Ασκητές μέσα στον κόσμο –
Πατήρ Βασίλειος Τρομπούκης
Μέρος Α’
Γεννήθηκε
τό 1902 στό χωριό Σφηκιά Ἠμαθίας ἀπό λευϊτική οἰκογένεια. Ὁ
πατέρας του ὠνομαζόταν Ἰωάννης, ἦταν ἱερέας καί
Πνευματικός. Ἐπίσης ὁ παπποῦς καί ὁ προπάππος του ἦταν ἱερεῖς
καθώς καί ὁ ἀδελφός του Ἀθανάσιος, ὅπως καί ἕνας ἀνεψιός του.
Ἦταν ἐπιθυμία τοῦ Βασιλείου νά συνεχισθῆ αὐτή ἡ
παράδοση.
Ἐνυμφεύθη
μία σεμνή κόρη ἀπό τό ἴδιο χωριό, τήν Γιαννούλα, καί
ἀπέκτησαν ἐννέα τέκνα. Τό ἕνα πέθανε σέ ἡλικία δυό ἐτῶν.
Ἀπό
τίς διδαχές τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ πού ἀγαποῦσε καί διάβαζε πολύ,
ἔμαθε ὅτι πρέπει μετά τά σαράντα νά χειροτονοῦνται οἱ ἱερεῖς,
γιά νά εἶναι ὥριμοι. Πῆγε σέ ἱερατική σχολή ἀλλά καί πολλά
ἔμαθε ἀπό τόν πατέρα του, τόν π. Ἰωάννη. Μετά χειροτονήθηκε
διάκονος, ὕστερα ἱερέας καί λειτουργοῦσε στό χωριό του ὅπου
τόν τοποθέτησαν ἐφημέριο.
Ἀπό
τήν πρώτη μέρα πού φόρεσε τό ράσο ἔκοψε γιά πάντα τό τσιγάρο.
Ἔκανε συμφωνία μέ τήν σύζυγό του, τήν πρεσβυτέρα
Γιαννούλα, ἀφοῦ ἔφεραν ἐννέα παιδιά στόν κόσμο, στό ἑξῆς νά
ζοῦν μέ ἐγκράτεια σάν ἀδέλφια καί νά κοιμοῦνται χωριστά.
Κράτησαν τήν συμφωνία μέχρι τήν κοίμησή τους. Γιά νά πεισθῆ
καί ἡ πρεσβυτέρα νά κοιμοῦνται σέ χωριστά κρεββάτια, τρεῖς
φορές ἔσπασε τό κρεββάτι ἀπό μόνο του, χωρίς αἰτία, ὅταν
πήγαινε νά κοιμηθῆ ὁ παπα–Βασίλης. «Ἐσύ στήν γωνιά σου καί ἐγώ
στήν δική μου», τῆς εἶπε ὁ παπα–Βασίλης.
Ὅλα
τά χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας δέν εἶδε κανένας τόν
π. Βασίλειο χωρίς ζωστικό, ἀκόμη καί ἡ πρεσβυτέρα. Καί ὅταν
ὡς ἄνθρωπος πήγαινε νά πλυθῆ, πήγαινε μέ τό ζωστικό. Τό ἔλεγε
καί τό ἐννοοῦσε: «Παπᾶς ἀράσωτος, δέν εἶναι παπᾶς». Ἀκόμη
καί τό καλυμμαύχι του δέν τό ἔβγαζε ποτέ, παρά μόνο στό
δωμάτιό του.
Ἦταν
πολύ προσεκτικός στήν ζωή του καί ἰδιαίτερα εὐλαβής. Μετά
ἀπό τήν θεία Λειτουργία δέν πήγαινε σέ ξένο σπίτι. Πάντα
ἐπέστρεφε στό σπίτι του ὅπου εἶχε χωνευτήρι, ὅπως τό ὠνόμαζε
ὁ ἴδιος, καί ἐκεῖ ἔπλυνε μόνος του τό πρῶτο φλυτζάνι καί τό
πρῶτο ποτήρι πού θά χρησιμοποιοῦσε μετά τήν κατάλυση τῶν
Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἀργότερα ὅταν γήρασε, αὐτό τό ἔκαναν οἱ
δικοί του. Δέν τούς ἄφηνε νά πλύνουν τά πρῶτα σκεύη πού
χρησιμοποιοῦσε στό νεροχύτη, ἀλλά στό χωνευτήρι τοῦ σπιτιοῦ
του. Ὁ ἴδιος δέν πλενόταν τήν ἴδια μέρα, οὔτε καί τά γένεια του
ἔπλυνε. Εἶχε μία πετσέτα πού τά σκούπιζε καί ὅταν λερωνόταν
τήν ἔκαιγε. Νήστευε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή καί ὅλες
τίς Σαρακοστές καί ἀπό λάδι. Τό συνηθισμένο του φαγητό αὐτές
τίς ἡμέρες ἦταν τσάϊ μέ παξιμάδι, πατάτες καί κρεμμύδια
ψημένα στά κάρβουνα.
