Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Ένα πασχαλινό θαύμα

 

Κάθε ιερέας, μάλλον, όλο και κάποια θαυμαστή πασχαλινή ιστορία έχει να διηγηθεί. Μια ιστορία που το μόνο που μπορείς να πεις, ακούγοντάς την, είναι το «Χριστός Ανέστη!» Άλλα λόγια απλά δεν ταιριάζουν.

Μια τέτοια ιστορία έχει να διηγηθεί ένας καλός μου φίλος, ο πατήρ Ευγένιος. Τον γνωρίζω πολλά χρόνια. Κάθε χρόνο ο παππούλης ανακαλεί στη μνήμη του εκείνα τα γεγονότα και κάθε χρόνο δε σταματά να μας εκπλήσσει.

Αυτό συνέβη μέρα του Πάσχα, πριν από πολύ καιρό. Μετά το τέλος της ιερής ακολουθίας, τηλεφώνησαν στην εκκλησία και ζήτησαν να βαφτίσουν έναν ετοιμοθάνατο. Είπαν ακριβώς έτσι: «έναν ετοιμοθάνατο».

Η γιορτή είναι γιορτή, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Πήγε ο παππούλης ως ο πιο νέος τότε ιερέας. Πήρε μαζί του και τα Τίμια Δώρα. Μπαίνει στο σπίτι και βλέπει έναν παππού ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Ήταν πολύ αδύναμος, μόλις που μπορούσε να κουνήσει τη γλώσσα του. Όμως, δεν φαινόταν ετοιμοθάνατος. Οι συγγενείς του εμφανώς ντροπιασμένοι του λένε:

– Επέμενε πολύ ότι πεθαίνει και ότι έπρεπε επειγόντως να βαπτιστεί. Ανησυχούσε. Και αυτό, πάτερ, είναι πολύ παράξενο. Πάντα ήταν αδιάφορος για την Εκκλησία. Αλλά τώρα είναι γέρος, πάνω από 80, και συχνά δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Επέμενε τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να το παραβλέψουμε. Λίγο έλειψε να πέσει από το κρεβάτι.

Ο παππούς επιβεβαίωσε την επιθυμία του στον πατέρα Ευγένιο. Εκείνος τέλεσε το μυστήριο. Τον μετέλαβε σχεδόν χωρίς εξομολόγηση. Αφού το βάπτισμα ξεπλένει όλες τις αμαρτίες. Και του μίλησε απλά για την πίστη, τα μυστήρια, το Ευαγγέλιο. Ο παππούς όμως συνέχεια έκλαιγε και έλεγε ότι είχε κλωτσήσει κάποια πόρτα της εκκλησίας. Δεν μιλούσε και πολύ καθαρά, έκλαιγε όμως ειλικρινά, οπότε ο παππούλης τον παρηγόρησε και επέστρεψε στο ναό.

Ο πατήρ Ευγένιος βεβαιώνει ότι όταν έφυγε ο παππούς ήταν σχεδόν υγιής. Μάλιστα, είχε καθίσει στο κρεβάτι για να τον αποχαιρετήσει. Το βράδυ οι συγγενείς του τηλεφώνησαν στον παππούλη και είπαν:

– Ο παππούς μας Ανατόλιος πέθανε, όπως είχε υποσχεθεί! Αφού φύγατε, έμεινε για λίγο ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι και χαμογελούσε... Μουρμούρισε «Ωραία!», αποκοιμήθηκε και δεν ξαναξύπνησε.

Ο πατήρ Ευγένιος μου έλεγε αργότερα:   

– Σκεφτόμουν συνεχώς μετά πώς και τόσο απλά ο Κύριος του χάρισε έναν τέτοιο θάνατο: τον πήρε κοντά Του το Πάσχα, μετά το βάπτισμα, μετά τη Θεία Κοινωνία, αγνό σαν βρέφος, συγχωρεμένο για όλα, να έχει γευτεί τη χαρά της Ανάστασης και χωρίς να έχει προλάβει να αμαρτήσει. Μετά την κηδεία μίλησα με τους συγγενείς του. Ήθελα να μάθω μήπως ήταν άνθρωπος με δίκαιη ζωή. Αν και αβάπτιστος. Καμιά φορά συμβαίνει.

