Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Γύρω-γύρω τον περιέλουζε ένα γλυκύτατο ιλαρό ουράνιο φως και στο κεφάλι του είχε σχηματιστή ένα φωτοστέφανο απ’ το ίδιο χρυσογαλάζιο φως!

Ο π. Σεραφείμ Δημόπουλος γεννήθηκε το έτος 1937 στο Ηράκλειο της Κρήτης από τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη. Ήταν δεύτερος από επτά αδέλφια και στην βάπτισή του ονομάσθηκε Χρήστος. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Σμύρνη και είχε μακρινή συγγένεια με τον Εθνομάρτυρα και Ιερομάρτυρα άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης. Ανατράφηκε με αρχές χριστιανικές. Φάνηκε από νωρίς η αγάπη του προς την Εκκλησία και η κλίση του για την ιερωσύνη, καθώς και η προτίμησή του για την ασκητική ζωή.
Από μικρός είχε ζητήσει από τους γονείς του ξεχωριστό δωμάτιο. Η μητέρα του έδωσε, αλλά απεφάσισε να κοιμάται μαζί του στο ίδιο δωμάτιο.
Τότε της παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Έκτοτε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος. 

Ήταν επιμελής στα μαθήματα και προσεκτικός στην ζωή του. Δεν έλειπε γιορτές και Κυριακές από την Εκκλησία και από το Κατηχητικό. Σπούδασε την ιερά επιστήμη της θεολογίας για να λάβη εφόδια να διακονήση ως ιερέας την Εκκλησία.
Ως φοιτητής επεσκέπτετο Μοναστήρια. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με το μοναστήρι του Αγίου Σεραφείμ Δομπού Λειβαδιάς, με την Λογγοβάρδα και τον οσίας μνήμης ηγούμενό της π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Αφού πήρε το πτυχίο της Θεολογικής, έκανε και την στρατιωτική του θητεία. Για ένα διάστημα εμείνε στο Άγιον Όρος κοντά σ’ εναν Σέρβο ασκητή, τον π. Γεώργιο, που μόναζε στο Παλαιομονάστηρο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, και μυήθηκε στην νοερά προσευχή. Δεν έγινε όμως μοναχός, ούτε θέλησε να μείνη οριστικά στο Άγιον Όρος. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν, αλλού τον κατηύθυνε.
Ο Γέροντας είχε μεγάλη ευλάβεια για το Περιβόλι της Παναγίας και έλεγε: «Αυτά που κάνουμε εμείς εδώ κηρύγματα, φιλανθρωπίες… είναι για τα νήπια. Το Άγιον Όρος είναι το Πανεπιστήμιο. Εκεί οι μοναχοί δεν κόβουν τα πάθη, αλλά γνωρίζουν μεθόδους που ξερριζώνουν τα πάθη μια για πάντα. Ο μοναχός πρέπει να κάθεται στο κελλί του κι ας μην κάνη πολλά πνευματικά. Εάν ο μοναχός βγαίνη έξω στον κόσμο δεν κάνει καμμία προκοπή».
Κάποιος του πήγε ενα βιβλίο για το Άγιον Όρος. Ο Γέροντας το πήρε στα χέρια του, έψαξε μία- μία τις φωτογραφίες με Αγιορείτες γέροντες, τις ασπάστηκε, τις εναγκαλίστηκε θερμά και αμέσως μετά επέστρεψε το βιβλίο λέγοντας «πάρτο τώρα».
Κάποτε τον ρώτησαν αν γνώρισε από κοντά τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη και είπε:
—Ναί, τον συνάντησα 2-3 φορές. Σε κοίταζε βαθειά με τα διαπεραστικά του μάτια και σε “διάβαζε”. Όταν είχα βαρειά άρρωστους, κυρίως καρκινοπαθείς, του έστελνα γράμμα και όλοι τους έγιναν καλά, ούτε ένας δεν πέθανε.
—Γέροντα, πως απέκτησε τόση χάρι ο γέροντας Παΐσιος;
—Ξέρεις τι προσευχές έφτιαχνε ο γέροντας Παΐσιος; Άστα, εμείς δεν κάνουμε τίποτα. Όλα με την προσευχή γίνονται.
—Πως γίνεται Γέροντα, όποιος άνθρωπος κι αν ανοίξη ενα βιβλίο του γέροντα Παΐσιου, να μαγνητίζεται και να ζητάη να διαβάση το βιβλίο, ενώ για άλλα βιβλία να μένη αδιάφορος;
—Ο γέροντας Παΐσιος είχε πολλή χάρη και αυτή μεταφέρεται στα βιβλία του. ‘Οποιος τα διαβάζει, πληροφορείται και αναπαύεται η ψυχή του. Είχε τόση χάρι, που και τα βιβλία που γράφουν οι άλλοι για αυτόν τραβάνε σαν μαγνήτης. Εμείς όμως τελικά τίποτα δεν ξέρουμε για τον γέροντα Παΐσιο. Αυτά που νομίζουμε πως ξέρουμε είναι πολύ λίγα. Αυτός ζούσε μεγάλα πράγματα και δεν τα είπε ποτέ σε κανέναν. Έε!… δεν λέγονται εύκολα αυτά.
Αλλά και ο γέροντας Παΐσιος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Σεραφείμ.
Σε μία παρέα νέων από την Λάρισα, που τον επισκέφθηκαν στην Παναγούδα, τους είπε: «Γιατί έρχεστε σε μένα; Εσείς εκεί στην Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ».
Όμως την επόμενη φορά που οι νέοι αυτοί επισκέφθηκαν την Παναγούδα ανέφεραν στον γέροντα Παΐσιο ότι δεν υπάρχει κανένας π. Σεραφείμ στις ενορίες της Λάρισας. Βέβαια ο π. Σεραφείμ δεν είχε δική του ενορία, αλλά πήγαινε σε χωριά και όπου αλλού τον έστελνε η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, γιατί ήταν ιεροκήρυκας. Ο γέροντας Παΐσιος απάντησε: «Εκεί είναι, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».
Γνωστός θεολόγος Λαρισαίος (Αθανασόπουλος Κωνσταντίνος, πρώην Διευθυντής Ακαδημίας Λάρισας) επεσκέπτετο πολύ συχνά τον π. Παΐσιο. Πάντα τον ρωτούσε να μάθη νέα για τον π. Σεραφείμ και όταν έφευγε, του έλεγε να του μεταφέρη τους χαιρετισμούς του.
Του ανέφερε κάποιος ότι ένας Αγιορείτης Γέροντας μιλούσε υποτιμητικά για τον γέροντα Παΐσιο, λέγοντας πως δεν ξέρουμε αν είναι άγιος.
Ο π. Σεραφείμ στενοχωρέθηκε και με έναν παιδικό αυθορμητισμό απάντησε: «Τί να κάνουμε; Αφού είναι Άγιος». Είχε την φωτογραφία του γέροντος Παϊσίου στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι του, δείγμα ιδιαίτερης ευλαβείας, μαζί με τον Εσταυρωμένο, εικόνες της Παναγίας και την Αποκαθήλωση.
Ασκητής
Αγόρασε ένα χωράφι έξω από την Λάρισα κοντά στις φυλακές και έχτισε το ασκητήριό του. Ο Γέροντας επέλεξε να ζήση στην συγκεκριμένη περιοχή, μέσα στα χωράφια, γιατί εκεί εσχηματίζετο το τρίγωνο του πόνου. Δηλ. από την μία μεριά είχε τις φυλακές, από την άλλη πλευρά το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και από την άλλη το Κοιμητήριο (Νεκροταφείο).
Στο σπίτι του επί χρόνια δεν είχε νερό και το κουβαλούσε από απόσταση.
Για θέρμανση είχε μία ξυλόσομπα που σπάνια την άναβε. Οι επισκέπτες του τον χειμώνα έτρεμαν από την παγωνιά, ενώ εκείνος εστέκετο απαθής στο ψύχος. Πολλές φορές με κρύο οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα.
Το σπίτι του έδειχνε εγκαταλελειμμένο, πολλά πράγματα ήταν πεταμένα δεξιά και αριστερά, η αυλή ήταν χορταριασμένη με σκουπίδια ενώ τα ποντίκια κυκλοφορούσαν άφοβα.
Γνωστός του μαραγκός πήγε να επιδιορθώση την πόρτα του σπιτιού του στον επάνω όροφο και είδε ότι δεν είχε κρεββάτι. Είχε κάτω στο τσιμέντο στρωμένες παλαιές κουβέρτες, ένα παλαιό παλτό για σκέπασμα, ένα σακκάκι τυλιγμένο ρολό για προσκέφαλο, και δίπλα βιβλία.
Στο μικρό του κουζινάκι έβραζε μέσα σ’ ένα σαρδελοκούτι μία πιπεριά. Αυτό ήταν το φαγητό της ημέρας.
