Διηγήματα τοῦ Φιλήμονα γιά νέους καί μεγάλους
(Βασισμένο σέ πραγματικά γεγονότα)
Ὁ οὐρανός τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, βαρύς καί μαῦρος, κρέμονταν πάνω ἀπό τά κεφάλια τῶν πατριωτῶν. Οἱ Γερμανοί κατακτητές, ἀδίστακτοι καί ψυχροί ἐκτελεστές, σκότωναν τούς Ἕλληνες γιά «ψύλλου πήδημα»· ἐπειδή δέν τούς ἄρεσε ἡ φάτσα κάποιου, γιά νά «σπάσουν πλάκα», γιά ἀντίποινα ἤ ἔτσι ἁπλά, ἐπειδή κάποιος χαμογέλασε... Ἔτσι συνέλαβαν καί ἕξι νέα παιδιά ἀπό ἕνα μικρό μακεδονικό χωριό.
***
Ἦταν καλοκαίρι, περίοδος θερισμοῦ, καί ὁ Παῦλος, ὁ πρόεδρος αὐτοῦ τοῦ μικροῦ χωριοῦ θέριζε με τό δρεπάνι του τό σιτάρι. Εὑρισκόμενος ἐπί τῷ ἔργῳ, βλέπει στά πόδια του μιά χελώνα πού προσπαθοῦσε νά ἀπομακρυνθεῖ, μέ τόν ἀργό ρυθμό της, ἀπό τό «πεδίο τῆς μάχης». Παράτησε τό δρεπάνι, ἔπιασε στά ἱδρωμένα χέρια του τήν χελώνα καί σκέφτηκε: «Λένε ὅτι ὁ Θεός σώζει αὐτόν πού θέλει νά σώσει. Γιά νά δοῦμε, ἐσύ πῶς θά γλυτώσεις τώρα ἀπό τά χέρια μου...».
***
Τήν ἴδια περίπου ὥρα, κάπου στό χωριό, οἱ συγχωριανοί τοῦ Παύλου, κρυμμένοι, παρακολουθοῦσαν τήν σύλληψη τῶν νέων. Ὁ ἕνας ἐκ τῶν ἕξι, ἦταν ὁ Ἀριστείδης, ὁ γιός τοῦ προέδρου. «Τρέξε», λέει ὁ ἕνας σέ κάποιον νεαρό, «νά εἰδοποιήσεις τόν πρόεδρο, εἶναι στό χωράφι του». Ἔτρεξε καί ὁ μικρός προσεκτικά, γιά τόν φόβο τῶν Γερμανῶν, καί μέ τήν ἀγωνία ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του, ἐνημέρωσε τόν πρόεδρο γιά τό κακό πού τούς βρῆκε.
***
Τό τέλος τῆς μικρῆς αὐτῆς διήγησης ἦταν αἴσιο. Μέ τίς ἐνέργειες τοῦ προέδρου, οἱ νεαροί γλύτωσαν. Γλύτωσε ὅμως καί ἡ χελώνα, καθώς τήν στιγμή πού ἑτοιμάζονταν ὁ Παῦλος νά τήν σκοτώσει μέ μιά πέτρα, ἄκουσε τήν φοβερή εἴδηση: «Κυρ - πρόεδρε, οἱ Γερμανοί ἔπιασαν τόν γιό σου... τρέξε...»! Παράτησε μονομιᾶς τήν χελώνα καί ἔτρεξε πρός τό χωριό...
***
Τό ἴδιο βράδυ, ὁ κυρ - Παῦλος συλλογιζόμενος τά γεγονότα τῆς ἡμέρας, συμπέρανε: «Τελικά ἔχουν δίκιο αὐτοί πού λένε ὅτι ὁ Θεός σώζει αὐτούς πού θέλει. Ἔτσι ἔσωσε καί τή χελώνα ἀπό τά χέρια μου...»