Μιά ψυχὴ ποὺ περίμενε ὑπομονετικὰ τὴ σειρά της εἶναι καὶ ἡ νεαρὴ Ἄρτεμη. Προηγήθηκαν καμιὰ εἰκοσαριὰ ἄτομα μέχρι νὰ ἀνοίξει γι’ αὐτὴν ἡ μικρὴ μεταλλικὴ πορτούλα. Ἀσπάστηκε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ χέρι τοῦ πνευματικοῦ της, τοῦ παπα– Μάρκου, κι ἄρχισε νὰ βγάζει ὅ,τι τὴν ἀπασχολοῦσε.
Τελευταῖα ζοῦσε μεγάλο πειρασμό. Θέλεις ἡ ἐπιτυχία στὶς Πανελλαδικὲς Ἐξετάσεις, θέλεις ἡ ἄριστη ἐπίδοσή της στὸ πιάνο καὶ ἡ μελωδική της φωνὴ συνηγόρησαν, γιὰ νὰ ἔχει πειρασμικὲς ἐνοχλήσεις, ὅτι εἶναι κάτι σπουδαῖο. Σχόλια ἐνθουσιώδη, κολακεῖες ποὺ τῆς ἔφερναν ζόρικες σκέψεις καὶ τὴν ἔκαναν νὰ χάνει τὴν ἠρεμία της.
Πάντοτε ὑπέβοσκε, ἀλλὰ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶναι σὲ ἔξαρση. Αὐτὸ προσπάθησε νὰ παρουσιάσει, τὸ θέμα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Θέμα σοβαρό, ποὺ ταλαιπωρεῖ πολλὲς ψυχές. Θέμα ὕπουλο, ποὺ ἐνῶ νομίζεις πὼς εἶσαι στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθεῖς τὰ βήματα κάποιου ἄλλου Ὑβριστῆ, ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν ἁγία ἀγγελική του κατάσταση, καὶ ἔπεσε μὲ πτώση μεγάλη. Δύσκολο νὰ τὸ ἐντοπίσεις τέτοιο λεπτὸ θέμα.
Ἐκείνη λέει, βγάζει τὸ πρόβλημά της. Καὶ βλέπει τὰ βλέφαρα τοῦ πνευματικοῦ νὰ βαραίνουν, νὰ βαραίνουν, ὥσπου κλείνουν.
-Κοιμήθηκε, σκέφτηκε τὸ κορίτσι. Εἶναι τόσο κουρασμένος, ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν προσφορά.
Τόσο κουραζόταν. Ἔφτανε στὰ ὅρια τῆς κατάρρευσης.
Σὲ κλάσματα δευτερολέπτου δύο σκέψεις πέρασαν ἀπὸ μπροστά της σὰν δίλημμα:
-Καὶ τώρα τί κάνω; Νὰ σταματήσω, ἢ νὰ συνεχίσω;
Ἡ ἀπόφαση πάρθηκε γρήγορα. “Θὰ συνεχίσω. Ἔτσι κι ἀλλιῶς στὸν Χριστὸ τὰ λέω”.
Συνέχισε νὰ μιλάει, ἐνῶ τὰ μάτια τοῦ πνευματικοῦ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι κλειστά. Τελείωσε. Ξεστόμισε τὴν τελευταία λέξη. Καὶ τότε, ἀναπάντεχα, τὰ βλέφαρα τοῦ παπα– Μάρκου ἀνοίγουν καὶ τὰ χείλη κινοῦνται σὲ μιά συμβουλὴ μὲ δύο λέξεις, “Λάθε βιώσας!”
Γνώριζε ὁ πνευματικὸς ὅτι ἔδωσε ἐξετάσεις στὴ θεωρητικὴ κατεύθυνση καὶ ὅτι ἤξερε καλὰ ἀρχαῖα. Γνώριζε τὴν ψυχή της ὅτι θέλει νὰ ἀγωνιστεῖ πάνω σὲ αὐτὸ τὸν στίβο, τὸν πνευματικό, πάνω στὸ θανάσιμο ἁμάρτημα τοῦ ἐγωισμοῦ. Καὶ βρῆκε τὸν τρόπο νὰ τὴ βοηθήσει μὲ τὶς δύο λέξεις: “λάθε βιώσας”. Ζῆσε στὴν ἀφάνεια, χωρὶς προσωπικὴ προβολή, χωρὶς ἐπιδεικτικὴ διάθεση, ἔστω κι ἂν ἐκ τῶν πραγμάτων δὲν μπορεῖς νὰ ἀποφύγεις τὰ κολακευτικὰ σχόλια. Τὰ τάλαντα, οἱ ἐπιδόσεις, ἡ ἀνθρώπινη ἐπιτυχία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; Τί δὲ καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;». Ὅλα αὐτὰ ἐννοοῦσε μὲ δύο λέξεις!
Τὶς περισσότερες φορὲς δὲν ἔλεγε τίποτα. Μόνο ὑπεδείκνυε τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τῆς ταπεινῆς ἱκεσίας, “Προσευχή”. Ἀλλὰ καὶ ὅσες φορὲς ἔλεγε κάτι, ἦταν τόσο σύντομο, ἀλλὰ καὶ τόσο περιεκτικό! Οἱ λέξεις ἦταν διαλεγμένες, θαρρεῖς καὶ τὶς εἶχε προετοιμάσει! Ἡ χάρη ξεχείλιζε ἀπὸ τὰ λόγια του. Τὴν προσείλκυε ἡ ταπείνωσή του.
Ἀποκαμωμένος ἔκλεινε τὰ μάτια. Ἀλλὰ τὰ ἄλλα μάτια ἦταν σὲ ἐγρήγορση, καταπῶς τὸ λέει ὁ Ἐθνικός μας Ποιητής:
«Ἀνοιχτὰ πάντα κι ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου».
Ὁ παπα-Μᾶρκος εἶχε πάντα «γρήγορον νοῦν καὶ καρδίαν νήφουσαν». Ἦταν πάντα συνδεδεμένος μὲ τὴν πηγὴ ἐνέργειας, τὸν Χριστό, καὶ προσπαθοῦσε καὶ μοχθοῦσε καὶ ἀναλωνόταν νὰ συνδέσει μὲ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ Πηγὴ ὅλες τὶς ψυχές, ὅλα τὰ λογικὰ πρόβατα. Ἦταν ἀληθινὸς ποιμένας, ποὺ κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Καλοῦ Ποιμένος «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» μέχρις ἐξαντλήσεως.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019