Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Πῶς οἱ Μάρτυρες ἀντέχουν τὸ μαρτύριον;

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Πολλοὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς οἱ Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπέφεραν τόσο φρικτὰ βασανιστήρια. Στὴν πρὸς Ἐφεσίους (ε΄ 1, 2) ἐπιστολὴ διαβάζουμε:

«Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά, καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας». (: Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεός σᾶς συγχώρεσε, νὰ γίνεσθε καὶ ἐσεῖς μιμητὲς τοῦ Θεοῦ, σὰν τέκνα ἀγαπητά. Καὶ νὰ συμπεριφέρεστε μὲ ἀγάπη, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν Του γιὰ χάρη μας καὶ γιὰ τὴν σωτηρία μας ὡς προσφορὰ καὶ θυσία στὸν Θεό, γιὰ νὰ εἶναι μπροστά Του ἡ θυσία αὐτὴ σὰν ὀσμὴ ποὺ εὐωδιάζει).

  • Ὅταν εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, οὔτε στὶς δύσκολες στιγμές, οὔτε στὶς εὔκολες.

Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:

«Δὲν ὑπάρχει κανείς, μὰ κανείς, οὔτε πατέρας, οὔτε μητέρα, οὔτε φίλος, οὔτε ὁποιοσδήποτε ἄλλος ποὺ νὰ μᾶς ἔχη ἀγαπήσει τόσο, ὅσο ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε».

Ὁ Θεὸς εἶναι περισσότερο φιλόστοργος ἀπὸ κάθε πατέρα.

  • Στηριζόμενοι λοιπὸν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μαρτύρησαν ὅλοι οἱ Μάρτυρες. Λέγει ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας:

«Θὰ σᾶς φέρω τὸ παράδειγμα ἑνὸς μάρτυρος, ἑνὸς παιδιοῦ, ποὺ μαρτύρησε πολὺ παλιά, καὶ θὰ δῆτε πῶς μαρτυρεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ πῶς «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ ἡ ἔκβασις» (1 Κορ. 10, 13). Ὁ Θεὸς καλεῖ ἕνα ἄνθρωπο στὸ μαρτύριο καὶ ἐνῷ προηγουμένως ἦταν ἐντελῶς δειλὸς καὶ φυγόπονος, μετὰ γίνεται θηρίο. Μὰ πῶς; Ἀκοῦστε.

Ἕνας ἡγεμόνας θὰ πήγαινε σὲ πόλεμο κι ὅπως συνήθιζαν, θὰ πήγαινε στὸ μαντεῖο νὰ πάρη πληροφορία ἀπὸ τὸν δαίμονα, νὰ τοῦ πῆ ἂν θὰ νικήση ἢ ὄχι στὸν πόλεμο. Κι ἀπαντᾶ τὸ μαντεῖο, ὁ δαίμονας: «Θὰ σοῦ ἀπαντήσω, ἐὰν βγάλης ἀπὸ τὴν πόλη σου τὰ λείψανα τοῦ ἱερομάρτυρος Βαβύλα καὶ τῶν Τριῶν Παίδων». Ἀμέσως διατάσσει τοὺς χριστιανοὺς νὰ πάρουν τὰ Ἅγια Λείψανα αὐτῶν τῶν Ἁγίων, νὰ τὰ βγάλουν ἔξω τῆς πόλεως, ὥστε νὰ μπόρεση ὁ διάβολος νὰ τοῦ ἀπαντήση· «ναὶ ἢ ὄχι» γιὰ τὸν πόλεμο.

Οἱ Χριστιανοί μας, μεγάλοι, μικροὶ καὶ παιδιά, παίρνοντας τὰ Ἅγια Λείψανα, τὰ ἔβγαζαν μὲ ψαλμοὺς καὶ μὲ ὕμνους κι ἔλεγαν: «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων… ὀφθαλμοὺς ἔχουσιν καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσιν καὶ οὐκ ἀκούουσιν… ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ» (Ψαλμ. 113, 12). Ὁ ἡγεμών, ὅταν ἄκουσε ὅλα αὐτά, λέει: «Αὐτοὶ μᾶς βρίζουν μ’ αὐτὰ ποὺ λέγουν». Στέλνει τοὺς στρατιῶτες καὶ συλλαμβάνει ὁρισμένους.

Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ συνέλαβαν οἱ στρατιῶτες, ἦταν κι ἕνα νεαρὸ παιδὶ δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ ὄνομα Θεόδωρος. Αὐτὸν τὸν Θεόδωρο τὸν κρέμασαν ἐπάνω σὲ ἕνα στῦλο, τοῦ ἔβγαλαν τὰ ροῦχα καὶ μὲ χειράγρες, δηλαδὴ σιδερένια χέρια, ποὺ εἶχαν νύχια μὲ μαχαίρια μπροστά, τοῦ ἔξυναν τὸ σῶμα, τοῦ ἔκαναν αὐλακιὲς καὶ τὸ αἷμα του ἔτρεχε ποτάμι. Ἔτσι ὅπως ἦταν ζωντανὸ τὸ παιδί, κρεμασμένο, τοῦ ξύνανε ὅλα τὰ μέλη του καὶ στὶς πληγὲς ἔρριχναν ξύδι κι ἁλάτι· εἶχε γίνει σὰν ἕνα σφάγιο. Ἀπὸ τὸ πρωΐ μέχρι τὸ βράδυ οἱ στρατιῶτες ἄλλαζαν ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου καὶ τὸ κατάντησαν σχεδὸν νεκρό. Ἀφοῦ εἶδαν ὅτι θὰ πεθάνη πλέον κι ὅτι δὲν ἔχει ζωή, τὸν ξεκρέμασαν καὶ τὸν ἔδωσαν στοὺς συγγενεῖς του. Τὸ πῆραν τὸ παιδὶ οἱ συγγενεῖς στὸ σπίτι, ἄρχισαν τὶς περιποιήσεις κ.λ.π. Τὸ παιδὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του κι ἄρχισαν νὰ τοῦ λένε οἱ γονεῖς του:

