Κόπος καί παράκληση μοναχοῦ
Κάποτε συνάντησε στό καλντερίμι τῆς Καψάλας νέος μοναχός
καθισμένον ἕνα Γέροντα. Εἶχε στόν ὦμο του ἕνα βαρύ σακκίδιο
καί στό χέρι τό κομποσχοίνι. Τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό. Οἱ
ὀφθαλμοί του πλήρεις δακρύων, ὅλος ἦταν κάθιδρος καί
κατάκοπος ἀλλά χαρωπός, γλυκύς καί ἀλλοιωμένος. Πλησίασε ὁ
νέος μοναχός, τόν χαιρέτησε λέγοντας «εὐλογεῖτε», ὁ
Γέροντας ἀπάντησε «ὁ Κύριος». Ὁ νέος τοῦ ἔβαλε μετάνοια
ζητώντας τήν εὐχή του. Τόλμησε νά τόν ρωτήση:
«Πάτερ, ποιός εἶσθε, ποῦ μένετε;». Εἶπε τό ὄνομά του, «Γερόντιος», καί ποῦ μένει. Ἐξεπλάγη ἀκόμη περισσότερο ὁ μοναχός, διότι ἐνῶ ἦταν πολύ γνωστός του, δέν μπόρεσε σ᾿ αὐτή τήν μακαρία καί ἐκστατική κατάσταση νά τόν ἀναγνωρίση.
«Πάτερ, ποιός εἶσθε, ποῦ μένετε;». Εἶπε τό ὄνομά του, «Γερόντιος», καί ποῦ μένει. Ἐξεπλάγη ἀκόμη περισσότερο ὁ μοναχός, διότι ἐνῶ ἦταν πολύ γνωστός του, δέν μπόρεσε σ᾿ αὐτή τήν μακαρία καί ἐκστατική κατάσταση νά τόν ἀναγνωρίση.
Κατά
τό πλῆθος τῶν κόπων του (γέρων 75 ἐτῶν καί ἄνω σήκωνε φορτίο
40 κιλῶν) οἱ παρακλήσεις τῆς Παναγίας μας εὔφραναν τήν ψυχή
του.
Τό παλάτι τοῦ μοναχοῦ
Ενας Γέροντας Βούλγαρος πού ἔμενε στόν Ἅγιο Σέργιο τῆς
Καψάλας, εἶδε κάποτε ἕνα ὅραμα καί τό διηγήθηκε στόν
γερω–Γερόντιο. Ὁ φύλακάς του Ἄγγελος τόν πῆρε καί τόν ὡδήγησε
σ᾿ ἕνα πολύ ὄμορφο καί τερπνό τόπο, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα παλάτι.
Ὁ μοναχός ρώτησε νά μάθη τίνος εἶναι αὐτό τό παλάτι. «Εἶναι
δικό σου», τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος, «ἀλλά μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά
ἔρθεις νά κατοικήσης». Καί πράγματι σέ τρεῖς μέρες ἀπό τήν
ἡμέρα πού εἶδε τό ὅραμα καί τό διηγήθηκε στόν π.
Γερόντιο, τόν σκότωσαν κατά λάθος, ἀπό ἀπροσεξία, κάποιοι
βοσκοί πού ὑπῆρχαν σέ κεῖνα τά μέρη. Τά γεγονότα, ὅπως
ἐξελίχθηκαν, δείχνουν τήν ἀλήθεια τοῦ ὁράματος. Ἀλλά καί ὁ
μοναχός αὐτός θά ἦταν πολύ ἐνάρετος καί ἀγωνιστής γιά νά τοῦ
ἑτοιμασθῆ τέτοιο παλάτι.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 344).
enromiosini