Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Περι πνευματικης ἁλιειας

π. Αυγουστ. agiasm. in

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)
22 Σεπτεμβρίου 2024 (2003)

«Χαλάσατε τὰ δίκτα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5,4)

Τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 5,1-11), ἀγαπητοί μου, διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ ἄπειρα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτό, ποὺ διηγεῖται σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἐπαναλαμβάνεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων, μέχρι τῶν ἡ­μερῶν μας. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα;

* * *

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βγῆκε στὸ δημόσιο βίο, δὲν ἔμεινε σ᾿ ἕνα μέρος. Ἐκινεῖτο συνεχῶς, τὰ ἅγια πόδια του βάδιζαν. Περπατοῦσε. Πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι. Περιώδευε ὅλη τὴν Παλαιστίνη. Ἔτσι ὁ Χριστός μας ἔ­φτα­σε σὲ μιὰ χαριτωμένη λίμνη, ποὺ ἔγινε πλέον ξακουστή. Εἶνε ἡ λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ἡ λίμνη Γεννησαρέτ.
Ἐκεῖ στὰ ἀκρογιάλια τῆς λίμνης κατοικοῦ­σαν φτωχοὶ ἄνθρωποι, ψαρᾶδες· μεροδούλι – μεροφάϊ. Ποιός τοὺς ἔδινε σημασία; Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἦρθε ἐκεῖ ἐπίτηδες, νὰ δῇ τὴ φτωχο­λογιά. Γιατὶ εἶνε ἅγια ἡ φτώχεια, καὶ τὴν ἔζησε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κανείς ἄλλος δὲν ἔ­ζησε τόσο φτωχὰ ὅσο ἐκεῖνος, κανείς ἀπὸ αὐ­τοὺς ποὺ κάνουν τοὺς προστάτες τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐργατῶν ἀλλὰ ζοῦν τὴν πιὸ πλούσια ζωή. Ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε ὄντως φίλος τῶν φτωχῶν.
Ἦρθε λοιπὸν ὁ Φτωχὸς κοντὰ στοὺς φτωχούς, ἦρθε κοντὰ στοὺς ψαρᾶδες. Κι αὐτοὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ χαρά. Καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκῃ τὰ θεϊκά του λόγια. Ἔμειναν κατάπλη­κτοι. Ὅπως ἡ μέλισσα κρεμιέται ἀπὸ τὸ ἄν­θος, ἔτσι καὶ ὁ λαὸς ἐκεῖνος κρεμόταν ἀπὸ τὰ πανάχραντα χείλη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔλεγαν ποτέ νὰ μὴν τελειώσῃ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς σταμάτησε νὰ μιλάῃ, ἐκεῖ κοντὰ ἦταν δυὸ ἁλιευτικὰ πλοιάρια, δυὸ κα­ΐκια. Στὸ ἕνα ἦταν δύο ἀδέρφια, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀνδρέας. Στὸ ἄλλο ἦταν δύο ἄλλα ἀ­δέρφια, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος. Ὁ Χριστὸς λέει στὸν Πέτρο· –«Χαλάσατε τὰ δίκτα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5,4). Προχώρα μέσα στὴ λίμνη καὶ ῥίξτε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψετε. Ὁ Πέτρος ἀ­παν­τᾷ· –Κύριε, ὅλη τὴ νύχτα ψαρεύαμε (τὸ ψάρεμα δὲν γίνεται ἡμέρα, ἡ νύχτα εἶνε ὁ κατάλληλος χρόνος)· παντοῦ ῥίξαμε τὰ δίχτυα. Δὲν πιάσαμε οὔτε λέπι. Τώρα ἐσὺ μᾶς διατάζεις, νὰ ῥίξουμε τὰ δίχτυα τὴν ἡμέρα; Ἂν καὶ αὐτὸ φαίνεται παράλογο, ἐγὼ ὅμως πιστεύω σ᾿ ἐσένα καὶ θὰ ὑπακούσω· «ἐπὶ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον» (ἔ.ἀ. 5,5). Ἔρριξαν πρά­γματι τὰ δίχτυα καὶ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε– ἀμέσως γέμισαν ἀπὸ ψάρια. Καὶ ἦταν τόσο πολλά, ὥστε σχιζόταν τὸ δίχτυ. Καὶ ὁ Πέτρος μὲ τὸν Ἀνδρέα ἀναγκάστηκαν νὰ καλέσουν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ βοηθήσουν.