Διηγείται πνευματικό του τέκνο: «Εξομολογιόμουν μία φορά τον χρόνο, όταν επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος. Ο Πνευματικός μου, κάποια στιγμή, με συμβούλευσε να αναζητήσω εξομολόγο στην πόλη μου την Λάρισα για να βοηθηθώ καλύτερα. Ενώ έψαχνα να βρω έναν καλό Πνευματικό, άκουσα σε συζήτηση ότι στην Λάρισα υπάρχει ένας Πνευματικός, ρακένδυτος και ατημέλητος, που μένει λίγο πιο κάτω από τις δικαστικές φυλακές σε ένα σπιτάκι, που είναι μέσα στα χωράφια, και στην βεράντα έχει μία σημαία Βυζαντινή. Αναπαύτηκα σε αυτά τα λόγια και σκέφτηκα να τον επισκεφτώ, αλλά γρήγορα το ξέχασα και αμέλησα.
Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρω αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα.
Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.
»Άρχισα να φωνάζω: “Πάτερ Σεραφείμ! Πάτερ Σεραφείμ!”.
Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: “Γειά σου… (το όνομά μου). Τί κάνεις;”. Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: “Φύγε, φύγε…”.
—Πότε να έρθω;
—Φύγε και να μην ξανάρθης.
»Την επομένη το πρωί ξαναπήγα. Οι πόρτες (αυλόπορτα και κεντρική) ήταν τώρα ανοιχτές. Ήταν σαν να με περίμενε: “Έλα, έλα μέσα”, μου είπε, και μπήκα σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου υπήρχε μεγάλη ακαταστασία. Πάνω σε ένα τραπέζι ριγμένα κάθε είδους πράγματα. Αλλά σκεπτόμενος το πρόβλημά μου, δεν έδωσα καμία σημασία. Ένιωθα απολογούμενος εμπρός στον θρόνο του Θεού. Κατέβαλα κόπο να πνίξω τα δάκρυά μου και ο Γέροντας απέναντί μου, ρακένδυτος, ηλιοκαμένος, χωρίς δόντια, με αστραφτερές ματιές με έπειθε ότι τα ξέρει όλα. Με διακριτικό τρόπο άρχισε να λέη τις αμαρτίες μου: “Είναι μερικοί άνθρωποι που κάνουν αυτό… κάποιοι άλλοι κάνουν εκείνο… και ζούνε έτσι…”.
Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πω λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ένα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.
»Ποτέ δεν του ανέφερα το πρόβλημα υγείας μου, το οποίο σιγά-σιγά υπεχώρησε, ενώ στις επόμενες συναντήσεις μας ξαλάφρωνα από το βάρος των πολλών μου αμαρτιών.
»Έκτοτε άρχισα να επισκέπτομαι όλο και συχνότερα τον Γέροντα.
Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμία έγνοια για τον εαυτό του, καμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοις εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού.
Άρχισα να αναλογίζομαι αν αξίζει να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.
»Όταν έβλεπα τον Γέροντα, το άγχος, οι φοβίες, και οι στενοχώριες έφευγαν αμέσως, σε βαθμό που ξεχνούσα για ποιο λόγο πήγαινα και τι ήθελα να τον ρωτήσω. Από την συζήτηση όμως, σκεπτόμενος καθώς έφευγα, έβρισκα τις απαντήσεις. Αυτά που λίγο πριν φάνταζαν σπουδαία τώρα μου φαίνονταν ασήμαντα. Κάποιες φορές που δεν μπορούσε να με δεχτή, μου αρκούσε που τον έβλεπα και έφευγα ξαλαφρωμένος. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως συνήθως γνώριζε τον λόγο της επίσκεψής μου».
Ο Συνταγματάρχης Διαμαντόπουλος Ευστάθιος αναφέρει: «Αναζητούσα έναν Πνευματικό με βαθειά πίστη για να εξομολογηθώ. Το 2005 επισκέφθηκα το Άγιον Όρος και στη Νέα Σκήτη άκουσα γέροντα Ασκητή να μου μιλά για τον π. Σεραφείμ που μένει στην Λάρισα, την πατρίδα μου, με μεγάλη πνευματικότητα και σπάνια χαρίσματα.
Έτσι κάποια ημέρα έφθασα στο σπιτάκι του για να εξομολογηθώ. Εκεί ήταν ακόμη οκτώ άτομα που τον περίμεναν. Μόλις ήρθε ο Γέροντας παρακάλεσε ευγενικά τους άλλους να αποχωρήσουν και κράτησε μόνο εμένα. Μου είπε να καθίσω σε μία καρέκλα χωμένη μέσα στα αγριόχορτα της αυλής, και ο ίδιος κάθισε κοντά μου, φορώντας ένα παλαιό πετραχήλι. Μου έκανε νεύμα και άρχισα να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Γέροντας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του, αποφεύγοντας να με κοιτάζει κατάματα. Αφού τελείωσα την εξομολόγηση, μου έδωσε κάποιες συμβουλές και πνευματικές οδηγίες, αποκαλώντας με με το όνομά μου κατ’ επανάληψη, χωρίς να με γνωρίζει. Μου αναπτέρωσε το ηθικό, με αναζωογόνησε, με γέμισε ελπίδες για την ζωή, με γέμισε θάρρος και δύναμη για να αγωνιστώ, και με συγκίνησε».
Τον κόσμο συνήθως τον εδέχετο απογευματινές ώρες. Τότε έβγαινε με ένα 300άρι κομποσκοίνι στην αυλή, καθόταν σε μία πλαστική καρέκλα και κοιτούσε προς την Ανατολή. Μιλούσε ελάχιστα και αινιγματικά. Μερικές φορές τον ρωτούσαν κάτι και εκείνος έμενε για λίγο σιωπηλός, κάτι ψιθύριζαν τα χείλη του, ίσως την ευχή “Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, και σε λίγο επανήρχετο και απαντούσε. Κάποτε είπε: «Αν δεν έχω πληροφορία, δεν μιλώ, ούτε μου αρέσει να κάνω τον δάσκαλο. Διδάσκαλος ήταν ένας, ο Κύριος».
Ήταν από τους λίγους Πνευματικούς που μπορούσε να δηλώσει την άγνοιά του και σε ερωτήματα να απαντάει: «Δεν ξέρω».
Επίσης, εστενοχωρείτο για την πνευματική στασιμότητα των ανθρώπων που εξομολογούντο. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Έρχονται και λένε τα ίδια και τα ίδια, δεν έχουν πνευματική πρόοδο».
Επανειλημμένα είχε ζητήσει από γνωστούς του να μη μιλούν σε τρίτους για τον ίδιο.
—Γέροντα, να σας φέρω κάποιους γνωστούς μου να τους εξομολογήσετε;
—Όχι, τόσοι Πνευματικοί είναι, να πάνε αλλού. Να μη λες τίποτα σε άλλους για μένα.
Ο χρόνος του Γέροντα αφιερώνετο κυρίως στην προσευχή και στην εξομολόγηση. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του εξαπλώθηκε και ερχόταν κόσμος και εκτός Νομού. Σχηματίζετο μία μεγάλη ουρά αυτοκινήτων και άνθρωποι κάθε ηλικίας ήθελαν να τον δουν. Αυτός με διάκριση προσπαθούσε να βλέπει όσους είχαν πραγματική ανάγκη. Επειδή όμως πολλοί εγίνοντο πιεστικοί και φορτικοί, ο Γέροντας έχανε την ησυχία του και σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του.
Έτσι κρέμασε ένα σημείωμα στην εξώπορτα όπου έλεγε: «Όχι εξομολογήσεις, όχι επισκέψεις». Οι άνθρωποι όμως δεν έφευγαν. Θορυβούσαν συζητώντας και ο Γέροντας κατέφευγε κάποιες φορές στον παιδικό σταθμό «τα μικρά χελιδονάκια», για ησυχία, μελέτη και προσευχή.
Συμβουλές
Έλεγε ο Γέροντας: «Η επιστήμη εξαπάτησε τον άνθρωπο για να επαναπαυθεί σ’ αυτήν, και έτσι τον ελέγχει απόλυτα».
«Η Πολιτεία δυστυχώς άφησε ανεύθυνα τα σχολεία να παρακμάσουν και τους νέους χωρίς βοήθεια».
Επισκέφτηκε πνευματικό του τέκνο τον Γέροντα και είδε έναν ψυχοπαθή με τον συνοδό του να φεύγουν. Με αυτή την αφορμή τον ρώτησε: «Γέροντα, τι κάνετε με αυτούς; Πως βοηθάτε τους ψυχοπαθείς;». Απάντησε: «Τους λέω να τους κοινωνούν συχνά. Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μεταμορφώνει ριζικά όλον τον άνθρωπο. Αναζωογονείται η ψυχή και το σώμα. Γίνεται ένας καινούργιος άνθρωπος με άλλο χαρακτήρα και ψυχισμό.
Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται. Βλέπω πως πολύ σύντομα βελτιώνονται».
Τον ρώτησε ιερέας αν πρέπει να διαβάζει εξορκισμούς σε δαιμονισμένους και απάντησε: «Να διαβάζεις, να διαβάζεις.
Να τους εξομολογής και να κοινωνούν τακτικά».
Κάποιος ρώτησε τον Γέροντα πως είναι ο Θεός και τι μορφή έχει. Εκείνος απάντησε: «Σου λέω να ξέρεις. Όπως τα ψάρια είναι μέσα στη θάλασσα και δεν μπορούν καν να φανταστούν πως είναι ο άνθρωπος έξω από αυτήν, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε και ούτε καν να συλλάβει ο νους μας πως είναι η μορφή του Θεού».
