ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ἐπιστημονικὴ ἀναίρεσις ἐγκυκλίου τοῦ Σεβ. Περιστερίου – 2ον

Το 1ον ΕΔΩ

Τῆς κας Ἄννας Κακαδιάρη, ἀρχαιολόγου-φιλολόγου

2ον

  2. Ἡ τοποθέτηση μεγάλου ξύλινου ἐπιζωγραφισμένου ἢ διαλίθου μεταλλικοῦ σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης στὸ Ἅγιο Βῆμα, ἡ ὁποία φαίνεται πὼς ἐπέδρασε καὶ στὴν εἰκονογράφηση σταυροῦ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος-ἀντιγράφοντας συχνὰ τοὺς μεταλλικοὺς σταυρούς9- ἔχει ἤδη καθιερωθεῖ ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα10, διατηρήθηκε καὶ ὑποστηρίχθηκε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (726-842 μ.Χ.), ἀλλὰ καὶ τῆς ὁριστικῆς ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων (843μ.Χ.), καθὼς ὁ σταυρὸς προσλαμβάνει εὐχαριστιακὸ νόημα, λόγω τῆς σύνδεσής του μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὸ ὁποῖο τελεῖται στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τὸ ὁποῖο συμβολίζει τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ στὸν σταυρό11.

  Ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος εἶναι ὁ Ἀμνὸς ὁ «αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς καὶ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁ Νυμφίος καὶ Σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Βασιλεὺς καὶ τελικὸς ἔνδοξος Κριτὴς τῆς Οἰκουμένης, τοῦ ὁποίου «τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος» καὶ τὸν ὁποῖο θὰ δοῦμε στὰ ἔσχατα «πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Εἶναι ἀκόμη ἐκεῖνος ποὺ φανερώνει τὴν ὀντολογικὴ πληρότητά μας, ὡς ἀνθρώπων, πέρα ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας τῆς φύσης μας, τὴν ὁποία πληρότητα ἀναμένουμε μὲν νὰ λάβουμε στὰ Ἔσχατα, ὡστόσο μποροῦμε νὰ προγευτοῦμε ἤδη ἀπὸ ἐδῶ καὶ τώρα μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 6, 56). «Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26). Τὴ σύνδεση τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας πιστοποιεῖ καὶ ἡ ἐνσωμάτωση, συχνά, στὸν Ἐσταυρωμένο τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ τοῦ Ἀρτοφορίου, συνήθεια ποὺ ἔγινε προσφιλὴς στὴ Δύση ἀπὸ τὸν 8ο αἰώνα (742-814) -ἢ ἱερῶν λειψάνων ἢ τεμαχίων Τιμίου Ξύλου.

  Παράλληλα, τοποθετεῖται στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἐσχατολογικὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θὰ ἐμφανιστεῖ στὸν οὐρανὸ κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο προσλαμβάνει ἐσχατολογικὸ περιεχόμενο12. Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, τὴν ἡμέρα τῆς Δεύτερης Ἔλευσης, τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἐμφανιστεῖ στὸν οὐρανό, ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη θὰ πάψουν νὰ φωτίζουν, τὰ ἀστέρια θὰ πέσουν ἀπὸ τὸ οὐράνιο στερέωμα καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς θὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐρχόμενο μέσα ἀπὸ τὰ σύννεφα μὲ δύναμη καὶ δόξα. Ἄγγελοι ποὺ θὰ σαλπίζουν θὰ Τὸν ἀκολουθοῦν καὶ θὰ συλλέγουν τοὺς Ἐκλεκτοὺς ἀπὸ τὰ τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου (Κατὰ Ματθαῖον 24, 29-30). Τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἑρμηνεύεται ὡς ὁ σταυρὸς τοῦ θείου Πάθους. Προαναγγέλλει τὴ Δεύτερη Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὑπενθυμίζει στὸν πιστὸ χριστιανὸ τὴν Τελικὴ Κρίση καὶ ἐκφράζει τὴν ἐλπίδα γιὰ σωτηρία -σταυρὸς Θεοφανείας-13 συμπληρώνει τὴ σκηνὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας ἢ ἀναπαριστᾶ τὸ ὅραμα τῆς Πεντηκοστῆς.

