Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΑΡΞΙΣ: ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΑΞΙΑ ΔΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΝ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Ὅπως πάντα, κάθε χρόνο, στὶς 31 Δεκεμβρίου φεύγει ὁ παλαιὸς ὁ χρόνος καὶ εἰσέρχεται ὁ νέος. Τὸ τραγικὸ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα 2020 τελειώνει καὶ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι τὸ 2021 θὰ εἶναι καλύτερο ἔτος, ἱκανὸ νὰ ἐπιφέρει μία λύση σὲ ὅλα τὰ προβλήματα. Πόσοι στὰ ἀλήθεια περιμένουν νὰ ξαναγυρίσει ὁ κόσμος ὅπως ἦταν πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ νέου ἰοῦ ποὺ προκάλεσε ἐγκλεισμό, πεῖνα, ἐγκατάλειψη, ἀπομόνωση, ἀπελπισία, καὶ θάνατο! Ἀλλὰ θὰ ξαναγυρίσει τὸ ρολόι μία ὥρα πρίν ἤ ἡ λύση ποὺ θὰ προταθεῖ γιὰ τὸ 2021 θὰ εἶναι μία εἴσοδος σ’ ἕνα ἀκατανόητο αὔριο, χωρὶς τὴν παραμικρὴ συγκατάθεση τοῦ πολίτου, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα εἶδος φυτοῦ, ἀνίκανο νὰ ἀποφασίσει γιὰ τὸ μέλλον;

Μέχρι σήμερα ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονὸς (ἀλλὰ ὄχι ἐμφανὲς σὲ ὅλους) ἡ πίστη μόνο στὶς γνωστικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, μετὰ βέβαια τὴν μεγάλη ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης καὶ τὴ μετάθεση στὸ περιθώριο κάθε θρησκευτικῆς πίστης. Στὸ κέντρο τοῦ μεταμοντέρνου ἀνθρώπου τοποθετήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὄχι βέβαια ὅπως ὁ Θεὸς τὸν κατασκεύασε, ἀλλά, ἔτσι ὅπως τὸν φαντάζεται ἡ νέα ἐποχή. Ὁ νέος Homo Sapiens στηρίζεται στὴν ἐπιστημονικὴ γνώση ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πιστεύει ὅτι μόνο ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἱκανὴ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιζήσει μακριὰ ἀπὸ τὴν δημιουργική του ἀρχή, διατηρώντας ἕνα μονομερῆ τρόπο σκέψης, ὁ ὁποῖος θὰ καθορίσει τὸ μέλλον πάντων, χωρὶς διάλογο καὶ ἀντίλογο.

Ἡ μόνη ἐλεύθερη γωνιὰ ποὺ ἔμεινε στὸν ἄνθρωπο, κρυμμένη μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ἀλλὰ ἱκανὴ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ καταλάβει καλύτερα τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν προορισμό του – μὲ ἄλλα βέβαια κριτήρια ὄχι μόνο βιολογικὰ-ἐπιστημονικά-, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως αὐτὴ ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα στὸν μάταιον τοῦτον κόσμον ἔστρεφαν τὰ μάτια τους μόνο στὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ περίμεναν τὴν πᾶσαν βοήθεια. Κατὰ συνέπεια σύμφωνα μὲ αὐτοὺς μόνο ὁ Θεὸς ἦταν σὲ θέση νὰ ὁδηγήσει τοὺς πιστοὺς εἰς ἅπασαν τὴν ἀλήθεια ποὺ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος τὸ ὁποῖο διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως ἑνώνει ὑποστατικὰ δύο φύσεις: θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Δίχως τὴν γνώση τοῦ δόγματος τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως ὅπως αὐτὸ διατυπώθηκε κυρίως ἀπὸ τὴν Τετάρτη Οἰκουμενικὴ σύνοδο, κανεὶς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν προορισμό του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες τρανῶς διεκήρυτταν: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον τὸν αὐτὸν ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι᾿ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν υἱὸν καὶ μονογενῆ, Θεὸν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε σύμβολον».