Ο μακαριστός Γέροντας για τους γονείς που είχαν παιδιά με μεγάλα προβλήματα έλεγε συχνά: «Να ξέρετε ότι αυτοί οι γονείς που σηκώνουν τέτοιους μεγάλους σταυρούς για τα άρρωστα παιδιά τους, έχουν μεγάλη θέση στον παράδεισο».
Είπε σε κάποιον: «Δεν ξέρεις να προσεύχεσαι. Να κανονίσουμε να έρθεις ένα βράδυ να σου μάθω. Πρέπει να λέμε πολλές φορές (ιδιαίτερα πρωί και βράδυ) τον Αρχαγγελικό χαιρετισμό “Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…”, αλλά και την ευχή να την λέμε συνέχεια. Να την καλλιεργήσης όσο μπορείς. Εγώ την ακολουθία την κάνω διαβαστά, δεν ψέλνω. Η ψαλμωδία μετεωρίζει το νου. Κάνε και μετάνοιες όσες αντέχουν τα γόνατά σου».
Ο Γέροντας πρότεινε σε αυτούς που θέλουν να μάθουν την ευχή, να διαβάσουν τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
Διηγήθηκε ο π. Παύλος Τσουκνίδας: «Κάποια μέρα το πρωί βρήκα τον Γέροντα στο σπιτάκι του μόνο του. Με κάλεσε μέσα και αφού συζητήσαμε διάφορα πνευματικά θέματα, ο Γέροντας άνοιξε το θέμα της προσευχής: “Άντε, άντε”, μου λέει, “κάτσε τώρα εδώ που έχω τις εικόνες να προσευχηθής, να δω πως προσεύχεσαι!”
Έκανα αμέσως υπακοή και εκείνη την στιγμή γονάτισα και προσευχόμουν στην Παναγία μας και στους Αγίους μας, καθώς και στον γέροντα Παΐσιο, τον γέροντα Πορφύριο, που τους είχε εκεί και τους αγαπούσε πολύ.
Μετά από κανένα τέταρτο περίπου μου λέει:
“Σήκω τώρα, φτάνει. Άκου, πάτερ μου, στην προσευχή να μη σφίγγεσαι, να είσαι χαλαρός και πολύ συγκεντρωμένος για να την ακούει ο Θεός! Να, έτσι χαλαρά να προσεύχεσαι. Καλοί είναι και οι τύποι στην προσευχή, μας χρειάζονται κι’ αυτοί δεν λέω, να στο Άγιον Όρος πολύ τους προσέχουν τους τύπους, αλλά την ουσία να την προσέχεις πολύ περισσότερο”.
Πολλές φορές ο Γέροντας με πολύ αγάπη μου έδειχνε τον τρόπο πως πρέπει να προσεύχομαι, πως να διαβάζω τις ευχές στην θεία Λειτουργία, να μή βιάζομαι όταν τις λέω και να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτές, πως να κάνω το κήρυγμά μου και άλλα τέτοια πολλά».
«Κάποτε, κατευθυνόμενος προς την Λάρισα», διηγείται ο κ. Χρυσοβέργης Αθανάσιος, Δήμαρχος Αμπελώνος, «συνάντησα τον π. Σεραφείμ έξω από τον Αμπελώνα να επιστρέφει πεζός στην Λάρισα. Τον παρακάλεσα να μπή στο αυτοκίνητό μου για να τον πάω στην Λάρισα. Δέχθηκε με χαρά, όμως υστέρα από λίγο, όταν διαπίστωσε την πολυτέλεια του αυτοκινήτου μου, είπε:
“Διαπιστώνω ότι πολλοί χριστιανοί, ενώ θέλουν να ζουν ευσεβώς, έχουν πολυτελή αυτοκίνητα και άλλες ανέσεις στην ζωή τους”».
«Να πέφτουμε στο δάπεδο με το κεφάλι κάτω και να προσευχόμαστε “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσε τον κόσμο σου”, και να ζητούμε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, γιατί χωρίς Αυτό δεν γίνεται τίποτε».
«Οι άνθρωποι που τρώνε κατά κόρον κρέας, φαίνονται από το πρόσωπο αλλά κυρίως από τα μάτια. Είναι θολά. Είχε έρθει εχτές κάποιος με πρόσωπο σαν τριαντάφυλλο και τα μάτια του ήταν λαμπερά. Είχε πολλούς μήνες που δεν έτρωγε κρέας».
«Ο πνευματικός άνθρωπος και το νερό το πίνει με μέτρο, με εγκράτεια. Το πολύ να πιή την ημέρα το ένα τρίτο του ποτηριού».
«Να γνωρίζετε ότι και σ’ αυτήν την ζωή ο Κύριός μας θέλει να είμαστε χαρούμενοι και όχι να περνάμε μια ζωή με δυστυχία και κατάθλιψη».
Πνευματικό του τέκνο του εξομολογήθηκε ότι είχε προσβολές σαρκικών λογισμών, και ο π. Σεραφείμ του είπε: «Τώρα που θα πας στο σπίτι σου άνοιξε το παράθυρο και πέταξε την τηλεόραση έξω». Αιφνιδιάστηκε από την απροσδόκητη εντολή, γιατί τον τελευταίο καιρό ήθελε να αγοράσει μία πιο μεγάλη και πιο σύγχρονη τηλεόραση.
Του είπε: «Γέροντα, μένω μόνος μου και η τηλεόραση είναι μία συντροφιά». Τότε ο Γέροντας χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι και είπε δυνατά: «Συντροφιά ο Σατανάς; Πέταξέ την».
Λυπήθηκε να την πετάξει, αφαίρεσε τα καλώδια και για λίγο διάστημα δεν έβλεπε. Όταν αργότερα την άνοιξε πάντα πρόβαλλαν άσχημες εικόνες και είδε μία γυναίκα να μεταμορφώνεται σε διάβολο. Έτσι απεφάσισε οριστικά να την δώση. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα καθάρισε ο νούς του και ειρήνευσαν οι λογισμοί του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να απεξαρτηθεί, αλλά αργότερα εδυσκολεύετο να παρακολουθεί και του δημιουργούσε πονοκέφαλο.
Άλλοτε, κάποιο ανδρόγυνο έλεγαν στον Γέροντα για τα προβλήματα επικοινωνίας με τα παιδιά τους, είναι απείθαρχα, δεν διαβάζουν κ.ά. Ο Γέροντας αφού τους άκουσε προσεκτικά στο τέλος τους είπε: «Εάν θέλετε γρήγορη βελτίωση, βγάλτε την τηλεόραση από το σπίτι σας». Εκείνοι είπαν ότι θα την ανοίγουν μόνο για κάποιες εκπομπές, αλλά ο Γέροντας επέμενε να την πετάξουν και πρόσθεσε: «Από τις οικογένειες που γνωρίζω, όσες δεν έχουν τηλεόραση είναι πιο πνευματικές από τις άλλες που έχουν, γιατί η τηλεόραση κάνει μεγάλη ζημιά».
Χαρισματικές εκδηλώσεις
Διηγήθηκε πνευματικό του τέκνο: «Στην πρώτη μας συνάντηση μου χάρισε το Λαυσαϊκόν. Αυτό που με απασχολούσε -έντονα εκείνη την εποχή- ήταν ο γάμος και το περιεχόμενο του βιβλίου μου ήταν αδιάφορο. Ανεφέρετο σε ασκητικούς αγώνες των μοναχών της Αιγύπτου. Γνώριζα ελάχιστα για τον μοναχισμό και αυτά που διάβαζα μου εφαίνοντο υπερβολικά. Με δυσκολία έκανα υπακοή και το διάβασα όλο.
»Στις επόμενες επισκέψεις ο Γέροντας κάθε τόσο μου έλεγε: “Την ευχή σου. Να προσεύχεσαι για μένα”. Αναρωτήθηκα γιατί μου το λέει αυτό, αφού ήμουν κοσμικός και γεμάτος πάθη ενώ εκείνος Αρχιμανδρίτης, δοσμένος εξ ολοκλήρου στον Θεό. Σκέφτηκα ότι μάλλον από την μεγάλη του ταπείνωση. Άρχισε να με προτρέπει να επισκέπτομαι το Άγιον Όρος και να παρακολουθώ τις ωραιότατες ακολουθίες και αγρυπνίες. Μου έλεγε: “Εκεί είναι Πανεπιστήμιο, ενώ εδώ είμαστε στο Δημοτικό”.
Άλλοτε άφηνε υπονοούμενα για την μελλοντική μου πορεία στον μοναχισμό. “Ο Θεός έχει γραμμένο στο βιβλίο το μέλλον του καθενός. Άλλοι να παντρευτούν και άλλοι να μονάσουν”.
»Ενώ, γενικά, προέτρεπε πνευματικά του παιδιά για Ιεραποστολή στην Μαδαγασκάρη, όταν του εξέφρασα τον λογισμό μου να συμμετέχω και εγώ, χωρίς να σκεφτεί καθόλου μου το αρνήθηκε απευθείας.
»Παρ’ όλα αυτά ουδέποτε πέρασε, έστω και φευγαλέα, μία σκέψη από το μυαλό μου ότι εγώ επρόκειτο να ακολουθήσω τον μοναχισμό. Κι όμως μέσα σε λίγο καιρό, από την άπειρη αγάπη και πρόνοια του Θεού, βρέθηκα μοναχός στο Άγιον Όρος.»
