
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Μέρος Στ΄
Ἁγία Τράπεζα, «Ἐσταυρωμένος» καὶ Θεολογία τῆς Ἀναστάσεως
Εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ἐμμένει ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν Ἀνάστασιν, ἐπειδὴ ἔχει νοηματοδοτήσει τὴν Σταύρωσιν μὲ ἰδικὴν του ἐμπνεύσεως θεολογίαν: ἡ Σταύρωσις εἶναι μία φευγαλέα στιγμὴ, ὅπου ὁ Χριστὸς νικᾶται, κείτεται πεθαμένος εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ δὲν ἔχει τίποτε νὰ μᾶς προσφέρει παρὰ μόνον ὅτι ἦτο ἀναγκαστικὸν στάδιον διὰ τὴν Ἀνάστασιν, διὰ τοῦτο καὶ πρέπει νὰ ἐξοβελισθῆ καθὼς «ἐμποδίζει τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας» καὶ «ἐκμηδενίζει τὴν νοητὴ καὶ ἀόρατη παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα», ὡς γράφει! Εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία; Βεβαίως καὶ ὄχι. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Λόγος εἰς τὴν Ἁγίαν Παρασκευὴν καὶ εἰς τὸν Σταυρὸν (μτφ. Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη), ἀναφέρει τὸ τέλος τῆς πορείας μας:
«Ὁλοκληρώθηκε λοιπὸν ὁ ἀγώνας μας τῆς νηστείας καὶ κατέληξε στὸ Σταυρό. Γιατί ποῦ ἀλλοῦ θὰ ἅρμοζε νὰ τελειώσει ἡ νίκη, παρὰ στὸ σύμβολο τοῦ ὁριστικοῦ θριάμβου τοῦ Χριστοῦ; Μία φορὰ ὑψώθηκε στὸν Γολγοθᾶ, γιὰ πάντα κατατροπώνει τοὺς δαίμονες…. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ σωθεῖ χάρη στὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα ἡ πρώτη παρθένος τοῦ Παραδείσου… Ἀναστήθηκε ὁ νεκρὸς στὴ Γαλιλαία, πέθανε, ὅμως, πάλι. Ἐγώ, ὅμως ποὺ ἀναστήθηκα διὰ τοῦ Σταυροῦ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ πέσω στὸ θάνατο».
Συνεπάγεται λοιπὸν ὅτι ὁ «Ἐσταυρωμένος» εἶναι ὁ θρίαμβος, ἡ νίκη, ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ Χριστιανοῦ. Ὁ «Ἐσταυρωμένος» δηλώνει τὴ βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Κων/λεως, Λόγος εἰς τὴν Προσκύνησιν τοῦ τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (μτφ. Ἱ. Κ. Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη):
«Προευαγγελίζομαι, βροντοφωνάζει ὁ Προφήτης, ὅτι ἤδη ἔφθασε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία σπεύδετε νὰ καταπαύσετε καὶ γιὰ τὴν ὁποία τρέχετε ἐναγωνίως. Καὶ ἀπὸ ποῦ καθίσταται φανερὸν αὐτό; Ἡ δόξα Κυρίου ἤδη ἀνέτειλε στὴν νέαν Ἱερουσαλήμ. Καὶ δόξα Κυρίου, ἀναντιρρήτως εἶναι ὁ θεῖος Σταυρός, ὁ ὁποῖος ὡς φαεινὸς ὄρθρος ἐμφανίζεται σήμερα καὶ ἐξακοντίζει τὶς πρῶτες ἀκτῖνες τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Πράγματι στὴν παροῦσα ἑορτὴν ἔχουμε μνήμην φωτὸς καὶ μάλιστα φωτὸς ἀνεσπέρου… καὶ τὰ δύο συγχρόνως, καὶ τὰ τῆς κλίνης καὶ τὰ τοῦ θυσιαστηρίου, σὲ σένα συνέπεσαν (Σταυρέ). Τὸ ἕνα γιὰ τὸν ἑκούσιον ὕπνον, τὸν ὁποῖον ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσεν ὁ ἀθάνατος, καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὴν σφαγὴν ποὺ ὑπέστη πρὸς χάριν μας καὶ γιὰ τὴν ὑπερένδοξον ἱερουργίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἱερούργησε θυσιάζοντας τὸν ἑαυτὸν του ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Σὺ πιστεύουμε ὅτι εἶσαι τὸ πλῆρες διαπύρων ἀνθράκων θυσιαστήριον τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ»
Ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως, συνδέεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γερμανὸν μὲ τὸν «Ἐσταυρωμένον»: εἶναι τὸ «φῶς τὸ ἀνέσπερον», «ἡ ἀνατείλασα δόξα Κυρίου» κ.λπ. Παραλλήλως, ὁ Σταυρὸς χαρακτηρίζεται ὡς τάφος (=κλίνη) καὶ βωμὸς (= θυσιαστήριον). Διὰ τοῦτο καὶ ἡ τοποθέτησις τοῦ «Ἐσταυρωμένου» ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἡ ὁποία εἶναι θυσιαστήριον τῆς ἀναιμάκτου μυσταγωγίας καὶ «κενὸν μνημεῖον τῆς Ἀναστάσεως» τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα δηλώσεως ὅλων αὐτῶν τῶν θεολογικῶν ἀληθειῶν.