Ὁ
παπα–Βασίλης εἶχε φόβο Θεοῦ καί ἀγαποῦσε πολύ τήν προσευχή.
Πάντα προσευχόταν. Τό καθημερινό του τυπικό ἦταν ὡς ἑξῆς:
Ξυπνοῦσε στίς 4.00 τή νύχτα. Τόν χειμῶνα ἄναβε τήν ξυλόσομπα,
ἔβαζε τό πετραχήλι καί διάβαζε προσευχές μέχρι τίς 6.30΄ τό
πρωΐ. Μετά ἔπαιρνε τό ράσο του, πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί
διάβαζε τήν ἀκολουθία. Τό ἀπόγευμα ἔκανε τόν Ἑσπερινό.
Καθημερινῶς εἴτε χιόνιζε εἴτε ἔβρεχε, δέν ἄφηνε τήν
Ἐκκλησία καί τίς ἀκολουθίες του.
Στήν
ἀκολουθία καί ἰδιαίτερα στήν Λειτουργία ἦταν προσεκτικός,
δέν βιαζόταν, ἀφωσιωνόταν ὁλόκληρος. Ὁ π. Βασίλειος ἦταν
σοβαρός καί ἱεροπρεπής, καί αὐτό τό μετέδιδε καί στά
παιδάκια πού τόν διακονοῦσαν στό ἱερό. Ὅταν ὁ ψάλτης
παρέλειπε κάποια τροπάρια, ὁ π. Βασίλειος στενοχωριόταν.
Ἀπό λεπτότητα ὅμως δέν τοῦ ἔκανε παρατηρήσεις, ἔβγαινε στό
ἀναλόγιο καί τά ἔλεγε ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶχε κανένα ξένο ψάλτη,
τά ἔλεγαν ὅλα καί ἀργοῦσε νά τελειώση.
Κάποτε,
ἐνῶ εἶχε ἀναμμένο τό “μονόκερο” (εἰσοδικό) μπροστά στήν
εἰκόνα τῆς Παναγίας καί προσευχόταν, ἔγειρε τό κερί καί
πῆραν φωτιά τά ἄμφιά του. Ὁ π. Βασίλειος ἀφοσιωμένος ὅπως
ἦταν στήν προσευχή δέν πῆρε εἴδηση. Κάηκε σχεδόν τό
μεγαλύτερο μέρος ἀπό τό φαιλόνι ἐκτός ἀπό τόν πόλο (τήν
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ), τό στιχάρι του, μέρος ἀπό τό ζωστικό του,
λίγο τό σακκάκι του, λίγο ἡ φανέλλα του καί ἔφθασε μέχρι τό
δέρμα του, ἀλλά δέν κατάλαβε τίποτε. Ἔβγαλε μετά τά ἄμφιά
του, τά δίπλωσε καί πάλι δέν κατάλαβε τί εἶχε συμβῆ. Ὅταν
γύρισε στό σπίτι, τοῦ τό εἶπαν, τό διαπίστωσε δέ καί ὁ ἴδιος
ὅτι ἡ φωτιά ἔφθασε μέχρι τό σῶμα του, καί τότε εἶπε: «Σ᾿
εὐχαριστῶ, Παναγία μου, πού μέ φύλαξες καί δέν ἔπαθα τίποτε
χειρότερο».
Λειτουργοῦσε
συχνά, ἀκόμη καί σέ μικρές γιορτές, καί ἂς ἦταν σχεδόν μόνος
του στήν Ἐκκλησία. Εἶχε τή νεωκόρο, μία γιαγιά πού ἦταν πάντα
στήν Ἐκκλησία, καί τόν ψάλτη. Ὅταν δέν εἶχε ψάλτη ἔβαζε τά
μικρά παιδιά νά τά λένε διαβαστά. Πόσες λειτουργίες ἔκανε μέ
τά ἀθῶα παιδάκια μόνος του καί μέ τούς Ἀγγέλους!
