Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΔΕΝ ΕΙΝΕ ΨΕΜΑ Η ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ

IoVerin_2fresco Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ἰωάν. 20,19-31)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή. Εἶνε ἡ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ἢ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Καὶ λέγεται Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, γιατὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ δια­βά­ζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θωμᾶ.

* * *

Τί ἦταν ὁ Θωμᾶς; κανένας πλούσιος, κανένας ἐπιστή­μων, κανένας διάσημος τῆς ἐπο­χῆς ἐκείνης; Τίποτε. Ἕνα ἀγράμματο φτωχα­δάκι ἦταν. Καὶ ὅμως ἔγινε πασίγνωστος. Καὶ ἐνῷ μεγάλοι καὶ τρανοὶ λησμονήθηκαν, αὐτὸς ζῇ στὴ μνήμη ὅλων. Τί συνέ­βη ἆραγε; Κάτι ἄλ­λαξε στὴ ζωὴ τοῦ Θωμᾶ, καὶ τὸ πτωχαδάκι ἔγινε μιὰ μεγάλη φυσιογνωμία. Τί συνέβη;

Μιὰ μέρα ἄκουσε νὰ τὸν καλῇ μιὰ φωνή. Μιὰ φωνὴ πιὸ γλυκειὰ κι ἀπ’ τὴ φωνὴ τῆς μά­νας, φωνὴ ποὺ ἀπευθύνεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μακάριοι ὅσοι τὴν ἀκοῦνε. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶδε ὁ Χριστὸς τὸ Θωμᾶ καὶ διέκρινε ὅτι μέσα του κρύβεται ἕνα διαμάντι. Διαμάντι ἦταν ἡ καλή του διάθεσι. Ἔλα μαζί μου, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἀμέσως ὁ Θωμᾶς ἄφησε τὰ πάν­τα καὶ τὸν ἀκολούθησε. Κάθησε τρία χρόνια κοντά του. Ἄκουσε τὰ λόγια του, λόγια ποὺ δὲν ἀκούστηκαν ποτέ ἄλλοτε στὸν κόσμο. Εἶδε τὰ θαύματά του, ποὺ εἶνε ἄ­­πειρα – ἀμέτρητα. Εἶδε τὴν ἁγία ζωή του. Ἔ­τσι πίστεψε καὶ εἶπε· Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος ποὺ λένε οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ ἔρθῃ. Πίστεψε, ὅτι ὁ Ναζωραῖος θὰ συντρίψῃ τὶς λεγεῶνες τῆς ῾Ρώμης, θὰ διώξῃ τοὺς κατακτητάς, θὰ στήσῃ θρόνο μεγάλο, θὰ ἱδρύ­σῃ βασί­λειο, τὴν πιὸ μεγάλη αὐτοκρατορία, καὶ θὰ γίνῃ ὁ βασιλεὺς τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὰ πίστεψε καὶ ἦταν χαρούμενος. ᾿Αλλ’ ὅ­ταν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης στὴ Γεθ­σημανῆ ―ἦταν κι αὐτὸς ἐκεῖ― εἶδε νὰ πιά­νουν τὸ Χριστό, νὰ τὸν δένουν χωρὶς νὰ προβάλλῃ καμμιά ἀντί­στασι, νὰ τὸν φέρνουν στὸν Ἄννα, στὸν Κα­ϊάφα, στὸ πραιτώριο, νὰ τὸν ῥα­πίζουν, νὰ τὸν φτύνουν, καὶ τέλος νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸ Γολγοθᾶ καὶ νὰ τὸν σταυρώνουν χωρὶς νὰ τοὺς ῥίχνῃ ἀστροπελέκια – ὅ­πως θὰ μποροῦσε, ὁ Θωμᾶς παραξενεύτηκε. Κι ὅ­ταν ἔμαθε ὅτι ξεψύχησε, εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), καὶ τὸν ἔβαλαν μέσ’ στὸ μνῆ­μα ὅ­πως ὅλους τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους, τότε πλέον ἔπαψε νὰ πιστεύῃ. Ψέμα ἦταν ὅλα, σκέ­φτηκε. Ἔφυγε, πῆγε πάλι στὶς δουλειές του καὶ ἄρχισε ν᾿ ἀσχολῆται μ’ αὐτὲς ὅπως πρίν. Ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητάς. Κάποια μέρα ποὺ συναντήθηκε μαζί τους, τοῦ εἶπαν· ―Θωμᾶ, ἔχασες! ―Τί ἔχασα; ―Εἴδαμε τὸν Κύριο. Ἀναστήθηκε. Ἔπρεπε νὰ ἤσουν μαζί μας. ―Δὲν πιστεύω τίποτα. ―Δὲν πιστεύεις ἐμᾶς, ποὺ μᾶς γνωρίζεις τόσα χρόνια; δὲν δέχεσαι τὴ μαρτυρία μας; ―Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια του καὶ ἡ λόγχη στὴν πλευρά του, «οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. 20,26). Δὲν πιστεύω, ἂν δὲν τὸν δῶ, λέει.
Πέρασε ἔτσι μιὰ βδομάδα, ποὺ ὁ Θωμᾶς πάλευε μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, καὶ με­τὰ ἀπὸ ὀχτὼ μέρες οἱ μαθηταὶ ―μαζὶ τώρα μὲ τὸ Θωμᾶ― ἦταν πάλι κλεισμένοι μέσα στὸ ὑ­περῷο. Ξαφνικά, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (ἐ.ἄ. 20,26) νά ὁ Χριστός. ―Θωμᾶ, ἔλα, τοῦ λέει. Ὁ Θωμᾶς πλησιάζει, βάζει τὸ δάχτυλό του ―ὅ­πως εἶνε ζωγραφισμένο στὴν εἰκόνα― στὴν πλευρὰ καὶ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τότε φωνάζει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἐ.ἄ. 20, 29). Ἔτσι ἔπαψε πλέον νὰ εἶνε ἄπιστος, ἔγινε πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος στὸ Χριστό.
Ἀπὸ τότε ὁ Θωμᾶς, αὐτὸ ποὺ πίστεψε δὲν τό ’κρυψε, ὅπως δυστυχῶς κάνουμε ἐμεῖς. Τέτοια πίστι δὲν ἔχει ἀξία. Αὐτὸ ποὺ πιστεύεις, πρέπει νά ’χῃς θάρρος νὰ τὸ πῇς παντοῦ, ἀκόμη κι ἂν βρεθῇς μέσα σὲ χιλιάδες ἀπίστους. Τώρα καταντήσαμε καὶ τὸ σταυρό μας νὰ ντρεπώμεθα νὰ κάνουμε. Στὴ Θεσσαλονίκη ἕνα πτωχαδάκι πῆγε σ’ ἕνα ἑστιατόριο νὰ φάῃ καὶ θεώρησε καθῆκον νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του· ὅταν τὸν εἶδαν οἱ ἄλλοι, ἄρχισαν νὰ κοροϊδεύουν… Ὁ Θωμᾶς δὲ ντράπηκε, μέσα σὲ ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρες ποὺ μισοῦσαν τὸ Χριστό, νὰ τὸν κηρύξῃ. Πῆγε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ πόλι σὲ πόλι, ἀπὸ χώρα σὲ χώρα.
Πέταξε σὰν ἀετός. Καὶ παντοῦ ἔλεγε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ὄχι ἁπλῶς «ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός». Ἐκεῖνο τὸ «μου» ἔχει σημασία. Εἶδες; ἡ γυναίκα λέει «ὁ ἄντρας μου», ἡ μάνα λέει «τὸ παιδί μου», ὁ ἄρρωστος λέει «ὁ γιατρός μου». Τὸ «μου» αὐτὸ τοῦ Θωμᾶ σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ γίνῃ δικός μου, «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Τὸ ὅτι εἶνε Κύριος ὅλου τοῦ κόσμου εἶνε γεγονός· ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνῃ καὶ δικός σου, νὰ δημιουργήσῃς στενὴ τρυφερὰ σχέσι μὲ τὸ Χριστό, τόσο νὰ τὸν ἀγαπήσῃς.
Ἔτσι ὁ Θωμᾶς ἔφθασε μέχρι τὶς Ἰν­δί­ες. Ἐ­κεῖ πίστεψαν πολλοί, καὶ ἐκεῖ αὐτὸς βρῆκε θάνατο μαρτυρικό. Γι’ αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἰνδιῶν ὀνομάζονται χριστιανοὶ τοῦ Θωμᾶ.

