“νεκρός ἦν καί ἀνέζησεν”
Λουκ. 15,24
Όσο όμως ανεπιθύμητος και απεχθής και αν τελεί ο θάνατος, πλειστάκις ερωτοτροπούμε μαζί του προκλητικά, μέσω των έργων μας και αναλόγων πράξεών μας. Το ανησυχητικό είναι, ότι ενεδρεύει ύπουλα η ειρωνεία, να νομίζουμε ότι ζούμε, ενώ κατ' ουσίαν είμαστε νεκροί... «Οίδα σου τα έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζης, και νεκρός ει» (Αποκ. 3,1).
Ας προσεγγίσουμε όμως τον θάνατο, συμπορευόμενοι μαζί του. Μη μας τρομάζει η εν λόγω προτροπή και συνάδουσα ιδέα. Προπάντων μην αναζητούμε τρομοκρατημένοι να κτυπήσουμε κανένα ξύλο ή να φτύσουμε τον κόρφο μας. Ιδίως μην επιδιώκουμε να τον απωθούμε συνεχώς και να τον προστάζουμε “έξω από εδώ”, αποστέλλοντάς τον αλλού, γιατί κάποια στιγμή, μη βρίσκοντας κατάλυμα ο αειπλανής οδοιπόρος, θα επιστρέψει και πάλι δίπλα μας αποφασιστικά. Το μόνο που καλό είναι να επιδιώξουμε, είναι η διατήρηση της γαλήνης στη συνείδησή μας, προσδοκώντας ανάσταση νεκρών.
Κάπως έτσι λοιπόν, ποτέ δεν θα παύσει η Ναΐν να πενθεί. Να πονάει και να δακρύζει μαζί με την χαροκαμμένη μάνα, που έχασε τον μονάκριβό της. Είναι πράγματι φαρμάκι το διάβα του θανάτου. Είναι ξερίζωμα το πέρασμά του.
Μη μας διαφεύγει όμως, ότι υπάρχει Ένας, που μπορεί να ανακόψει την επέλασή του, συντρίβοντάς τον παράλληλα. Είναι αυτός που χτυπήθηκε άγρια μαζί του, “σώμα με σώμα” και τον κατετρόπωσε οικτρά. Είναι αυτός που αρκεί ένας λόγος του μόνο, για να πικράνει τον Άδη. Και τότε “Ποῦ σου θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη τό νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καί σύ καταβέβλησαι” (Κατηχητικός Λόγος αγίου Χρυσοστόμου.)
Κάπως έτσι, όλα ανακτούν την πρότερη ζωντάνια τους και ανασταίνονται, μόλις ακουσθούν τα ηχηρά: Προς την μάνα, “μή κλαῖε” και προς τον νεκρό “νεανίσκε, σοί λέγω ἐγέρθητι” (Λουκ. 7,12).
Κάποιες άλλες στιγμές πάλι, ο νικητής Κύριος, προτάσσει το χέρι του στη νεκρή νεότητα και με το κάλεσμα “ἔγειρε” (Μαρκ. 5,42) την ξυπνάει από τον λήθαργο του θανατηφόρου ύπνου της αμαρτίας, με την σύσταση “μηκέτι ἁμάρτανε”.
Τέλος με ένα ηγετικό “δεῦρο ἔξω” (Ιω.11,44) προσκαλεί τους “τεταρταίους” νεκρούς να δραπετεύσουν από τον κλοιό της αποσύνθεσης, επανευρίσκοντες την ελευθερία της ζωής. Με άλλα λόγια προτάσσει μία ηρωική έξοδο από την κατάσταση της παρακμής και της στασιμότητος προς την λύτρωση.
Όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, που και αυτός ο ίδιος ο Ζωοδότης Χριστός, “αδυνατεῖ” να επέμβει στη ζωή μας προσδίδοντας ξέχωρο νόημα και αξία. “Αδυνατεί” να μας διασώσει παραβιάζοντας το άσυλο του αυτεξουσίου μας, καθότι πρότερον εμείς έχουμε αρνηθεί οι ίδιοι, να καθίσουμε κάτω από τον ίσκιο του ματωμένου Σταυρού. Γιατί μεταναστεύσαμε σε χώρες μακρινές. Επιλέξαμε στρατί αμεριμνησιάς και αφροντισιάς σε ξένη, ηλιόλουστη φαινομενικά, γη. Προπάντων, γιατί ποτίσαμε χολή και όξος στον Κύριο, με βλασφημίες και αναθέματα, φαρμακερά σαν τα καρφιά, ξεσχίζοντας την καρδιά του. Γιατί ξεστομίσαμε λόγια σουβλερά...
“Φύγε, Θεέ! Ποιός τόπε; πλάνη πως κυβερνάς τον κόσμο εσύ, ύλη και δύναμη μας φτάνει για μιά ζωή, γλυκιά, χρυσή. Θεέ, τραβήξου από μπροστά μας, σκιάχτρο του νου και της ψυχής. Για σε τα χείλη τα δικά μας, δεν έχουν λόγια προσευχής”.
Κάποια στιγμή όμως μαραίνονται τα άνθη και πέφτουν τα λουλούδια, λιγοστεύει η χαρά και παύουν τα τραγούδια. Η γη παύει να λουλουδίζει και τα αγριοβόρια μαραίνουν τα στερνολούλουδά της. Τότε μαύρο σκοτάδι πλακώνει· απελπισιά, παγωνιά θανάτου και τρόμος κατακλύζουν την ψυχή μας. Μέσα στον πανικό μας, με θολή την ψυχή και τον νου, αρχίζουμε και τρέχουμε στα σκοτάδια. Χτυπιόμαστε, ματώνουμε, πέφτουμε, σηκωνόμαστε και μέσα στο στροβίλισμα και στην ανεμοζάλη, μέσα στην ανυπόφορη ψυχική ένδειά μας, θυμούμαστε τα σκαμμένα από τα καρφιά χέρια του Χριστού, αυτά που στάζουν αίμα, που ανοιχτά καθώς είναι μας προσκαλούν να πάμε κοντά του, πέφτοντας στην μοναδική αγκαλιά του.
Τι καθόμαστε λοιπόν; Πρέπει να λάβουμε μία ηρωική απόφαση. Είμαστε νεκροί και πρέπει να ξαναζήσουμε. Καιρός να ομολογήσουμε την ενοχή μας και αναστάντες, ας πορευθούμε προς τον πατέρα μας... Όρθιοι οι νεκροί!
Μ. Πέμπτη 2025! Προστρέχουμε λοιπόν και φέτος στους ιερούς ναούς, για να δροσιστούμε πνευματικά κάτω από τον ίσκιο του Εσταυρωμένου. Άλλοι ως τελώνες, τύπτοντες τα στήθη τους. Έτεροι ως πόρνες εκχύνοντας το πολύτιμο μύρο των δακρύων τους στα πόδια του σταυρωμένου. Άλλοι, ως φαρισαίοι υπεραιρόμενοι και προπάντων επιτιμώντες τους περιοίκους. Κάποιοι ως εκδρομείς, εκφαινόμενοι όμως και ως προσκυνητές. Τέλος η σεβαστή μερίδα των παροικούντων εν Ιερουσαλήμ. Ας είναι. “Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως”.