Ὁ π. Βασίλειος Τρομπούκης
Ἀπό
κηδεῖες καί μνημόσυνα ποτέ δέν ἔπαιρνε χρήματα. Μόνο ἀπό
γάμους καί βαφτίσια, ἄν τοῦ ἔδιναν, ἔπαιρνε πέντε δραχμές καί
τίς τρεῖς τίς ἔδινε στήν Ἐκκλησία. Ἐξηγοῦσε ὅτι σ᾿ αὐτά τά
εὐχάριστα γεγονότα γιά τά ὁποῖα γίνονται τόσα ἔξοδα, μπορεῖ
νά παίρνη κάτι καί ὁ παπᾶς.
Ὅταν ἔβγαινε ὁ δίσκος στήν Ἐκκλησία, πρῶτα ὁ ἐπίτροπος περνοῦσε ἀπό τόν Ἱερέα καί μετά ἔρριχναν οἱ ἄλλοι.
Ὅταν
ἔπαιρνε τόν μισθό του, τόν μισό τόν ἔδινε σέ φτωχούς.
Παραπονιόταν ὁ γυιός του λέγοντας ὅτι ἔχουν ἀνάγκες καί ὁ π.
Βασίλειος, ὁ φτωχός καί πολύτεκνος, ἔλεγε: «Ὑπάρχουν ἄλλοι
πού ἔχουν μεγαλύτερες ἀνάγκες. Ἐμεῖς, δόξα τῷ Θεῷ, καλά
εἴμαστε».
Ἀγαποῦσε
καί φρόντιζε γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Ὅταν εἶχε
ἐργάτες γιά νά συντηρήση καί νά ἀνακαινίση τίς ἕξι
Ἐκκλησίες τοῦ χωριοῦ, πάντα δούλευε καί ὁ ἴδιος καί τούς
βοηθοῦσε.
Ὁ
παπα–Βασίλης εἶχε χάρι Θεοῦ. Ἡ πίστη του ἦταν ἁπλῆ, ζωντανή
καί μεγάλη. Ἡ εὐχή του ἔκανε θαύματα. Τόν καλοῦσαν νά
διαβάση εὐχές σέ ἀρρώστους καί θεραπεύονταν. Ἔβαζε τό χέρι
του μέ τό πετραχήλι στό κεφάλι τοῦ ἀρρώστου καί δέν τὄπαιρνε,
ἂν δέν σηκωνόταν ὁ ἄρρωστος.
Κάθε
δεκαπέντε ἡμέρες ἔκανε εὐχέλαιο καί ἁγιασμό στήν Ἐκκλησία
γιά νά μαζεύωνται οἱ χριστιανοί. Ἐλλείψει ψαλτῶν ἔβαζε τά
μικρά παιδιά νά διαβάζουν. Αὐτά τά ἔλεγαν συλλαβιστά καί ὁ π.
Βασίλειος περίμενε μέ ὑπομονή. Πήγαινε σέ ὅλα τά σπίτια
ὅταν τόν καλοῦσαν, χωρίς νά γογγύζη. Ποτέ δέν ἔπαιρνε
χρήματα. Ἂν τοῦ ἔβαζαν κάτι στήν τσέπη καί ἐπέμεναν νά τό πάρη
«γιά νά πιαστῆ», ὅπως ἔλεγαν, τά ἔπαιρνε καί μετά τά ἔρριχνε
στό παγκάρι τῆς ἐκκλησίας.
Ὅταν
μάθαινε ὅτι κάποια οἰκογένεια εἶχε προβλήματα, ἀπό μόνος
του διάβαζε εὐχές κάθε μέρα μέχρι νά δῆ ὅτι ξεπεράστηκαν τά
προβλήματα. Ὡς καλός καί ὄχι μισθωτός ποιμένας ἀγρυπνοῦσε
καί προσευχόταν γιά τά λογικά του πρόβατα. Ἀκόμα καί ὅταν
ἀρρώσταιναν τά ἄλογα κτήνη τόν καλοῦσαν νά διαβάση εὐχή.
