ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

ΓΕΡΩΝ ΚΛΗΜΗΣ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ (+ 1925 - 2001)

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Διερχόμενος, ὡς προσκυνητής τό 1987 ἀπό τήν Μικρά ῾Αγία ῎Αννα, ἐπισκέφθηκα τήν Καλύβη τῆς συνοδείας τῶν Θωμάδων. ῏Ηταν Πασχαλινή περίοδος, καί οἱ Μοναχοί ἐπεσκέπτοντο ὁ ἕνας τήν Καλύβη τοῦ ἄλλου γιά νά εὐχηθοῦν, νά εὐφρανθοῦν πνευματικά καί ὑλικά, γιά τό μέγα γεγονός τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καί νά συνομιλήσουν τά δέοντα.  

 Μέ ὑπεδέχθησαν λίαν φιλοφρόνως, οἱ Πατέρες, καί ἄνοιξαν τό ἐκκλησάκι τους γιά νά προσκυνήσω. Μπαίνοντας μέσα, εὑρῆκα ἕνα εὔσωμο καί ἁπλούστατο Μοναχό, τόν π. Κλήμη. Εἶχε τά χέρια ὑψωμένα καί στό μέσον τοῦ Ναοῦ ἔψαλλε πολλές φορές τό «Χριστός Ἀνέστη».

῾Ο ἱερομ. Θωμᾶς, μᾶς ἐκάλεσε στό σαλόνι. ῏Ηλθε καί ὁ π. Κλήμης, καί ἐπ᾿ εὐκαρία ἐρώτησα νά μάθω ποιός εἶναι αὐτός ὁ Μοναχός, ἀπό ποῦ κατάγεται, πῶς ἔγινε Μοναχός κλπ. ῎Ετσι, ἄρχισα τό γνωστό μου ἐρωτηματολόγιο.

-Γέροντα Κλήμη, Χριστός Ἀνέστη.

-Ἀληθῶς Ἀνεστη, παιδί μου.

-Πάτερ, σᾶς ἄκουσα στήν ἐκκλησία νά ψάλλετε μέ πολύ πόθο καί χαρά τόν ἀναστάσιμο παιᾶνα τό "Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν..." καί πολύ χάρηκα. Θά ἤθελα νά μοῦ ἐλέγατε κάτι ἀπό τήν ζωή σας γιά νά γνωρισθοῦμε καί καλλίτερα.

-Νἆναι εὐλογημένο παιδί μου. Σάν τί θέλεις νά μέ ρωτήσης;

-Γέροντα Κλήμη, ποῦ γεννηθήκατε καί πῶς μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στήν Θήβα τό ἔτος 1925. Οἱ γονεῖς μου ἦσαν ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ. ῏Ηταν εὐσεβεῖς, ἀλλά ἡ μητέρα μου, ἦτο εὐσεβέστερη ἀπό τόν πατέρα μου. Ἐπήγαινε συχνά στήν ἐκκλησία καί στό Μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σαγματᾶ. ῎Επαιρνε καί ἐμένα μαζί της. Τήν ἄκουγα πού προσευχόταν καί ἔλεγε: «῞Αγιε Σωτῆρα μου, φύλαξε καί δῶσε ζωή στό παιδί μου καί ἄς πεθάνω ἐγώ». Τρόπον τινά μέ εἶχε ἀφιερώσει στό Μοναστήρι αὐτό, Γι᾿ αὐτό καί τό κοσμικό μου ὄνομα, ἦτο Σωτήριος. Τό ἐπώνυμό μου Κατσίνας.

 ῏Ηταν θέλημα Θεοῦ νά μέ ἀφήσῃ ὀρφανό ἀπό τεσσάρων ἐτῶν. Ἀπό ψηλά ὅμως μέ ἐσκέπαζε μέ τίς εὐχές της. ῞Οταν μεγάλωσα, ἐπῆγα στρατιώτης στήν πιό δύσκολη περίοδο τοῦ ῎Εθνους μας, τήν περίοδον τοῦ ἀνταρτοπολέμου.