Αλλά ο Ανατόλιος ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Μπορούσε και να μεθύσει και να σηκώσει το χέρι του στη γυναίκα του. Και άλλα πράγματα. Και όταν ήταν νέος, βοήθησε κιόλας ώστε να καταστραφεί η εκκλησία του χωριού. Όχι ότι την βεβήλωνε, αλλά ήταν εκεί μαζί με όλους τους άλλους. Είχε κλωτσήσει την πόρτα, ναι...

Τότε, η γιαγιά του η Αικατερίνη σπάραζε γοερά:   

– Πού πάς ενάντια στον Θεό; Τι κάνεις;  

Ο Ανατόλιος δεν ήταν καν βαφτισμένος. Οι γονείς του δεν είχαν επιτρέψει στη γιαγιά του να τον βαπτίσει. Οι καιροί ήταν τέτοιοι… Αλλά μετά από αυτά τα λόγια της γιαγιάς, φοβήθηκε κιόλας. Γύρισε και έφυγε.

Οπότε, ζούσε όπως ζούσαν πολλοί άνθρωποι τότε. Υπήρχε όμως ακόμα μια ιστορία στη ζωή του, την οποία γνώριζε όλη η οικογένεια.

Μια μέρα, σε εργασίες υλοτομίας, είχαν ρίξει πάνω του ένα δέντρο. Του τραυμάτισαν το πόδι και για το υπόλοιπο της ζωής του κούτσαινε. Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο τρομερό. Ο ένοχος αυτού του περιστατικού τον συκοφάντησε κιόλας, λέγοντας ότι ο Ανατόλιος είχε πιει και γι’ αυτό πήγε κάτω από εκείνο το δέντρο. Κάτι που δεν ήταν αλήθεια, αλλά οι άλλοι πίστεψαν αυτόν τον τύπο, του οποίου ο πατέρας ήταν σε θέση εξουσίας. Ο Ανατόλιος όντως μύριζε αλκοόλ, πλην όμως αυτό του το είχαν ρίξει στο στόμα για να μην αισθάνεται τόσο πολύ δυνατό τον πόνο.


Τότε ο Ανατόλιος αναρωτήθηκε, αν υπάρχει Θεός, γιατί επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο. Γιατί δεν τιμώρησε το δράστη; Αλλά αμέσως σταμάτησε αυτές τις σκέψεις. Αφού ο ίδιος συμμετείχε στην καταστροφή του ναού. Πήγαινε ενάντια στον Θεό, όπως έλεγε η γιαγιά του. Οπότε, ήταν καλύτερα να μην υπάρχει Θεός. Έτσι ήταν πιο βολικά...

Κρατούσε μνησικακία εναντίον αυτού του ανθρώπου για πολλά χρόνια. Δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει. Εκείνος βέβαια δεν το χρειαζόταν. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του. Ζούσαν στο ίδιο χωριό όπου όλοι γνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Αλλά η αδικία αυτή είχε πληγώσει τον Ανατόλιο και έβραζε μέσα του.

Μετά όμως ο γιος του Βίκτωρα (έτσι έλεγαν αυτόν τον άνθρωπο) έπαθε ιλαρά. Ήταν πολύ άρρωστος, σχεδόν πέθαινε.

Ο Ανατόλιος τότε χαιρόταν:

– Καλά να πάθεις που μου έφαγες το πόδι μου!

Πήγε μάλιστα και κοντά στο σπίτι τους και κοίταξε στο παράθυρο για να απολαύσει τη δυστυχία του… Είδε όμως τον Βίκτωρα με τη γυναίκα του γονατιστούς μπροστά στο κρεβάτι του γιου τους, κατάμαυρους από τον θρήνο. Και ο Βίκτωρ κουνούσε το κεφάλι του πέρα-δώθε, σαν τρελός.

Οι συγγενείς του παππού έλεγαν στον πατέρα Ευγένιο:

– Τον λυπήθηκε, παρά το μίσος που είχε για αυτόν. Είχε εκπλαγεί και ο ίδιος. Και είπε με την καρδιά του: «Θεέ, αν υπάρχεις, ας ζήσει ο μικρός». Και εκείνη τη στιγμή ένιωσε ότι έφυγε η κακία. Συγχώρεσε τον Βίκτωρα. Το έλεγε ο ίδιος.  

Τον μικρό τον πήγαν στη συνέχεια στο νοσοκομείο και τελικά επέζησε. Ο Ανατόλιος προσπαθούσε να χαιρετήσει κιόλας τον Βίκτωρα, αλλά εκείνος έστριβε το βλέμμα του. Αλλά αυτό δεν ήταν και τόσο σημαντικό. Το σημαντικό ήταν ότι δεν είχε πλέον κακία στην καρδιά. Σαν να ξεκόλλησε τσιμεντόλιθος από την καρδιά του και ξελάφρωσε. Λες και Κάποιος πολύ ισχυρός τον πήρε και τον έριξε κάτω.   