Μετά από επίσκεψη-προσκύνημα στο Άγιον Όρος όλα άλλαξαν μέσα μου και στην επιστροφή ο Γέροντας μου είπε αποφασιστικά και ξεκάθαρα: “Είναι θέλημα Θεού να γίνεις μοναχός”. Όπως και έγινα.
»Συνήθως, καθώς πήγαινα να συναντήσω τον Γέροντα, έκανα διαφόρους λογισμούς για αυτά που θα συζητήσουμε και όταν έφτανα, άρχιζε να μου μιλά για αυτά που λίγο πριν σκεφτόμουν. Δηλαδή σκεπτόμουν καθ’ οδόν: “άραγε, θα με ρωτήσει για αυτό το θέμα”, και μόλις έφτανα μου έλεγε “τι κάνεις με αυτό το θέμα;”».
»Τον τελευταίο καιρό πήγαινα τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Κάποτε πέρασαν δύο εβδομάδες χωρίς να τον επισκεφτώ. Όταν τελικά ξεκίνησα να πάω, σκέφτηκα: «Άραγε θα με πεθύμησε καθόλου;». Όταν έφτασα με φώναξε από μακρυά: “Έλα, έλα σε πεθύμησα. Πού είσαι;”.
»Άλλοτε προσπάθησα να παρακινήσω κάποιον γνωστό μου, ηλικιωμένο, που δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ, να επισκεφτεί τον Γέροντα και να εξομολογηθεί.
Αφού του είπα για τα χαρίσματα του Γέροντα, σκέφτηκα να τον προετοιμάσω, ώστε όταν δή τον Γέροντα να μην αιφνιδιαστεί, και του είπα ότι ο Γέροντας δεν πλένεται και το κελλί του είναι λίγο βρώμικο.
Τελικά δεν πήγε ποτέ, αλλά την επόμενη φορά που πήγα στον Γέροντα, αμέσως μου είπε: “Έεεε… τι είμαι εγώ; Μία λέρα είμαι”.
»Κάποια στιγμή γνώρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έδειχνε να ζή πνευματικά. Μου εκμυστηρεύτηκαν ότι δεν είχαν εξομολογηθή ποτέ στην ζωή τους. Είχαν ακούσει για τον Γέροντα, και έτσι αποφασίσαμε την άλλη μέρα να τους πάω στο κελλί του προκειμένου να εξομολογηθούν.
Μόλις φτάσαμε, ο Γέροντας κλείδωσε την αυλόπορτα και αρνήθηκε αποφασιστικά να μας δεχτή. Επιστρέφοντας παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν σκοπό να εξομολογηθούν, αλλά μόνο να συζητήσουν. Τότε κατενόησα την στάση του Γέροντα. Ήξερε πως θα σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του σε ανώφελες συζητήσεις με ανθρώπους χωρίς αληθινή μετάνοια, που από περιέργεια κυρίως ήθελαν να τον γνωρίσουν.
»Άλλοτε ήμουν σε μία παρέα και συζητούσαμε για τον Γέροντα. Οι υπόλοιποι ανέφεραν πως επισκέπτονται τον Γέροντα και συνήθως ή δεν τον βρίσκουν ή δεν τους ανοίγει την πόρτα ή τους διώχνει. Τότε τους είπα, με κομπασμό, ότι εμένα με δέχεται σχεδόν πάντα και μάλιστα με το όνομά μου.
Δύο- τρεις ημέρες αργότερα επισκέφτηκα τον Γέροντα και -προς έκπληξή μου- άργησε να μου άνοιξη την πόρτα, και όταν τελικά άνοιξε, μου λέει με αδιάφορο ύφος:
—Ποιός είσαι εσύ;
—Ο τάδε, του λέω.
—Ποιός τάδε; ξαναρωτάει. Τότε λυπημένος αρχίζω να του λέω που μένω και που δουλεύω… κ.ά., για να με θυμηθεί. Έτσι ταπεινώθηκε ο λογισμός μου, που νόμιζα ότι στα μάτια του Γέροντα ήμουν κάτι ιδιαίτερο. Ο Γέροντας “είδε” την έπαρσή μου και την θεράπευσε αμέσως.
»Μία ημέρα καθόμασταν έξω στην αυλή, ο Γέροντας, εγώ και ένα άλλο πνευματικό του παιδί. Ο Γέροντας συζητούσε μαζί του για κάποιο δικό του θέμα και καθώς είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη του σε εμένα, θυμήθηκα ένα πνευματικό του παιδί, τον Γιάννη που ήταν στην Ιεραποστολή στην Μαδαγασκάρη. Έκανα τότε την εξής σκέψη: “Γέροντα, πως τα περνάει; Τί κάνει ο Γιάννης εκεί στην Αφρική; Θεέ μου, κάνε τον Γέροντα να γυρίσει και να μου απαντήσει για να στηριχτώ στην πίστη μου”.
»Αμέσως ο Γέροντας διέκοψε την συζήτησή του και γυρίζοντας προς το μέρος μου, είπε: “Τι είπες για τον Γιάννη;”. Έμεινα άναυδος και ο Γέροντας επανέλαβε την ερώτηση, χωρίς πάλι να μπορέσω να μιλήσω, και έτσι επέστρεψε στον συνομιλητή του για να συνεχίσουν την κουβέντα τους. Εκείνος δεν κατάλαβε φυσικά τι έγινε και συνέχισε να μιλάει με τον Γέροντα.
»Ο Γέροντας προγνώριζε τα προβλήματα και ερωτήματα που είχε όποιος τον επεσκέπτετο και συνήθως απαντούσε, με ένα δικό του τρόπο, πριν ακόμα εκείνος να τα θέση».
Κάποιος νέος συνδέθηκε συναισθηματικά με μία νέα που ζούσε μακρυά από τον δρόμο του Θεού. Ο Πνευματικός του τον συμβούλεψε να απομακρυνθεί σύντομα από κοντά της. Εκείνος, νιώθοντας ερωτευμένος μαζί της, αναζήτησε την συμβουλή και άλλων Πνευματικών, αλλά, προς απογοήτευσή του, πήρε την ίδια απάντηση. Κάποτε έμαθε για τον π. Σεραφείμ και ζήτησε την γνώμη του (χωρίς βέβαια να αναφερθεί στις προηγούμενες καθοδηγήσεις) και περίμενε την ίδια απάντηση. Όμως ο Γέροντας είπε: «Όχι, να μην την αφήσεις, να κάνεις παρέα μαζί της και θα καταλάβεις, αν σου ταιριάζη».
Και ενώ αυτή η ιστορία με τη νέα είχε τραβήξει χρόνια, τώρα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο νέος αποδεσμεύτηκε συναισθηματικά και αναπαυμένος απομακρύνθηκε από τη νέα. Απορούσε μάλιστα πως τόσα χρόνια δεν μπορούσε να διακρίνει τον χαρακτήρα της. Σαφώς, με την προσευχή του Γέροντα, ο Θεός βοήθησε το νέο να φωτιστεί ο νους του και να καταλάβει.
Μαρτυρία κυρίας Γ.Τ.: «Ο γιος μου Ευθύμιος ήταν πολύ κακός μαθητής. Εγώ πήγαινα στην Εκκλησία, έκλαιγα, παρακαλούσα την Παναγία να είναι γερός και να περάσει στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Όλοι οι καθηγητές μας το είχαν αποκλείσει αυτό. Ένα φροντιστήριο μάλιστα όπου τον είχαμε στείλει, τον έδιωξε.
»Μία μέρα ήμουν πολύ στενοχωρημένη. Πήγα στον π. Σεραφείμ και, χωρίς να του πω τίποτα για την οικογένειά μου, μου λέει: “Μία αστυνομία θα περάσει το παιδί, δεν θέλει πολύ διάβασμα”.
»Γύρισα σπίτι και το είπα στον σύζυγό μου να το θυμάται. Εκείνος με ειρωνεύτηκε. Έλεγα “Παναγιά μου κάνε το θαύμα σου”. Έγινε πράγματι όπως “προέβλεψε” ο πάτερ Σεραφείμ. Ο γιος μου, που δεν άνοιγε βιβλίο, πέρασε στην σχολή Αστυφυλάκων, αν και οι βάσεις ανέβηκαν πολύ. Εγώ οφείλω να πω πως έγινε θαύμα, με τις προσευχές του π. Σεραφείμ».
Ο Βασίλης, πνευματικό παιδί του Γέροντα, όταν εκοιμήθη η μητέρα του, πήγε λυπημένος στον Γέροντα. Τότε αυτός του είπε:
—Μή στενοχωριέσαι, σώθηκε η μητέρα σου.
—Μα, Γέροντα, δεν πρόλαβε να εξομολογηθεί.
—Δεν πειράζει, είναι παλιές καραβάνες αυτοί (οι άνθρωποι).
Πράγματι η μητέρα του έζησε στο χωριό μία μετρημένη και απλή ζωή, χωρίς ανέσεις, ευκολίες και διασκεδάσεις. Αλλά και χωρίς φθόνους και κακίες με τους συνανθρώπους.
Ο Γέροντας άλλοτε εκμυστηρεύτηκε την κατάσταση μερικών ανθρώπων που έχουν κοιμηθή, τονίζοντας ότι τους βλέπει.