Θαύμασε ὁ Πέτρος, ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ ἁλιεία, καὶ εἶπε· –Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶμαι ἄ­ξιος μιᾶς τόσο μεγάλης εὐλογίας. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· –Θαυμάζεις; Μικρὸ εἶνε τὸ θαῦ­μα αὐτό. Θὰ δῇς ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο. Καὶ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε, ὅτι ἀπὸ τώρα, ποὺ θὰ ἔρθῃς κοντά μου, θὰ μάθῃς μιὰ νέα τέχνη. Θὰ μάθῃς νὰ ψαρεύῃς ὄχι ψάρια τῆς θαλάσσης, ἀλλὰ ψυχές· θὰ γίνῃς ἁλιεὺς ἀν­θρώπων, θὰ ἁλιεύῃς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ πράγματι αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσι τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκε. Ὁ Πέτρος ἄφησε τὸ πλοῖο καὶ τὰ δίχτυα, ἄφησε πατέρα, μητέρα, συγγενεῖς καὶ φίλους, ὅλα, καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Καὶ ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ τὸν φώτισε· καὶ ἀπὸ ἄσημος ψαρᾶς ἔγινε ἀνώτερος τῶν φιλοσόφων. Μηδὲν ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ θαῦμα ποὺ εἶδε ἡ ἀνθρωπότης, ψαρᾶδες νὰ γίνουν πάνσοφοι. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνέδειξε πανσόφους· εἶνε «ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας» (ἀπολυτ. Πεντηκ.). Καὶ πῆγαν καὶ κήρυξαν σὲ διάφορα μέρη. Ὁ Πέτρος ἔφτασε μέχρι τὴ Ῥώμη καὶ σκόρπισε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔπιασε στὰ δίχτυα τοῦ εὐ­αγγελίου χιλιάδες ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ ψαρᾶς τῆς Γαλιλαίας ἔγινε ἁλιεὺς ψυχῶν.
Αὐτὸ εἶνε συντόμως τὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Τί εἴπαμε στὴν ἀρχή; Ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς ἁλιείας ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα, καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐτὸν τῆς ὕλης, βλέπουμε στὴ Δύσι παιδιά, ἀριστούχους τῶν σχολείων, νὰ φεύγουν. Πᾶνε κάτω στὴν Ἀφρικὴ ὡς ἱεραπό­στολοι, κ᾿ ἐκεῖ μέσ᾽ στοὺς ἀγρίους διδάσκουν καὶ ἁλιεύουν ψυχές. Αὐτὰ οἱ ἑτερόδοξοι. Καὶ ἡ ὀρθόδοξξ Ἑλλάδα; Ὦ Ἑλλάδα, τὰ παιδιά σου γίνονται σήμερα ἱεραπόστολοι;
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα ἔφευγαν ἱεραπόστολοι, ἁλιεῖς ψυχῶν, καὶ πήγαιναν μακριά. Καὶ οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ Ῥουμᾶνοι καὶ ἡ μεγάλη χώρα τῶν Ῥώσων ἔγιναν Χριστιανοὶ ἀπὸ Ἕλληνες ἱεραποστόλους. Ἐκλεκτά, ἔξοχα παιδιὰ τῆς Βυζαν­τινῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ δὲν ἐπιδίωξαν κοσμικὴ δόξα καὶ πλοῦτο, σκόρπισαν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῶν Οὐραλίων ὀρέων. Ὦ Ἑλλάδα, ποῦ εἶνε σήμερα ἡ ἱεραποστολή σου; Τὰ παιδάκια μας νὰ γίνουν δικηγόροι, μηχανι­κοί… Ἰδανικά μας τὸ χρῆμα καὶ ἡ δόξα. Οὔτε ἱεραπόστολοι οὔτε παπᾶδες γίνονται. Ἕνας πατέρας ποὺ τὸ παιδί του, ἕνα πολὺ καλὸ παιδί, ἤθελε νὰ γίνῃ παπᾶς, τὸ ἀπείλησε· Θὰ σὲ σκοτώσω!… Ὦ Ἑλλάδα, ποῦ κατήντησες, ἐσὺ ποὺ γέννησες ἁλιεῖς ψυχῶν; Σήμερα τὸ ῥάσο ἔγινε βδελυκτὸ καὶ μισητό. Καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ μιλᾶμε χίλιες ἐνορίες δὲν ἔχουν ἱερεῖς, δὲν χτυπᾶνε ἐκεῖ καμπάνες…