-Πῶς ἐγίνατε, Γέροντα, Μοναχός;

-῾Ως στρατιώτης πού ἤμουν, ἔβλεπα κάθε ἡμέρα τόν χάρο μά τά μάτια μου. Πολλές φορές ἐβάδιζα ἐπάνω σέ σκοτωμένους ἀδελφούς μας ῞Ελληνες. Τί κακό πρᾶγμα, εἶναι ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, ἀδελφοί μου! ῾Ο ἀδελφός  νά σκοτώνῃ καί προδίδῃ τόν ἀδελφό του, Οὐαί καί ἀλλοίμονο. Εἶναι ὀργή Θεοῦ.

Παρακαλοῦσα καί ἔλεγα σήν Παναγία μας: «Κυρία Θεοτόκε Μαρία, ἅμα ζήσω θά γίνω Καλόγερος. "῞Αγιε Νικόλαε, σκέπασέ με. Ἐάν τραυματισθῶ, νά τραυματισθῶ ὀλίγο. ῎Αν τραυματισθῶ βαρειά, καλλίτερα νά φύγω ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή, γιά νά μήν ὑποφέρω οὔτε ἐγώ, οὔτε καί οἱ ἄλλοι μαζί μου.» Ἀλλά ὁ Θεός μέ ἐδοκίμασε σκληρά. ῎Εσπασε τό ἕνα πόδι μου, διότι ἔπεσα σέ μία ἐνέδρα ἀνταρτῶν καί ἀπό τότε κι ἐγώ «ἔπεσα μέ τά μοῦτρα στήν Θρησκεία καί τήν κκλησία.

Ἀφοῦ ἔγινε καλά τό πόδι μου, ὄχι τελείως καλά, διότι μέχρι τώρα κουτσαίνω, οἱ συγγενεῖς μου ἤθελαν νά μέ παντρέψουν. Ἐγώ δέν ἤθελα. Τότε ἔγινε μεγάλος καυγᾶς μεταξύ τῶν συγγενῶν μου, καί τῶν συγγενῶν τῆς κόρης. Στάθηκε ἀνάμεσά τους ὁ ἀδελφός τῆς κόρης, μέ ἕνα τσεκούρι, καί ἀπείλησε νά τούς σκοτώσῃ ὅλους, ἄν γίνῃ αὐτό τό συνοικέσιο. Ἐγώ τοῦς ἔλεγα, ἀφῆστε με ἐγώ θέλω νά γίνω Καλόγερος. Τελικά διαλύθηκε σάν καπνός αὐτή ἡ προσπάθειά τους, κι ἐγώ ἀνέβηκα στό Μοναστήρι τοῦ Σαγματᾶ τό 1949 νά μονάσω. Τότε ἡγούμενος ἐκεῖ ἦτο ὁ ἀρχιμ. Γρηγόριος, πρώην ῾Αγιορείτης Μοναχός. Αὐτός μέ ἔκειρε ρασοφόρο Μαναχό. ῎Εμεινα περίπου τέσσαρα χρόνια, ἐργαζόμενος παντοῦ καί τό 1953, ἔφυγα γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος.

-Ποῦ ἐμείνατε εἰς τό ῞Αγιον ῎Ορος, καί ποίους Γεροντάδες γνωρίσατε;

-Στήν ἀρχή, ὅταν ἦλθα, ἔμεινα τέσσαρα χρόνια στήν Νέαν Σκήτη, καί μετά ἦλθα ἐδῶ ὅπου εἶμαι τώρα, στήν ῾Αγία ῎Αννα. Γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος μέ ἔκαμε Μεγαλόσχημο Μοναχό, ἦτο ὁ Γέρο Ἀκίνδυνος. Προερχόταν ἀπό τά κελλιά τῆς Προβάτας. Αὐτός μοῦ εἶχε διηγηθεῖ μία σπουδαία ἱστορία, μέ ἕνα ἀσκητή ἀπό τήν Καλαμάτα.