* * *

Αὐτὸς ἦταν ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἀπὸ ἄπιστος ἔγινε πιστὸς καὶ σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ψηλάφησί του. Στὶς μέρες μας ὑπάρχουν πολλοὶ ἄ­πιστοι. Ψέμα, σοῦ λένε, εἶνε ἡ θρησκεία· οἱ πα­πᾶδες κοροϊδεύουν τὸν κόσμο, ἐκ­μεταλλεύονται τὸ λαό… Νομίζουν πὼς ἔτσι θὰ σβήσουν τὴν πίστι. Ἐμεῖς τί ν’ ἀπαντήσουμε; Θὰ ὑπενθυμίσου­με μερικὰ ἁπλᾶ πράγματα.
1. Τὸ νερό. Ἄνθρωπε ἀχάριστε, πίνεις νερά­κι· σκέφτηκες ποιός χαρίζει τὸ νερό; Ἂν στερέψουν οἱ πηγές, θὰ ποῦ­με τὸ νερὸ νερά­κι. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄν­θρωποι πίστευαν. Παρατηροῦσα· προτοῦ νὰ πιοῦν νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εἴδατε τώρα πίνοντας νὰ κά­νῃ κανεὶς σταυρό; Τίποτα! Τὴ γουλιὰ ἔχουν στὸ στόμα, καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶνε. Ἐνῷ τὸ πουλάκι· πίνει νερὸ καὶ ὑψώνει τὸ κεφαλάκι του στὸν οὐρανό, σὰ νὰ λέῃ «Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ». Ἐσὺ γιατί δὲν πιστεύεις;
2. Ὁ ἥλιος. Ἄκου ἐκεῖ, λένε μερικοί, «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» νὰ μπῇ ὁ Χριστός; Αὐτὸ εἶν’ ἀπίστευτο, ἀπαράδεκτο… Ἀπίστευτο; Ὅταν ἤμουν στὸ σχολειό, ὁ καλός μας δάσκαλος μᾶς ἔλεγε· Λῦστε μου τὸ αἴνιγμα «Κλεί­νω τὸ σπιτάκι μου, κι ὁ κλέφτης εἶνε μέσα». Ποιός εἶν’ ὁ κλέφτης; ρωτούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στὸ σπίτι τοὺς γονεῖς. Ποιά ἦταν ἡ λύσις· ὁ ἥλιος! Αὐτὸς περνάει τὰ τζάμια χω­ρὶς νὰ τὰ σπάσῃ καὶ εἶνε μέσα στὸ σπίτι. Καὶ ὁ ἥλιος λοιπὸν φωνάζει «Χριστὸς ἀνέστη».
3. Ὁ ἀέρας. Κλειστὸ εἶ­νε τὸ σπίτι, κι ὅμως ὁ ἀέρας μπαίνει. Πῶς; Ἀ­πὸ μιὰ χαραμάδα. Μιὰ μικρὴ τρυπίτσα νὰ βρῇ, περνάει καὶ φτάνει μέ­χρι τὰ ἔγκατα τῆς γῆς. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔ­­κα­νε τὸν ἀέρα καὶ τὸν ἥλιο, δὲ μποροῦσε ὁ ἴ­διος νὰ μπῇ«κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»;
4. Τὰ δέντρα. Τὸ χειμῶνα εἶ­νε γυμνὰ – ξερά, ἀλλὰ τὴν ἄνοιξι; «Σήμερον ἔαρ μυρίζει» (ἐξαπ. Θωμ.). Κάθε φύλλο ποὺ βγαίνει, κάθε λουλούδι, κάθε καρπός, ὅλα φωνάζουν «Χριστὸς ἀνέστη».
5. Νά καὶ ὁ σπόρος. Ὁ γεωργὸς τὸν θάβει στ’ αὐ­λάκι ὅπως ὁ νεκρο­θάφτης τὸ νεκρό. Ὁ σπόρος σαπίζει, καὶ μετὰ ζων­τανεύει καὶ βγαίνει. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ φυτρώνει ἕνα στάχυ – ἕνας βλα­στός, λέει «Χριστὸς ἀνέστη». Ἐσὺ ἀμφιβάλλεις;
6. Τὸ ἀβγὸ ποὺ μοιράζουμε τὸ Πάσχα. Ἔχει σημασία. Γιατί; Μέσα στὸ ἀβγὸ εἶνε θαμμένο, κλεισμένο σὰν σὲ τάφο μὲ μαρμάρινη πλάκα, ἕνα πουλάκι. Ἡ κλῶσσα τὸ θερμαίνει καὶ ὕ­στερα ἀπὸ 40 μέρες νάτο, μὲ τὴ μυτίτσα του σπάει τὴ φλούδα· καὶ μόλις βγῇ ἔξω, εἶνε σὰν νὰ κελαϊδῇ «Χριστὸς ἀνέστη».
7. Τὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἡ τηλεοράσι τέλος. Ὅ­λα εἶνε κλειστά, ἀλ­λὰ μ’ ἕνα κουμπὶ τὸ σπίτι γεμίζει φωνὲς καὶ εἰκόνες ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς. Πῶς γίνεται, τί λέει ἡ ἐπιστήμη; Ὑπάρ­χουν τὰ λεγόμενα ἑρτζιανὰ κύματα, ποὺ τοὺς ἔ­­δωσε ὁ Θεὸς δύναμι νὰ μεταφέρουν ὅλα αὐ­τὰ μέσα στὸ σπίτι. Τὰ κτίσματα λοιπὸν μποροῦν νὰ κινοῦνται ἔτσι, ὁ Κτίστης δὲν μπορεῖ;