  Ἡ γυμνότητα τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ μᾶς προϊδεάζει γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴ μακαριότητα τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου στὰ ἔσχατα, πρότυπο τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Χριστός, ὁ «ἀναβαλλόμενος τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον». Τοῦτο συμβαίνει καθὼς ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ὁλόκληρη τὴ γυμνότητα τοῦ Ἀδὰμ (προπτωτικὴ καὶ μεταπτωτικὴ) καὶ τὴν ἀναπλάθει. Σχετικὸ νόημα βρίσκουμε στὰ παρακάτω τροπάρια:«Περιθέσθαι ἠνέσχου, χλαῖναν πρὸ τοῦ πάθους σου Σῶτερ παιζόμενος, τὴν τοῦ Πρωτοπλάστου, περιστέλλων ἀσχήμονα γύμνωσιν, καὶ γυμνὸς παγῆναι, ἐν τῷ Σταυρῷ ἀπαμφιάζων, τὸν χιτῶνα Χριστὲ τῆς νεκρώσεως» (ᾠδὴ ε΄, ὄρθρος Κυριακῆς Ἁγίων Πάντων, Πεντηκοστάριον) καὶ «Τοῦ Ἀδὰμ Χριστὲ τὴν γύμνωσιν, σὺ περιστέλλων ἐγυμνώθης σαρκί, καὶ ἀνυψώθης ἐν σταυρῷ, ἀνυψῶν ἡμᾶς ἐκ βάθους κακῶν· ὅθεν σοῦ δοξάζομεν, τὴν ἁγίαν Λόγε συγκατάβασιν» (Λειτουργία τῆς Τετάρτης, ἦχος πλ. α΄, Παρακλητική).

  Τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ποὺ ἔρευσαν ἀπὸ τὴν πληγὴ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἐσταυρωμένου φανερώνουν τὰ βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὸ Βάπτισμα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Τὸ αἷμα καὶ τὸ νερὸ τῆς νυγείσης πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἔτσι ἡ δημιουργία τῆς Νέας Σιών, τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα του, ὁ Χριστὸς ἀναπλάθει τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως τὸ φανερώνουν καὶ οἱ παρακάτω ὕμνοι: «Σὺ ὤκτιρας τὴν Σιών, ἐξανατείλας τοῦ μνήματος, καινὴν ἀντὶ παλαιᾶς, τελέσας ὡς εὔσπλαγχνος, τῷ θείῳ σου αἵματι· καὶ νῦν βασιλεύεις, ἐν αὐτῇ εἰς τοὺς αἰῶνας Χριστὲ» καὶ «Νυγείσης σου τῆς πλευρᾶς, ρανίδες αἵματος στάξασαι, σὺν ὕδατι θεουργῷ, τὸν κόσμον ἀνέπλασαν, καὶ θείαν ὁμήγυριν, τῶν Ἁγίων πάντων, εὐεργέτα προσεκάλεσαν» (τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, Πεντηκοστάριον). Στὰ παρακάτω ἀποσπάσματα ἀπὸ Λόγους τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Καὶ καθάπερ τοῦ Ἀδὰμ καθεύδοντος, ἡ γυνὴ κατεσκευάζετο, οὕτω, τοῦ Χριστοῦ ἀποθανόντος, ἡ Ἐκκλησία διεπλάττετο ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ … ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκε» (PG 51, 129) καὶ «τοῦ βαπτίσματος σύμβολον καὶ τῶν μυστηρίων ἐστί τό αἷμα ἐκεῖνο καὶ τὸ ὕδωρ, ἐξ ἑκατέρων τούτων ἡ Ἐκκλησία γεγέννηται» (ΕΠΕ 30, 394), καθὼς καὶ τοὺς ὕμνους: «Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐπέστης, Χριστέ, πρὸς τοὺς μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν· ἔλεγε γάρ· Οὐ μὴ πιστεύσω, ἐὰν μὴ ἴδω κἀγὼ τὸν Δεσπότην· ἴδω τὴν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε τὸ αἷμα, τὸ ὕδωρ, τὸ βάπτισμα· ἴδω τὴν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος· ἴδω πῶς οὐκ ἦν πνεῦμα, ἀλλὰ σὰρξ καὶ ὀστέα…» (δοξαστικὸ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, Πεντηκοστάριον) καὶ «Τὸ στερέωμα τῶν ἐπὶ σοὶ πεποιθότων στερέωσον, Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν, ἥν ἐκτήσω τῷ τιμίῳ σου αἵματι» εἱρμὸς γ΄ ᾠδῆς τοῦ κανόνα τῆς Ὑπαπαντῆς, Παρακλητική). Ἐπίσης καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μιλᾶ γιὰ «τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. 20, 28). Ἡ παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου ὑπενθυμίζει διαρκῶς στοὺς πιστοὺς τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας.

  Συχνὰ δέ, ὁ εἰκονογραφημένος σταυρὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀποκτᾶ καὶ θριαμβευτικὴ ἔννοια, καθὼς στὶς κεραῖες του τίθεται ὕφασμα, τὸ ὁποῖο συμβολίζει τὸν ἡττημένο ἐχθρὸ καὶ κατὰ συνέπεια τὸν θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου14.