Ἔπαιρνε τό πετραχήλι, τό Εὐχολόγιο καί τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου
Μοδέστου. Ἔβαζε τήν εἰκόνα στό παχνί καί διάβαζε μέχρι πού καί
τό τελευταῖο ζῶο θά γινόταν καλά. Οἱ εὐεργετηθέντες ἀπό
εὐγνωμοσύνη τοῦ πήγαιναν δῶρα, δυό αὐγά, ἕνα κιλό σιτάρι
κ.ἄ., ἀλλά χρήματα δέν ἔπαιρνε, γιατί ἔλεγε ὅτι ἡ εὐχή εἶναι
δωρεάν.
Ὅταν
εἶχε ἀνομβρία ἔφερναν στό χωριό τά Λείψανα τοῦ ἁγίου
Συμεών τοῦ Στυλίτου καί τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ἀχρίδος. Χτυποῦσε
ἡ καμπάνα καί ἔβγαιναν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ γιά νά
ὑποδεχθοῦν τά ἅγια Λείψανα. Μετά γινόταν ἡ λιτανεία σέ ὅλο
τό χωριό. Πρίν φθάσουν στήν πλατεῖα γιά νά μποῦν στήν ἐκκλησία
τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης ἄρχιζε ἡ βροχή. Μαζί τους
βέβαια εἶχαν τίς ὀμπρέλλες, γιατί πάντα ἔβρεχε
καταρρακτωδῶς.
Κάποια
οἰκογένεια φύτεψε ἕνα χωράφι ἕξι στρεμμάτων καπνό μέ πολύ
κόπο. Κουβαλοῦσαν τό νερό μέ τά ζῶα καί ταλαιπωρήθηκαν γιά
εἴκοσι μέρες. Ὅταν πῆγαν νά σκαλίσουν τόν καπνό εἶδαν ὅτι τόν
εἶχε κόψει τό σκουλήκι. Τό ἔμαθε ὁ καλός καί πονόψυχος
παπα–Βασίλης καί λυπήθηκε τόν κόπο τους. Πῆγε, διάβασε
εὐχές, ἔκανε ἁγιασμό καί σταύρωσε τό χωράφι. Σέ μία βδομάδα
πρασίνισε τό χωράφι καί ξαναφύτρωσε ὁ καπνός. Διηγοῦνται οἱ
ἴδιοι ὅτι μέχρι σήμερα τό φυτεύουν καπνό καί δέν βγάζει
σκουλήκια.
Ὁ
ἐγγονός του Ἰωάννης τρεῖς φορές ἀρρώστησε βαριά μέχρι
θανάτου καί εἶχαν πιστέψει ὅτι πέθανε, ἀλλά καί τίς τρεῖς
φορές σηκώθηκε μέ τήν εὐχή τοῦ παπα–Βασίλη. Τήν πρώτη φορά
ἦταν μικρός, ἑνάμισι χρόνου. Εἶχε σπασμούς, ἔβγαζε ἀφρούς
ἀπό τό στόμα του καί σειόταν ὁλόκληρος. Ἄρχισε ὁ πατήρ
Βασίλειος νά τόν διαβάζη, ἐνῶ ἡ μάννα τοῦ παιδιοῦ καί ἡ θεία
του πίστευαν ὅτι εἶχε πεθάνει, γιατί ἠρέμησε καί φοβόνταν
μήν παγώση. Ἄναψαν κερί καί ἑτοίμαζαν τά ἀπαραίτητα γιά τήν
κηδεία. Ἀλλά ὁ π. Βασίλειος εἶχε τό κεφαλάκι του σφιχτά
κρατημένο μέ τό πετραχήλι καί τίς ἔκανε νόημα νά τοῦ ἀφήσουν
τό παιδί (ὅταν διάβαζε τίς εὐχές δέν μιλοῦσε σέ κανένα). Τό
διάβασε πάνω ἀπό τρεῖς ὧρες μέχρι πού σηκώθηκε.
Τήν
δεύτερη φορά ἔπαθε τά ἴδια καί χτύπησαν καί οἱ καμπάνες
πένθιμα. Μετά ἀπό τούς σπασμούς ἦταν σέ ἀκινησία, ἔβγαζε
ἀφρούς καί τά μάτια του ἦταν γυρισμένα. Οἱ γιαγιάδες ἔλεγαν
ὅτι κατάπιε τήν γλῶσσα του καί πέθανε. Ἄναψαν κερί καί
βιάζονταν νά τό ντύσουν γιά νά μήν παγώση. Ὁ π.Βασίλειος
συνέχισε ἀνεπηρέαστος νά διαβάζη. Μετά τό παιδί σηκώθηκε
καί πῆγε νά παίξη μέ τά ἄλλα παιδιά σάν νά μήν εἶχε συμβῆ
τίποτε. Τό ἴδιο ἐπανελήφθη καί γιά τρίτη φορά.