Αὐτός ὁ ἀσκητής, ἀγωνιζόταν  στήν πατρίδα του μέ προσευχή καί νηστεία, γιά νά ὑποτάξῃ τόν παλαιό ἄνθρωπο. Τό 1910, ἦλθε στό ῞Αγιον ῎Ορος, γιά νά ἀναπαυθῇ πνευματικῶς καλλίτερα, καθώς ἔλεγε. Ἐπῆγε παντοῦ, ἀλλά πουθενά δεν τοῦ ἄρεσε. Ἐκεῖ πού στεκόταν σκεπτικός, τόν ἐπλησίασε μία ἀρχοντική Κυρία καί τόν ἐρώτησε:

-Τί σκέπτεσαι νεανία μου;»

-Νά ἦλθα ἐδῶ καί πουθενά δέν ἀναπαύθηκα.

-Μά γιατί; Κι αὐτό τό σπίτι πού βλέπεις δικό μας εἶναι, (δηλ. πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου), καί τό ἄλλο πιό πέρα, δικό μας εἶναι. Πήγαινε σέ ἕνα ἀπ᾿ αὐτά καί θά ἀναπαυθῇς. Πράγματι ὁ νέος Μοναχός, ἐπῆγε στό πρῶτο, πού τοῦ ὑπέδειξε ἡ Παναγία. Ἐκεῖ ἔμεναν δύο Πατέρες, ὁ παπᾶ Γρηγόρης καί ὁ παπᾶ Κοσμᾶς. Ἀφοῦ μπῆκε μέσα τούς εἶπε.

-Εὐλογεῖτε, Πατέρες, νά ἔχω τήν εὐχή σας. ῏Ηλθα νά ἐξομολογηθῶ. ῎Ερχομαι ἀπό τήν Καλαμάτα, γιά νά μονάσω πλέον ὁριστικά ἐδῶ. Δέν ἤξερα ὅμως σέ πιό Κελλί νά πάω. Τότε παρουσιάσθηκε μπροστά μου μία Κυρία, καί μοῦ ὑπέδειξε τό δικό σας σπίτι. Αὐτή ἡ Γυναῖκα μένει ἐδῶ;

-Εὖρες χάρι, παιδί μου, γιατί ἀξιώθηκες νά γνωρίσῃς τήν Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Αὐτή φροντίζει γιά ὅλους μας ἐδῶ καί αὐτή θά πρεσβεύσῃ γιά τήν σωτηρία μας. Μεῖνε μαζί μας, βάζοντας τόν ἑαυτόν σου κάτω ἀπό τόν ζυγό τῆς ὑπακοῆς καί μέ τίς πρεσβεῖες της, καί θά σωθῇς. ῞Ο,τι τρῶμε θά τρώγῃς, καί ὅ,τι θά λέμε νά τό κάνῃς. Δύο πράγματα ἄν μάθῃ ὁ Μοναχὀς, τό «εὐλόγησον» καί τό "νἆναι «εὐλογημένο», γρήγορα θά προοδεύσῃ στήν ἀρετή.

Πράγματι αὐτός ὁ Μοναχός  προώδευσε. Στά τρία χρόνια ἔγινε Μεγαλόσχημος, καί μετά ἕνα χρόνο τόν εὑρῆκε ὁ Θεός σέ μετάνοια καί τόν «ἅρπαξε», γιά τόν παράδεισο.

῞Ενα ἄλλο περιστατικό συνέβη στό Μοναστήρι τοῦ Σαγματᾶ, μέ τόν εὐλαβέστατο Μοναχό π. Νικόδημο. Κάποιο βράδυ, ἐπῆγαν κλέπτες στό μανδρί τῆς Μονῆς, μέ σκοπό νά κλέψουν τό καλλίτερο ἀρνί. Τούς ἀντελήφθη ὁ π. Νικόδημος, καί κατέβηκε κάτω.