Ἐν τούτοις καὶ μέσα στὴν ὑλιστικὴ αὐτὴ γενεὰ ὑπάρχουν μερικὰ σπάνια παραδείγματα. Ἕνα παιδὶ μιᾶς φτωχῆς οἰκογενείας τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ Γιάννης ὁ Ἀσλανίδης, ἔγινε ἁλιεὺς ψυχῶν. Πέρασε καὶ ἀπὸ τὴ Φλώρινα. Βοήθησε καὶ χτίσαμε τὸ γηροκομεῖο καὶ τὸ συνοικισμὸ τῶν νεοφωτίστων. Ἀνέβηκε καὶ στὸ ὕψωμα 1.020 καὶ ἔστησε τὸ μεγάλο σταυ­ρὸ ποὺ φωτίζει τὴ νύχτα σὰν τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἐν συνεχείᾳ αὐτός, ἱερομόναχος πλέον Κοσμᾶς Γρηγοριάτης, γεμᾶτος ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ὡς ἁλιεὺς ψυχῶν πῆγε κάτω στὴν Ἀ­φρική, κ᾿ ἐκεῖ μὲ τὸ φλογερὸ κήρυγμά του καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τοὺς φτωχούς, ἕνας αὐτός, ἔφερε στὴν ὀρθόδοξο πίστι 3.000 ψυχές, καὶ βαπτίσθηκαν. Καὶ σὲ ἄλλα μέρη πολλοὶ ἄλλοι σὰν αὐτόν. Ὅλοι αὐτοὶ ὑπήκουσαν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «Χαλάσατε τὰ δίκτα ὑμῶν εἰς ἄγραν».
Ἂς ἐπιτραπῇ ἐδῶ νὰ πῶ, ὅτι κ᾿ ἐγώ, ἀφ᾿ ὅ­του φόρεσα τὸ ῥάσο, ὡς ἕνας μικρὸς ἁλιεὺς ψυχῶν ἀκούω αὐτὴ τὴν προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ δὲν παύω μέρα – νύχτα παντοῦ, σὲ χωριὰ καὶ πολιτεῖες, σὲ μεγάλους καὶ μικρούς, σὲ στρατιῶτες καὶ μαθητάς, νὰ ῥίχνω τὸ δίχτυ. Καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὸ δίχτυ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου ῥίχνω. Θὰ μοῦ πῇ κάποιος· –Καὶ τί κατώρθωσες τόσα χρόνια; ποιά ἡ μεταβολὴ τῶν ἀνθρώπων;… Δὲν ἀπογο­ητεύομαι. Ὑπάρχουν καὶ αἰσιόδοξα σημεῖα. Λόγου χάριν, ὅταν πρωτοῆρθα στὴ Φλώρινα ὡς ἱεροκήρυκας τὸ ᾿41, στὸν παλιὸ ναὸ τοῦ Ἁ­­γίου Παντελεήμονος εἶχα ἀκροατὰς καμμιὰ δεκαριὰ ἄντρες καὶ καμμιὰ εἰκοσιπενταριὰ γυναῖκες. Τώρα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ ἐκ­κλησία γεμίζει. Χωρὶς ὅμως τοῦτο νὰ μὲ ἱκανο­ποιῇ. Διότι γνωρίζω, ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμα πολλοὶ ποὺ εἶνε ἔξω τῆς μάνδρας τοῦ Κυρίου, ἔξω ἀπὸ τὸ δίχτυ τῆς ἁλιείας του.
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ βοηθήσουμε ὅ­λοι. Ἂς κάνουμε ὅ,τι ἔκανε μία ἁγία γυναίκα τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, ἡ ἁγία Θέκλα. Ὅ­ταν ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐνῷ εἶχε ἄλλα σχέδια, ἄλλαξε κατεύθυν­σι. Ἀγάπησε τὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε συνέκδημος τοῦ ἀποστόλου. Περιώδευσε πολλὲς πόλεις καὶ κήρυξε. Καὶ –μιὰ γυναίκα παρακαλῶ– ἔφερε κοντὰ στὸ Χριστὸ χιλιάδες ψυχές. Τέτοια παραδείγματα νὰ μιμηθοῦμε.
Κάθε χρόνο, ὅπως στὰ χωράφια ἀρχίζει ἡ σπορὰ τῆς γῆς, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία ἀρχίζει ἡ σπορὰ τοῦ κηρύγματος. Βοηθῆστε λοι­πὸν κ᾿ ἐσεῖς σ᾿ αὐτὸ τὸν ἱερὸ σκοπό. Δὲν ἀρ­κεῖ νὰ ἔρχεστε μόνοι σας. Νὰ τὸ ξέρετε, ἂν ἔρχεστε μόνοι σας στὴν ἐκκλησία καὶ μόνοι σας στὸ κήρυγμα, ἁμαρτάνετε. Ὄχι, ποτέ μόνοι! Οἱ γυναῖκες, νὰ φέρετε τοὺς ἄντρες σας. Οἱ δάσκαλοι, νὰ φέρετε τὰ παιδιά σας. Οἱ μικροί, νὰ φέρετε τοὺς γονεῖς σας. Ὅλοι νὰ πυκνώσουμε τὸ ἐκκλησίασμα καὶ τὸ ἀκροατήριο, νὰ μὴ μείνῃ κανείς ἔξω. Ὅλοι νὰ βρεθοῦ­με μέσα στὸ δίχτυ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ γίνουμε μιὰ κιθάρα καὶ νὰ ψάλλουμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 24-9-1989, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-9-2003, ἐπανέκδοσις 10-8-2024.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=112240#more-112240