Διηγεῖται
ἡ ἐγγονή του Ἰουλία: «Ἤμασταν τρία ἀδέλφια. Σέ γιατρό δέν μᾶς
πῆγαν ποτέ. Φάρμακα δέν ξέραμε, οὔτε γιατρούς. Ὁ παπποῦς μας
(παπα–Βασίλης) ἦταν ὁ γιατρός. Ἡ εὐχή πού διάβαζε μέ τό
πετραχήλι σήκωνε ὅλους τούς ἀρρώστους. Ἐπέμενε στίς
προσευχές. Ὅπου καί νά τόν καλοῦσαν πήγαινε ἀκόμη καί μέ δυό
μέτρα χιόνι˙ ἐκεῖ διάβαζε μέχρι νά σηκωθῆ ὁ ἄρρωστος.
Ἔρχονταν ἀσθενεῖς καί ἀπό τά γύρω χωριά γιά νά τούς διαβάση».
Τό
ἔτος 1974, τήν ἡμέρα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἔγινε ἡ εἰσβολή τῶν
Τούρκων στήν Κύπρο καί οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἐπιστρατεύθηκαν. Οἱ
τρεῖς γυιοί τοῦ παπα–Βασίλη περίμεναν νά τούς καλέσουν κι
αὐτούς καί σκέφθηκαν νά φέρουν μερικές μπάλες τριφύλλι καί
ἄχυρο, γιά νά ἔχουν νά ταΐζουν τά ζῶα οἱ γυναῖκες στήν
ἀπουσία τους. Ὁ παπα–Βασίλης λειτουργοῦσε καί ἔφθασε ἡ
εἴδηση ὅτι οἱ γυιοί του ἔπεσαν μέ τό τρακτέρ σέ μία κατηφόρα
καί τό τρακτέρ ἔκανε τοῦμπες. Ὅλο τό ἐκκλησίασμα βγῆκε ἔξω
πρίν τελειώση ἡ θεία Λειτουργία καί κανείς δέν πῆρε ἀντίδωρο.
Ὅλοι τους ψιθύρισαν: «Μά τί πατέρας εἶναι αὐτός πού δέν βγαίνει
νά δῆ τί ἔπαθαν τά παιδιά του;».
Περίμεναν
νά τούς βροῦν σκοτωμένους ἀλλά κανείς τους δέν ἔπαθε τίποτε,
μόνο ὁ ἕνας γδάρθηκε στήν μέση καί ράγισε ἕνα πλευρό.
Ὁ
παπα–Βασίλης ἤρεμος καί προσευχόμενος, ἀφοῦ ἔκανε καί τήν
κατάλυση, βγῆκε ἀπό τό ναό. Τόν ρώτησε κάποια: «Παπᾶ, θά
χανόταν ἡ Ἐκκλησία, ἂν ἔβγαινες νά δῆς τί ἔπαθαν τά παιδιά
σου;», καί ἀπάντησε ὁ παπα–Βασίλης: «Καλά πού ἤμουν μέσα στήν
Ἐκκλησία διότι, ἂν ἤμουν ἔξω, ἀλήθεια θά σκοτώνονταν καί τά
τρία».
Ἡ
ἐγγονή του Ἰουλία διηγεῖται: «Ὅταν ἤμουν ἑνός ἔτους εἶχα
βγάλει σπυριά πρῶτα στό κεφάλι καί μετά σ᾿ ὅλο τό σῶμα. Ἐγώ
βέβαια δέν τό θυμοῦμαι ἀλλά μοῦ τό ἔλεγαν ὁ παπποῦς μου
(παπα–Βασίλης) καί ὁ πατέρας μου.
»Τά
σπυριά ἔτρεχαν πύον καί μέχρι ἑνάμισι ἔτους δέν εἶχα βγάλει
τρίχα στό κεφάλι, ἀκόμη οὔτε ματόκλαδα εἶχα. Μέ διάβαζε ὁ
παπποῦς, ἀλλά οἱ γονεῖς μου ἤθελαν νά μέ πᾶνε καί σέ γιατρό. Μέ
πῆγαν καί στούς γιατρούς καί γιατρειά δέν εὕρισκα.