-῎Εεε τί ἄνθρωποι εἶσθε ἐσεῖς καί τί θέλετε ἐδῶ τέτοια ὥρα;

-Νά πάτερ, ἐπιάσαμε λίγο γάλα ἀπό τήν γίδα καί σοῦ φέραμε νά τό πιῇς.

-Ἐγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό γάλα, βρέ παιδιά, διότι χθές βράδυ ἦλθαν τά παιδιά τοῦ Βασιλέως καί μοῦ ἔφεραν διαφόρων εἰδῶν φροῦτα.

-Τί φροῦτα εἶναι αὐτά, πάτερ;

-Νά, καρπούζια, πεπόνια, φράουλες καί ἄλλα.

-Μά τώρα εἶναι χειμῶνας, πῶς εὑρέθησαν τέτοια φροῦτα; Σίγουρα αὐτά πού μᾶς εἶπες, εἶναι λόγια τῆς φαντασίας σου.

Αὐτός δέν τούς εἶπε τίποτε. Τούς ἔδωσε μόνον κάτι εὐλογίες γιά τόν κόπον τους πού ἦλθαν νά κλέψουν, χωρίς νά τούς μαλώσῃ καί τούς ἄφησε νά φύγουν.

Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωῒ, δύο Ἀδελφοί εὑρῆκαν τόν π. Νικόδημο ξαπλωμένο, μέ τά χέρια σταυρωμένα, ἐνῶ ἡ ψυχή του εἶχε φύγει γιά τόν Παράδεισο, ἀπ᾿ ὅπου χθές εἶχε λάβει τίς εὐλογίες τῶν φρούτων.

-Τί ἄλλες ἱστορίες γνωρίζετε νά μᾶς πῆτε, πάτερ Κλήμη;

-῞Οταν ἤμουν λαϊκός καί ἔβοσκα τά πρόβατά μου στά λειβάδια τῆς πατρίδος μου, θυμᾶμαι μοῦ συνέβη ἡ ἐξῆς σημαδιακή ἱστορία τήν ὁποίαν ἐξήγησα, ὅταν ἦλθα γιά Μοναχός στήν ῾Αγία ῎Αννα.

῞Ενα πρωΐ, ἀφοῦ ρμεξα τό γάλα τῶν προβάτων, τό πῆγα στό τυροκομεῖο. Ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ὁ σιδηροδρομικός Σταθμός, καί πολλές γυναῖκες ἐπερίμεναν τό τραῖνο. Ἀνάμεσά τους, βλέπω μία Κυρία, ἡλικίας πάνω ἀπό 60 ἐτῶν, πανέμορφη μέ βελούδινο μαντῆλι στό κεφάλι. Δέν φοροῦσε παπούτσια καί τά πόδια της ἦταν πρισμένα καί σκασμένα ἀπό τό περπάτημα. Ἀποροῦσα κι ἔλεγα στόν ἑαυτόν μου:

Πρώτη φορά βλέπω αὐτή τήν θεία ἐδῶ. Τώρα κατέβηκε ἀπό τά βουνά; καί εἶναι τόσο πρισμένα τά πόδια της; Φαίνεται θά ἐχάλασαν τά παπούτσια της στόν δρόμο καί ἔφθασε ἐδῶ ξυπόλυτη μέ τά πόδια μελανιασμένα!...

 Ἐπῆγα γρήγορα σ᾿ ἕνα μαγαζί καί ἀγόρασα ἕνα ζευγάρι παπούτσια. Μέχρι τότε δέν ἤξερα, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι καλό πρᾶγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῎Ημουν ἁπλός καί ἀγράμματος ἄνθρωπος.

