Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ο Οικουμενισμὸς εν τη πράξει



Ἱερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)

Ἡ εἰσήγηση τὴν ὁποία ἀνέλαβα νὰ ἀναπτύξω στὴν ἀγάπη σας, εἶναι «Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐν τῇ πράξει». Καὶ τὴν προσδιόρισα «ἐν τῇ πράξει», ἤτοι στὴν θεολογία καὶ στὴν ἄσκηση.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καὶ λέγεται «Οἰκουμενικὴ» διότι ἁπλώνεται σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ ἔχει ὅλη τὴν καθολικὴ ἀλήθεια. Ὁ ὅρος «Οἰκουμενικὴ» συνδέεται μὲ τὸν ὅρο «Καθολικὴ» ἀφοῦ, ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική». Ὁ ὅρος, ὅμως, «Οἰκουμενικὴ» δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν ὅρο «Οἰκουμενιστικὴ» καὶ ἑπομένως ὑφίσταται μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ «Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας» καὶ λεγόμενης «Οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησίας» ἀφοῦ ἡ τελευταία διακρίνεται ἀπὸ τὶς λεγόμενες καὶ γνωστὲς ἀρχὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Δηλαδὴ γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχουν, ἐν συντομίᾳ, μερικὲς θεωρίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ τί εἶναι Οἰκουμενισμός, ὅπως εἶναι ἡ πρώτη θεωρία, ἡ λεγομένη «θεωρία τῶν κλάδων», μία ἄλλη εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ λέγεται «βαπτισματικὴ θεολογία», μία ἄλλη θεωρία ποὺ ἐκφράζει τὸν Οἰκουμενισμὸ εἶναι ἡ λεγόμενη «περιεκτικότητα», εἶναι ἀκόμη ὁ «διαχριστιανικὸς δογματικὸς συγκρητισμὸς» καὶ ἐπίσης εἶναι καὶ ὁ λεγόμενος «διαθρησκευτικὸς συγκρητισμός».
Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τέτοιες θεωρίες ἐπιδιώκεται ἡ δημιουργία μίας Οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ πραγματικότητα ἐκφράζεται ἕνας δογματικὸς μινιμαλισμὸς καὶ μία σχετικοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ βέβαια ἀναιρεῖται ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παραμένει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Κοινωνία Θεώσεως.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ παρακάμψω ὅλα αὐτά, θὰ ἤθελα νὰ παρουσιάσω ἕνα σοβαρὸ σημεῖο, ἤτοι, πῶς βιώνεται χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς στὴν πράξη ὁ Οἰκουμενισμός, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ μία ἑνιαία θεολογία, κατ’ ἀρχάς, καὶ μὲ μία ἑνιαία ἀσκητική, ἔπειτα, ποὺ στὴ βάση τους δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἡσυχαστική, πατερικὴ ἀλλὰ σχολαστική, νοησιαρχικὴ καὶ ἠθικιστική.
1) Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴ θεολογία.
Ἡ θεολογία μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ διαφέρει σὲ βασικὰ σημεῖα τόσο ὡς πρὸς τὴν μέθοδο θεολογήσεως ὅσο καὶ πρὸς τὰ ἀποτελέσματά της. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἶναι ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία ποὺ εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ ἀποκαλυπτική, εἶναι μέθεξη τῆς Ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ παπικὴ θεολογία εἶναι σχολαστικὴ ποὺ κέντρο ἔχει τὴ λογικὴ καὶ τὸ στοχασμό. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Προτεσταντισμοῦ.