»Οἱ
γιατροί εἶπαν: “Τό παιδί θά πεθάνει”. Εἶχα φαγούρα μεγάλη καί
ἔξυνα συνέχεια τό κεφάλι. Ἀκόμα φαίνεται τό σημάδι στό πίσω
μέρος τοῦ κεφαλιοῦ μου.
»Ἕνα
πρωϊνό ἐνῶ ἡ γιαγιά μου ἄναβε τήν σόμπα καί ὁ παπποῦς
διάβαζε μπροστά στό εἰκονοστάσι, ὁ πατέρας μου ξάπλωσε καί
εἶδε στό ὄνειρό του τόν ἅγιο Γεώργιο, ὡς καβαλλάρη, νά τοῦ
λέη: “Ὅπου καί νά πᾶς τό κορίτσι σου δέν θά βρεῖ γιατρειά, γιατί
τό φάρμακο τό ἔχω ἐγώ. Νά ᾿ρθῆς νά μ᾿ ἀνάψης τό καντήλι νά δῶ
λίγο φῶς. Θά τῆς ἀφήσω ἕνα σπυράκι μόνο γιά νά μέ θυμᾶται
πάντοτε”.
»Ὁ
παπποῦς ἄκουσε τό ὄνειρο τοῦ πατέρα μου. Ἀμέσως πήγαμε καί
κάναμε θεία Λειτουργία. Γιά τρεῖς μέρες ἤμουν τυλιγμένη στό
σεντόνι, οὔτε κουνιόμουν οὔτε ἔκλαιγα, μόνο κοιμόμουν.
Μερικοί συγγενεῖς πού μέ ἔβλεπαν ἔτσι, ἔλεγαν: “Πέθανε,
θάψτε το”. Ὁ παπποῦς ἔλεγε: “Ἀφῆστε το νά γίνη ὅπως εἶπε ὁ
ἅγιος Γεώργιος”.
»Μόλις
μέ ξετύλιξαν, τό σῶμα μου ἦταν τελείως καθαρό, τά σπυριά
εἶχαν ἐξαφανισθῆ ὅλα, ἐκτός ἀπό ἕνα πίσω στό κεφάλι, καί
ἄρχισαν νά βγαίνουν καί τά μαλλιά μου».
Κάποτε
κάλεσαν τόν παπα–Βασίλη νά διαβάση ἐξορκισμούς σέ
γειτονικό χωριό, σέ ἕνα παλληκάρι δαιμονισμένο. Γιά
σαράντα μέρες πήγαινε κάθε βράδυ μέ τό γαϊδουράκι. Ἔμπαινε
στό ναό στίς 10 τό βράδυ καί μέχρι τίς 3 τό πρωΐ διάβαζε
συνέχεια χωρίς διακοπή. Ξεκουραζόταν δυό–τρεῖς ὧρες μετά
καί μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου γύριζε στό χωριό. Μετά ἀπό
ἀρκετές μέρες, ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά καλυτερεύη ὁ
δαιμονισμένος, μία μέρα ξέφυγε ἀπό τά χέρια τῶν γονέων
του πού τόν κρατοῦσαν, ἅρπαξε τό βιβλίο ἀπό τά χέρια τοῦ
παπα–Βασίλη καί τό πέταξε στήν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
δαιμονισμένος ἔτρεχε μέσα στήν Ἐκκλησία, φώναζε καί
μούγκριζε (γι᾿ αὐτό τόν διάβαζε τή νύχτα γιατί ὁ κόσμος
φοβόταν ἀπό τά μουγκρητά του). Ὁ παπα–Βασίλης ἀτάραχος
συνέχισε νά διαβάζη τούς ἐξορκισμούς ὅπως στεκόταν ὄρθιος
χωρίς νά κουνηθῆ σάν νά εἶχε τό βιβλίο στά χέρια του γιά μία
ὥρα. Μετά μόνος του ὁ δαιμονισμένος πῆρε τό βιβλίο καί τό
ἔβαλε στά χέρια τοῦ παπᾶ. Ἔτσι συνέχισε πλέον τό διάβασμα ἀπό
τό Εὐχολόγιο.
Ὕστερα
ἀπό σαράντα ἡμέρες ὁ νέος ἔγινε τελείως καλά, εἰς δόξαν
Θεοῦ, καί τώρα ζεῖ στό χωριό, ἔκανε μάλιστα καί οἰκογένεια.