Τά πλήρωσα καί τά ἔδωσα σέ κάποιον νά τῆς τά δώσῃ. Ἐκείνη τά πῆρε. Μπῆκε στό τραῖνο. Ἐγώ τήν κύτταζα ἀπό μακριά. Βγῆκε κι αὐτή στό παράθυρο, καί μοῦ εἶπε δυνατά. «Γι᾿ αὐτό τό καλό πού μοῦ ἔκαμες, θά ἰδῇς ἐγώ τί μεγάλο καλό θά σοῦ κάνω. Θά σέ πάω σ᾿ ἕνα Περιβόλι πολύ ὡραῖο πού ἔχει μία σιδερένια πόρτα. Καί νά θέλῃς νά βγῇς ἀπ᾿ ἐκεῖ δέν θά ἠμπορῇς».

Καί ποιά νομίζετε, Πατέρες, ὅτι ἦταν αὐτή ἡ θεία; ῾Η ῾Αγία ῎Αννα, διότι ὅταν ἦλθα ἐδῶ καί προσκύνησα τήν εἰκόνα της, καί εἶδα τό βελουδένιο μαντῆλι καί τά ροῦχα της, θυμήθηκα αὐτή τήν Κυρία καί κατάλαβα ποιά ἦταν καί ποιό ἦταν τό Περιβόλι.

῎Εκλαψα ἀπό χαρά καί συγκίνησι ἐκείνη τήν ἡμέρα. Δέν εὕρισκα λόγια νά εὐχαριστήσω τήν θεία. Γι᾿ αὐτό καί δέ ἠμπορῶ νά φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ, διότι καί πολλοί Πνευματικοί καί ὁ Γέροντάς μου, μοῦ ἔλεγαν: «Μή φύγῃς ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀπό τήν Προστάτιδά μας, τήν ῾Αγία ῎Αννα, μέχρι τοῦ θανάτου σου».

-Εἶσθε εὐχαριστημένος, Γέροντα,  ἀπό τήν μοναστική ζωή;

-῎Εεε πῶς δέν εἶμαι; Ἀλλά αὐτά πού ζητάω ἐγώ δέν μοῦ ἔρχονται. Φαίνεται δέν εἶμαι ἄξιος, ἤ ξέρει ὁ Θεός, ὅτι δέν πρέπει νά μοῦ κάνῃ αὐτά τά θελήματα.

-Πῶς νά ἀντιμετωπίζουμε τούς πειρασμούς Γέροντα;

    Θά κάνουμε ὑπομονή καί θά λέμε: «Ὅπως θέλῃς ἐσύ Θεέ μου». Ἐμένα πολύ μέ πειράζει ὁ λογισμός νά φύγω ἀπ᾿ τό Κελλί μου, ἀλλά καί ποῦ νά πάω, Γεροντάκι τώρα ἐγώ; Ὅταν ἔρχωνται οἱ λογισμοί τῆς φυγῆς, ἀπευθύνομαι μέ θυμό στόν ἑαυτόν μου, καί τοῦ λέγω· «ἔλα ἐδῶ, βρέ παλιάνθρωπε.  Ἐσύ εἶσαι πολύ ἄσωτος καί ψεύτης. Δέν ὑποσχέθηκες στήν κουρά σου, ὅτι θά μείνῃς σ᾿ αὐτό τό σπίτι μέχρι τήν τελευταίαν σου ἀναπνοή; Δέν ἔδωσες τό ψαλίδι στόν Παπᾶ πού σέ ἐκούρευσε, καί σύ τότε ἔλεγες: «Ναί τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος μοι, τίμιε πάτερ; Λοιπόν ποῦ θέλεις νά πς; Κάτσε ἐδῶ γιατί θά ἔχουμε ἱστορίες...῾Ο ῞Αγιος τοῦ Κελλίου ἐπῆρε τήν συγκατάθεσί σου καί τήν ἐπῆγε μπροστά στόν θρόνο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Λοιπόν ἅμα δέν τήν εὕρῃ τήν ψυχή ἐδῶ, ἄραγε θά σέ σώσῃ ἡ Παναγία;

