Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Τό πῦρ πού ἔβαλεν ὁ Χριστός εἰς τήν γῆν εἶναι οἱ Ἅγιοί Του!

Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς

«Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν», «δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἤ διαμερισμόν». (Λκ. 12, 49-51)

   Ἡ φωτιά πού ἔβαλε ὁ Χριστός στήν γῆ εἶναι οἱ Ἅγιοί Του! Οἱ ἅγιοι Πάντες, ἀπό τόν πιό φημισμένο ἕως τούς «Ἁγίους τῶν ὁποίων τά ὀνόματα δέν γνωρίζουμε», κατεστάθησαν ὑπό τῆς εὐλογίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωστῆρες ὑπέρλαμπροι. Ἐκπέμπουν τό φῶς τῆς Ἀληθείας, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, πού φωτίζει τούς πιστούς καί καλοπροαίρετους, ἐνῷ κατακαίει ἐκείνους πού αὐτοπροαίρετα ἔχουν ἐπιλέξει τό σκοτάδι. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί οἱ Ἅγιοί Του, πού «δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ἐπαναλαμβανόμενη εἰς κάθε Ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖ­νον τόν τρόπον»[2], ὅπως καί τό ἀρχέτυπό τους, ἀποτέλεσαν καί ἀποτελοῦν σημεῖα ἀντιλεγόμενα. Ἡ Ἀλήθεια, πού κάθε Ἅγιος διακηρύσσει στόν κόσμο, «γεννᾶ» σέ πολλούς «τό μῖσος», διότι πολλοί «ἀγαποῦν τό φῶς της, ἀλλά μισοῦν τόν ἔλεγχό της»[3].

  Πάντες οἱ Ἅγιοι, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἑξῆς, λαμβάνουν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικεῖ ἐντός τους, τούς Τριαδοποιεῖ καί τούς Θεανθρωποποιεῖ. Σάν πύρινες γλῶσσες κατῆλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί ἀπό τότε κατέρχεται ἀδιάκοπα σέ ὅλους τούς αἰῶνες διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Ἅγιοι φλέγονται ἀπό Θεῖο ἔρωτα καί ὁ κάθε ἕνας τους, μέ τόν μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τρόπο του, κατακαίει τό ψεῦ­­δος τοῦ κόσμου τούτου.

  Τί εἶναι, ὅμως, αὐτός ὁ Θεῖος ἔρωτας τῶν Ἁγίων Πάντων καί πῶς, κάποιος πού δέν τόν ἔχει γευθεῖ ποτέ του, θά μπορέσει νά τόν γνωρίσει καί νά τόν βιώσει, ὥστε νά θεανθρωποποιηθεῖ; Τήν ἐρχόμενη Κυριακή, μαζί μέ τήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων, συμπίπτει φέτος καί ἡ ἑορτή τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, ἐπισκόπου Ἱππῶνος. Ὁ ἐν λόγῳ Ἅγιος, παρ’ ὅλο πού τι­μᾶ­ται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ὡς Ἅγιος καί Πατέρας, ἔχει θεωρηθεῖ ὑπεύθυνος, τόσο στήν Ἀνατολή, ὅσο καί στή Δύση, γιά ὅλες σχεδόν τίς δυτικές αἱρετικές ἀποκλίσεις. Ἐμεῖς ὅμως, γνωρίσαμε ἕνα τελείως διαφορετικό Ἅγιο Αὐγουστῖνο μέσα ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη. Ὄχι μόνο διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἰσχύουν οἱ κατηγορίες πού τοῦ ἀποδίδονται, συχνά χωρίς οὔτε κἄν μιά παραπομπή στά συγγράμματά του, ἀλλά ὁ Ἅγιος, πράγματι ἀποτελεῖ μέγα Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας καί, αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει στό παρόν κείμενο περισσότερο, μέσα ἀπό τό βιβλίο του, Ἐξομολογήσεις, μᾶς παραδίδει τό, πῶς εἶναι μία ψυχή ἑνός Ἁγίου πού φλέγεται ἀπό Θεῖο ἔρωτα.

  Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὁδηγεῖ τά λόγια τῶν ἀνθρώπων, κατά τόν ἅγιο Αὐγουστῖνο, ὅταν τούς «πυρπολεῖ ἡ φωτιά τῆς ἀγάπης»[4]. Οἱ Ἅγιοι Πάντες ἔχουν καταλάβει ὅτι «ὅσο παίρνουμε» ἀπό τόν Θεό «δύναμη, ἔχουμε δύναμη. Ἄν τήν γυρέψουμε σέ μᾶς, θά εἶναι ἀδυναμία»[5].

  Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὅπως εἶναι γνωστό, πέρασε ἀπό πάρα πολλά κύματα μέχρι νά γνωρίσει τόν Θεό. Ὅταν αὐτό συνέβη, ὅπως περιγράφει ὁ ἴδιος, «τό πνεῦμα μου Σέ ἀγκάλιασε, καί Σέ γεύτηκα, Σέ πείνασα, Σέ δίψασα»[6]. Διευκρινίζει ὅτι γράφει τίς Ἐξομολογήσεις του, ὄχι γιά νά πληροφορήσει τόν Θεό γιά κάτι πού δέν γνωρίζει, ἀλλά γιά «νά κάνω τήν καρδιά μου καί τήν καρδιά αὐτῶν πού μέ διαβάζουν νά ξυπνήσει καί νά νιώσει λαχτάρα»[7]. Ὁ Ἅγιος ἐκφράζει τήν εὐγνωμοσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσή του στόν Θεό, μιά εὐγνωμοσύνη πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε νιώσει, ὄχι γιά τόν ἀόρατο καί ἀκατάληπτο Θεό, ἀλλά οὔτε κἄν γιά τόν ἄνθρωπό μας, πού τόν βλέπουμε καί μέ τόν ὁποῖο μᾶς ἕνωσε ἡ Ἐκκλησία μέ τό μυστήριο τοῦ Γάμου: «Σέ ὑπηρετῶ καί εἶμαι δοσμένος στή λατρεία Σου, γιά νά χαίρομαι τό ἀγαθό τῆς ὕπαρξης. Γιατί Ἐσύ εἶσαι ὁ χορηγός τῆς ὕπαρξής μου καί ἀπό Σένα δέχομαι τό ἀγαθό της»[8]. Ὅταν ὁ πατήρ Βασίλειος Βολουδάκης μᾶς δίδασκε τό βιβλίο Ἐξομολογήσεις, μᾶς τόνιζε πώς, ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ὕπαρξής μας, κάτι πού αἰσθανόταν βαθιά ὁ Ἅγιος, ἔτσι θά πρέπει νά νιώθουμε ἐμεῖς καί τόν ἄνθρωπό μας, ὡς πηγή μας δηλαδή, ἀπό τήν ὁποία ξεδιψοῦμε καί ποτέ νά μή ζητήσουμε νά πιοῦμε ἀπό «ξένα ὕδατα»[9].

  Ὀφείλουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στόν ἅγιο Αὐγουστῖνο γιά τό βιβλίο του Ἐξομολογήσεις. Ἀποτυπώνει μέ μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τρόπο τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς ἑνός Ἁγίου. Ἔτσι, ἔχουμε ἕνα ἀκόμα ἀσφαλῆ ὁδηγό, ὥστε νά κάνουμε τήν σύγκριση μέ τήν κατάσταση τῆς δικῆς μας ψυχῆς, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει ἀπό τήν ἁγιότητα. Μᾶς δίδει νά καταλάβουμε καί τήν αἰτία πού δέν φλέγεται ἡ καρδιά μας ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό. Γιατί ζοῦμε σκορπισμένοι «σέ χίλια κομμάτια»[10]. Προσθέτει μάλιστα ὅτι: «δέν Σέ ἀγαπᾶ ἀρκετά ὅποιος μαζί μέ Σένα ἀγαπᾶ καί ἄλλα πράγματα, ἄν κι αὐτά δέν τά ἀγαπᾶ ἐξαιτίας Σου. Ὦ ἀγάπη πού καῖς αἰώνια χωρίς νά σβήνεις, ὦ Θεέ τοῦ ἐλέους, πυρπόλησέ με»[11]. Αὐτά δέν εἶναι ἁπλοῖ    συν­αισθηματισμοί, ἀλλά ἡ ἔκφραση τῆς θερμότητας τῆς ψυχῆς τῶν Ἁγίων μας.

  Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά βάλει φωτιά καί αὐτή ἡ φωτιά ἄναψε μέ τούς φωστῆρες τῆς γῆς, τούς Ἁγίους «πού κατέχουν τό λόγο τῆς ζωῆς καί λάμπουν ὡς αὐθεντίες μέ τήν λάμψη τῶν δώρων» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[12]. Τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων διαβάζεται στίς Ἐκκλησίες ἡ Εὐαγγελική περικοπή, στήν ὁποία ὁ Χριστός ἀναφέρει ὅτι ὅποιος Τόν ὁμολογήσει «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων» θά τόν ὁμολογήσει κι Ἐκεῖνος μπροστά στόν Θεό Πατέρα. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού θά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό μπροστά στούς ἀνθρώπους θά τόν ἀρνηθεῖ κι Ἐκεῖνος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατρός (Μτθ. 11, 32). Αὐτή ἡ ὁμολογία πού ἐμεῖς διστάζουμε νά κάνουμε πολλές φορές στή ζωή μας, γιά τούς Ἁγίους Πάντες εἶναι τρόπος ζωῆς! Δέν μποροῦν νά κάνουν ἀλλιῶς, ὅπως ἄλλωστε κάθε πραγματικά ἐρωτευμένος ἄνθρωπος δέν ντρέπεται νά ὁμολογήσει ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ, τόν θεωρεῖ καύχημά του καί θεωρεῖ χρέος του, ὅταν συκοφαντεῖται νά τόν ὑπερασπιστεῖ. Ἐμεῖς φοβόμαστε νά ποῦμε καί νά δείξουμε μέ τήν ζωή μας ὅτι θέλουμε νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», μήπως καί δέν ἀρέσουμε σέ κάποιους. Ὁ Χριστός ὅμως δέν μᾶς θέλει ἔτσι καί οὔτε ἐμεῖς θά ἔπρεπε νά μᾶς θέλουμε ἔτσι. Ὁ Χριστός ἦλθε, γιά νά διχάσει τούς ἀνθρώπους, ὄχι γιά νά τούς ἑνώσει «ἄνευ ὅρων καί ὁρίων»!