Μία
φορά πού γύρισε στό χωριό μετά τούς ἐξορκισμούς, ἄφησε τό
γαϊδουράκι στό σπίτι καί ξεκίνησε γιά τήν Ἐκκλησία νά κάνη
τόν Ὄρθρο. Ὁ γυιός του τόν μάλωσε ἀπό ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη,
λέγοντάς του: «Πατέρα, τώρα ἦρθες, κάθησε λίγο γιά νά
ξεκουρασθῆς». Ὁ παπα–Βασίλης ἀπάντησε ἤρεμα: «Ἐσεῖς εἶστε
γεωργοί καί πρέπει νά πᾶτε στό χωράφι, στήν δουλειά σας. Ἐγώ
εἶμαι παπᾶς καί θά πάω στήν Ἐκκλησία. Ἀφῆστε με ἐμένα. Ἀφοῦ
ἔγινα παπᾶς πρέπει νά κάνω τά ἱερατικά μου καθήκοντα. Ἐμένα
αὐτό μέ ξεκουράζει». Αὐτό τό τελευταῖο τό ἔλεγε συχνά.
Ἀπό
τήν γέννησή του εἶχε στό μέτωπό του πάνω ἀπό τό ἀριστερό
φρύδι ἕνα σπυρί πού ἔμοιαζε σάν ζωγραφισμένο λουλούδι. Τό
σπυρί αὐτό ἐπειδή πιεζόταν ἀπό τό καλυμμαύχι πού φοροῦσε,
μεγάλωσε. Τοῦ ἔλεγαν νά κάνη πλαστική ἐγχείρηση ἀλλά δέν
ἤθελε. Ἀργότερα εἶχε καί ἀφόρητους πόνους, ὅμως ποτέ δέν
παραπονέθηκε οὔτε ἔδειχνε ὅτι πονᾶ. Μόνο τήν Παναγία
ἐπεκαλεῖτο. Ἡ κατάσταση ἐξελισσόταν πρός τό χειρότερο. Τό
σπυρί ἔφαγε ὅλη τήν σάρκα στό μέτωπο καί στό βλέφαρο, μέ
ἀποτέλεσμα νά μήν μπορῆ νά κλείση τό μάτι του. Ὅταν ἄρχισαν νά
τρέχουν αἵματα –αὐτό δέν τό ἤθελε γιατί λειτουργοῦσε– τότε
δέχθηκε καί ἔκανε πλαστική ἐγχείρηση σέ ἡλικία 75 χρονῶν
καί γιά 3–4 χρόνια ἦταν καλά. Ὕστερα προχώρησε ἡ πληγή μέσα
στό μάτι καί ἔπεσε στό κρεββάτι μέ πυρετό πέντε μῆνες. Τόν
διακονοῦσε ἡ ἐγγονή του Ἰουλία, τήν ὁποία ἀγαποῦσε
ἰδιαίτερα καί τῆς ἔλεγε: «Ἡ καλή μου ἡ νοσοκόμα. Ἡ Παναγία
νά σ᾽ ἔχη καλά». Αὐτοεξυπηρετεῖτο καί ὅσο ἄρρωστος καί νά
ἦταν δέν ἄφηνε τίς προσευχές του.
Μέ 40ο
πυρετό πῆγε καί διάβασε εὐχή στή νύφη του πού κι αὐτή ἦταν
ἄρρωστη στό διπλανό δωμάτιο, καί εἶπε: «Ἴσως νά μήν μπορέσω νά
τήν ξαναδιαβάσω. Ἂς τήν διαβάσω τώρα, γιατί αὐτή εἶναι
παραπάνω ἀπό κορίτσι μου». Μετά πῆγε καί ξάπλωσε στό
κρεββάτι. Ἔπεσε σέ ἀφασία καί ἐπί δυό μῆνες, μέχρι τήν κοίμησή
του, παρέμενε σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, χωρίς νά ἀνακτήση
πλέον τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του. Τόν φώναζε ἡ Ἰουλία:
«Παπποῦ, παπποῦ» καί δέν ἄκουγε.