Ἀλλὰ δυστυχῶς στὴν σημερινὴ μεταμοντέρνα ἐποχὴ ἡ “θεολογία» ἔχει ξεπεράσει τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, ἡ ὁποία πιὰ ἀνήκει σ’ ἕνα μακρινὸ παρελθὸν καὶ τὴν ἔχει ἀντικαταστήσει μ’ ἕνα τρόπο σκέψης, ὁ ὁποῖος ἐκφραζόμενος ἀκαδημαϊκὰ – διὰ τῶν θεολογικῶν σχολῶν καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐπισκόπων ποὺ σπουδάζουν σὲ αὐτὲς – προσπαθεῖ νὰ μιμηθεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει, δηλαδὴ μία ἀμφίβολη ἐπιστημονικὴ γνώση. Ὁ ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος, ἐπειδὴ αἰσθάνεται πολὺ μειονεκτικὰ ἐν συγκρίσει μὲ τὸν ἐπιστήμονα ἐρευνητή, φαντάσθηκε τὸν ἑαυτό του ὅμοιο μὲ αὐτὸν καὶ υἱοθέτησε μία νέα κοσμοθεωρία, ἡ ὁποία βέβαια ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον ἀλήθεια καὶ θεολογία. Καὶ ὅλο αὐτὸ γιατί ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογία δὲν εἶναι ὁ Λόγος ποὺ ἑνώνει ὑποστατικὰ τὶς δύο φύσεις, ἀλλὰ ὁ προσωπικὸς τρόπος ὑπάρξεως – εἴτε ἄκτιστος, εἴτε κτιστὸς- ὁ ὁποῖος εἶναι σὲ θέση νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὸν ἀτομικὸ τρόπο ὑπάρξεως καὶ νὰ βρεθεῖ σὲ ἕνα ἀδιάκοπο δίκτυο σχέσεων, ἀπροσδιόριστο, ἀόριστο καὶ ἀδύνατο νὰ ἐκφρασθεῖ. Φτάνει μάλιστα ἡ ἀκαδημαϊκὴ διατύπωση στὸ ἔσχατο σημεῖο νὰ δικαιώνει τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, ὑπερτονίζοντας δύο πρόσωπα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐκφραζόμενα ὑπὸ ἑνὸς φαινομενικοῦ προσώπου τῆς ἑνώσεως, μιλώντας πιὰ γιὰ προσωπικὴ ἕνωση καὶ βρίσκοντας διαφορὰ μεταξὺ ὑποστάσεως καὶ προσώπου. Ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀλήθεια, τότε γιατί ὁ χριστιανισμὸς νὰ εἶναι διαιρεμένος σὲ ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση; Τί ἐξυπηρετεῖ αὐτό; Στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ἀπολύτως τίποτε. Ὁ κάθε «θεολόγος» τῆς ὁποιασδήποτε χριστιανικῆς παραδόσεως, καὶ θρησκείας θὰ ἔλεγα, προσπαθεῖ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ἑνωθεῖ μαζί του ἁπλῶς μιμεῖται τὸν προσωπικὸ ἄκτιστο τρόπο ὑπάρξεως, ὅπως καὶ ὁ ἐπιστήμων διὰ τοῦ πειράματος σκοπὸν ἔχει τὴν προσέγγιση τῆς ἀλήθειας μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀκριβέστερες μεθόδους.

