπό τό ὁποῖο μοίραζε ἀφειδῶς ἐλεημοσύνη. Ὅσο περισσότερο ἔδινε χρήματα τόσο γέμιζε καί τό σακκί. Ὅταν ἔφτασε ὁ ἅγιος σέ μιά ἀγορά πού ὀνομαζόταν Βοῦς, βρέθηκε κάποιος φθονερός ἄνθρωπος πού ἀναφώνησε· Κύριε ἐλέησον, ἔως πότε δέν θά ἀδειάζει αὐτό τό βαλάντιο! Ἀμέσως ἄδειασε τό σακκί κι ὁ ἅγιος κοιτώντας αὐστηρά τόν ἄνθρωπο αὐτόν εἶπε, ὁ Θεός νά σέ συγχωρήσει ἀδελφέ, διότι ἐάν δέν ἐκστόμιζες τόν φθονερό αύτόν λόγο, θά γέμιζε γιά πολλή ὧρα ἀκόμη τό σακκί. Ἀναγκάσθηκε παρά τήν θέλησή του νά χειροτονηθεῖ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μετά ἀπό ἕνα φοβερό ὅραμα πού εἶδε. Πλῆθος Ἀγγέλων τοῦ εἶπε, ὅτι ἐάν δέν δεχθεῖ, θά δοκιμάσει τιμωρίες.

   Μιά φορά διασχίζοντας ἕναν τόπο πού λεγόταν Ἕβδομος, εἶδε τήν θάλασσα τρικυμισμένη, τήν σταύρωσε καί προσευχόμενος τήν ἡρέμησε. Ἕναν τυφλό τόν γιάτρεψε κοινωνώντας τόν τά Ἄχραντα Μυστήρια. Κάποτε στήν Κωνσταντινούπολη ἔπεσε φοβερή ἐπιδημία καί οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν κατά ἑκατοντάδες. Ὁ ἅγιος ἔδωσε δύο κοφφίνια σἐ ἕναν ὑπηρέτη του, τό ἕνα ἦταν ἄδειο καί τό ἄλλο γεμάτο ἀπό μικρές πέτρες. Τοῦ εἶπε νά σταθεῖ στόν δρόμο πού ὀνομαζόταν Βοῦς, καί νά ρίχνει στό ἄδειο κοφφίνι μία πέτρα γιά κάθε νεκρό. Πράγματι στό τέλος τῆς πρώτης ἡμέρας ὁ ὑπηρέτης μέτρησε τριακόσιους εἰκοσιτρεῖς νεκρούς. Τήν ἑπομένη ἔκανε τό ἴδιο καί εἶδε ὅτι πέθαναν λιγότεροι. Μέ τήν προσευχή τοῦ ἁγίου σέ ἑπτά ἡμέρες σταμάτησε ἐντελῶς ἡ ἐπιδημία. Ὁ ἅγιος ἦταν τόσο ἀσκητικός καί ἐγκρατῆς, ὥστε ἐπί ἕξι μῆνες δέν ἤπιε καθόλου νερό. Ἡ μοναδική του τροφή ἦταν ἕνα μαρούλι καί λίγο πεπόνι ἤ σταφύλι ἤ σῦκα καθ’ ὅλον τόν χρόνο τῆς πατριαρχείας του. Κοιμόταν ἐλάχιστα κι ἔτσι πολεμοῦσε τά πάθη, μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί πολλή προσευχή. Μέ αὐτήν ματαίωνε τούς πολέμους τῶν ἐχθρῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί προστάτευε τό ποίμνιό του ἀπό ὁρατοῦς καί ἀοράτους ἐχθρούς.

   Κάποια Παρασκευή εἶπαν στόν ἅγιο, ὅτι τήν ἑπομένη ἐπρόκειτο νά γίνουν ἱπποδρομίες καί θέατρο, ἧταν ὅμως τό Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς κι ὁ ἅγιος παρεκάλεσε τόν Θεό νά δείξει κάποιο σημεῖο γιά νά ἐμποδισθοῦν αὐτά τά θεάματα. Πράγματι ἐνῶ ὁ οὐρανός ἦταν ἀνέφελος, σηκώθηκε ἀνεμοστρόβιλος κι ἄρχισε νά βρέχει μέ τέτοια σφοδρότητα, ὥστε ἔφυγαν ὅλοι ἀπό τόν ἱππόδρομο, νομίζοντας ὅτι ἔφτασε ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἰάτρευσε πολλούς ἀσθενεῖς καί πολλές στεῖρες γυναῖκες ἀπέκτησαν παιδιά μέ τήν προσευχή του. Ἐκοιμήθη τό 595 μετά ἀπό δεκατρισήμισυ ἔτη θεοφιλοῦς πατριαρχείας. Τό ἅγιο λεἰψανό του τέθηκε πρός προσκύνηση. Τότε προσῆλθε ἕνας ἔνδοξος ἔπαρχος, ὁ Νεῖλος καί ὅταν τό ἀσπάσθηκε, τότε ὦ τοῦ θαύματος! τό ἅγιο λείψανο σηκώθηκε ἀμέσως καί ἀσπασθηκε μέ τή σειρά του τόν ἔπαρχο, σάν νά ἦταν ζωντανό. Ὅλος ὁ λαός δόξασε τόν Θεό καί τούς ἁγίους Του.

 

Ἀπολυτίκιον

(Ἦχος πλ. δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.)


 Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἰωάννη Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Μεγαλυνάριον


Ἔχων τήν νηστείαν οἷαν τροφήν, τήν ψυχήν ἐτράφης τοῖς τοῦ Πνεύματος δωρεᾶς· ὅθεν διατρέφεις, τῆς χάριτος τοῖς λόγοις, παμμάκαρ Ἰωάννη πιστῶν τό πλήρωμα.