Ο ιερέας Π. έλεγε σε έναν καθηγητή: «Ο π. Σεραφείμ έχει μεγάλα χαρίσματα και αρετές. Είναι στα μέτρα του γέροντα Παϊσίου, του π. Πορφυρίου και του γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη».
Όταν πήγε στο κελλί του, ο Γέροντας του φώναξε από μακρυά: «Άκου να σου πω, εγώ είμαι ένα βρωμόσκυλο. Δεν είμαι σε μέτρα εγώ. Τί είναι αυτά που πας και λες για μένα;». Ο Γέροντας ήταν ενήμερος για την συζήτησή τους χωρίς κανείς να του πή τίποτα.
Κάθε χρόνο λειτουργούσε στην πανήγυρη του ναού της Αναλήψεως, που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, κοντά στο χωριό Ομορφοχώρι Λάρισας.
Μία χρονιά, ο οδηγός του τελευταίου αυτοκινήτου παρεκάλεσε τον Γέροντα να μπή στο αυτοκίνητο για να τον πάη στην Λάρισα. Ο Γέροντας αρνήθηκε χαμογελώντας και λέγοντας «θα φτάσω νωρίτερα».
Ο δρόμος ήταν ερημικός, οδηγούσε αποκλειστικά στο ναό και δεν υπήρχε περίπτωση να τον μεταφέρη κάποιος άλλος. Όταν η παρέα με το αυτοκίνητο έφτασε στην Λάρισα, είδαν τον π. Σεραφείμ έξω από τον Άγιο Βησσαρίωνα και χαμογελώντας τους ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Να σημειωθή ότι παρόμοιες μαρτυρίες έχουν λεχθή και από άλλα πνευματικά παιδιά του.
Είδε μία γυναίκα στο αστικό και υστέρα είπε σε κάποιον: «Είδα την ψυχή της και τρόμαξα. Πολύ κακός άνθρωπος, πώ, πώ, πώ, φίδι ήταν».
Άλλοτε είπε: «Ήρθε εδώ μία παρέα Προτεστάντες. Εξωτερικά έδειχναν πολύ φιλικοί και μου έλεγαν για τους αγαθούς σκοπούς και τα σχέδιά τους. Έκανα προσευχή και μπήκα μέσα στην σκέψη τους. Απ’ έξω εφαίνοντο σαν αρνιά και μέσα ήταν λύκοι. Παμπόνηροι άνθρωποι».
Είπε για κάποιον νέο: «Αυτό το παιδί είναι άγιο. Λάμπει το πρόσωπό του από την συχνή θεία κοινωνία».
Είπε στην κυρία Δήμητρα να μη στενοχωρείται για την κόρη της που χώρισε, γιατί σύντομα θα ξαναπαντρευτεί, πράγμα που συνέβη.
Ο γυιός της ήταν παντρεμένος και δεν είχαν παιδί. Ο π. Σεραφείμ όταν τον ρώτησε η μητέρα του απάντησε: «Θα αποκτήσει παιδί, αλλά μετά από χρόνια». Πέρασαν οκτώ χρόνια και απέκτησαν ένα παιδάκι.
Είπε σε νέο ιερέα που του ήταν άγνωστος: «Για τις φωνητικές σου χορδές που έχεις πρόβλημα, να πίνης γάλα και να ψέλνεις χαμηλόφωνα».
Εκείνος εξεπλάγη, κατενόησε ότι είναι χαρισματούχος ο Γέροντας και έκτοτε τον επισκεπτόταν συχνά στο σπιτάκι του και τον έκανε Πνευματικό του.
Η περιοχή που έμενε ονομάζεται «Νταούλια». Ονομάσθηκε έτσι γιατί πριν από πολλά χρόνια οι βοσκοί της περιοχής έβλεπαν σκιές και άκουγαν νταούλια. Τα ζώα τους τρόμαζαν και γύρω από τα πηγάδια εύρισκαν περίεργες πατημασιές.
Ο Γέροντας είπε πως τα έχει δει αυτά τα δαιμόνια. Είναι μαύρα, έχουν ύψος 1.60 μ. και παίζουν νταούλια. Μάλιστα πολλές φορές τον ενοχλούσαν.
Ο π. Παύλος Τσουκνίδας ρώτησε κάποτε τον π. Σεραφείμ για ένα σημαντικό πρόβλημα που υπήρχε στην ενορία του. Του είπε: «Εσύ να προσεύχεσαι και αυτή η μικρή φουρτούνα θα περάσει. Μή στενοχωριέσαι. Θα λες την ευχή και όλα θα πάνε καλά».
Μετά από λίγες μέρες εντατικής προσευχής, λύθηκε το πρόβλημα.
Για να ευχαριστήση τον Θεό συνέχισε με περισσότερο ζήλο την προσευχή του. Όμως μετά τα μεσάνυχτα στις 2.00 με 3.00 μέσα στην ησυχία άρχισαν να χτυπάν τα μπουριά της ξυλόσομπας και να κάνουν περίεργους θορύβους. Αμέσως μετά έξω στον δρόμο άρχισαν να μαλώνουν γάτες πολλές με φωνές άγριες και παρατεταμένες. Δεν ήταν σίγουρος αν πράγματι ήταν αληθινές γάτες ή ο πειρασμός. Την λύση του την έδωσε ο Γέροντας λίγες μέρες αργότερα.
Ενώ συμβούλευε για διάφορα πνευματικά θέματα, ξαφνικά του λέει: «Να ξέρης, πάτερ μου, αυτά που ακούς, έξω από το παράθυρό σου όταν προσεύχεσαι, δεν είναι αληθινές γάτες. Όχι, όχι. Είναι ο πειρασμός. Να μη φοβάσαι εσύ, και μη διακόπτης την προσευχή σου. Θέλει να σε τρομάξη. Φθονεί την προσευχή. Εσύ να προσεύχεσαι, όπως προσεύχεσαι. Αυτός την δουλειά του και μείς την δουλειά μας. Και τα μπουριά της σόμπας αυτός ο πονηρός τα χτυπάει. Σου το λέω να το ξέρης, για να μή φοβάσαι».
Ο Γέροντας πολλές φορές είπε για γεγονότα που θα συνέβαιναν στο μέλλον. Χαρακτηριστικά, προείπε για το τσουνάμι πολύ καιρό νωρίτερα.
Το έτος 2007 σε μια συζήτηση απεκάλυψε τα εξής στον π. Παύλο: «Έρχεται όπου νάναι μεγάλη κρίση στην Ελλάδα, θα κλείσουν μαγαζιά, θα απολυθούν υ­πάλληλοι, θα κλείσουν εργοστάσια και επιχειρήσεις, μη ρωτάς τι πείνα έρχεται! Πάνε αυτά που ήξεραν (σπατάλες, καλοπέραση). Το ψωμί τώρα το πετάνε, όμως σ’ αυτή την κρίση που έρχεται, θα είναι παγκό­σμια βέβαια, αλλά στην Ελλάδα θα είναι μεγαλύτερη, θα πουν το ψωμί ψωμάκι. Δουλειές δεν θα υπάρχουν, έρχεται φτώχια και πείνα, πάτερ Παύλε, σου το λέω να το ξέρης».
Ζήτησε ιερέας από τον π. Σεραφείμ να προσευχηθή για να περάση η κόρη του στις πανελλήνιες εξετά­σεις. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια και είχε προετοιμασθή καλά. Οι καθηγητές της έλεγαν ότι θα περάσει σίγουρα σε κάποια στρατιωτική σχολή ή στην σχολή Αστυφυλάκων, γιατί ήταν μαθήτρια του 20. Ο Γέρο­ντας απάντησε: «Δεν θα περάσει η κόρη σου. Θα δού­με του χρόνου. Είναι υπερευαίσθητη, δεν είναι αυτό το κορίτσι για την “αρβύλα”. Θα περάσει, αλλά εκεί που θα περάσει, τι το θέλεις, δεν θα πάει, αλλού θα πάει. Σου το λέω να το ξέρης. Αυτό το κορίτσι είναι για γραφείο, για να διδάσκη σε σχολείο, δεν είναι γι’ αυτό που σκέφτεσαι εσύ και η παπαδιά σου». Τελικά η κόρη του ιερέα πέρασε την δεύτερη χρονιά ΤΕΙ ορυχείων αλλά σπούδασε πληροφορική και τώρα διδάσκει πλη­ροφορική σε παιδιά.
Βρήκαν κάποτε τον π. Σεραφείμ να κλαίη και ό­ταν τον ρώτησαν, απάντησε: «Η υγεία του τάδε Μη­τροπολίτου δεν είναι καλή. Ο άρρωστος αυτός Επί­σκοπος και ο τάδε Επίσκοπος που είναι καλά στην υ­γεία του, σκανδάλισαν τους πιστούς και έκαναν ζημιά στην Εκκλησία». Ο Γέροντας έκλαιγε από αγάπη για την σωτηρία της ψυχής τους.
Ρώτησε ο π. Σεραφείμ γνωστό του ιερέα με τον οποίο συνωμιλούσε:
– Τι λέει ο τάδε γνωστός σου Ιερομόναχος; Θα γίνει Δεσπότης;
– Ναι, Γέροντα, θα τον κάνει ο Αρχιεπίσκοπος Σε­ραφείμ.