Ὑπάρχουν λοιπὸν διαφορετικὲς ὀπτικὲς γωνίες ποὺ ὁ καθένας θὰ πρέπει νὰ μάθει νὰ σέβεται καὶ νὰ μὴ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ εἶναι ἀπόλυτος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ πάντα εἶναι ἀπροσδιόριστα καὶ ἀόριστα καὶ ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐκφράζεται, ὅπως ἐπιθυμεῖ. Ὅπως στὴν ἐπιστήμη ὁ φυσικὸς δὲν ἐπεμβαίνει στὰ θέματα τῆς ἰατρικῆς καὶ τὰ ἀφήνει εἰς τοὺς σπουδάσαντες τὴν ἐπιστήμη, τὸ ἴδιο ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ πρέπει νὰ γίνεται καὶ στὴν θεολογία: οἱ «ὀρθόδοξοι θεολόγοι» δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀμβισβητοῦν τὴν διαφορετικὴ προσέγγιση τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία γίνεται διὰ στόματος «θεολόγων», ποὺ δὲν εἶναι ὀρθόδοξοι καὶ ἀκόμη χειρότερα δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό. Ὅπως ἀκόμη οἱ ἐπιστήμονες, ὅταν προκύψει κάποιο πρόβλημα συνέρχονται καὶ ἀποφασίζουν μαζὶ μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομία, τὸ ἴδιο θὰ πρέπει νὰ γίνεται καὶ μὲ τὴν θεολογία, γιατί ἔτσι τώρα πιὰ προσεγγίζεται ἡ ἀλήθεια. Σὰν κοινωνία καὶ σχέση τοῦ ἐγώ, μὲ τὸ ἐσὺ καὶ τὸ ἐμεῖς δημιουργώντας μία κοινωνία, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη τῆς οἰκονομίας καὶ πολιτικῆς, διὰ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της, μιᾶς κοινωνίας ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἔχει νὰ τῆς προσφέρει ἡ θρησκεία εἶναι ἀγαπολογία καὶ ἀλληλεγγύη, διὰ νὰ μπορέσει νὰ διατηρηθεῖ τὸ σύστημα χωρὶς σημαντικὲς ἀλλαγές. Ἐπίσκοποι, ποιμένες μισθωτοὶ ποὺ χωρὶς οἰκονομικὴ βοήθεια δὲν μποροῦν νὰ πρα­γματοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅπως οἱ ἴδιοι τὴν φαντάζονται, ὡς γεγονός σχέσης εἰκονίζοντας- ὅπως πολὺ ἐσφαλμένα διατυμπανίζουν – τὴν Παναγία Τριάδα, καταβιβάζοντας Αὐτὴν εἰς τὸ ἐπίπεδο τῆς κτιστῆς δημιουργίας σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ μόνο τότε ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῆς θεότητάς της!

Ἡ μεταμοντέρνα μεταπατερικὴ καὶ θὰ προσέθετα ὑβριστικὴ θεολογία ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις ἀνθρώπων ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀναδει­χθοῦν ὡς ἐπιφανῆ πρόσωπα τοῦ κόσμου τούτου μὴ διαθέτοντας ὅμως τὰ ἀπαραίτητα προσόντα γιὰ ὁποιαδήποτε δουλειά. Ἂν οἱ μεταμοντέρνοι θεολόγοι ἔκαναν μία διαφορετική ἐργασία ἀπὸ τὸ νὰ γράφουν τὶς ἀφηρημένες καὶ ἄλογες ἀπόψεις τους γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὴν ζωή, γιὰ τὸν θάνατο, τότε θὰ εἶχαν ἤδη ἀπολυθῆ ἐντὸς λίγων ὡρῶν. Φανταστεῖτε γιὰ παράδειγμα γιατροὺς νὰ ἰσχυρίζονται ἄνευ ἀποδείξεως ὅτι τὸ μοναδικὸ φάρμακο γιὰ κάθε ἀσθένεια εἶναι τὸ νερό, ὅταν τὸ παίρνεις ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀρχιάτρου, τοῦ ὁποίου ἡ δράση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ κανεὶς ἔχει δώσει στὸν ἀρχίατρο καὶ στὸ “μαγαζί» του. Μόνο δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου καὶ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων, ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων, ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων, ἡ μεταμοντέρνα ἐποχὴ εἰσέρχεται εἰς τὰ τῆς πίστεως καὶ προσφέρει τὸν δικό της τρόπο κατανόησης τῶν πάντων.

