Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Γιά μάς τούς γκρινιάρηδες πού μάς φταίνε όλοι καί όλα...

Κοντά στό καθολικό τής άγιας Άννας, υπάρχει ένα σπιτάκι, πού λέγεται τού «Πατριάρχου».
Εκεί ασκήτευε ένας Πατριάρχης ονόματι Κύριλλος.
Εγκατέλειψε τόν πατριαρχικό θρόνο καί ήλθε καί έγινε καλόγερος.
Οί πατέρες κουβαλούσαν τά πράγματα στή πλάτη. Λέγουν στόν Πατριάρχη. «Εσύ γέροντας είσαι, παναγιότατε καί αμάθητος, νά σού πάρουμε ένα γαϊδουράκι, νά φορτώνεις τά τρόφιμα σου». Τού πήραν ένα γαϊδουράκι καί κατέβαινε μέ αυτό.
Μία μέρα, ενώ ανέβαινε ό Πατριάρχης μέ τό ζώο καί οί άλλοι πατέρες μέ τά τρόφιμα στήν πλάτη τους, κάθισαν λίγο νά ξεκουραστούν. Ξαφνικά ό Πατριάρχης, μεταξύ ύπνου καί εγρηγόρσεως βλέπει τήν Παναγιά μαζί μέ τούς αγγέλους. Καί ή μέν Παναγιά είχε ένα δοχείο καί πότιζε τούς πατέρες, πού κουβαλούσαν τά πράγματα, στήν πλάτη τους, οί δέ Άγγελοι είχαν μαντήλια, καί σκούπιζαν τόν ιδρώτα τους.
Βλέποντας έκπληκτος ότι σκούπιζαν καί τόν ιδρώτα από τό γαϊδουράκι, παρακαλούσε λέγοντας.
«Σκουπίστε καί εμένα σάς παρακαλώ». Τότε τού λέει ή Παναγία.
«Πάτερ, εσύ δέν έχεις ίδρωτα, τό γαϊδουράκι θά σκουπίσουμε πού έχει».
Τότε ξύπνησε καί ήλθε στόν εαυτό του. Λέγει πρός τούς πατέρες. «Πάρτε το γαϊδουράκι, γιατί ζημιώνουμε σέ πολλά πράγματα. Ή Παναγία καί οί Άγγελοι σκούπισαν τό γαϊδουράκι καί όχι εμένα». Έκτοτε τά κουβαλούσε και καί αυτός στήν πλάτη του.