Τα χρόνια πέρασαν. Πέθανε ο Βίκτωρ, πέθανε η γυναίκα του. Τα παιδιά τους μετακόμισαν στην πόλη. Ο Ανατόλιος και η οικογένειά του ζούσαν ακόμα στο χωριό. Η γυναίκα του, που είχε γεράσει, επισκεπτόταν καμιά φορά την εκκλησία. Αλλά περισσότερο για να ανάψει ένα κερί, και έτσι ο πατήρ Ευγένιος δεν τους γνώριζε. Ο Ανατόλιος όμως δεν πήγαινε καθόλου. Δεν ήθελε ούτε να βαφτιστεί. Ίσως, τα λόγια της γιαγιάς του να είχαν μείνει στο μυαλό του. Φοβόταν ότι αν αποδεχόταν τον Θεό, θα τον τιμωρούσε αμέσως για εκείνη την πόρτα.

Εκείνη την ημέρα, όμως, ένιωσε ξαφνικά ότι είχε έρθει η ώρα. Για τη βάπτισή του είπε στον πατέρα Ευγένιο τα εξής:

– Το χρειάζομαι! Πεθαίνω!

Τα υπόλοιπα, όπως είπα, ο παππούλης τα έμαθε από τους συγγενείς.

Ο Ανατόλιος βαπτίστηκε, μετάλαβε και πέθανε το Πάσχα.

Ο πατήρ Ευγένιος κάθε χρόνο μου λέει:

– Νομίζω ότι ο Κύριος του χάρισε το έλεός Του για εκείνη τη συγχώρεσή του. Όχι για τις αρετές που δεν είχε. Ούτε για τη ζωή δικαίου που δεν έκανε. Αλλά για τη συγχώρεση μιας και μόνο αδικίας. Βεβαίως, δεν ήταν απλή αυτή η αδικία. Όμως, ο Ανατόλιος μπόρεσε με τη βοήθεια του Θεού να συγχωρήσει. Αν και θα του ήταν δύσκολο να το κάνει. Αναστέναξε για εκείνο το παιδί και μαλάκωσε η καρδιά του. Έκανε ένα μικρό βήμα προς τον Ύψιστο, στον οποίον δεν πίστευε και ιδιαίτερα. Και ο Κύριος τον συγχώρεσε. Του άνοιξε την αγκαλιά Του… Ακόμα και για εκείνη την πόρτα της εκκλησίας τον συγχώρεσε. Δεν είναι εμπόριο. Είναι η μεγάλη δύναμη της συγχώρεσης, η οποία ανοίγει το δρόμο προς τον Ουρανό. Είναι αυτό που μας εντέλλεται στο «Πάτερ ημών». Νομίζω, αλλά ποιος ξέρει πώς έχουν τα πράγματα. Μόνο ο Θεός γνωρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν γνωρίζουμε πώς ο Ανατόλιος μετανοούσε μέσα του.     

Γιατί ο Ανατόλιος πίστεψε μόνο πριν από το θάνατο; Δεν το ξέρει κανένας. Ούτε ο πατήρ Ευγένιος. Το σημαντικότερο είναι ότι τελικά πλησίασε στον Κύριο. Τον περίμενε πάνω από ογδόντα χρόνια. Τον περίμενε, τον προστάτευε, τον καθοδηγούσε, τον έσπρωχνε… Και όταν ο χρόνος λιγόστευε, του έστειλε μήνυμα: «Έφτασε η ώρα!». Και κατευθείαν στο πασχαλινό γλέντι.       

Ο πατήρ Ευγένιος πάντα τελειώνει την παραπάνω ιστορία ως εξής:

– Τι είναι αν δεν είναι θαύμα; Να βαπτιστεί κάποιος, να μεταλάβει και με πασχαλινή χαρά στην καρδιά να πάει στον Θεό; Τέτοια μέρα που οι Ουρανοί είναι ανοιχτοί. Όπως είναι μεγάλο θαύμα επίσης να συγχωρεί κανείς αυτόν που τον πλήγωσε. Το θαύμα της ανάστασης της ανθρώπινης ψυχής.

Έλενα Κουτσερένκο
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

monastery.ru

https://gr.pravoslavie.ru/160156.html