Ἐκεῖ λοιπόν ποὺ τὰ πάντα ὅδευαν πρὸς τὴν κατεύθυνση ποὺ ἄνοιξε ἡ νέα ἐποχή, εἰσῆλθε στὴν ζωή μας, μὴ γνωρίζοντας τὸν τρόπο, ἕνας μικροσκοπικὸς ἰός, ἱκανὸς νὰ ὁδηγήσει πρὸς τὸ χειρότερο- δυστυχῶς ὑπῆρχε ἀκόμη πολὺ χειρότερο- ἀποδεικνύοντας τὸ μορφωτικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ κενὸ ποὺ ἔχει δημιουργήσει ὁ μεταμοντέρνος ἄνθρωπος. Ἕνα κενὸ ποὺ δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἐξόδου προπαντός τῆς ποιμένουσας Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπετραβήχθη καὶ ἄφησε τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν οἰκονομία νὰ ἀποφασίσει γιὰ τὸ μέλλον της! Μισθωτοὶ ποιμένες ἀπὸ τὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι, ὅταν δὲν φοβοῦνται νὰ ἐμφανιστοῦν στὰ ΜΜΕ, ζητοῦν μόνο ἀπὸ τὸν λαὸ νὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὶς ὁδηγίες τῆς κυβέρνησης ποὺ εἶναι ἡ ἀνωτέρα συνείδηση τῶν πάντων ἀκόμη καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία, μόνο τότε ὁ χριστιανὸς ἐπιδεικνύει ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση στὸν Θεό, ἂν ἀκολουθήσει τὸν Καίσαρα τῆς ἐποχῆς, Καίσαρα πολιτικό, οἰκονομικό, ἐπιστημονικὸ καὶ πνευματικό. Ὁ Πρῶτος, ἄνευ ἴσων τῆς μεταπατερικῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ἀντικαθιστᾶ τὸν Θεάνθρωπο καὶ ὑπακούει τυφλὰ στὸν Καίσαρα τῆς εὐρωπαϊκῆς καὶ παγκόσμιας ὁλοκλήρωσης, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου θυσιάζεται ὁ Χριστὸς ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀξία. Ἂν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὸν Καίσαρα, ἐπειδὴ δὲν φοβόντουσαν τὸν θάνατο καὶ οὔτε βέβαια ἐπιθυμοῦσαν νὰ σώσουν τὴ φθαρτὴ ὕπαρξή τους καὶ τὴν κοινωνική τους καταξίωση, ἡ σημερινὴ διοικοῦσα Ἐκκλησία παρέδωσε τὰ πάντα σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἔχει τοὺς ἀπαραίτητους πόρους καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία στὰ ὑψηλὰ τραπέζια, ποὺ μόνο ἀνώτεροι πολιτικοί, ἐπιχειρηματίες, καὶ γενικὰ τὰ κοσμοείδωλα τολμοῦν νὰ φαντασθοῦν ὅτι εἶναι σὲ θέση νὰ καθίσουν. Στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ ὅμως, ὁ ὁποῖος καλεῖ τοὺς πάντες, ἄνευ πρωτοκαθεδριῶν, ἡ ποιμένουσα Ἐκκλησία συμβουλεύει νὰ μὴ καθίσει κανεὶς καὶ ὅποιος τολμήσει νὰ τὸ κάνει γίνεται ἀπάνθρωπος, δὲν ἀγαπάει τὸν συνάνθρωπον, γιατί ἡ Τράπεζα τῆς τοῦ Θεοῦ Βασιλείας γέμει μικροβίων καὶ κορωνοϊῶν ἀποδεδειγμένων ἐκ τῆς ἰατρικῆς ἔρευνας!