Ὅταν κάνω λόγο γιὰ Οἰκουμενισμὸ στὴ θεολογία ἐννοῶ ὅτι συγχέονται οἱ δύο αὐτὲς θεολογίες, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἡ ἑτερόδοξη θεολογία, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι προϋποθέτουν τὴν ἴδια μεθοδολογία, ἔχουν τὴν ἴδια προοπτικὴ καὶ τὶς ἴδιες ἀρχὲς καὶ διαφέρουν μόνο ὡς πρὸς τὶς παραπομπὲς ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὰ θεολογικὰ ἔργα. Κυρίως αὐτό, λέγεται ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἑρμηνεύονται τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων μέσα ἀπὸ τὶς ἀναλύσεις τῶν δυτικῶν, παπικῶν καὶ προτεσταντῶν καὶ ἀγνοοῦνται τὰ ἑρμηνευτικὰ κριτήρια ποὺ ἔχει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Μερικοὶ τέτοιοι θεολόγοι χρησιμοποιοῦν εὐρύτατα τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἑτεροδόξων καὶ προσπαθοῦν στὴ συνέχεια νὰ ἐντοπίσουν μερικὰ χωρία τῶν Πατέρων ποὺ ἐκφράζουν μία τέτοια προοπτική. Ἑπομένως παραμένει ἡ ἴδια ἑρμηνευτικὴ προοπτικὴ μὲ κατοχύρωση πατερική, χωρὶς νὰ ἐξετάζονται τὰ διαφορετικὰ πλαίσια ἑρμηνείας τῶν ἁγιογραφικῶν κειμέων ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦν μερικὰ ἐνδεικτικὰ παραδείγματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐντοπιστεῖ καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος ποὺ τὰ παρουσιάζω. Μερικοὶ θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, μὲ τὸ ὅτι δῆθεν ἀναφέρεται στὴν μελλοντικὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον γιὰ νὰ δηλώσουν ὅτι ὁ Χριστὸς προανήγγειλε ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες θὰ ἀποκτήσουν στὸ μέλλον ἑνότητα μεταξύ τους καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴ «μία» ἐκκλησία, ὑπονοώντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τώρα εἶναι διασπασμένη. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς φράσεως εἶναι διαφορετική. Τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», ἐὰν διαβάσει κανεὶς πολὺ προσεκτικὰ ὅλο τὸ κείμενο τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, θὰ δεῖ ὅτι συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ ἄλλες φράσεις, ὅπως «καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί» (Ἰω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φράση «ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοὶ ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν» (Ἰω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐπίσης τὴν ἄλλη φράση «ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἥν δέδοκάς μοι» (Ἰω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σαφῶς, ἐδῶ, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων κατὰ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατί ἀκριβῶς τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀπέκτησαν καὶ ἑνότητα οὐσιαστικὴ μεταξύ τους. Ἑπομένως ὅσοι ἐκ τῶν Ἁγίων μέσα στὴν ἱστορία φθάνουν στὴ θέωση καὶ στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀποκτοῦν ἑνότητα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ ἐφαρμόζεται τὸ χωρίο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα ὦσιν ἕν».
Ἄλλοι θεολόγοι μεταφέρουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν δυτικὴ ἀντίληψή της, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, βαθυτέρας κατανοήσεως καὶ καλυτέρας ἐμβαθύνσεως στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια. Ἡ θεωρία αὐτὴ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ παπικοὺς θεολόγους γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ διαφοροποίησή τους ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ προσθήκη νέων δογμάτων. Ἐννοεῖται ὅτι χρησιμοποιεῖται καὶ ἐδῶ, στὸ σημεῖο αὐτό, πολλὴ λογικὴ καὶ ὁ στοχασμὸς προκειμένου νὰ κατανοήσουν τὴ δογματικὴ διδασκαλία. Ὅμως ἡ πατερικὴ διδασκαλία πάνω στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ὅτι ἡ ἀποκάλυψη ἐδόθη ἅπαξ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τότε ποὺ οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπέκτησαν τὴν «πᾶσαν γνῶσιν». Χαρακτηριστικὸ χωρίο εἶναι τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰούδα, «ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ἰούδας 3). Ὅταν οἱ θεούμενοι (καὶ ὁ ὅρος «θεούμενοι» ἀναφέρεται σὲ ὅλα τὰ πατερικὰ κείμενα, ἀρχῆς γενομένης τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ σὲ ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους Πατέρες) διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ φθάνουν στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ μετέχουν τῆς Πεντηκοστῆς, τότε βιώνουν τὴν ἴδια πίστη τῶν Ἀποστόλων. Αὐτὸ φαίνεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀφοῦ κι ἐκεῖνος ἀπέκτησε τὴν ἴδια ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸ «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Ματθ. κε΄,25, 31), ἔλαβε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔγινε Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως δὲν κατανοεῖται βαθύτερα διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἡ ἀποκαλυπτικὴ παράδοση ἀλλὰ οἱ ἅγιοι κάθε ἐποχῆς ποὺ φθάνουν στὴν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, ἐκφράζουν μὲ τοὺς κατάλληλους ὅρους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἱρετικοί.