  Ὁ ἅγιος Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, γιά νά μή ὑπάρξουν παρερμηνεῖες, θέτει ἀκριβῶς τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα κινεῖται αὐτή ἡ ὁμολογία γιά τόν Χριστό. Ἀφοῦ ἐξηγήσει ὅτι ἡ ὁμολογία γίνεται πάντα μέ τήν εὐγένεια καί τήν παρρησία πού διακρίνει κάθε ἀληθινό Χριστιανό, προχωρεῖ διευκρινίζοντας ὅτι: «Ἄν δέ τολμητίαι ἤ ἀσεβεῖς ἤ καί ψυχροί Χριστιανοί ἤ ἀνθρωπάρεσκοι θελήσωσιν εἴτε λόγοις ἤ ἔργοις νά παρασύρωσιν αὐτόν εἰς ἔργα ἤ λόγια μαρτυροῦντα εἴτε ἔμμεσον εἴτε ἄμεσον ἄρνησιν τῆς πίστεως, καθῆκον ἔχει νά ὁμολογήσῃ τί καί πῶς πιστεύει· οὐδέποτε δι’ ὑπεκφυγῶν ἤ πλαγιασμῶν ἤ καί σιωπῆς ἐνθαρρύνῃ αὐτούς, ἔστω καί ἄν οὗτοι εἶναι τά πλέον προσφιλῆ καί σεβαστά πρόσωπα»[13].

  Ἡ ὁμολογία, βάσει τῶν παραπάνω, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Θείου ἔρωτός του. Μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ «ἔρωτι φλεχθέντος» γιά τόν Θεό[14], Ἁγίου Αὐγουστίνου, καί Πάντων τῶν Ἁγίων, ὁ Πανάγιος καί Τριαδικός Θεός μας, νά ξυπνήσει τίς κοιμισμένες μας καρδιές καί τόν σκοτισμένο μας νοῦ, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε ποῦ πρέπει, γιά τό συμφέρον μας, γιά τήν χαρά μας, νά στρέψουμε τήν ψυχή, τήν καρδιά, τήν διάνοια καί τήν δύναμή μας: σέ Ἐκεῖνον, τόν μόνον ἀληθινό Θεό καί τήν πηγή τῆς ζωῆς μας.

Σημειώσεις:

[1] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας, μτφρ. Ἄρης Ἠλ. Γεωργόπουλος, ἐκδ. Ἰ. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος, 2019, σελ. 353. [2] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μτφρ. Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι, 1987, σελ. 81. [3] Ἁγ. Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις, Δεύτερος Τόμος, Βιβλία VIII-XIII, Μτφρ. Φραγκίσκη Ἀμπατζοπούλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα, 2010, σελ. 117. [4] Ἁγ. Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις, Πρῶτος Τόμος, Βιβλία I-VII, Μτφρ. Φραγκίσκη Ἀμπατζοπούλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα, 2010, σελ. 212. [5] Ἁγ. Αὐγουστίνου, ὅ. π., σελ. 222. [6] Ἁγ. Αὐγουστίνου, Ἐξομολογήσεις, Δεύτερος Τόμος, ὅ. π., σελ. 119. [7] Ἁγ. Αὐγουστίνου, ὅ. π., σελ. 151. [8] Ἁγ. Αὐγουστίνου, ὅ. π., σελ. 236. [9] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, διαδικτυακή ὁμιλία μέ τίτλο: Τό ταίρι μας εἶναι ἡ Πηγή μας!, στό: youtu.be/F36xKtxPBkM, ἀντλήθηκε στίς 7/6/2025. [10] Ἁγ. Αὐγουστίνου, ὅ. π., σελ. 56. [11] Ἁγ. Αὐγουστίνου, ὅ. π., σελ. 120-121. [12] Ἁγ. Αὐγουστίνου, ὅ. π., σελ. 283. [13] Ἁγ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, Εὐσεβεῖς Μελέται, ἐπί τῶν Κυριακῶν Εὐαγγελικῶν Ἀναγνωσμάτων μετά προσθήκης τινῶν ἑορτίων μελετῶν, ἐκδ. Ἀδ. Π. Συνασινοῦ, Πάτραι, 1962, σελ. 34-35. [14] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, Τόμος Β΄, ἐκδ. Σπανός, Ἀθῆναι, σελ. 206.