Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Γόνατα: η έδρα της ισχύος!

 

«Προσδραμών εἷς καί γονυπετήσας

αὐτόν ἐπηρώτα…»

Μαρκ. 10,17

 Σύμφωνα με τον Όμηρο, τα γόνατα είναι η έδρα της ισχύος. Οπότε, όταν «κόβονται τα γόνατά μας», τότε χάνουμε τις δυνάμεις μας και καμπτόμεθα. Όπως επίσης, όταν αναγκάζουμε κάποιον να πέσει στα γόνατα, τότε τον ταπεινώνουμε και τον νικάμε.

Αλλά τελικά η γονυπετής έδρα, δηλαδή η στάση του γονατισμένου, αποτελεί πάντοτε σημείο ήττας, ή υπάρχουν στιγμές που αποτελεί δείγμα πνευματικής υπεροχής και ψυχικής ανωτερότητος;

 Για να διευκολύνουμε την σκέψη μας στην βαθύτερη σύλληψη του ανωτέρω νοήματος, θέτουμε πλάι στην γονυκλισία μία «συνώνυμη» λέξη και έννοια, αυτήν της πτώσεως. Εδώ όμως πρέπει να αποσαφηνίσουμε μία ουσιαστική διαφορά. Πέφτουμε από μόνοι μας ή μας σπρώχνει κάτι αναγκάζοντάς μας προς πτώση; Δηλαδή υπάρχει κάποια ηθική εκτροπή που μας γκρεμίζει κάτω ή ένεκα παραδοχής του ηθικού εγκλήματός μας και ομολογίας της ενοχής μας, γονυπετούμε από μόνοι μας προς αναζήτηση του ελέους του μεγάλου κριτού Θεού;

Αν λοιπόν συμβαίνει το τελευταίο, τότε η «πτώση» μας αυτή αποτελεί συνώνυμη έννοια της μετανοίας μας, οπότε αν και λεκτικά θεωρείται αντίθετη λέξη της έγερσης, ηθικά είναι ταυτόσημη με την πρότερη και σηματοδοτεί την ανάστασή μας. Αυτή είναι η σαλότης της πίστεώς μας που ήλθε να καταισχύνει την «σοφία» του άψυχου ορθολογισμού.

Μιλώντας τελικά για την πτώση, όπως ακριβώς την οριοθετήσαμε πριν, ας δώσουμε τον λόγο στον άγιο Χρυσόστομο να μας εισάγει βαθύτερα και ουσιαστικότερα στο θέμα μας. Έναν Χρυσόστομο που δεν έκλινε ποτέ γόνυ στις απειλές της άναρχης και άνανδρης εξουσίας, ελέγχοντάς την πάντοτε όρθιος στα άκαμπτα γόνατά του· και του σώματός του, αλλά προπάντων της ψυχής του.

Λέγει λοιπόν· «Δεν είναι φοβερό να πέσει ο παλαιστής, αλλά το να παραμείνει πεσμένος κάτω. Ούτε είναι βαρύ το να πληγωθεί ο πολεμιστής, αλλά να χάσει το ηθικό του. Κανείς έμπορος δεν σταματά να ταξιδεύει, επειδή κάποτε ναυάγησε και έχασε το εμπόρευμά του. Πολλοί αθλητές στεφανώθηκαν μετά από πολλές ατυχίες. Πολλοί που αρνήθηκαν τον Χριστό, λόγω της δριμύτητος των βασανιστηρίων, επανόρθωσαν την πτώση τους με νέα ομολογία και πέτυχαν έτσι να πάρουν τον στέφανο του μαρτυρίου.

Κανείς δεν κατηγορεί στρατιώτη, όταν τον βλέπει να επιστρέφει από τη μάχη, τραυματισμένο, διότι τραύματα δεν δέχονται, μόνο όσοι δεν μάχονται. Τον κατηγορεί όμως, όταν λιποτακτήσει. Αν συνεχίσεις τον αγώνα δεν θα μείνει ίχνος από το τραύμα, επιπλέον, με τη χάρη του Θεού, θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του νοητού εχθρού».

Ύστερα πλέον από μία ιδιάζουσα ξενάγηση στα δώματα των «γονάτων», ας σταθούμε για λίγο με σεμνότητα δίπλα σε μία ξέχωρη γονυκλισία. Αυτήν του υπερόπτη πλούτου έμπροσθεν της φτώχειας και ταπείνωσης του διδασκάλου. Του υλικού πλούτου έμπροσθεν του πλούτου όμως της σοφίας.

Αν μελετήσουμε με προσοχή το κατά Μάρκο ευαγγέλιο 10,17-31, θα μείνουμε άφωνοι, αντικρίζοντας ένα πρωτοφανές, γεγονός, καθότι σπανίζει τουλάχιστον στα φανερά και ειδικά στις μέρες μας. Ένας νέος πλούσιος, αριστοκράτης, πλησιάζει τον Χριστό και πέφτοντας στα γόνατα, με άλλα λόγια «παραδιδόμενος» στον Κύριο, παρακαλεί για την ψυχική σωτηρία του. «Διδάσκαλε αγαθέ τι πρέπει να κάμω για να κληρονομήσω την αιώνιο ζωή;»

Αν και παραδίδεται αμαχητί στον κατακτητή των ψυχών Ιησού, αν και τελεί αιχμάλωτος πλέον, έχει το ψυχικό σθένος και «διαπραγματεύεται» την υπόλοιπη ζωή του, με στόχο την αιωνιότητα.