Ἄλλοι θεολόγοι νομίζουν ὅτι ἡ θεολογία συνδέεται μὲ τὴν μεταφυσική, πράγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἄποψη τῆς δυτικῆς θεολογίας καὶ παραδόσεως, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν τὰ «φυσικὰ» καὶ τὰ «μεταφυσικὰ» καὶ ὑπάρχει μία ἀντιστοιχία μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο. Πρόκειται γιὰ τὴ λεγόμενη ὀντολογία, τὴν ἰδεολογία τοῦ Πλάτωνος καὶ τῆς κλασικῆς μεταφυσικῆς, τὴ στοχαστικὴ ἀναλογία, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὴν ὁποίαν βεβαίως δὲν ἀποδέχονται οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἡ analogia entis καὶ ἡ analogia fidei δὲν ἀπηχεῖ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν κάνουν λόγο γιὰ «φυσικὰ» καὶ «μεταφυσικά», ἀλλὰ γιὰ «κτιστὰ» καὶ «ἄκτιστα» καὶ ὅτι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀναλόγως σὲ ὅλη τὴν κτίση. Ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴ σύνδεση τῆς μεταφυσικῆς μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀφοῦ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ὁ ἀποκαλυπτικὸς λόγος περὶ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἐκείνη ποὺ ὑποδεικνύει τὸν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου προκειμένου νὰ φθάσει κι ἐκεῖνος στὴ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός, στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Ἄλλοι θεολόγοι, στοχαζόμενοι, ὁμιλοῦν γιὰ «κοινωνία προσώπων» τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ πάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη προσπαθοῦν νὰ τεκμηριώσουν πολλὲς ἄλλες ἐπὶ μέρους θεολογικές, ἀνθρωπολογικὲς καὶ δυστυχῶς καὶ κοινωνικὲς θεωρίες. Ὅμως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν κάνουν λόγο γιὰ «κοινωνία προσώπων» τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ γιὰ κοινωνία Φύσεως-Οὐσίας. Στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχουν τὰ «κοινὰ» καὶ τὰ «ἀκοινώνητα». Τὰ «κοινὰ» εἶναι ἡ φύση, ἡ οὐσία, ἡ ἐνέργεια ἀφοῦ ὁ Πατὴρ κοινωνεῖ τὴν οὐσία Του στὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ «ἀκοινώνητα», ποὺ εἶναι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα κάθε προσώπου, ἤτοι τοῦ Πατρὸς εἶναι τὸ ἀγέννητον, τοῦ Υἱοῦ τὸ γεννητὸν καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ ἐκπορευτόν. Ἄλλωστε, τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν εἶναι τρόπος ὑπάρξεως τῆς «φύσεως οὐσίας», ὅπως κακῶς λέγεται, ἀλλὰ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα εἶναι ἴδια γνωρίσματα τῶν ὑποστάσεων προσώπων.
Ἀκόμη, ἄλλοι θεολόγοι δέχονται ἐν μέρει καὶ τὴν δυτικὴ Θωμικὴ ἀντίληψη περὶ κτιστῶν ἐνεργειῶν στὸ Θεό. Νομίζουν ὅτι στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχουν μόνον ἄκτιστες ἐνέργειες ἀλλὰ καὶ κάποιες κτιστές, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν κόσμο. Μία τέτοια ἀντίληψη ἔρχεται εὐθύτατα σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλη τὴ βιβλικοπατερικὴ παράδοση, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι ἐφ’ ὅσον ἄκτιστη εἶναι ἡ οὐσία, ἄκτιστες εἶναι καὶ οἱ ἐνέργειες. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐρχόταν σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ μὲ κτιστὲς ἐνέργειες, τότε δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ σωθεῖ.
Μερικοὶ θεολόγοι, ἀκόμη, μεταφέρουν στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴ δυτικὴ ἄποψη, ὅτι δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση. Δὲν ἀρνεῖται βέβαια κανεὶς τὴν ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ὅμως ἡ ὀρθόδοξη πατερικὴ διδασκαλία στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι, ὅτι, ἡ πηγὴ τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, τὴν ὁποίαν δέχονται οἱ θεούμενοι Προφῆτες, Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, εἶναι τὰ «ἄρρητα ρήματα» (Β΄ Κορ. ιβ΄/12, 4) τὰ ὁποῖα βιώνουν οἱ θεούμενοι κατὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία καὶ στὴ συνέχεια μεταφέρουν αὐτὰ τὰ «ἄρρητα ρήματα» μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα, προκειμένου νὰ καθοδηγήσουν τὰ πνευματικά τους παιδιὰ γιὰ νὰ φθάσουν κι ἐκεῖνα στὴ προσωπικὴ βίωση τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας. Ἔτσι, ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι «λόγος τοῦ Θεοῦ» ἀλλὰ «λόγος περὶ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ».
Ἐπίσης, μερικοὶ θεολόγοι κάνουν λόγο γιὰ «μυστηριακὴ ἑνότητα» μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν, ὅπως καὶ γιὰ ἀναγνώριση μερικῶν μυστηρίων ἄλλων ὁμολογιῶν ἂν καὶ ὑπάρχει διαφορὰ στὴ θεολογία μεταξύ τους. Ὅμως, στὴν πατερικὴ παράδοση, συνδέονται καὶ ταυτίζονται ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ δὲ νοεῖται τὸ ἕνα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Παρεμφερὴς μὲ αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ θεωρία ποὺ ἀναπτύσσεται περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδή, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἡ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν σ’ αὐτήν. Βεβαίως ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τὸ κέντρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ κανεὶς δὲν ἔχει ἀντίρρηση ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό. Τὸ πρόβλημα εἶναι, ὅμως, ὅταν ἡ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴ Θεία Εὐχαριστία γίνεται ἀπροϋπόθετα, ὅταν δηλαδή, ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό. Καὶ τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα εἶναι ὅταν ἡ διδασκαλία περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, συνδέεται μὲ θεσμικὲς καταστάσεις καὶ μὲ μία σωματικὴ παρουσία τῶν χριστιανῶν στὴ Θεία Λειτουργία καὶ λησμονεῖται ὅτι κατὰ τὴ πατερικὴ παράδοση, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἑπομένως, δὲν πρόκειται γιὰ μία κτιστὴ πραγματικότητα οὔτε μία τυπικὴ συμμετοχὴ σ’ ἕνα λειτουργικὸ γεγονὸς ἀλλὰ γιὰ βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, ἤτοι τῆς θεοπτίας- θεώσεως. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Πεντηκοστή, ὄχι ἁπλῶς ἡ χειροτονία, γιατί ἀκοῦμε σὲ πολλὲς χειροτονίες ἐπισκόπων, «σήμερα ἐβίωσα τὴν Πεντηκοστή». Ἑπομένως: βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ βίωση τῆς καθαρτικῆς καὶ φωτιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ καὶ ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καὶ ἀπὸ ἄλλους ὀρθοδόξους θεολόγους μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονται οἱ (παρόντες παριστάμενοι) πρωτοπρεσβύτεροι π. Γεώργιος Μεταλληνός, π. Θεόδωρος Ζήσης καὶ πολλοὶ ἄλλοι ποὺ βλέπω καὶ παρακολουθῶ τὰ κείμενά τους.
Ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἄλλοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν καὶ ἐπιμένουν νὰ βλέπουν τὰ κοινὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχουν σ’ ὅλα τὰ θρησκευτικὰ συστήματα, χωρὶς νὰ ἐντοπίζουν τὶς διαφορές. Ὅμως, κοινὰ σημεῖα θρησκευτικῆς ἐμπειρίας μποροῦν νὰ βρεθοῦν σὲ ὅλα τὰ θρησκεύματα. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἐκφράζουν καὶ διατυπώνουν τὴν ἴδια διδασκαλία καὶ θεολογία. Ἐὰν δὲν ἐξεταστοῦν τὰ διαφορετικὰ πλαίσια στὰ ὁποῖα ἐντάσσεται αὐτὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία, τότε βιώνεται ἕνας Οἰκουμενισμός.
Ἀκόμη, ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἰσχυρίζονται, εὐτυχῶς παλαιότερα, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀκολούθησαν κυρίως τὴ πλατωνικὴ φιλοσοφία ἐνῶ οἱ αἱρετικοὶ χρησιμοποίησαν τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, ὅτι ὁ δυτικὸς σχολαστικισμὸς εἶναι συνέχεια τοῦ σχολαστικισμοῦ, δῆθεν, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δηλαδή, δῆθεν, ἀνάπτυξη καὶ ὑπέρβαση τῆς σχολαστικῆς παραδόσεως ποὺ [τάχα] «εἶχε» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (αὐτὸ λέγεται σὲ ἐπιστημονικὴ μελέτη). Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἐκεῖνος, ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης, χρησιμοποίησε τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία ἑνώνοντας τὸν Ἀριστοτέλη μὲ τὸν νεοπλατωνικὸ Αὐγουστῖνο ἀπαρτίζοντας, ὅπως γράφεται, ἕνα «μεγαλειῶδες θεολογικὸ-φιλοσοφικὸ σύστημα», ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, λέγεται, εἶναι κυρίως πλατωνικοί, ὅτι [τάχα] ἡ «summa» ἡ θεολογική τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ποὺ εἶναι τὸ τελειότερο θεολογικὸ σύστημά του, ἔχει δεχθεῖ ἐπίδραση ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἐντοπίζουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ καὶ Μέγα Βασίλειο καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ὅπως ἐκφράζεται ἡ «summa» ἡ θεολογική, ἐπέδρασε σὲ ἄλλους μεταγενέστερους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἀφοῦ ἡ πατερικὴ θεολογία εἶναι θεολογία τῆς ἐμπειρίας καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ σχολαστικὴ θεολογία τῆς δύσεως, τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι ἡ λογικὴ καὶ ὁ στοχασμός.
Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπόψεις τῆς δυτικῆς παραδόσεως ποὺ μεταφέρονται στὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνιστοῦν, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὸν Οἰκουμενισμὸ στὴ θεολογία.
2) Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν ἄσκηση
Ἡ ἄσκηση, κατὰ τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση βιώσεως τοῦ Θεοῦ «ἐν αἰσθήσει καὶ πληροφορίᾳ», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικής. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει τὴν ὑπαρξιακὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ συνέχεια, ἡ ἐμπειρία αὐτή, διατυπώνεται μὲ λόγους. Ἄσκηση ἔχουν ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ ὅλα τὰ θρησκευτικὰ συστήματα, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλες, κατὰ τὸν α΄ ἢ β΄ βαθμό, ἑτερόδοξες ὁμολογίες, ἀλλὰ ἡ ἄσκηση στὴν ὀρθόδοξη θεολογία διαφέρει σαφῶς ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄσκηση. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, ὡς ἀπλανεῖς διδάσκαλοι, κατέγραψαν τὴν ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἄσκηση εἶναι πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς στὸ φωτισμὸ τοῦ νοὸς καὶ τὴ μέθεξη τῆς θεώσεως. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε σαφῶς στὴ Φιλοκαλία ποὺ ἔχει τὸν τίτλο, ὅπως εἶναι γνωστὸ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», «ἐν ᾗ ὁ νοῦς κατὰ τὴν πρᾶξιν καὶ ἠθικὴν φιλοσοφίαν καθαίρεται, φωτίζεται καὶ τελειοῦται». Πρόκειται γιὰ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς βλέπουμε στὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, στὰ κεφάλαια ποὺ συνέγραψε, στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ σὲ ἄλλους Πατέρες. Στὴ πραγματικότητα, ἄσκηση, εἶναι ἡ μέθεξη τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια μετέχεται ἀναλόγως μὲ τὴ πνευματικὴ κατάσταση τὴν ὁποίαν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ μετανοεῖ, τότε ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ τὸν καθαρίζει καὶ γι’ αὐτὸ λέγεται καθαρτική. Ἐὰν βρίσκεται στὴ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ ἡ θεία χάρη τὸν φωτίζει καὶ λέγεται φωτιστική. Καὶ ἐὰν βρίσκεται στὴ κατάσταση τῆς θεώσεως, τὸν στερεώνει καὶ τὸν αὐξάνει στὴ θέωση καὶ λέγεται θεοποιὸς ἢ τελειοποιός. Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ λαμβάνει ὀνόματα ἀνάλογα μὲ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ δημιουργεῖ, ἀφοῦ ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια καὶ ἄλλο τὸ ἐνέργημα.
Ὑπάρχουν μερικοὶ σύγχρονοι θεολόγοι ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περὶ καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως, ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται στὰ κείμενά τους, τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς εὐχὲς τῶν μυστηρίων, ὅτι, δῆθεν, ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ὀρθό, γιατί ὁ Νεοπλατωνισμὸς εἶναι ἕνα φιλοσοφικὸ σύστημα ποὺ ἀναπτύχθηκε μεταξύ τοῦ 2ου καὶ 6ου αἰῶνος, στὴ προσπάθεια μερικῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων νὰ ἀναβιώσουν τὸν Πλατωνισμὸ καὶ στὴ πραγματικότητα εἶναι μία ἐξέλιξη καὶ μεταμόρφωση τοῦ Πλατωνισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Εἶναι τὸ τελευταῖο φιλοσοφικὸ κίνημα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου ποὺ ἔχει, ὁπωσδήποτε, στοιχεῖα θρησκείας. Εἶναι ἑπόμενο ὅτι ὁ Νεοπλατωνισμὸς δέχτηκε ἀρνητικὲς ἢ θετικὲς ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ -καὶ κυρίως τοὺς αἱρετικούς-, τὸ γνωστικισμὸ καὶ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ὥστε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνατολικοποίηση τῆς πλατωνικῆς σκέψεως.
Ὁ Νεοπλατωνισμὸς ἐμφανίστηκε, κατ’ ἀρχάς, στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὸν Ἀμμώνιο Σακκᾶ, ὁ ὁποῖος προερχόμενος ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς ἐπέστρεψε στὴν ἐθνικὴ θρησκεία καὶ δίδασκε τὸν Νεοπλατωνισμὸ περὶ τὸ 209 μ.Χ.. Κύριος, ὅμως, ἐκπρόσωπος τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ὁ Πλωτῖνος, ποὺ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀμμωνίου καὶ μετέφερε τὸ σύστημα αὐτὸ στὴ Ρώμη. Τὶς ἀπόψεις ὅπως καὶ τὸ βίο τοῦ Πλωτίνου μᾶς διέσωσε ὁ Πορφύριος, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ Πορφυρίου, Ἰάμβλιχος. Σημειώνονται πολλὲς σχολὲς ποὺ δίδασκαν καὶ ἀνέπτυξαν τὸν Νεοπλατωνισμό, οἱ ὁποῖες σχολὲς ἔχουν κοινὰ σημεῖα μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ διαφορές. Πρόκειται γιὰ τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ρώμης, τῆς ὁποίας κύριος ἐκφραστὴς εἶναι ὁ Πλωτῖνος καὶ ὁ Πορφύριος, τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Συρίας τῆς ὁποίας κύριος ἐκπρόσωπος εἶναι ὁ Ἰάμβλιχος, τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν τῆς ὁποίας ἐκφραστὴς εἶναι ὁ Πρόκλος καὶ τὴ νεοπλατωνικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Βασικὲς θεωρίες τοῦ Πλωτίνου καὶ τῶν μετέπειτα νεοπλατωνικῶν, εἶναι ἡ διδασκαλία περὶ τῆς δημιουργίας τῶν ὄντων καὶ τοῦ κόσμου διὰ τῆς ἀπορροῆς. Δύο εἶναι τὰ βασικὰ ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα ἔθεσε ὁ Πλωτῖνος: α) «πόθεν τὰ ὄντα;» (πρόκειται γιὰ τὴν ὀντολογία καὶ τὴ κοσμολογία του) καὶ β) «πρὸς ποῦ;» (πρόκειται γιὰ τὴν ἠθική τοῦ Πλωτίνου).
Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο ἐρώτημα, «πόθεν τὰ ὄντα;», ὁ Πλωτῖνος καὶ οἱ μετέπειτα νεοπλατωνικοὶ ὑπεστήριξαν τὴν θεωρία ὅτι ὑπάρχει μία ἐκπόρευση ἢ ἔκλαμψη ἀπὸ τὸ «Ἓν» πρὸς τὰ πολλά. Ἡ ὑπερτάτη ἀρχὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθαν τὰ πάντα, εἶναι τὸ «Ἕν». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, εἶναι ὁ «νοῦς», ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ κέντρο τῶν ἰδεῶν, ὁ ὁποῖος «νοῦς» προῆλθε δι’ ἀπορροῆς ἀπὸ τὸ «Ἓν» καὶ ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ ἐκχύλισμα τοῦ «Ἑνὸς» καὶ εἶναι συνυφασμένο μὲ αὐτό. Τόσο τὸ «Ἓν» ὅσο καὶ ὁ «νοῦς» εἶναι ὑποστάσεις, κατὰ τὸν Πλωτῖνο. Ἀπὸ τὸν «νοῦ» ἀπέρρευσε ἡ «ψυχή», ποὺ ἔχει μέσα της δυνάμεις γιὰ τὴ μορφοποίηση τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου. Κάνοντας λόγο γιὰ «ψυχὴ» ἐννοεῖται, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ἡ ψυχὴ τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, ἡ κοσμικὴ ψυχή, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ «Ἕν», ὁ «νοῦς» καὶ ἡ «ψυχὴ» ἀποτελοῦν τρεῖς ὑποστάσεις. Καὶ τὸ τελευταῖο στοιχεῖο τῆς καθόδου αὐτῆς, εἶναι ἡ «ὕλη».
Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο ἐρώτημα, «πρὸς ποῦ;», ἡ βασικὴ διδασκαλία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Πλάτωνος, ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει δεσμευτεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα ἀποτελεῖ τὴ φυλακὴ τῆς ψυχῆς, ὁπότε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἡ ἐπαναφορά της στὸ κόσμο τῶν ἰδεῶν. Οἱ νεοπλατωνικοί, συγκεκριμένα ὁ Πορφύριος μὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ Πλωτίνου, ἔκαναν λόγο γιὰ δύο εἴδη θανάτου: τὸ «φυσικὸ» θάνατο, ἤτοι τὴν ἀποδέσμευση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὸ «φιλοσοφικὸ» θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ ἀποδέσμευση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα πρὶν τὸν «φυσικὸ» θάνατο διὰ τῆς «θεουργίας», ποὺ συνιστᾶ τὶς τελετὲς μυσταγωγίας καὶ τῆς «μαγείας». Ὑπάρχουν ἑπομένως μερικοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ νηπτικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ προγενέστερους Πατέρες (Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Μέγα Βασίλειο, κ.τ.λ.), δῆθεν ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ. Καὶ αὐτό, γιατί καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὑπάρχει ἡ ἴδια ὁρολογία, τόσο ὡς πρὸς τὴ θεολογία ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴ σωτηριολογία. Τέτοιες ἀπόψεις ἀναπτύχθηκαν ἀπὸ δυτικοὺς θεολόγους καὶ μεταφέρονται ἀκριβῶς εἰς τὸν δικό μας τὸ χῶρο. Ὅμως τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ ὅσο φαίνονται ἐκ πρώτης ὄψεως. Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τοῦ νεοπλατωνισμοῦ, «Ἕν», «νοῦς», «ψυχή», δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸν χριστιανικὸ Τριαδικὸ Θεὸ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Καὶ αὐτὸ διότι στὴν ὀρθόδοξη θεολογία δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἰδεολογίας καὶ βέβαια τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου διὰ τῆς «ἀπορροῆς».
Ἔπειτα, ὅπως παρατηρεῖται, ὑπάρχει μία κοινὴ ὁρολογία στὴ προσπάθεια ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ τοὺς ὅρους «νοῦς», «ψυχή», «σωτηρία ψυχῆς», «κάθαρση», «ἔκσταση», «φωτισμός», κ.τ.λ.. Ἐὰν ὅμως δοῦμε ποιὰ ἔννοια ἔχουν αὐτοὶ οἱ ὅροι στὴ διδασκαλία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ καὶ τὰ συγκρίνουμε μὲ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὸ χάσμα ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Νεοπλατωνισμοῦ καὶ ὀρθοδόξου νηπτικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ὀρθόδοξη νηπτικὴ θεολογία καὶ παράδοση δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὶς θεωρίες τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ὡς πρὸς τὰ «περὶ τῆς φύσει ἀθανάτου ψυχῆς», ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν καὶ ὡς πρὸς τὰ «περὶ τοῦ φύσει τὴν τοῦ σώματος» ποὺ πρέπει νὰ ἐξαφανιστεῖ. Ἐπίσης, δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι δηλαδή, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στὴν ἀποδέσμευση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Οὔτε καὶ ἔχει σχέση ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περὶ καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως μὲ τὴ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἑνωθεῖ μὲ θεουργικές, μαγικὲς ἐνέργειες καὶ τελετές, ὅπως δίδασκε καὶ ἔπραττε ὁ Νεοπλατωνισμός, ἰδιαιτέρως ὁ Ἰάμβλιχος.
Ὁπότε, πράγματι, ὑπάρχει ἕνας ἐπηρεασμὸς σὲ μερικοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους ἀπὸ ἑρμηνεῖες δυτικῶν θεολόγων ὅτι, δῆθεν, ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, συνδέεται μὲ τὸν ἀνατολικὸ μυστικισμὸ τῶν Νεοπλατωνικῶν. Κατ’ ἐπέκταση ὑπάρχει καὶ ἕνας ἐπηρεασμὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς ζωῆς, ἀφοῦ μεταφέρεται στὴ παράδοσή μας ἕνας δυτικός, ἠθικιστικὸς καὶ ἀκτιβιστικὸς μοναχισμὸς μὲ τὴν παραθεώρηση καὶ περιφρόνηση τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συνιστᾶ ἕναν Οἰκουμενισμὸ στὴν ἄσκηση, μία ἐκκοσμίκευση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.
Καταλήγοντας, αὐτὰ τὰ πολὺ συνοπτικά, θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω ὅτι: σὲ μερικοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους παρατηρεῖται ἕνας ἐπηρεασμὸς ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις τόσο στὴν θεολογία ὅσο καὶ στὴν ἄσκηση. Καθὼς ἐπίσης καὶ μερικοὶ ὀρθόδοξοι, στὴ πράξη σκέφτονται, θεολογοῦν καὶ πολιτεύονται ὅπως οἱ παπικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποστηρίζω ὅτι πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, κατὰ πόσον ἀποσυνδέουμε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἄσκηση ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ἡσυχασμό. Πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε τὸ θέμα, μήπως διακρινόμαστε ἀπὸ μία «ὀρθόδοξη Οὐνία» καὶ ἕνα «ὀρθόδοξο Προτεσταντισμό», ὅταν συγχρόνως, εἴμαστε ὀρθόδοξοι κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ ἀλλ’ ὅμως ἔχουμε ἐγκολπωθεῖ σὲ μερικὰ σημεῖα, τὰ δόγματα καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἢ τουλάχιστον ἔχουμε δεχθεῖ-ἐγκολπωθεῖ τὴ μεθοδολογία θεολογήσεως καὶ τὴ μεθοδολογία τῆς ἀσκήσεως ποὺ κυριαρχοῦν σ’ αὐτὲς τὶς ὁμολογίες. Πρέπει, δηλαδή, νὰ προσέξουμε νὰ μὴν ἀποδειχθοῦμε, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οὐνίτες στὴ πράξη ἢ νὰ μὴν ἐκφράζουμε κάποια ἰδιότυπη Προτεσταντικὴ Οὐνία μὲ τὸ νὰ διαφυλάττουμε τὰ ὀρθόδοξα μυστήρια καὶ νὰ συμμετέχουμε ἀλλὰ νὰ ἔχουμε μία Προτεστάντικη θεολογία καὶ ἀσκητική, δηλαδὴ νὰ βιώνουμε τὸν Οἰκουμενισμὸ στὴν πράξη, τόσο στὴ θεολογία ὅσο καὶ στὴν ἄσκηση.
Ἀπομαγνητοφώνηση εἰσηγήσεως στὸ Διορθόδοξο Συνέδριο τῆς Θεσσαλονίκης: «Οἰκουμενισμός: Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις» (20-24 Σεπτεμβρίου 2004).
Ἀπομαγνητοφώνηση: Θ. Α.