Διηγεῖται
ἡ ἴδια γιά τήν μακαρία κοίμησή του: «Ἀργά τό βράδυ
ἀνασηκώθηκε, ἔβαλε “Εὐλογητός” καί ἔκανε ἀκολουθία
μέχρι τά χαράματα. Τό πρωΐ ἐνῶ τόν μιλοῦσα καί δέν μοῦ
ἀπαντοῦσε, ἔβαλα τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μπροστά του
καί τοῦ λέω: “Καλά ἐμένα δέν μέ μιλᾶς καί κλείνεις τά μάτια σου
ἀλλά καί στόν Ἅγιο, σ᾿ αὐτόν τόν Ἅγιο πού λειτουργοῦσες δέν
μιλᾶς;”. Τότε ἄνοιξε τά μάτια του, ἔκανε τόν σταυρό του καί
χαιρέτησε τήν εἰκόνα λέγοντας: “Ναί, τόν γνωρίζω, εἶναι ὁ
ἅγιος Ἀθανάσιος” καί ξάπλωσε πάλι, χωρίς νά καταλαβαίνη
τίποτε ἄλλο. Μετά ἀπό λίγη ὥρα τοῦ ἔβαλα τήν εἰκόνα τῆς
Παναγίας. Σηκώθηκε ἄνοιξε τά μάτια του τήν χαιρέτησε, τήν
κοίταξε, ἔτρεχαν δάκρυα ἀπό τά μάτια του καί ὕστερα
κοιμήθηκε γιά πάντα. Ἐγώ ἤμουν εἴκοσι χρόνων κορίτσι καί
εἶδα νά μελανιάζουν τά νύχια τοῦ παπποῦ. Ὅπως ἤμουν μόνη βλέπω
νά ἀνοίγη ὁ οὐρανός καί νά ἔρχεται ἕνα φῶς, ἐνῶ ἦταν πέντε ἡ
ὥρα τά χαράματα, νά φωτίζη τόν παπποῦ. Μέσα ἀπό τό φῶς ἔβλεπα
Ἀγγέλους νά πετοῦν καί ἄκουγα ψαλμωδίες. Σάν κάτι νά πῆρε
αὐτό τό φῶς ἀπό τόν παπποῦ καί σιγά–σιγά χάθηκε. Μαζί ἔφυγαν
οἱ Ἄγγελοι καί σταμάτησαν καί οἱ ψαλμωδίες».
Ἦταν
ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου, 6 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1982. Τόν
ἅγιο Νικόλαο ὁ παπα–Βασίλης τόν εὐλαβεῖτο ἰδιαίτερα καί
πάντοτε ἔψαλλε τό Ἀπολυτίκιό του. Αὐτή τήν ἡμέρα ὁ Θεός τόν
κάλεσε κοντά του γιά νά συνεχίση νά ἱερουργῆ στό ἐπουράνιο
θυσιαστήριο μαζί μέ τούς Ἁγίους καί τούς Ἀγγέλους, κοντά στόν
Δεσπότη Χριστό πού τόσο ἀγάπησε, πού μέ ἀφοσίωση καί πίστη
ὑπηρέτησε καί δόξασε τό ὄνομά του. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε
γιά νά μᾶς βοηθᾶ. Ἀμήν.
Ἂς
εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη καί τῆς πιό πιστῆς συνεργάτιδος τοῦ
παπα–Βασίλη, τῆς νεωκόρου Ἑλένης. Αὐτή ἔπλαθε τά πρόσφορα,
αὐτή ἄναβε τά καντήλια, ἔπαιρνε τό εἰσοδικό, ἔκοβε τό
ἀντίδωρο, καί τόν βοηθοῦσε σέ ὅλα. Ὅπου πήγαινε νά
λειτουργήση μακρυά σέ κανένα ἐξωκκλήσι, αὐτή τόν
ἀκολουθοῦσε μέ τά πόδια. Ὅταν ἐκοιμήθη καί ἔκαναν τήν
ἀνακομιδή, τά ὀστᾶ της ἦταν συνδεμένα μεταξύ τους,
κατακίτρινα, καί εὐωδίαζαν. Οἱ γυναῖκες πού ἦταν ἐκεῖ
κατηγοροῦσε ἡ μία τήν ἄλλη γιατί νόμισαν στήν ἀρχή ὅτι
κάποια ἔβαλε ἀρώματα, ἀλλά μετά κατάλαβαν ὅτι ἡ εὐωδία
προερχόταν ἀπό τά ὀστᾶ τῆς «Μπάμπω–Λέγκως ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν».
Αὐτό τό διαπίστωσαν πολλοί, γιατί σέ κάθε ἀνακομιδή πού
κάνουν στό χωριό, ἔχουν συνήθεια νά πηγαίνουν ὅλοι οἱ
χωριανοί.