Μέσα δηλαδή στην πνευματική «απληστία» του, αναζητά εναγωνίως την τεχνική, προκειμένου να οικειοποιηθεί την τράπεζα της αιωνίου ζωής. Αποφασισμένος ο νέος ήθελε να επενδύσει στην αμετάβλητη και απόλυτα υψηλή αξία της αγιότητος. Προφανώς δεν ήταν ικανοποιημένος από την πλούσια ζωή του. Το χρήμα δεν μπορούσε να επουλώσει τις πληγές της αμαρτίας. Δεν είχε την δύναμη να γλυκάνει την πικρή ζωή του και μάλλον του αφαιρούσε και το νόημα της ζωής. Αλλά ο νέος αυτός δεν ήταν ασεβής και διεφθαρμένος, γι’ αυτό και τον κοίταξε ο Χριστός με αγάπη, και φυσικά πίστευε στην αιωνιότητα που δίδασκε η Παλαιά Διαθήκη αλλά και ο ίδιος ο Χριστός. Ως εκ τούτου επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει το κλειδί για να εισέλθει στο απόρρητο δώμα του Παραδείσου. Συν τοις άλλοις τηρούσε όλες τις βασικές εντολές που του πρότεινε ο Χριστός.

Υπήρχε όμως ένα «μικρό» εμπόδιο. Ο νέος από πλευράς κοινωνικής ήταν άρχοντας. Αλλά πνευματικά, ήταν δούλος στην ύλη. Έτσι όταν ο Χριστός του αντέταξε ως κύριο όρο ανταλλαγής και κατάκτησης της αιωνίου ζωής το «πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και ακολούθα με», εκείνη την στιγμή ο νεανίσκος «γονάτισε» διαφορετικά. Σωριάστηκε ταπεινωτικά από την εκτροπή, καθότι υπετάγη στο θέλημα του Διαβόλου. Η αγάπη για το χρήμα του στέρησε την αιωνιότητα. Συνέβη δηλαδή αυτό που λέει ο Χρυσόστομος. Ενώ σαν στρατιώτης εμφανίσθηκε θαρραλέος, πολεμώντας σε όλα τα μέτωπα νικηφόρα, ξάφνου, σε ένα τελευταίο ύψωμα που έπρεπε να κατακτήσει, αισθάνθηκε δειλία και αναποφασιστικότητα, λιποτακτώντας οικτρά. Έχασε το ηθικό του την στιγμή που έπρεπε να το κρατήσει ακμαίο.

Τουλάχιστον όμως αυτός ο νέος, δεν έκρυψε την δίψα του για μια ζωή ανώτερη. Οι σύγχρονοι νέοι όμως, πτωχοί και πλούσιοι, ούτε καν ενδιαφέρονται για κάτι άλλο πέρα από το χοιροστάσιο που εγκαταβιούν, κοπρίζοντας ακατάσχετα και απολαμβάνοντας την λάσπη της αμαρτίας με φοβερή ηδυπάθεια.

Ας εγκαταλείψουμε όμως τώρα την άρθρωση μεταξύ μηρού και κνήμης των ποδιών και ας επεκταθούμε νοερά στην ανεύρεση ποικίλων άλλων «γονάτων», όχι πλέον σκελετικών, αλλά πνευματικών. Έτσι λοιπόν στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου, αντικρίζουμε δύο κατηγορίες γονάτων.

Τα πρώτα είναι τα «άκαμπτα γόνατα» του Φαρισαίου, ο οποίος νομίζει ότι στέκεται, ενώ κατ’ ουσίαν έχει σωριασθεί στην απώλεια. Του Φαρισαίου, ο οποίος σταθείς προς εαυτόν νομίζει, ότι προσεύχεται. Του Φαρισαίου, ο οποίος παρασυρόμενος από την οφθαλμαπάτη της υπεροψίας του, νομίζει ότι… σώθηκε.

Τα δεύτερα γόνατα είναι εκείνα του Τελώνου, που κάμφθηκαν λόγω μετανοίας και τον οδήγησαν στο χτύπημα του στήθους του και στην γονυκλισία του «ἱλάσθητι μοι τῶ ἁμαρτωλῶ».

Αλλά και ο Ζακχαίος, ένας άρχοντας και εξέχον πρόσωπο εκείνης της εποχής, χρησιμοποίησε την ισχύ των γονάτων του, αναρριχούμενος στο δέντρο–παρατηρητήριο προκειμένου να αντικρύσει τον Ναζωραίο. Την ίδια στιγμή όμως η αίγλη του γονάτιζε μπροστά στα μάτια του κόσμου. Όταν δε ακούσθηκε και η προσταγή του Χριστού «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι» (Λουκ.19,5), τότε κυριολεκτικά ο Ζακχαίος υποτασσόμενος γονάτισε έμπροσθεν της κλήσης του Χριστού.

Στις μέρες μας το φαινόμενο της γονυκλισίας αντιμετωπίζεται με πλήρη ειρωνεία και προκλητική περιφρόνηση. Ο άνθρωπος πάντοτε υπερόπτης θέλει να ξεχωρίζει με τα καμώματά του και τους ηλίθιους θεατρινισμούς του. Έτσι κατήντησε ένας άθλιος οσφυοκάμπτης στα άπειρα θελήματα του Διαβόλου και την ίδια ώρα δικαιολογείται ότι πάσχει από «οσφυαλγία». Αλλά «ταύτα πάντα σοι δώσω, ἐάν πεσών προσκυνήσης μοι» (Ματ. 4,9). Ο Χριστός δεν γονάτισε μπρος τον Σατανά, εμείς όμως χρόνια γονατίζουμε και τώρα πλέον δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι.

 Αρίσταρχος