-῎Εχετε ἐλπίδες γιά τήν σωτηρία σας, Γέροντα;

-῎Εεε πῶς δέν ἔχω. ῎Εχω βέβαια ἐλπίδες, διότι μέ εὐλόγησε ἡ Παναγία μας στήν Τῆνο. Τότε ἤμουν Μοναχός στήν Μονή τοῦ Σαγματᾶ, καί εἶχα πάει στήν ἑορτή τῆς Παναγίας μας, τήν 15η Αὐγούστου στήν Τῆνο. Ἀλλά ἀκοῦστε τήν ἱστορίαν μου αὐτή, νά θαυμάσετε τήν ἀγάπη τῆς Παναγίας μας.

Ἀπό χρόνια ἐπιθυμοῦσα νά πάω στήν ἑορτή τῆς Παναγίας τῆς Τήνου, ὅπως πηγαίνουν καί ἄλλοι πολλοί προσκυνητές. Ἐξωμολογήθηκα ἐκεῖ σ᾿ ἕνα Πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἦτο πρώην Σιναῒτης. Αὐτός μοῦ εἶπε: «Μπορεῖς νά γίνῃς καί παπᾶς, ἀλλά καλλίτερα νά τ᾿ ἀποφύγῃς, ἐκτός καί σέ πιέσουν, διότι νά, ἐγώ σηκώνω ἐπάνω μου δύο φορτία. Τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μου καί τό τῆς ῾Ιερωσύνης».

Ἐκεῖνο τό βράδυ, ἔγινε ἡ θαυμαστή ἐμφάνισις τῆς Θεοτόκου μέσα στόν Ναό, τήν ὁποίαν ὅμως ἐγώ δέν τήν εἶδα. Στεκόμουν πλησίον τῆς βορείας Πύλης τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, καί ἄκουσα φωνές: «ἡ Παναγία, ἡ Παναγία..." καί τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα.

Ἐγώ, ἐσκεπτόμουν, ὅτι λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μου, δέν εἶμαι ἄξιος νά τήν ἰδῶ. Τότε λοιπόν πού ἔκανα αὐτές τίς σκέψεις, μέ πλησιάζει ἕνας νέος πού ἦταν ντυμένος στά λευκά καί ἄστραφτε ἀπό πολύ χάρι καί ὀμορφιά. Ἐγώ τόν ἐρώτησα πρίν αὐτός μοῦ μιλήσῃ:

-Ἐσύ παλλικάρι μου τήν εἶδες τήν Παναγία μας; Ἀντί νά μοῦ ἀπαντήσῃ, μ᾿ ἔπιασε ἀπό τό χέρι, καί ἐγώ χωρίς νά τόν ρωτήσω ποῦ μέ πηγαίνει, τόν ἀκολουθοῦσα, περνώντας μέσα ἀπό τά γυναικόπαιδα. Μέ ἐπῆγε μπροστά στήν Εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καί μοῦ ἔδειξε μέ τό χέρι του πρός ἕνα σημεῖο τοῦ Νάρθηκος. Κυττάζοντας ἐγώ πρός τά ἐκεῖ, εἶδα μιά παλαιά μορφή τῆς Παναγίας ζωγραφισμένη στόν τοῖχο. Τότε ξαφνικά ἡ Θεοτόκος μέ εὐλόγησε, ὡσάν νά ἦτο ζωντανή. Ἐγώ πάγωσα ἀπό τόν φόβο μου. Παρέλυσαν τά πόδια μου καί φώναζα: «Πιστεύω, πιστεύω, Παναγία μου...» Οἱ γύρω γυναῖκες, ἔλεγαν: «Ἀλλοίμονο ἄν δεν πιστεύετε ἐσεῖς οἱ Μοναχοί».