Ἐκπλήττουν πολλὲς φορὲς τοποθετήσεις ἀνθρώπων στὰ ΜΜΕ ποὺ πιστεύουν μόνο στὶς προσεγγίσεις τῆς σημερινῆς γνώσεως. Ἂν καὶ τίποτε σ’ αὐτὴ δὲν παραμένει σταθερό, ἂν καὶ ποτὲ δὲν ἔγινε μία ἐπιμέρους μελέτη, ἐν τούτοις μέσα στὴν ἀστάθεια διαδίδεται ὅτι στὴν σύναξη τῶν πιστῶν ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ χώρου μὲ τὸν Κύριον παρόντα, καθὼς καὶ στὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο καὶ οἶνο, τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος μᾶς δίνει διὰ τῆς τιμίας δεξιᾶς Αὐτοῦ, ὑπάρχουν κορωνοϊοί. Καὶ ἀκόμη ἐκπλήττει τὸ γεγονὸς ὅτι παρότι ἡ μοντέρνα ἰατρικὴ καὶ γενικὰ ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶναι σὲ θέσει νὰ παρατείνει αἰωνίως τὴν ζωή τοῦ ἀνθρώπου στὴν γῆ, οὔτε νὰ δώσει ἕνα ἐπαρκῆ ὁρισμό της, ἐν ’τούτοις παραμένει σταθερὴ ἡ πίστη ὅτι μόνο χάρη στὴν ἐπιστήμη ὑπάρχει ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα σωτηρίας. Μία πίστη ποὺ καθίσταται μεταφυσικὸ γεγονός. Τόσο ποὺ παίρνει τὸ δικαίωμα νὰ εἰσέρχεται στὰ τὰ τῆς ὀρθοδοξίας, μέσῳ τοῦ Καίσαρα καὶ τοῦ Πρώτου.

Πίστη λοιπὸν στὴν γνωστικὴ ἱκανότητα τοῦ πτωτικοῦ ἀνθρώπου, ποὺ διὰ τοῦ γνωμικοῦ θελήματος προσπαθεῖ νὰ πάρει τὴν θέση τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ ἀνθρωποκεντρικὲς- ἐπιστημονικοφανεῖς σπου­δὲς τίθενται εἰς τὸ κέντρο τῆς ὄντως ζωῆς τόσο πολὺ ποὺ νομίζει κανεὶς ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποτραβήχθηκε, γιὰ ν’ ἀφήσει τὴν ἐλευθερία στὸν πτωτικὸ ἄνθρωπο νὰ συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει, γιατί ἔτσι πιὰ ὁ μοντέρνος ἄνθρωπος διὰ τῶν σπουδῶν καὶ ἀντιλήψεών του αἰσθάνεται τὴν ἐλευθερία! Ἀφοῦ αὐτὸ περίτρανα διακηρύσσει ἡ ἐπιστήμη ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ διαφωνήσει καὶ θὰ βρεθεῖ σὲ ἀντίλογο; Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κανένας ἀντίλογος, ἀλλὰ μία μόνο σκέψη, ἡ ὁποία διὰ τῆς παγκοσμιοποιήσεως καθίσταται μονομερὴς καὶ ἀμετάκλητος. Καμμία πιθανότητα ἐλευθερίας, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ στὸν πτωτικὸ ἄνθρωπο μεταφέρεται στὸ πρόσωπο καὶ ἰδιαίτερα στὸ πρόσωπο τοῦ Πρώτου καὶ τὰ ὑπόλοιπα πρόσωπα ἁπλῶς ὑπακούουν! Μία ἰδιότυπη προσπάθεια ποὺ ἀλλάζει τὰ πάντα τώρα πιὰ ποὺ μᾶς ἔπιασε στὸν ὕπνο καὶ ἔκλεισε μεγάλο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος στὸ χῶρο του καὶ ποιὸς στ’ ἀλήθεια δὲν αἰσθάνεται ἄνετα ἐκεῖ, γιὰ νὰ κοιμηθεῖ καλύτερα; Ὅταν θὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος θὰ ζεῖ σὲ μία διαφορετικὴ εἰκονικὴ πραγματικότητα ποὺ κανένας σήμερα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἰδεατές της εἶναι σὲ θέση νὰ διαισθανθεῖ. Μοῦ ἔρχεται στὸ μυαλὸ ἡ λαϊκὴ παροιμία: «Κοιμοῦ ἀγάπη μου, κοιμοῦ καὶ ἡ μοῖρα σου δουλεύει». Αὐτὴ δουλεύει μέσῳ τοῦ Καίσαρα, τοῦ Πρώτου τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μετατρέψει τὰ πάντα τόσο πολὺ ποὺ τίποτε πιὰ δὲν θὰ εἶναι γνώριμο, ὅταν θὰ ἔρθει, ἂν ποτὲ ἔρθει, ἡ ὥρα τοῦ ξυπνήματος ἀπὸ τὸν τρομακτικὸ ἐφιάλτη, ὁ ὁποῖος συγκρατεῖ καὶ φυλακίζει τοὺς πάντες.