* * *

Μὴν ἀκοῦτε, ἀδελφοί μου, τὶς φλυ­α­ρίες ἡ­μι­μαθῶν καὶ ἀγραμμάτων. Νὰ πιστεύετε στὸ Χριστὸ ὅπως οἱ πρόγονοί μας, μὲ πίστι βαθειά. Κλεῖστε τ’ αὐτιά σας στὴν ἀθεΐα καὶ ἀ­πιστία. Κρατῆστε βαθειὰ μέσα σας τὴν πίστι. Νὰ λέτε κ’ ἐσεῖς ὅπως ὁ Θωμᾶς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Καθόλου μὴ δειλιάζετε.
Ἀλλὰ ἡ πίστι σας νὰ μὴν εἶνε νεκρά. Ἡ ἁγία Γρα­φὴ λέει· «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2,17). Ἡ πίστι σας νά ’νε ζων­τανή. Νὰ φανερώνετε παντοῦ ὅτι πιστεύετε. Νὰ τὸ δείχνετε μὲ ἔργα. Αὐτὸ σημαίνει· στὴ ζωή σας καμμιά βλαστήμια, καμμιά κλοπή, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, κανένα διαζύγιο. Νὰ βα­σιλεύῃ ὁ Χριστὸς στὰ σπίτια σας, στὶς οἰκογένειές σας, στὰ παιδιά σας, παντοῦ.
Θὰ σᾶς πῶ ἕνα λόγο, ἀκοῦστε με. Πιστεύω. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴ ῥάβδο αὐτὴ ποὺ κρατῶ καὶ θὰ γινόμουν ἕνας ἐπαγγελματίας. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Χριστό. Ὅλα εἶνε ψέματα, ἕνα εἶνε ἀληθινό. Κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο, παρὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Θωμᾶ Ζέρβης – Ἐδέσσης 7-5-1989)

augoustinos-kantiotis