Αὐτή ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας μας, πολύ μέ ἐστερέωσε καί δέν ἔπεσα σέ ἁμαρτίες.

Πολλοί μέ πολέμησαν καί δαίμονες καί ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ αὐτό τό γεγονός πάντοτε μέ ἐνδυναμώνει καί μέ συγκλονίζει. Δυστυχῶς ὅμως, ἐγώ εἶμαι ἀχάριστος ἄνθρωπος ἀπέναντι τῆς  Παναγίας μας.

-Πῶς μποροῦμε νά ζήσουμε κι ἐμεῖς κάτι ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν ῾Αγίων, Γέρο Κλήμη;

Ἀφοῦ μετανοήσουμε πρῶτα γιά τίς ἁμαρτίες μας. ῾Η μετάνοια εἶναι μεγάλο πρᾶγμα γιά τόν ἄνθρωπο, διότι δέν περιπλέκεται πλέον μέ τήν ἁμαρτία, τήν ὀκνηρία καί τά ψεύτικα πράγματα. ῎Αν μετανοῇς, θέλεις συνεχῶς νά κλαῖς, καί ἀργότερα θά γνωρίσῃς μεγάλα πράγματα. Καί ἄν αἰσθανθῇς τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, θά λέγῃς: "Ποῦ εἶσαι Χριστέ μου; Ποῦ εἶσαι Παναγία μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες";

Ἐσεῖς οἱ νέοι νά ἔχετε σεβασμό στούς μεγαλυτέρους. Νά μή ἐξετάζετε τί κάνει ὁ πλησίον σας, τί κάνουν οἱ Προϊστάμενοί σας, τί κάνει ὁ τάδε Καλόγερος. Τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως κι ἐσεῖς καί ἐγώ θά δώσουμε λόγο γιά τά ἔργα, τά λόγια καί τά ἁμαρτήματά μας.

-Μοῦ δίνετε μία συμβουλή γιά τήν σωτηρία μου, Γέρο-Κλήμη;

-Νά κάνετε ὑπακοή στούς ἀνωτέρους σας. ῞Οταν θά σᾶς στέλλουν ἔξω στόν κόσμο νά πηγαίνετε μέ φόβο καί ἡ χάρις τῆς ὑπακοῆς θά σᾶς σκεπάζῃ. Να μή πορεύεσθε μέ πονηρία. ῎Αν σᾶς συκοφαντήσουν, δῶστε τόπο στήν ὀργή καί μή κάθεστε νά ἐξετάζετε τά πράγματα μέ λεπτομέρειες. Νά συγχωρῆτε ὅσους σᾶς βλάπτουν καί κατακρίνουν. Νά κλαῖτε γιά τόν ἑαυτόν σας καί, ἄν μπορῆτε, παρακαλέστε τόν Θεό καί γιά τούς ἐχθρούς σας. ῞Οποιος κάνει ὑπακοή, ἐκεῖ ὅπου ἔγινε Καλόγερος, ὁ ῞Αγιος τοῦ Κελλίου δέν τόν ἀφήσει νά χαθῇ, διότι εἶναι ὁ πρῶτος μεσίτης πρός τήν Παναγία μας.

Ἐμεῖς πολλές φορές πλανώμεθα, ὅταν σκεπτώμεθα, ὅτι ἀλλοῦ δῆθεν εὐκολώτερα θ᾿ ἁγιασθοῦμε καί θά βροῦμε τήν ἀρετή. Χωρίς ὑπομονή γιά τό Σταυρό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός νά σηκώσουμε, χάνομε αὐτόν τόν Σταυρό καί τίς εὐλογίες πού ἀπορρέουν ἀπ᾿ αὐτόν.