Ἀλλὰ τοσοῦτον εἶναι τὸ ὀλίσθημα τοῦ Μητρ. Περιστερίου, ὥστε πίπτει ἀπὸ τὸ ἕνα λάθος εἰς τὸ ἕτερον καὶ ὁ κατακρημνισμὸς αὐτοῦ δὲν ἔχει τέλος. Ἀναφέρει εἰς τὴν ἐγκύκλιον (σ. 22):
«καὶ σχετίζεται ἡ Ἀνάσταση μὲ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ Τὸν ἀνέστησε (Μθ 28,1-20)».
Πρῶτον, ἡ παραπομπὴ στὸ Κατὰ Ματθαῖον εἶναι ἄσχετος, καθὼς δὲν ἀναφέρεται ἐκεῖ ὅτι «ὁ Θεὸς Πατὴρ τὸν ἀνέστησε». Δεύτερον, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεβ. Περιστερίου χρησιμοποιεῖ αὐτὴν τὴν φράσιν καταδεικνύει ὅτι κατανοεῖ τὸν «Ἐσταυρωμένον» ὡς πεθαμένον καὶ εὑρισκόμενον εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς διὰ νὰ Τὸν ἀναστήσει. Εἰδάλλως θὰ παρέθετε τὴν ὀρθὴν κατανόησιν τῆς φράσεως, ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ὁ μονογενὴς Θεὸς ἀνασταίνει ὁ ἴδιος τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἑνώθηκε μαζί του». Τρίτον, εἰς τὸ Μθ 28,5-6 ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου λέγει πρὸς τὰς Μυροφόρας «οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη», χρησιμοποιῶν τὴν φράσιν «Ἐσταυρωμένον» (εἰς χρόνον Παρακείμενον!) διὰ τὸν ἀναστάντα Χριστόν! Τί πλέον ἐναργέστερον αὐτοῦ, διὰ νὰ καταδειχθῆ ἡ πλάνη τοῦ Μητρ. Περιστερίου;
Εἶναι ἰδιαζόντως χαρακτηριστικὸν ὅτι ὁ Σεβ. Περιστερίου ἀποβάλλων τὸν «Ἐσταυρωμένον» προτείνει ὅτι εἰς τὴν ἁψῖδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος δύναται νὰ ἁγιογραφῆται ἡ Ἀνάστασις. Μόνον ποὺ καὶ πάλι νοεῖ αὐτὴν ἀδιακρίτως εἴτε ὡς τὴν εἰς Ἅδου Κάθοδον εἴτε κατὰ τὴν δυτικὴν ἀντίληψιν ὡς ἔνδοξον ἔξοδον τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν τάφον, κρατοῦντος λάβαρον(!), διὰ τὴν ὁποίαν παραθέτει καὶ φωτογραφίαν ἀπὸ ἱ. ναόν! Αὐτὸ συμβαίνει, διότι νοεῖ αὐτάς ὡς Ἀνάστασιν καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος, ἡ Ὀρθόδοξος εἰκονογράφησις τῆς Ἀναστάσεως, σχετίζεται πρωτίστως μὲ τὸ Πάθος. Ἰδοὺ τί ἀναφέρει ὁ Ἀνδροῦτσος εἰς τὴν Δογματικὴν αὐτοῦ (σ. 214):
«Οὕτω δὲ τὸ δογματικὸν αὐτῆς περιεχόμενον δύναται νὰ συνοψισθῆ εἰς τὰς ἑξῆς προτάσεις: α) Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος ἐγένετο πρὸ τῆς ἀναστάσεως… β) Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος εἶνε ἅμα μὲν ἡ βεβαίωσις τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ὑπάρξεως ἐν αὐτῷ ψυχῆς ἀνθρωπίνης, ἅμα δὲ ἡ πραγματικὴ παράστασις τῆς θριαμβευτικῆς τοῦ Κυρίου εἰσόδου, τῆς καταλυσάσης τὸ κράτος τοῦ θανάτου… γ) Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος ἤσκησε σωτηρίαν ροπὴν καὶ ἐπὶ τὴν τύχην τῶν τελευτησάντων»
Ἑπομένως, ὄχι μόνον δὲν ἐμποδίζει ὁ «Ἐσταυρωμένος» τὴν ἔλευσιν τῆς Βασιλείας, ὡς ἐσφαλμένα ἰσχυρίζεται ὁ Περιστερίου, ἀλλὰ τουναντίον Ἐκεῖνος εἶναι ὁ «Βασιλεὺς τῆς Δόξης» τῆς Βασιλείας, Ἐκεῖνος εἶναι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ αἰώνιος ζωή, πρὸς αὐτὸν ἔχουν οἱ πιστοὶ στηλωμένα τὰ βλέμματά των, ὡς ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ Θεοφάνης Ταυρομενίας, Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ (μτφ. Ἱ. Κ. Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη):
«Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ βλέπει πρὸς αὐτὸν, ὁ ὁποῖος ὑψώθη στὸ ξύλον, ἀπωθεῖ τὸ πάθος καὶ ἐξουδετερώνει τὸ δηλητήριο μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ σὰν μὲ κάποιο φάρμακο. Τὸ νὰ βλέπη κάποιος πρὸς τὸν Σταυρὸν εἶναι αὐτό, νὰ γίνη σὲ ὅλο του τὸν βίον ὡς νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἐσταυρωμένος… Ὅποιος λοιπὸν ὁμολογεῖ θεοπρεπῶς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ζωὴν αἰώνιον»
Εἰς τὸ παρὸν σημεῖον ἂς ἐπιτραπῆ νὰ παραθέσωμεν καὶ ἕνα περιστατικὸν ἀπὸ τὴν νεωτέραν ἱστορίαν, ὅπου ἱερεὺς ἔλαβε δύναμιν ἀπὸ τὸν «Ἐσταυρωμένον». Ὡς ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Μελέτιος Κουράκλης, Στρατιωτικοὶ Ἱερεῖς στὰ πεδία τῶν μαχῶν τῶν Βαλκανικῶν πολέμων 1912-1913 – «Ὁ Ἐσταυρωμένος ὡς πηγὴ δυνάμεως γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς τραγωδίας», Ἀθήνα 2023, σ. 147-148:
«Ἡ παραπάνω ἀντίφαση [σημ.: ἡ παρουσία τοῦ ἱερέως εἰς τὸν πόλεμον] δὲν ἐπιλυόταν τεχνητὰ ἢ θεωρητικά, δηλαδὴ μὲ ἐκλογίκευση ἢ μέσα ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση μίας ψυχολογικῆς μέσης ὁδοῦ, ἀντίθετα παρέμενε καὶ σημάδευε τὸ εἶναι καὶ τὴν πρακτικὴ τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων ἐντὸς τῶν συνθηκῶν τοῦ πολέμου. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀκόλουθη διήγηση τοῦ Διονυσίου Παπανικολοπούλου, ὁ ὁποῖος μέσα στὸ φρικτὸ θέαμα τοῦ πολέμου ἄντλησε δύναμη ἀπὸ τὸν Χριστό: Ἔχομεν ἀρκετοὺς νεκροὺς καὶ τραυματίας διὰ τὴν στέγασιν τῶν ὁποίων προσπαθῶ μετὰ τοῦ ἰατροῦ τοῦ Συντάγματος κ. Β. Τσουνούκα νὰ εὕρω τὰ κατάλληλα οἰκήματα εἰς τὸ χωρίον Ράκοβον, τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει ἤδη λόγῳ τῆς συσσωρεύσεως τῶν τραυματιῶν εἰς ἕν ἀπέραντον μακελλεῖον. Ἐνταῦθα καὶ πάλιν συναντῶμαι μετὰ τοῦ ἱεροκήρυκος τοῦ 8ου Συντάγματος κ. Π. Φ., μετὰ τοῦ ὁποίου ἐψάλλομεν Τρισάγιον ἐπὶ τοῦ νεκροῦ τοῦ Ταγματάρχου τοῦ 8ου Συντάγματος Ἀγησιλάου Παπαδήμα, πεσόντος κατὰ τὸν νυκτερινὸν αἰφνιδιασμὸν πρὸ τοῦ Ρακόβου. Εἶναι 12 Μ., εὑρίσκομαι ἐν τῷ μέσω πεντηκοντάδος βαρέως τραυματιῶν ἐντός τῆς εἰς χειρουργεῖον μεταβληθείσης ἐκκλησίας τοῦ χωρίου. Ἀποτείνω λόγους παρηγορίας πρὸς αὐτοὺς καὶ μεταδίδω εἰς ἀρκετοὺς ἐξ αὐτῶν τὸ τελευταῖον ἐφόδιον διὰ τὸν μέγαν πρὸς τοὺς οὐρανοὺς δρόμον τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Τὸ θέαμα εἶναι φρικτόν! Τὸ αἷμα ρέει περὶ ἐμέ. Θρῆνοι καὶ γόοι πληροῦν τὴν ἀτμόσφαιραν. Πρὸς στιγμὴν καταλαμβάνομαι ὑπὸ λυγμῶν καὶ νομίζω ὅτι εἶμαι πλέον ἀνίκανος νὰ προσφέρω οἱανδήποτε ὑπηρεσίαν καὶ κατευθύνομαι πρὸς τὸ Ἅγιον Βῆμα, ἵνα ἐκεῖ κρυβῶ καὶ μὴ βλέπω πλέον τὴν ἀπαισιωτάτην εἰκόνα τοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ μόλις ἀντίκρυσα τὸν ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης ἐσταυρωμένον καὶ ἀνέτεινον πρὸς αὐτὸν ἱκετευτικὸν βλέμμα ἐπικαλεσάμενος τὴν θείαν βοήθειαν τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ κρεμαμένου ἀρχηγοῦ τῶν μαρτύρων, ἐπλήσθην οὐρανίας τινὸς δυνάμεως καὶ ἀνέκοψα τὸ βῆμα ἵνα ἐπιστρέψω καὶ αὖθις ἐκεῖ ἔνθα μὲ ἐκάλει ἡ φωνὴ προσφιλῶν μου αἱμοσταγῶν στρατιωτῶν, οὕς ἐνθαρρύνω καὶ αὖθις ὑπομιμνήσκων αὐτοῖς ὅτι ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης συγκαταλέγοντο μεταξὺ τῶν ἐθνομαρτύρων καὶ τοῦ λαμπροῦ χοροῦ τῶν μεγάλων εὐεργετῶν τῆς ἀνθρωπότητος, τῶν θυσιαζόντων ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῶν εὐγενεστέρων ἰδανικῶν τοῦ ἀνθρώπου».
Προφανῶς δὲν παραθέτομεν τὸ παρὸν ὡς γνώμονα Ὀρθοδοξίας ἢ Θεολογίας, ἀλλὰ ὡς ἐνδεικτικὴ καταγραφὴ πρακτικῆς, τὴν ὁποίαν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἔχουν ἀκολουθήσει, δηλαδὴ ἐνατενίζοντες τὸν «Ἐσταυρωμένον» ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης νὰ προσεύχωνται, ἀναζητοῦντες δύναμιν ἀπὸ τὸν πανάλκην Σωτῆρα τοῦ κόσμου, νὰ καταφεύγουν εἰς τὸν κρεμάμενον ἐπὶ ξύλου ἐναποθέτοντες πᾶσαν τὴν ζωὴν αὐτῶν, τοῦ Ὁποίου τὸ ἐκχυνόμενον αἷμα ἔγινε φάρμακον ἀθανασίας. Αὐτὰ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπαλείψη ὁ Σεβ. Περιστερίου; Τί ἔχει νὰ ἀπαντήση εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Τί θὰ συνεβούλευε τὸν στρατιωτικὸν ἱερέα; Ὅλοι, Πατέρες καὶ πιστοί, Δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί, Θεολόγοι καὶ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι καλοῦν εἰς βοήθειαν τὸν Κύριον σφάλλουν καὶ μόνον ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος; Ἀλλὰ ἤδη ἔχει ἀπαντήσει: «Ὁ «Ἐσταυρωμένος» δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει, γιατί εἶναι πεθαμένος ἐπάνω στὸν σταυρό»!
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἂν δὲν ἀντιλαμβάνεται πόσον ἐπικίνδυνος εἶναι διὰ τὴν θεολογίαν ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου, τουλάχιστον δὲν ἀντιλαμβάνεται πόσον ἐπιζήμιος εἶναι διὰ τὸ ποίμνιον;