– Όχι, όχι δεν θα γίνει Δεσπότης. Όντως δεν εξελέγη.
Αργότερα ο ίδιος ιερομόναχος ήταν πάλι υπο­ψήφιος για να εκλεγή Αρχιερέας. Ήταν πλέον σί­γουρη η εκλογή του, αφού ο Αρχιεπίσκοπος Χριστό­δουλος του έδωσε στόφα να ράψη Αρχιερατική στολή και τον καλούσε να συναντηθούν για να συζητήσουν για την εκλογή του.
Ο π. Σεραφείμ είπε με σαφήνεια τελεσίδικα:
– Να του πης δεν θα γίνει ποτέ Δεσπότης. Η Εκκλη­σία δεν θέλει φασαρίες. Να του πης έτσι μου είπε να σου πω ο π. Σεραφείμ Δημόπουλος.
Πράγματι 3-4 φορές ήταν υποψήφιος Αρχιερέας αλλά δεν εξελέγη.
Είπε κάποιος ιερέας στον π. Σεραφείμ ότι έχομε καλόν Αρχιεπίσκοπο τον κ.κ. Χριστόδουλο και απά­ντησε: «Καλός είναι. Ανακατεύεται στα ποδάρια των πολιτικών, αλλά να ξέρης δεν θα ζήσει πολλά χρό­νια». Και πράγματι ενώ ήταν υγιής σε λίγο αρρώστησε και εκοιμήθη.
Τον Ιανουάριο του 1994 σε μια Ιερατική Σύναξη, λόγω του γνωστού Εκκλησιαστικού προβλήματος, συζητούσαν στενοχωρημένοι οι ιερείς για το πότε θα χειροτονήσουν Μητροπολίτη στην Λάρισα. Ο π. Σεραφείμ ενώπιον 100 ιερέων πήρε τον λόγο και είπε να μην ανησυχούν, διότι σε λίγους μήνες, την Άνοιξη, η Σύνοδος θα εκλέξη Μητροπολίτη, όπως και συνέβη.
Διηγήθηκε ο π. Παύλος Τσουκνίδας: «Το έτος 1999 στις 24 Σεπτεμβρίου χτύπησε με το μηχανάκι του ο γιός μου, σε ένα φορτηγό μεγάλο και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Ήταν πολυτραυματίας σε κωματώδη κατάσταση, χτυπημένος στο κεφάλι, στον θώρακα, στην κοιλιακή χώρα, με ρή­ξη σπλήνα που του αφαιρέθηκε αμέσως και σωληνώ­θηκε αμέσως στην μονάδα εντατικής θεραπείας του Νοσοκομείου.
»Όμως οι νευροχειρουργοί του νοσοκομείου μας είπαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ζήση και ειδι­κότερα ο Διευθυντής μας προετοίμασε για το θάνατο του παιδιού από στιγμή σε στιγμή, που ήταν μόλις 16 χρόνων και οι γιατροί ζητούσαν τα ζωτικά όργανα του παιδιού. Έδωσαν 2-3 ώρες προθεσμία ζωής.
»Μέσα στην σαστιμάρα μου πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στον γέροντα Σεραφείμ, τον βρήκα και έκλαιγα απαρηγόρητα. Αφού του είπα το πρόβλημα και ότι οι γιατροί περιμένουν το θάνατό του, μου λέει: “Ο Ηλίας δεν θα πεθάνει, θα ζήσει, θα ζήσει, θα ζήσει!” Μα του λέω, Γέροντα, οι γιατροί είπαν σε δύο ώρες θα πεθάνει και ο Γέροντας με απαντάει κοφτά: “Όχι, όχι, όχι, δεν θα πεθάνει, άσε τι λένε οι γιατροί, τι λέει ο Θε­ός. Εσύ να προσεύχεσαι και το παιδί θα ζήσει”. Το έλεγε ο Γέροντας με μια σιγουριά, και μου έδωσε θάρρος μεγάλο. Την άλλη μέρα το πρωί οι πιέσεις στο κεφάλι του παιδιού εκτινάχθηκαν στα ύψη, αμέσως μπήκε στο χειρουργείο και του αφαιρέθηκε απ’ το κεφάλι του ένα μέρος οστό απ’ το δεξιό μέρος του κρανίου για να βρη διέξοδο το πρήξιμο, έτσι μεταφέρθηκε ξανά στην εν­τατική. Το περιστατικό ήταν το ποιο βαρύ και οι για­τροί της Μ.Ε.Θ., τον είχαν φυσικά σε καταστολή απ’ την πρώτη στιγμή, με 14 καθετήρες σ’ όλο το σώμα του. Μετά το χειρουργείο ανακουφίσθηκε λίγο αλλά την άλλη μέρα το πρωί με κάλεσαν οι γιατροί και μου είπαν ότι σε λίγο επέρχεται ο θάνατος. Μου έδειξαν τις κόρες των οφθαλμών του και μου έδωσαν περιθώ­ριο μία με δύο ώρες ζωής περίπου. Κλινικά ήταν σχε­δόν νεκρός. Είπα τους γιατρούς αν έχουν κάτι άλλο να κάνουν επιστημονικώς και ένας που είχε κάνει 19 χρόνια στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός στην Αθήνα μου λέει: Μπορούμε να κάνουμε επέμβαση στο αριστερό μέρος του κρανίου και να αφαιρέσουμε μεγαλύτερο οστό απ’ ότι αφαιρέσαμε από δεξιά, αλλά, δεν βλέπω να μπαίνουμε στο χειρουργείο, είμαστε στο τέλος του παιδιού, δεν θα μπορέσουμε να τον κατεβάσουμε απ’ τον τρίτο όροφο στα χειρουργεία. Ένας άλλος νευροχειρουργός με ρώτησε: “Τι θα κάνουμε πάτερ;” “Τι ρω­τάτε, γιατρέ, γρήγορα, πρώτα ο Θεός και η Παναγία μας, στα χειρουργεία, μην καθυστερήται καθόλου”, τους λέω. Ανέλαβαν πέντε έξι γιατροί και πάνω σε μπαλόνια τον κατέβασαν στα χειρουργεία, κανένας δεν πίστευε ότι θα βγει μέσα σε τρεις μέρες ο πεθαμένος κλινικά ζωντανός. Ω του θαύματος. Ο Ηλίας βγήκε ζωντανός και διασωληνώθηκε ξανά στην εντατική, δόξα τω Κυρίω. Πάλι κινδυνεύαμε, έτσι πήρα στο αυτοκίνητο την πρεσβυτέρα μου και άλλους τρεις φί­λους και πήγαμε στο Γέροντα. Του ανέφερα πώς έ­χουν τα πράγματα και του είπα ότι πάλι οι γιατροί δεν μας δίνουν ελπίδες ζωής. Με τον Γέροντα ήμασταν οι δυο μας, οι άλλοι έμειναν στο αυτοκίνητο, επίτηδες τους άφησα εκεί, γιατί αν ήταν άλλος μπροστά ο Γέ­ροντας από ταπείνωση δεν θα μου έλεγε τίποτα. Εκεί που του έλεγα τι λένε οι γιατροί μου λέει: “Άσε τους γιατρούς. Έχεις, πάτερ, εμπιστοσύνη στην προσευχή εμού του αμαρτωλού; Σου έχω πη όλα αυτά τα χρό­νια ψέματα σε κάτι; Ε, τότε να ξέρης, το παιδί θα ζήσει, θα ζήσει, θα ζήσει. Μην ολιγοπιστής. Να έχης εμπι­στοσύνη στον Κύριο”. Τα έλεγε ο Γέροντας με τέτοια σιγουριά και χαμογελούσε κιόλας, σαν να με διαβεβαίωνε για την καλή εξέλιξη που θα έχουν τα πράγματα. Έτσι διαβεβαίωσα και τους άλλους για όσα μου είπε ο γέροντας Σεραφείμ. Πήραμε θάρρος, ελπίδα και πί­στη και ξαναπήγαμε στο Νοσοκομείο.
» Από τις προσευχές όλων μας και ιδιαιτέρως του γέροντος Σεραφείμ, ο γιός μου μετά από 36 μέρες βγή­κε από την εντατική σαν φυτό, κι’ όμως κούνησε χέρια, πόδια, μίλησε, περπάτησε, μπήκε άλλες δύο φορές στην εντατική, έκανε σύνολο 9 χειρουργεία, έξι από αυτά στο κεφάλι, και το 2002, συνήλθε τελείως, πέρασε στην θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης και πήρε το πτυχίο του θεολόγου καθηγητού το 2008 και σήμε­ρα εργάζεται».
Το έτος 2000 η Μαρία, εκπαιδευτικός, παντρεμένη με έναν στρατιωτικό αρρώστησε από καρκίνο. Είχαν δύο μικρά παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι και οι για­τροί δεν της έδιναν ελπίδες να ζήση περισσότερο από δύο-τρεις μήνες. Ενημέρωσαν τον π. Σεραφείμ, ο οποίος προσευχόταν για την υγεία της. Συνήλθε, δίδα­ξε για δυόμισι χρόνια και μια μέρα έπεσε στο σχολείο και έπαψε να διδάσκη. Έστειλε κάποιον να ρωτήση τον π. Σεραφείμ, αν θα ζήσει, επειδή του είχε εμπιστο­σύνη. Ο Γέροντας απάντησε: «Το φρούτο ωρίμασε. Ο Κύριος θα το κόψει. Η Μαρία θα φύγει σ’ ένα μήνα να το ξέρης. Ήρθε και ο σύζυγός της πριν από σένα και τον προετοίμασα. Τα παιδιά της θα τα οικονομή­σει ο Θεός. Θα μεγαλώσουν και θα αποκατασταθούν».