Βέβαια μέσα σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ τοῦ βαθέος ὕπνου, κάπου κρυμμένος, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ βαθειὰ βρίσκεται καὶ ὁ θάνατος, ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς τοῦ γνωμικοῦ θελήματος καθὼς καὶ τῆς κυτταρικῆς φθαρτῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιδιορθωθεῖ μὲ κανένα τρόπο. Κρυμμένος πολὺ βαθειά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ βάθος κανονίζει τὴν μεταφυσικὴ ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τρέχει, γιὰ νὰ βρεῖ μία θεραπεία, ἀλλὰ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νικήσει τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀπωθεῖ πέρα ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα. Ἡ ἰατρικὴ ἰσχυρίζεται ψευδῶς ὅτι κάποτε θὰ βρεῖ ὅλες τὶς ἀπαραίτητες λύσεις, ὅλα τὰ φάρμακα, θὰ ἐπιμηκύνει τὴν κυτταρικὴ ζωή καὶ θὰ νικήσει διὰ τοῦ ἐμβολίου ὅλους τοὺς ἰοὺς ποὺ ἀπειλοῦν τὸν ἄνθρωπο, ὅσο καὶ ἐπικίνδυνοι καὶ ἂν φαίνονται. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυμήχανος καὶ τελικὰ θὰ ἐπιζήσει. Ὁ ὄντως ὀρθόδοξος ὅμως γνωρίζει ὅτι ὅσο καὶ πολυμήχανος καὶ νὰ φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ὁ θάνατος στὸ τέλος θὰ ὑπερισχύσει σὲ κάθε πτωτικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸ κάθε γνωμικὸ θέλημα θὰ καταστραφεῖ ὁριστικά. Μόνο ὁ Χριστὸς νικᾶ τὸν μεγαλύτερο ἐχθρὸ τῆς ἀνθρωπότητος, γιατί ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήση καὶ δὲν πτοεῖται, οὔτε ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὶς συνέπειες τῶν ἀποτυχιῶν τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τείνει νὰ ἀγνοεῖ ὅτι τὸ αἰώνιο θεϊκὸ σχέδιο ποὺ προβλέπει τὴν ἕνωση τῆς ἀνθρωπότητας μαζί Του, ὅπως ὑπέδειξε ὁ Χριστὸς ἐκπληρώνεται ἀδιάκομα.