Η εξόδιος ακολουθία βρίσκεται σε εξέλιξη. Κηδεύεται ο Θεός ο ίδιος. Για την ακρίβεια ο μονογενής υιός του Θεού. Τι περίεργο όμως; Δεν ακούγεται κάποιος θρήνος και πολύ περαιτέρω άλλη ιδιάζουσα ολολυγή. Κι όμως, η εν λόγω Ναΐν είναι ολόκληρο το σύμπαν. Ολάκερη η πλάση. Θα έπρεπε να θρηνούν άπαντες. Προπάντων γιατί δεν μιλάμε για ένα φυσιολογικό θάνατο. Τουναντίον πρόκειται για ένα αποτρόπαιο και απόλυτα στυγερό έγκλημα... Ο υιός άνθρωπος σταυρώνει τον Θεό πατέρα, αφού πρώτα τον ανάγκασε σε πληθύ ανεπανάληπτων βασανιστηρίων και χειρίστης γελοιοποίησης. Πατροκτόνοι είμαστε. Για την ακρίβεια θεοκτόνοι. Χειρότεροι από τα κτήνη. Αλλά η ψυχική πώρωση μας κρατά πόρρω από το θείο δράμα. Οι πλείστοι, τυλιγμένοι με τα σουδάρια της θεάς τεχνολογίας, ανταποκρίνονται μετά ζήλου, μόνο στις κλήσεις των κινητών τους τηλεφώνων, που δεν έπαυσαν να χτυπούν μανιωδώς από την πρώτη κιόλας στιγμή της εισόδου στον ναό των εν λόγω κατόχων. Κάπως έτσι, οι πάμπολλοι ήχοι των συσκευών επικοινωνίας (=ψυχικής κενότητος), αντικαθιστούν τα μοιρολόγια και τους θρήνους. Ίσως όμως εκείνη την ώρα οι παρόντες στον ναό, να μεταφέρουν τα στάδια του θείου δράματος, στους εν οίκω παράλυτους πνευματικά συγγενείς.
Ένα πράγμα πάντως είναι σίγουρο. Οι ψυχές μας, αποτελούν την ιδιότυπη χήρα μιας άλλης Ναΐν, που εγκατέλειψε τον άνδρα της, δηλαδή τον λόγο του Θεού, αφήνοντάς τον να εκπνεύσει κάτω από το σάβανο της στείρας τεχνολογίας. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια να θανατωθεί και ο μοναδικός γιός της. Ο νους! Η διαύγεια του πνεύματος, που μέσω του νεκροκρέβατου του σώματος, εξάγεται της πόλεως της άνω Ιερουσαλήμ.
Τελικά εμείς κηδευόμαστε, αλλά δεν το έχουμε αντιληφθεί. Είμαστε νεκροί και όμως νομίζουμε ότι ζούμε. Μια μέρα τον χρόνο, έχουμε την ευκαιρία να εισέλθουμε στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά και να γίνουμε υγιείς, εγκαταλείποντας την πνευματική στραβομάρα μας, την ηθική παραλυσία μας και την εγωιστική κουτσαμάρα μας. Κι όμως τι κάνουμε;
Προστρέχουμε να “προσκυνήσουμε” τον εσταυρωμένο άμα τη εξόδω του, γυρίζοντάς του τα οπίσθια μετέπειτα και λακίζοντες από τον ναό και τον επιτάφιο άμα τη περιφορά του και καταληστεύοντες τα άνθη του, αποχωρούμε ικανοποιημένοι. Ας φωνάζει ο ταλαίπωρος ιερέας: “Σας παρακαλώ στο τέλος οι ασπασμοί...”.
Είναι όμως το έθιμο, η συνήθεια που δεν μπορεί να μας την αλλάξει ούτε ο ίδιος ο Θεός. Εμμένουμε σε μία στείρα τυπολατρία, καθότι στείρα είναι η ίδια η ψυχή μας και αναζητούμε περιπαθώς τον “τελευταῖο ἀσπασμό”. Κι όμως ο Θεός λέγει “ὅσοι νεκροί ἀκούσουν τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ, αὐτοί θά ζήσουν”.
Τι τελικά θα κάνουμε έστω και αυτήν την ύστατη στιγμή;
Μάλλον θα ξαναβάλουμε κλήρο στα ιμάτια του Χριστού, λέγοντας το δικό μας “τετέλεσται”.
Αυτό είναι το πιο εύκολο, όπως και ο χειρισμός του κινητού μας τηλεφώνου. Καλό όμως είναι, μόλις πεθάνουμε, να μας βάλουν μέσα στο φέρετρο μαζί με το κινητό μας. Αν το είχε τότε ο πλούσιος της παραβολής, θα επικοινωνούσε ο ίδιος με το σόι του και δεν θα παρακαλούσε τον Αβραάμ, να πέμψει Λάζαρο...
Αρίσταρχος