Τα λόγια του Γέροντα επαληθεύτηκαν ακριβώς. Η Μαρία σε ένα μήνα εκοιμήθη και τα παιδιά της μεγά­λωσαν. Η κόρη της παντρεύτηκε και έχει παιδάκι.
Ένα ανδρόγυνο πήραν την ευλογία του Γέροντα για να πάνε για διακοπές στην θάλασσα. Τους είπε: «Καλό καλοκαίρι, αλλά η θάλασσα φέτος θα είναι κόκ­κινη». Δεν κατάλαβαν τα λόγια του αλλά όλο το καλοκαίρι σ’ εκείνη την παραλία ή θάλασσα ήταν γεμάτη με καφετί μεγάλες σακκούλες νάϋλον που από μακρυά φαινόταν σαν κόκκινη η θάλασσα.
Είπε σε πνευματικό του τέκνο: «Ωραίο είναι το αυτοκίνητο που πήρες. Σε εξυπηρετεί πολύ στις δου­λειές σου, πρόσεξε μην το πουλήσης ποτέ, γιατί θα μετανοιώσεις». Δεν έδωσα πολλή σημασία στα λόγια του Γέροντα. Το πούλησα αλλά το μετάνοιωσα. Ύστερα αγόρασα πάλι το ίδιο, αλλά έχασα 4.000.000 δρχ. από την αγοραπωλησία.
Διηγείται ανώνυμος: «Κάποτε τον επισκέφτηκα μαζί με τη νουνά μου που ήταν καρκινοπαθής με με­ταστάσεις. Ο Γέροντας την σταύρωσε και της είπε: “Μαρία, μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά”. Και έτσι έγινε. Έκανε τις θεραπείες της και εδώ και μία πενταετία (από τότε) είναι καλά».
Πολλές φορές στο κελλί και στον Γέροντα αισθάνοντο μερικοί άρρητη ευωδία, και ας ήταν άπλυτος και ατημέλητος.
Διηγήθηκε ο εφημέριος Π. Γ. του Αμπελώνα, ότι μία κυρία του είπε πως κάποτε που ήρθε ο γέροντας Σεραφείμ στον Αμπελώνα, αυτή δεν πήγε να πάρη αντίδωρο, διότι είδε τα χέρια του μαύρα από την λέ­ρα και σιχάθηκε. Λίγο καιρό όμως αργότερα αρρώστησε ο άνδρας της και μία φίλη της, της πρότεινε να πάνε στον γέροντα Σεραφείμ για να βοηθήση τον άνδρα της.
»Όταν έφτασαν στο κελλί η φίλη της έβλεπε τον Γέροντα κανονικά με μαύρα ράσα, όπως ήταν συνή­θως. Η ίδια όμως τον έβλεπε μέσα σε φως με αστραφτερά ράσα και εδυσκολεύετο να τον κοιτάζη. Ο ιερέ­ας Π. Γ. σχολίασε: “Ο Θεός ευδόκησε να δη η κυρία αυ­τή, που πριν έβλεπε την εξωτερική βρωμιά του Γέρο­ντα, την εσωτερική καθαρότητά του”».
Η κυρία Χρυσούλα από την Λάρισα, περίπου 76-77 Ετών, η οποία μένει κοντά στον Άγιο Στυλιανό, διηγήθηκε τα εξής: «Μαζί με κάποιες κυρίες της ενορί­ας μας κανονίσαμε να ανοίξουμε την Εκκλησία του Αγίου Στυλιανού να κάνουμε θεία Λειτουργία. Προς έκ­πληξη όλων μας δεν ήρθε ο ιερέας της ενορίας γιατί κάτι του έτυχε αλλά έστειλε τον π. Σεραφείμ. Όταν τον είδα έμεινα άφωνη και μέσα μου είπα: “Πού βρήκαν αυτόν τον χαμένο τον παπά και μας τον έστειλαν εδώ σήμερα!” Πραγματικά έτσι που τον είδα με παλιά ράσα, δεν με γέμισε καθόλου το μάτι. Είπα κι’ άλλα, μίλησα πολύ απάνθρωπα για τον Γέροντα.
»Όταν όμως άρχισε η θεία Λειτουργία την ώρα που βγήκε ο Γέροντας με τα Άγια στη Μεγάλη Είσοδο, τον βλέπω να υπερίπταται από το έδαφος και να περπατάη εναερίως. Εκείνη την στιγμή τα έχασα, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είναι αυτό το θαυ­μαστό γεγονός. Το θαύμα αυτό συνέχιζα να το βλέπω και όταν απέθεσε ο π. Σεραφείμ τα Άγια Δώρα στην Αγία Τράπεζα, και κατά την ώρα όλης της θείας Λειτουργίας. Έβλεπα το Γέροντα μισό μέτρο πάνω από το έδαφος, μπροστά απ’ το Άγιο Θυσιαστήριο!».
Ο π. Παύλος Τσουκνίδας διηγήθηκε: «Ένα καλο­καίρι του 1999 ή 2000 ήρθαν στην ενορία μου απ’ το Βλοχό Καρδίτσας δύο οικογένειες οι οποίες δούλευαν στη Γερμανία και θέλανε να μάθουνε για τα μέλλοντα επερχόμενα, περί Αντίχριστου, περί Δευτέρας Παρου­σίας καθώς και άλλα πνευματικά θέματα. Αφού τους είπα ό,τι γνώριζα, τους μίλησα για το γέροντα Σερα­φείμ, πως εκείνος είναι αγία μορφή και θα σας τα πει πολύ καλύτερα και θα σας λύσει ό,τι απορίες έχετε. Οι οικογένειες δεν γνώριζαν τον δρόμο και προθυμοποιήθηκα εγώ με το αυτοκίνητό μου να τους πάω μέχρι το σπιτάκι του Γέροντα. Φθάσαμε περίπου στις 9 το βραδάκι και ήταν ακόμα λίγο ημέρα. Μόλις μας είδε ο Γέ­ροντας, μας πρόσφερε πλαστικές καρέκλες που είχε στην αυλή του και αφού πληροφορήθηκε το λόγο της επισκέψεώς μας, πήρε από εκεί δίπλα μια κουρελού και κάθησε κάτω γιατί άλλες καρέκλες δεν υπήρχαν. Άρ­χισε πολύ μελίρρυτα να μιλάη για τα θέματα που προαναφέραμε και συγκεκριμένα απ’ την Παλαιά Δια­θήκη, απ’ τον προφήτη Δανιήλ, για τα μέλλοντα επερχόμενα και τα εξηγούσε απλά, για να γίνωνται κατανοητά. Αφού πέρασε λίγη ώρα και είχε ήδη σκοτεινιά­σει για τα καλά, σε μια στιγμή βλέπω τον Γέροντα ε­κεί που μιλούσε να αλλοιώνεται υπερφυσικά το πρό­σωπό του και να χαμογελά με πάρα πολλή γλυκύτητα. Γύρω-γύρω τον περιέλουζε ένα γλυκύτατο ιλαρό ουράνιο φως και στο κεφάλι του είχε σχηματιστή ένα φωτοστέφανο απ’ το ίδιο χρυσογαλάζιο φως! Ήταν ένα θέαμα, που δεν περιγράφεται με λόγια και διήρκεσε για δέκα λεπτά περίπου, μα κανένας μας δεν τόλμησε ούτε μεταξύ μας, αλλά ούτε και στον ίδιον να πούμε κάτι. Τελειώνοντας ο Γέροντας, πήραμε την ευχή του και οι οικογένειες έφυγαν για Βλοχό και αμέσως την άλλη μέρα το πρωί για Γερμανία, μιας και εί­χε λήξει η άδειά τους. Την άλλη χρονιά που πήραν την άδειά τους ήρθαν και με βρήκαν στο ναό της ενο­ρίας μου. Το πρώτο που με ρώτησαν ήταν πέρυσι, εκείνο το βράδυ που πήγαμε στον Γέροντα, αν είχα δη και εγώ την αλλοίωση του προσώπου του πατρός Σεραφείμ και το χρυσογαλάζιο φως που τον περιέ­λουζε και τους απάντησα ότι με αξίωσε ο Θεός και εί­δα και εγώ ο αμαρτωλός, εκείνο το συγκλονιστικό υπερφυσικό γεγονός».
Ένας υπάλληλος του ΟΤΕ ήθελε να κάνη μία δω­ρεά και πριν να το αναφέρη καν, ο Γέροντας του είπε: «Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι; Πήγαινε σε μία Εκκλησία και δώστα».