Ἐγώ, τώρα μένω μόνος μου στό Κελλί μου. ῞Οσο μπορῶ κάνω ὑπακοή σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους Πατέρες τῆς Σκήτης. Τούς βοηθῶ καί μέ βοηθοῦν καί αὐτοί. Συγχωρῶ ὅσους μέ ὑβρίζουν καί μέ συκοφαντοῦν. Κάνω ὅ,τι μπορῶ. ῎Ανθρωπος ἁμαρτωλός εἶμαι κ ἐγώ. Κάνετε καί ἐσεῖς ὅ,τι μπορεῖτε καί ὁ Θεός θά εἶναι πάντα μαζί μας καί δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψῃ.

Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, πάτερ Κλήμη, γιά ὅσα θαυμαστά καί ὠφέλημα μᾶς εἴπατε. Νά μᾶς θυμᾶσθε στίς προσευχές σας. Τήν εὐχή σας. Χριστός Ἀνέστη.

Ἀληθῶς  Ἀνέστη ὁ Κύριος, παιδί μου. Νά πᾶς στήν εὐχή τῆς Παναγίας μας, καί μή ξεχάσῃς νά συγχωρῆς αὐτούς πού σέ συκοφαντοῦν ἤ σέ κατακρίνουν.

-Νἄναι εὐλογημένο Γέροντα.

Ἕνας γείτονάς του μοῦ ἔλεγε γιά τόν Γέρο Κλήμη ὅτι εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στίς γάτες. Εἶχε πολλές κοντά του. Ἔτρωγαν μαζί του καί τόν ἀκολουθοῦσαν ὁπουδήποτε ἐπήγαινε. Λόγῳ τῆς ἁπλότητός του, συζητοῦσε μαζί τους σάν νά ἦσαν ἄνθρωποι. Καί τούς ἔλεγε: "Κάντε ὑπακοή ὅ,τι σᾶς λέω....Νά χαθῆτε ἀπό μπροστά μου, γιατί ἤλθατε κοντά μου στό Κυριακό καί μοῦ ἔκαναν ἐξ αἰτίας σας παρατηρήσεις οἱ Πατέρες τοῦ Κυριακοῦ;

Ὁσάκις  ὁ γείτονάς του τοῦ ἐπήγαινε λίγο φαγητό, γιατί ὁ ἴδιος σπανίως μαγείρευε, ἀπαντοῦσε στό κάλεσμα τοῦ Ἀδελφοῦ: "Ἐρχόμαστε...." καί ἐννοοῦσε φυσικά τήν συνοδία του, τίς γάτες του..."Βρέ π. Γεώργιε, γιατί δέν ἀνοίγεις τήν πόρτα;  Ἔε, ἐσύ πάτερ Θεόδουλε, ξύπνα, γιατί κοιμᾶσαι;

-Πάτερ Κλήμη, ποιούς φωνάζεις, ποιοί εἶναι μέσα στό σπίτι σου;

-Κανέναν δέν ἔχω, ἀλλά μιλάω ἔτσι μέ τίς γάτες γιά νά μέ προστατεύη ὁ Θεός καί ἡ Παναγία ἀπό τούς κλέφτες. Ἄν ἀκούουν τά λόγια μου αὐτά κλέφτες, φοβοῦνται νά μποῦν μέσα, διότι θά νομίσουν ὅτι εἴμαστε μεγάλη συνοδία καί ἔτσι θά γλυτώσω. Ποῦ νά ξέρουν βέβαια ὅτι εἶμαι ὁλομόναχος μέ μόνη τήν συνοδία τῶν γατιῶν μου....

Ὁ Γέρο-Κλήμης, καθήμενος σέ μιά παλιά ξύλινη πολυθρόνα, μετά ἀπό κάποια ἀσθένεια, ἐγκατέλειψε τά ἐπίγεια καί μετέβη στά ἄφθαρτα καί αἰώνια σκηνώματα τοῦ Θεοῦ νά ἀπολαύση τά ἀνεκλάλητα ἀγαθά τοῦ Παραδείσου τό ἔτος 2001.

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου