Η μετάνοια είναι αρεστή εις τον Θεόν
Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε:
«Μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας»
(Πραξ. γ, 19). Μετάφραση: Μετανοήσατε λοιπόν και με ενάρετη συμπεριφορά
εις το εξής γυρίσατε οπίσω πλησίον του Θεού εγκολπούμενοι δια της
Πίστεως τον Ιησού, δια να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας.
• Κάποιος ρώτησε τον Όσιο Ποιμένα τι ακριβώς είναι η μετάνοια και απάντησε:
• Κάποιος ρώτησε τον Όσιο Ποιμένα τι ακριβώς είναι η μετάνοια και απάντησε:
«Η μη επανάληψη της ιδίας αμαρτίας», αποκρίθηκε ο Όσιος.
• Επίσης και ο Μέγας Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του: «ΑΝ ΘΕΛΗ ο
άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να φθάση στην
αγιότητα, με τη δύναμη της μετανοίας».
• Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ΚΒ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ» («Ροδόσταγμα Χρυσοστομικής Σοφίας» Εκδ. «Φωτοδότες») μας
συμβουλεύει: «Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένα αμάρτημα, το οποίο να μην
υποχωρή και να μη παραμερίζη μπροστά στη δύναμη της μετάνοιας, μάλλον δε
μπροστά στη χάρη του Χριστού. Γιατί απλώς και μόνο, αν αλλάξουμε
διάθεση, έχουμε Αυτόν συμβοηθό μας. Εάν πάλι θελήσης να γίνης καλός,
κανείς δεν σ’ εμποδίζει. Μάλλον δε, υπάρχει μεν αυτός που σ’ εμποδίζει,
δηλαδή ο διάβολος, αλλ’ όμως δεν έχει τη δύναμη. Λαμβάνεις την απόφαση
να πράξης τα άριστα; Έτσι, με την ενέργειά σου αυτή, προσελκύεις τον Θεό
σύμμαχό σου. Αν όμως εσύ δεν θελήσης, αλλά αποσκιρτήσης, πως θα σε
προστατεύη; Γιατί θέλει να σε σώση όχι κατ’ ανάγκην και δια της βίας,
αλλά με τη θέλησή σου.
Γιατί εάν εσύ ο ίδιος, έχοντας υπηρέτη, ο οποίος σε μισεί και σε
αποστρέφεται και συνεχώς αποσκιρτά και φεύγει, δεν θα ήθελες φυσικά να
τον κρατήσης κοντά σου, κι αυτά παρά το γεγονός ότι έχεις ανάγκη της
υπηρεσίας του, πολύ περισσότερο ο Θεός, ο οποίος όλα τα κάνει όχι από
δική του ανάγκη, αλλά για τη δική σου σωτηρία, δεν θα ήθελε να σε κρατά
δια της βίας. Όπως ακριβώς πάλι, εάν μόνο επιδείξης αγαθή διάθεση, δεν
θα ήθελε να σ’ εγκαταλείψη ποτέ, ούτε κι αν ακόμη μεταχειρίζεται ο
διάβολος τα πάντα.
• Στο Γεροντικό (εκδ. οίκου Ρηγοπούλου) επισημαίνεται ένα εύστοχο παράδειγμα για την μετάνοια:
«ΔΥΟ Αδελφοί, που ασκήτευαν μαζί, έπεσαν σε αμέλεια. Αντί ν’ αγωνιστούν
για τη διόρθωσί τους, άφησαν την έρημο και γύρισαν στον κόσμο. Εκεί δεν
άργησαν να παρασυρθούν σε κάθε είδος ασωτίες. Με τον καιρό όμως,
κουράστηκαν από την ακατάστατη ζωή τους, αηδίασαν την αμαρτία κι έλεγαν
μεταξύ τους πικρά μετανοημένοι:
– Τι κερδίσαμε που περιφρονήσαμε βίο αγγελικό και κυλιστήκαμε σ’ αυτό το
βόρβορο; Την ψυχή και το σώμα βλάψαμε και θα ζημιωθούμε την αιώνια ζωή.
Ας γυρίσωμε στην έρημο να βάλωμε αρχή απλής μετανοίας.
Το είπαν και το έκαναν. Εξωμολογήθηκαν με συντριβή τις αμαρτίες τους και
δέχτηκαν με ταπεινοφροσύνη το επιτίμιο, που τους έδωσαν οι Γέροντες.
Τιμωρήθηκαν να μείνουν για ένα χρόνο κλεισμένοι στα κελλιά τους, χωρίς
να μιλήσουν με άνθρωπο, και να τρώγουν λίγο ξερό ψωμί ύστερα από τη δύσι
του ηλίου.
Σαν πέρασε ο χρόνος, πήγαν οι Πατέρες να τους λύσουν το επιτίμιο. Οι
Αδελφοί που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και κάποια ομοιότητα στην
εμφάνισί τους, βρέθηκαν εντελώς διαφορετικοί. Ο ένας είχε γίνει σωστός
σκελετός από την αδυναμία, ωχρός και κατηφής. Ο άλλος δε είχε χάσει τις
δυνάμεις του κι έδειχνε πολύ χαρούμενος στην όψι.
Απόρησαν οι Γέροντες. Πως είχαν τόση διαφορά μεταξύ τους, αφού η τιμωρία
ήταν η ίδια και για τους δυό; Ρώτησαν τον καθένα πως πέρασε εκείνο το
διάστημα.
Μέρα νύχτα, είπε ο πρώτος, συλλογιζόμουν τις αμαρτίες μου και την αιώνια τιμωρία, που γι’ αυτές με περιμένει.
Αγωνία και φόβος κατάτρωγε τα σωθικά μου. Το σώμα μου μαράθηκε και το πετσί κόλλησε στα κόκκαλά μου.
Εγώ, αποκρίθηκε ταπεινά ο άλλος, ευχαριστούσα μ’ όλη μου την ψυχή, κάθε
μέρα που περνούσε, τον Πανάγαθο Θεό που δεν μ’ άφησε να πεθάνω
αμετανόητος, για να κολάζωμαι αιωνίως, αλλά με δέχτηκε στην πατρική
αγκαλιά του σαν τον Άσωτο. Αυτή η σκέψη γέμιζε ευγνωμοσύνη την ψυχή μου
και πλημμύριζε την καρδιά μου με χαρά.
Ύστερα απ’ αυτά που άκουσαν οι Πατέρες, είπαν πως και των δύο η μετάνοια ήταν αρεστή στο Θεό».
Πράγματι η ειλικρινής μετάνοια είναι πάντα αρεστή στον Θεό.