Διηγείται πνευματικό του τέκνο: «Μετά από μία παρεξήγηση με ένα πελάτη μου που ίσως κατέληγε σε επίθεση εκ μέρους του με απρόβλεπτες συνέπειες (με όπλο), την προηγούμενη νύχτα με κράτησε ο Γέροντας περίπου έξι ώρες στο κελλί του και δε με άφηνε να φύ­γω. Το κατάλαβα μετά από λίγες μέρες ότι κινδύνεψα και τον λόγο που με κράτησε. Διότι εκείνο το βράδυ μου είχε στήσει καρτέρι ο εν λόγω πελάτης, όπως αργότερα μου αποκάλυψε ο ίδιος. Ο Γέροντας με καθυστέρησε επίτηδες, ο πελάτης που ήθελε να με σκοτώση κουράστηκε να περιμένη και έτσι σώθηκα».
Σε λαϊκό, πριν γίνη ιερέας, του είχε προείπει ο Γέ­ροντας ότι θα γίνει ιερέας σε ένα συγκεκριμένο χωριό της Λάρισας. Ενώ επέμενε εκείνος ότι ο Δεσπότης του είπε πως θα τον έβαζε σε άλλο μέρος, μετά από λίγο καιρό πέθανε ο ιερέας του χωριού και τοποθέτησαν αυτόν εκεί κατά την πρόρρηση του Γέροντα.
Μαρτυρίες πνευματικού του τέκνου: «Πολλές φο­ρές προέβλεπε γεγονότα μελλοντικά. Χωρίς να γνωρίζη το ιστορικό μιας γυναίκας -συγγενούς της συζύ­γου μου- που έπεσε σε βαρειά ψυχολογικά, ανέλυσε όλη την ζωή της, την προέλευση του προβλήματος και ότι δεν θα εθεραπεύετο ποτέ. Όταν τα ανέφερα όλα στην σύζυγό μου, απορήσαμε που γνώριζε τόσο λεπτομερώς την ζωή της, χωρίς να την έχη δει ποτέ. Ακόμα αυτή πάντως δεν θεραπεύτηκε.
»Όταν μάθαμε ότι εγκυμονούσε η γυναίκα μου, ο γιατρός είχε διατάξει διακοπή κύησης ή άμεσες εξε­τάσεις λόγω του ότι τότε έπαιρνε φάρμακα επιβλα­βή για το έμβρυο. Πριν από όλα πήγαμε στον Γέρο­ντα και μας είπε να μην πάμε πουθενά και ότι θα γεννηθή μία χαριτωμένη κορούλα υγιέστατη, όπως και έγινε.
«Προειδοποίησε ένα μακαριστό Επίσκοπο Λαρίσης ότι θα πεθάνει νέος· και όντως έτσι έγινε. Αυτό μας το ανέφερε ο ίδιος ο Γέροντας.
»Όταν συναντούσα τον π. Σεραφείμ στην Λάρι­σα, άρχιζε αμέσως να λύνη απορίες και προβλήματα και να απαντά σε λογισμούς που με βασάνιζαν, χω­ρίς εγώ προηγουμένως να τον ενημερώνω.
»Ο πατέρας μου Κωνσταντίνος είχε καρκίνο στον φάρυγγα. Πήγαμε στον τάφο του αγίου γέροντος Παϊσίου με την ευχή του γέροντος Σεραφείμ. Με την προσευχή του γέροντος Σεραφείμ ο πατέρας μου ωδηγήθηκε στην μετάνοια για πρώτη φορά στην ζωή του και στην συνέχεια θεραπεύθηκε από τον καρ­κίνο!».
Μαρτυρία κ. Νανούλη Αποστόλου: «Αρκετά χρόνια πριν να παντρευτώ, ρώτησα τον γέροντα Σε­ραφείμ ποιον δρόμο ν’ ακολουθήσω, τον έγγαμο ή τον μοναχικό· ο Γέροντας μου ανέλυσε επακριβώς τον χαρακτήρα και τον εαυτό μου και ότι θα ήταν ψυχικά ωφέλιμο να παντρευτώ μία καλή και ήσυχη σύζυγο, όπως και έγινε, με την ευχή του.
»Με την σύζυγό μου Αικατερίνα κάναμε το πρώ­το μας παιδάκι μετά από πέντε χρόνια γάμου. Ο γέ­ροντας Σεραφείμ, βλέποντας την αγωνία μας, ήρε­μος όπως πάντα μας έλεγε ότι η Παναγία θα μας δώ­σει παιδάκι. Μάλιστα έλεγε ότι πολλά ζευγάρια που αρχικά δεν έκαναν παιδιά στην συνέχεια έγιναν πο­λύτεκνοι. Εμείς, με την ευχή του, σε δύο χρόνια κάνα­με δύο παιδάκια!
»Πήγαμε στον Γέροντα με την γυναίκα μου Αικατερίνα, και την μητέρα μου Βασιλική. Συν τοις άλλοις μας είπε ότι ο καθείς πρέπει να κόψη ό,τι αδυναμία έχει. (Μιλούσε γενικά). Άλλος λέει δεν μπορεί χωρίς καφέ (η γυναίκα μου), άλλος βλέπει πολύ τηλεόραση (η μητέρα μου), άλλος πίνει κρασί (για μένα)!».
Κοίμηση
Ο υπεύθυνος Κληρικός της ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης είπε πως ενώ έκανε το πρόγραμμα για τις Λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδος, ο π. Σεραφείμ του είπε να μην τον υπολογίζουν, να μην τον συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα, γιατί δεν θα είναι εκεί. Έδειξε να γνωρίζη για την επερχόμενη κοίμησή του.
Είχε προγνωρίσει την κοίμησή του σαφέστατα, διότι σε γυναίκα γνωστή του που τον κάλεσε σε βάπτιση που θα εγίνετο την Κυριακή του Θωμά, της απάντησε ότι δεν θα είναι εδώ· Συνιστούσε ήδη στα πνευματικά του τέκνα να αναζητήσουν άλλον Πνευ­ματικό.
Ο π. Σεραφείμ έκανε την τελευταία του θεία Λει­τουργία την Ε’ Κυριακή των Νηστειών, και ύστερα κλείστηκε στο σπιτάκι του. Δεν άνοιγε σε κανέναν. Την Πέμπτη 17 Απριλίου 2008 πριν από το μεγάλο ταξίδι του κατέβηκε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και παρέδωσε το πνεύμα του στην είσοδο του σπιτιού του.
Η είδηση της κοιμήσεώς του συγκλόνισε τον λαό της Λάρισας που έσπευσε στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου να δώση τον τελευταίον ασπασμό στον καλό ποιμένα, που αγάπησε και διακόνησε τον λαό του Θεού, και να προσευχηθή.
Πνευματικά παιδιά του Γέροντα από τον Σύλλο­γο “Ιωάννης Χρυσόστομος” είπαν πως, όταν έβγα­λαν τον Γέροντα από το ψυγείο του νεκροτομείου στο Νοσοκομείο, αντί να είναι παγωμένος, ήταν ζεστός.
Ο κ. Ηλίας Ράϊκος διηγήθηκε: «Τη νύχτα γύρω στις τέσσερις η ώρα μετά τα μεσάνυκτα όπως ήταν στο φέρετρο ο Γέροντας, μία κυρία πήγε και του φί­λησε το χέρι για να πάρη την ευχή του, για τελευ­ταία φορά και την ώρα εκείνη αισθάνθηκε άρρητη ευ­ωδία. Όταν αυτή η γυναίκα μου το είπε, δεν το πί­στεψα· πήγα όμως και εγώ να προσκυνήσω το σκήνωμα του Γέροντα και ένιωσα και εγώ αυτήν την ευ­ωδία που διήρκησε έως τις έξι το πρωί».
Μαρτυρία κυρίας Παναγιώτας Μαρούλη: «Πά­ντοτε όταν έβλεπα τον γέροντα Σεραφείμ, έτρεχα να πάρω την ευχή του φιλώντας το χέρι του. Ήξερα πως ο Γέροντας δεν έδινε το χέρι του, αλλά -κατά πε­ρίεργο τρόπο- πάντα εμένα με άφηνε να του ασπασθώ το χέρι διακρίνοντας τον πόθο μου. Τότε χορο­πηδούσα από χαρά και έλεγα σ’ όλους ότι με άφησε να του φιλήσω το χέρι. Όταν εκοιμήθη ο Γέροντας, πήγα με την κόρη μου και τον γαμπρό μου να προ­σκυνήσουμε το πρωί της ημέρας που θα εγίνετο η κη­δεία. Φθάνοντας στο τίμιο λείψανο του Γέροντα, πλημμύρισα από δάκρυα και έσκυψα να ασπασθώ το χέρι του. Έπιασα με τα δύο χέρια μου την δεξιά του, και ο Γέροντας μου έσφιξε το χέρι και μου το κούνη­σε κιόλας, λες και ήταν ζωντανός! Τότε από την χα­ρά μου άρχισα να φωνάζω μέσα στην Εκκλησία. Ήταν η τελευταία φορά που με χαιρέτησε ο άγιος Γέ­ροντας.
Ετάφη το Σάββατο στις 19 Απριλίου 2008, συνοδευόμενος από τον οικείον Μητροπολίτην κ.κ. Ιγνά­τιον και τον Μητροπολίτην Θεσσαλιώτιδος κ.κ. Κύ­ριλλον, από δεκάδες κληρικών και χιλιάδες πιστών.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012
https://agathan.wordpress.com/page/5/