  Οἱ εἰκονογραφημένοι σταυροί, ἐπίσης, θὰ μποροῦσαν νὰ χαρακτηριστοῦν καὶ ἀναθηματικοὶ –κειμηλιακοί15 . Τὰ κριτήρια ποὺ τεκμηριώνουν αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ εἶναι ὁ πλούσιος διάκοσμός τους μὲ πολύτιμους λίθους, ποὺ θυμίζουν τὸν διάλιθο σταυρὸ ποὺ στήθηκε ὡς τρόπαιο στὸν Γολγοθὰ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Πολλοὺς τέτοιους σταυροὺς ἀφιέρωναν αὐτοκράτορες ἢ ἀξιωματοῦχοι, συνήθως πρὶν ἢ μετὰ ἀπὸ μεγάλες μάχες ἢ ἐκστρατεῖες ἢ ὡς εὐχαριστήριο ἢ ἐπινίκιο σύμβολο, λιτανεύονταν καὶ τίθεντο σὲ προσκύνηση καὶ κατόπιν φυλάσσονταν πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ τοποθέτησή τους πάνω σὲ βαθμιδωτὴ βάση συμβολίζει τὸν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοὺς προσδίδει τὴν ἔννοια τοῦ θριαμβικοῦ τροπαίου16. Μὲ βάση τὰ χωρία 4, 5-11 τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννη17 καὶ σύμφωνα μὲ τὸν P. Van Moorsel καὶ τὴν T. Velmans18α, ἡ βαθμιδωτὴ βάση, ὅπου προβάλλεται ὁ σταυρός, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν θρόνο, πάνω στὸν ὁποῖο παλαιότερα οἱ Σύριοι καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἁγιογράφοι ἀπεικόνιζαν τὸν σταυρὸ τοῦ θέματος τῆς Ἑτοιμασίας τοῦ Θρόνου. Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι ζωγραφιστὸς σταυρὸς ἀπὸ τὴ μονὴ Σινᾶ φέρει ἁπλοποιημένη παράσταση Ἑτοιμασίας στὴ συμβολὴ τῶν κεραιῶν. Τὸ θέμα τῆς Ἑτοιμασίας τοῦ θρόνου εἶναι ἀρκετὰ διαδεδομένο στὴν εἰκονογραφία τῶν σταυ­ρῶν18β.

  Ἐπιπλέον, ὁ σταυρὸς στὸ Ἅγιο Βῆμα ὑπογραμμίζει στὸν χριστιανὸ τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, ὡς τρόπο ὕ­παρξής του καὶ ἀναδεικνύεται ὡς τύπος, δρόμος καὶ δυναμικὴ ζωῆς: εἶναι ὁ τρόπος πραγμάτωσης τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ἀγάπης. Ὁ τρόπος ποὺ φανερώνεται στὴν κοινότητα (καὶ καινότητα) ζωῆς τῶν πιστῶν, ὅπου ὁ καθένας θεωρεῖ τὸν ἄλλο ἀνώτερό του («τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες, μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν», Φιλιπ. 2, 2-3), γνωρίζοντας καλὰ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση καὶ ἀπώλεια καὶ θυσία («εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ», Α΄ Πέτρ. 2, 21)· κένωση καὶ ἀπώλεια καὶ θυσία ὅμως, ἡ ὁποία χορηγεῖ τὴν συγχώρηση, τὴν καταλλαγὴ καὶ τὴν ἑνότητα («ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου», Ψαλμ. 24, 18). Τὸ τριαδικὸ σχῆμα κένωση – ὕψωση, ταπείνωση –δόξα, εἶναι τὸ σχῆμα ἐκεῖνο ποὺ συνοψίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου καὶ τὶς σωτηριώδεις συνέπειές του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ δόξα προϋποθέτει τὴν ταπείνωση, ἡ ὑπερύψωση τὴν κένωση καὶ ἡ ἄνοδος τὴν κάθοδο18γ.

  Μεγάλοι διαλίθοι φυλλοφόροι σταυροὶ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, οἱ ὁποῖοι προβάλλονται πάνω σὲ βάθος μὲ δένδρα, θεωροῦνται, σύμφωνα μὲ τὸν H. Stern, συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ Παραδείσου19. Ὁ σταυρὸς συμβολίζει «τὸ ξύλον τὸ ζωοποιὸν» ποὺ φύτεψε ὁ Θεὸς στὴ μέση τοῦ Παραδείσου (Γένεσις 2, 8-9, Ἀποκάλυψις Ἰωάννη 22, 2-9). Εἶναι «τὸ ξύλον τὸ ζωοπάροχον», ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζει ἡ ζωὴ καὶ νικιέται ὁ θάνατος. Ὡστόσο, κατὰ τὴν M. Trinci-Cecchelli20, ὁ σταυρὸς συμβολίζει τὸν θρίαμβο τοῦ φωτὸς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἔννοια τοῦ φωτὸς τῆς ζωῆς συναντᾶται στὸ χωρίο 8, 12 τοῦ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ποὺ ἀναφέρει ὅτι: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὅστις ἀκολουθεῖ ἐμέ, δὲν θέλει περιπατήσει εἰς τὸ σκότος, ἀλλὰ θέλει ἔχει τὸ φῶς τῆς ζωῆς».

  Ἀπὸ τὶς γραπτὲς μαρτυρίες τῶν Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συνάγεται ἐπίσης ἡ παρουσία τοῦ σταυροῦ στὸ Ἱερὸ Βῆμα ἤδη ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα: «Καὶ γὰρ ὡς μὲν Παράδεισος ἐν μέσῳ τοῦ Βήματος, τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίῳ τὸ τῆς ζωῆς ξύλον κέκτηται ἱερουργούμενον τὸν Χριστὸν , καὶ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ τὸν Πανάγιον»21.

Σημειώσεις:

9. B. Pitarakis, Les croix reliquaires pectorales byzantines en bronze, Paris 2006, σ. 30-34, 55-66, 105-107. 10. G. Forsyth, K. Weitzmann, The Monastery of Sainte Catherine at Mount Sinai, The Church and Fortress of Justinian, Michigan 1965, σ. 17, 18, πίν. 9, 134, T. 11.Mathews “Private” liturgy in byzantine architecture: toward a re-appraisal, CahArch 30 (1982), 1, σ. 131-132, εἰκ. 9. 12. Εὐαγγέλιον Ματθ. 24,29-30 : καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. 13. K. Michalowski, Faras, die Kathedrale aus dem Wustensand, Zurich 1967, 161-163, P. Van Moorsel, Une theophanie nubienne, Rivista di Archeologia Cristiana 92(1966), 312-313, καθὼς καί: 13α. ΜΑΡΚΟΣ Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ«ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΘΕΜΑ ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ. ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΚΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ», ΠΑΤΡΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012, 13β. βλέπε PG: Migne, Jacques-Paul (edit.). Patrologia Cursus Completus: Series Graeca, 161 vols., Paris: 1857-1891, Ἑλληνικὴ Πατρολογία Migne. 13γ. Ὅπου ΕΠΕ βλέπε: Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη: Τὸ Βυζάντιον 1992 14. J. Baradez, M. Leglay, La croix-trophee, 75-76, Ν. Γκιολές, Τέχνη, 101, Thesaurus Linguae Graecae, canon of Greek authors and works, 2495. 15. Ἀλεξάνδρα Β. Καραγιάννη, Ὁ σταυρὸς στὴ βυζαντινὴ μνημειακὴ ζωγραφική. Ἡ λειτουργία καὶ τὸ δογματικό του περιεχόμενο, 57- 58 καὶ 314 κ. ἑξ. 16. Ἀποκ. 4,2 καὶ εὐθέως ἐγενόμην ἐν πνεύματι· καὶ ἰδοὺ θρόνος ἔκειτο ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τὸν θρόνον καθήμενος, Ἀποκ. 4,3 ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίῳ· καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ θρόνου, ὁμοίως ὅρασις σμαραγδίνων. 17. P. Van Moorsel, Theophanie, 311, T. Velmans, La koine grecque et les regions peripheriques orientales du monde byzantin, Programmes iconographiques originaux (Xe-XIIIes.), JOB 31(1981), 689. 18α. H. Stern, Les representations des conciles dans l’eglise de la Nativite a Bethleem, Byzantion 11 (1936), 147-149. 18β. K. Weitzmann, «Three Painted Crosses at Sinai», Studies in the Art at Sinai: Essays, Princeton 1982, 414. 18γ ΜΑΡΚΟΣ Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ«ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΘΕΜΑ ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ. ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΚΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ», ΠΑΤΡΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012, σελ. 209. 19. M. Trinci-Cecchelli I mosaici in Santa Maria della Croce a Casaranello, Vetera Christianorum 11(1974), 174-176. 20. Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Κέφ. ΡΛΓ΄, Τί τὸ καταπέτασμα καὶ οἱ τέσσαρες τούτου στῦλοι, σ. 155, 341. 21. N. Thierry, Le culte de la croix dans l’empire byzantin du VIIe siecle au Xe dans ses rapports avec la guerre contre l’infidele. Nouveaux temoignages archeologiques, Rivista di Studi Bizantini e Slavi 1(1981), 216.

https://orthodoxostypos.gr