Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Κόπος καί παράκληση μοναχοῦ – Τό παλάτι τοῦ μοναχοῦ


 Κόπος καί παράκληση μοναχοῦ
     Κά­πο­τε συ­νάν­τη­σε στό καλ­ντε­ρί­μι τῆς Καψάλας νέ­ος μο­να­χός κα­θι­σμέ­νον ἕ­να Γέ­ρον­τα. Εἶ­χε στόν ὦ­μο του ἕ­να βα­ρύ σακ­κί­διο καί στό χέ­ρι τό κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν φω­τει­νό. Οἱ ὀ­φθαλ­μοί του πλή­ρεις δα­κρύ­ων, ὅ­λος ἦ­ταν κά­θι­δρος καί κα­τά­κο­πος ἀλ­λά χα­ρω­πός, γλυ­κύς καί ἀλ­λοι­ω­μέ­νος. Πλη­σί­α­σε ὁ νέ­ος μο­να­χός, τόν χαι­ρέ­τη­σε λέ­γον­τας «εὐ­λο­γεῖ­τε», ὁ Γέ­ρον­τας ἀ­πάν­τη­σε «ὁ Κύ­ριος». Ὁ νέ­ος τοῦ ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α ζη­τών­τας τήν εὐ­χή του. Τόλ­μη­σε νά τόν ρω­τή­ση: 

«Πά­τερ, ποι­ός εἶ­σθε, ποῦ μέ­νε­τε;». Εἶ­πε τό ὄ­νο­μά του, «Γε­ρόν­τιος», καί ποῦ μέ­νει. Ἐ­ξε­πλά­γη ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ μο­να­χός, δι­ό­τι ἐ­νῶ ἦ­ταν πο­λύ γνω­στός του, δέν μπό­ρε­σε σ᾿ αὐ­τή τήν μα­κα­ρί­α καί ἐκ­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση νά τόν ἀ­να­γνω­ρί­ση.
Κα­τά τό πλῆ­θος τῶν κό­πων του (γέ­ρων 75 ἐ­τῶν καί ἄ­νω σή­κω­νε φορ­τί­ο 40 κι­λῶν) οἱ πα­ρα­κλή­σεις τῆς Πα­να­γί­ας μας εὔ­φρα­ναν τήν ψυ­χή του.
 Τό παλάτι τοῦ μοναχοῦ
    Ενας Γέ­ρον­τας Βούλ­γα­ρος πού ἔ­με­νε στόν Ἅ­γιο Σέρ­γιο τῆς Κα­ψά­λας, εἶ­δε κά­πο­τε ἕ­να ὅ­ρα­μα καί τό δι­η­γή­θη­κε στόν γε­ρω–Γε­ρόν­τιο. Ὁ φύ­λα­κάς του Ἄγ­γε­λος τόν πῆ­ρε καί τόν ὡ­δή­γη­σε σ᾿ ἕ­να πο­λύ ὄ­μορ­φο καί τερ­πνό τό­πο, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε ἕ­να πα­λά­τι. Ὁ μο­να­χός ρώ­τη­σε νά μά­θη τί­νος εἶ­ναι αὐ­τό τό πα­λά­τι. «Εἶ­ναι δι­κό σου», τοῦ εἶ­πε ὁ Ἄγ­γε­λος, «ἀλ­λά με­τά ἀ­πό τρεῖς ἡ­μέ­ρες θά ἔρ­θεις νά κα­τοι­κή­σης». Καί πράγ­μα­τι σέ τρεῖς μέ­ρες ἀ­πό τήν ἡμέ­ρα πού  εἶ­δε  τό  ὅ­ρα­μα  καί τό  δι­η­γή­θη­κε  στόν π. Γε­ρόν­τιο, τόν σκό­τω­σαν κα­τά λά­θος, ἀ­πό ἀ­προ­σε­ξί­α, κά­ποι­οι βο­σκοί πού ὑ­πῆρ­χαν σέ κεῖ­να τά μέ­ρη. Τά γε­γο­νό­τα, ὅ­πως ἐ­ξε­λί­χθη­καν, δεί­χνουν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ ὁ­ρά­μα­τος. Ἀλ­λά καί ὁ μο­να­χός αὐ­τός θά ἦ­ταν πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος καί ἀ­γω­νι­στής γιά νά τοῦ ἑ­τοι­μα­σθῆ τέ­τοι­ο πα­λά­τι.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 344).
 enromiosini