Εργαζόμουν – διηγείται ο Ηλίας Βουτσινάς από την Πάτρα – ως αναπληρωτής καθηγητής στο Ειδικό σχολείο Ε.Ε.Ε.Ε.Κ. Ναυπάκτου, την σχολική χρονιά 2009-2010. Σε αυτό το σχολείο φοιτούν παιδιά από 13 έως 28 ετών έχοντας διάφορα προβλήματα υγείας, όπως σύνδρομο Down, βαριά-μέτρια-ελαφριά νοητική υστέρηση, αυτισμό, τυφλότητα, ως και διάφορα ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα από ελαφριά έως και με ιστορικό σχιζοφρένειας. Κάποια από αυτά τα παιδιά, λόγω της ασθένειάς των, δεν μπορούν να επικοινωνήσουν καν, βγάζοντας άναρθρες κραυγές και λέγοντας μονολεκτικά κάποιες λέξεις.
Σε ένα τμήμα έχουμε δύο παιδιά αυτιστικά. Από αυτά, ο μεν Δ. λέει μόνο κάποιες λέξεις, ο δε Π. μιλάει τόσο σιγά, ώστε και απόλυτη ησυχία να γίνεται δεν μπορείς να ακούσης τι λέει. Στην αρχή της χρονιάς τους διάβαζα κάποια παραμυθάκια, αλλά δεν έδειχναν ενδιαφέρον. Κοιτούσαν δεξιά και αριστερά, σηκώνονταν, έκαναν φασαρία και εν γένει δεν μπορούσα με τίποτε να τους κάνω να ακούσουν έστω και για λίγα λεπτά.
Όταν μετά από την πάροδο 2-3 μηνών είπα να τους διαβάσω τον Βίο του γέροντος Παϊσίου, τότε ο Π. από εκεί που έδειχνε να είναι στον κόσμο του, άρχισε να παρακολουθή με ενδιαφέρον. Έβαζε τα χέρια του κάτω από το πηγούνι και με κοίταζε ενώ μιλούσα. Και όπως λένε οι ειδικοί επιστήμονες, αν έναν αυτιστικό καταφέρης να τον κάνης να σε κοιτάη στα μάτια, τότε τον έχεις κερδίσει, γιατί σου επιτρέπει να μπης στον κόσμο του.
Όχι εγώ, δεν τον κέρδισα, αλλά ο π. Παΐσιος με τα λόγια του, τα οποία ανεγίνωσκα μόνο. Μάλιστα δε, συνάδελφος που πέρασε από την τάξη μια φορά και είδε τον Π. στην προειρημένη στάση, μου είπε: «Τι τους κάνεις, βρε Ηλία, και σε κοιτάζουν με τόση προσήλωση;». «Εγώ; Ο Γέροντας», σκέφτηκα.
* * *
Ένα δεύτερο περιστατικό είναι με την Ε., η οποία πάσχει από βαριά νοητική υστέρηση με ιστορικό σχιζοφρένειας. Παίρνει κάθε μέρα ισχυρά ψυχιατρικά χάπια και επικοινωνεί με νοήματα ή με άναρθρες κραυγές που αναλόγως την περίπτωση σημαίνουν ναι ή όχι.
Ενώ, λοιπόν, μια μέρα της διάβαζα τον Βίο του Γέροντος και καθόταν ήσυχη και άκουγε, σε μια στιγμή σταμάτησα να διαβάζω για λίγα λεπτά, προκειμένου να στείλω ένα μήνυμα με το κινητό μου τηλέφωνο. Τότε η Ε. σηκώθηκε, ήρθε προς το μέρος μου και άρχιζε με το δάκτυλό της να μου δείχνη τις σελίδες εκείνες στις οποίες είχα ανοικτό το βιβλίο.
Εγώ δεν κατάλαβα. Της λέω: «Ε., τι θες;». Συνέχιζε το ίδιο. Της ξανάκανα την ερώτηση και ύστερα από 2-3 φορές, της λέω: «Θες να συνεχίσω να διαβάζω;». Τότε η Ε. έγνεψε καταφατικά, έβγαλε αυτού του είδους την κραυγή που έχουμε μάθει ότι σημαίνει ναι και κάθησε στη θέση της.
Από το βιβλίο: Ο Όσιος Παΐσιος. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 243.