– Παιδί μου Θεόδωρε, πῶς ἔκανες ὑπομονή; Πῶς δὲν γόγγυσες; Πῶς δὲν φώναξες;

– Νὰ σᾶς πῶ. Ὅταν μὲ κρέμασαν ἐπάνω στὸ στῦλο κι ἄρχισαν οἱ στρατιῶτες νὰ μὲ σχίζουν μ’ ἐκεῖνα τὰ σιδερένια αἰχμηρὰ χέρια, ἄρχισα νὰ πονάω τρομερὰ κι ὁ πόνος πήγαινε μέχρι τὴν καρδιά μου. Καὶ εἶπα: «Ταλαίπωρε Θεόδωρε, κάνε ὑπομονὴ σ’ αὐτὸν τὸν πόνο, γιὰ νὰ ἀποφύγης τὸν αἰώνιο πόνο τῆς κολάσεως». Θεμελιώνοντας τὴν σκέψι πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λογισμὸ τῆς κολάσεως, εἶπα· «θὰ κάνω ὑπομονή». Κι ἐκεῖ ποὺ θεμελίωσα πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λογισμὸ καὶ τὴν ἀπόφασι, βλέπω νὰ ἔρχωνται τρεῖς νέοι πανέμορφοι. Ὁ ἕνας κρατοῦσε μία λεκάνη ἀπὸ οὐράνιο μύρο. Ὁ ἄλλος κρατοῦσε πετσετάκια στὰ χέρια του καὶ μὲ πλησίασε. Ὁ τρίτος ἔπαιρνε ἕνα πετσετάκι, τὸ βουτοῦσε μέσα στὸ ἄρωμα καὶ μοῦ τὸ ἅπλωνε στὸ πρόσωπο. Ἀπὸ τὴν εὐωδία αὐτὴ ἀπὸ τὸ ἅγιο μύρο, δὲν καταλάβαινα πλέον οὔτε πόνο, οὔτε θλῖψι, οὔτε τίποτα. Ζοῦσα μία μακαριότητα καὶ μία ἀγγελικὴ κατάστασι, ποὺ θὰ ἦταν καλύτερα ποτὲ νὰ μὴ μὲ κατέβαζαν ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ τὸ ξύλο, διότι ὅταν μὲ κατέβασαν, ἀμέσως ἔφυγαν οἱ ἄγγελοι. Καὶ γιὰ χρόνια νὰ μὲ ξύνανε, θὰ ἤμουν εὐτυχής».

Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι στὰ μαρτύρια ἐπεμβαίνει ὑπερφυσικῶς ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ξεκινάει τὸ μαρτύριο καὶ τὸ τελειώνει. Ἐὰν τὸ θεϊκὸ πῦρ δὲν πυρπολήση τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ τοῦ ὁμολογητοῦ, εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ δώση τὴν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπομείνη γενναίως καὶ θριαμβευτικὰ τὸ μαρτύριο. Γι’ αὐτό, ὅταν μᾶς λέγη ὁ λογισμός: «Μά, πῶς θὰ μαρτυρήσης, πῶς θὰ ὑπομείνης, κοίταξε πὼς δὲν μπορεῖς νὰ σήκωσης καὶ τὸν ἐλάχιστο πόνο», νὰ πιστεύουμε τότε ὅτι, ὅταν κρίνη ὁ Θεὸς νὰ μαρτυρήσουμε, θὰ ἔρθη ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θὰ στείλη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, θὰ στείλη τὸ πῦρ τὸ οὐράνιον, θὰ μᾶς πυρπολήση καὶ θὰ μᾶς δώση τὴν δύναμη τοῦ μαρτυρίου.

Ἐπειδή, ὅπως βλέπουμε νὰ ἐξελίσσωνται τὰ πράγματα στὸν κόσμο κι ὅπως πιστεύουμε ἀπ’ ὅσα ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἔχει πληροφορήσει προφητικά, οἱ δύσκολοι καιροὶ μᾶς πλησιάζουν ἴσως νὰ εἴμεθα εἰς τὸν ἐξωτερικὸ κύκλο καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ προχωροῦμε στὸν κατόπιν καὶ στὸν κατόπιν καὶ θὰ φθάσουμε στὸ κέντρο- αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπη νὰ μᾶς ἀπασχόληση οὐσιαστικὰ εἶναι τὸ «ἑνός ἐστι χρεία». Νὰ ἑτοιμαζώμεθα ὁλοένα καὶ πνευματικώτερα, νὰ ἑτοιμαζώμεθα ψυχικά, νὰ καθαρίζουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὴν ἁμαρτία, ποὺ ἔχουμε πράξει ἢ γιὰ ὅ,τι θὰ πράξουμε στὴν συνέχεια, ὥστε νὰ βρεθοῦμε ὅσον γίνεται καλύτερα προετοιμασμένοι πρὸς αὐτὸ τὸ τέλος. Δὲν ξέρουμε, ἂν καὶ στὶς ἡμέρες μας φθάσουμε στὸ μαρτύριο.