Τί ἔχασε στ’ ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν προσπάθειά του νὰ ἀντιταχθεῖ καὶ νὰ πολεμήσει στὸ πλάϊ τοῦ διαβόλου καταστρέφοντας τὸ πατερικὸ οἰκοδόμημα καὶ τοποθετώντας ἀντ’ αὐτοῦ μία γενικὴ ἀγαπολογία ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ διὰ τῆς ὑπακοῆς, ὄχι στὸν Χριστὸ ἀλλὰ στὸν ἑκάστοτε πρῶτο, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι μποροῦν νὰ γίνουν λειτουργίες κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, μόνο καὶ μόνο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς φθαρτῆς ὑπάρξεως! Ἀκολουθώντας τοιαύτας ὑποδείξεις τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε τὴν θέωση, τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἔγινε δηλαδὴ πιὸ πολὺ μηχανὴ καὶ ἔπαψε νὰ εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμός, ἕνας ὀργανισμὸς ποὺ ἔχει μία ἀρχή, ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμός, γιατί δημιουργήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖ­ος προαιώνια τὸν ἀγάπησε καὶ ὅταν ἦρθε ἡ κατάλληλη ὥρα ἐκεῖ σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἔγινε ἄνθρωπος, ἑνώθηκε μὲ τὸ πλάσμα Του, γιὰ νὰ τὸ τραβήξει στὸ κέντρο τῆς δικῆς Του ζωῆς, γιὰ νὰ μὴ αἰσθάνεται μόνο καὶ φοβισμένο, γιὰ νὰ μὴ τὸ τρομάζουν πιὰ μικρόβια, ἀρρώστιες καὶ ἰοί. Ὡστόσο ἀκόμη καὶ στὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σήμερα ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση ἔδωσε τὴν δυνατότητα στὸν κάθε ἄνθρωπο ἢ νὰ ἀποδεχτεῖ μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ ἑνωθεῖ μαζὶ ΤΟΥ ἢ νὰ τὴν ἀπορρίψει, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ἡ ἀποδοχὴ πάντως, δὲν συνεπάγεται ἀναγκαστικὰ τὴν προσκόλληση στὶς διακηρύξεις καὶ παρεκκλίσεις τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Ὅλοι, ὅπως ἡ ἱερόδουλη, μποροῦν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο τὴν βοήθεια νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτιὲς καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα ΤΟΥ. Ὅλοι μποροῦν νὰ φθάσουν τὴν σιγουριὰ τοῦ Παύλου: «ποιὸς λοιπὸν θὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ἴσως ἡ θλίψη ἢ ἡ στεναχώρια ἢ ὁ διωγμὸς ἢ ἡ πεῖνα ἢ ἡ γυμνότητα ἢ ἡ μάχαιρα… Ἀλλὰ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσ­κολίες ἐμεῖς εἴμαστε κάτι παραπάνω ἀπὸ νικητές, χάριν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀγάπησε. Εἶμαι πράγματι πεπεισμένος ὅτι, οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχές, οὔτε δυνάμεις, οὔτε παρόν, οὔτε μέλλον, οὔτε ὕψος, οὔτε βάθος, οὔτε κανένα ἄλλο κτίσμα[1] θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας”[2].

Ἡ σιγουριὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ γίνει δική μας;

Ἐν κατακλεῖδι αὐτὴ τὴ σιγουριὰ δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ κατέχει ἡ ἐπιστήμη, ἡ κοινωνία, οἱ πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές, ὅλο αὐτὸ τὸ οἰκοδόμημα ποὺ συνιστᾶ τὴν νέα ἐποχή. Ἡ νέα ἐποχὴ ἐμμένει νὰ προφυλάσσει τὴν ζωή σὰν καθαρὸ τεχνικὸ στόχο καὶ ὄχι σὰν μία ζωή προσκολλημένη στὴν ἀρχὴ ποὺ τὴν δημιούργησε. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ σημερινὴ μονομερὴς σκέψη ἀπώλεσε τὴν ὄντως ζωή καὶ προσκολλήθηκε σὲ ἕνα εἶδος βιολογικῆς ὑπεραξίας, τῆς ὁποίας ἡ διατήρηση εἶναι τὸ ὑπέρτατο ἀγαθό, ἀκόμη μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐλεύθερη ὕπαρξη, ποὺ κατοχυρώνεται ἀπ’ ὅλα τὰ συντάγματα ἐλεύθερων δημοκρατιῶν. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ τρέχουσα ἐποχὴ ὁμοιάζει μὲ τὸν νευροχειροῦργο ποὺ ἐπεμβαίνει στὸν ἀσθενῆ του, σῴζει τὴν ζωή, ἀλλὰ τὸν καθιστᾶ φυτό. Ἡ ἀρρώστια ἡττήθη, κρῖμα ὅμως στὸν ἀσθενῆ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μετράει πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα. Κρῖμα στὸν ἄνθρωπο, θὰ πρόσθετα, ποὺ θὰ τολμήσει νὰ γίνει ἀσθενής, γέρος ἀδύνατος, μὴ παραγωγικός. Κρῖμα στὸν ἄνθρωπο τοῦ σήμερα, ποὺ γίνεται ἤ εἶναι πιὸ πολὺ μηχανὴ καὶ λιγότερο φυσικὸς ἄνθρωπος.

Καλῶς ἤρθατε στὴν νέα ἐποχή.

Σημειώσεις:

[1] Οὔτε κανένας κορωνοϊὸς θὰ προσέθετα

[2] Ρωμαίους η΄, 35-39