Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
Τὸν παρελθόντα μῆνα ὁ «Ο.Τ.» ἐδέχθη ἐπωνύμους καταγγελίας ὑπὸ πιστῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Ἱ. Μ. Περιστερίου σχετικῶς μὲ τὴν ἀφαίρεσιν ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἰς συγκεκριμένους ἱ. ναούς. Ἡ διαχείρισις τοῦ ζητήματος ἀπήτει διάκρισιν, ὥστε νὰ μὴ μεγιστοποιηθῆ τὸ ὅλον θέμα καὶ δημιουργηθῆ μεῖζον σκάνδαλον ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἤδη ταλαιπωρεῖ συνειδήσεις εὐσεβῶν ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦτο ὁ «Ο.Τ.» «ἔσπευδε βραδέως». Ὡστόσον, ἐνῶ ἡ ἔρευνα τοῦ «Ο.Τ.» εὑρίσκετο εἰς ἐξέλιξιν, ἐδόθη εἰς τὴν δημοσιότητα κείμενον τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου πρ. Καλαβρύτων κ. Ἀμβροσίου. Εἰς αὐτὸ ὁ πολιὸς Ἱεράρχης ἀναφέρεται εἰς δύο ἐπιστολάς του (11ης Νοεμβρίου καὶ 23ης Ἰανουαρίου), διὰ τῶν ὁποίων ἀπετείνετο πρὸς τὴν Διαρκῆ Ἱερὰν Σύνοδον, προκειμένου αὐτὴ νὰ ἐξετάση καὶ νὰ λάβη τὰς προσηκούσας ἀποφάσεις σχετικῶς μὲ τὸ ἀνακῦψαν ζήτημα. Παραλλήλως, ἀπηυθύνθη γραπτῶς πρὸς τὸν ἴδιον τὸν Σεβ. Μητροπολίτην Περιστερίου κ. Γρηγόριον (Παπαθωμᾶν) ἐκ τοῦ ὁποίου, ὡς πληροφορεῖ ἅπαντας, ἔλαβε τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν:
«…ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως ἐδέχθημεν ἕνα τηλεφώνημα ἐκ μέρους Του, εἰς τὸ ὁποῖον μᾶς προέβαλεν ὡς ἐπιχείρημα, ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἰς τὸ Ἱερὸν Βῆμα εἶναι καινοτομία τῶν 100 τελευταίων ἐτῶν, διὸ καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ ἀφαιρεθῆ ἐκεῖθεν! «Μέχρι τοῦ ἔτους 1900 δὲν ὑπῆρχεν ὁ Ἐσταυρωμένος εἰς τὸ Ἱερὸν Βῆμα», μᾶς εἶπεν ἐπὶ λέξει!».
Ἐφ’ ὅσον τὸ ὅλον ζήτημα καὶ ἡ συζήτησις ἔχει λάβει δημοσίους διαστάσεις, δὲν κωλύει τίποτε τὴν πέννα μας νὰ ἀποτυπώσωμεν σκέψεις πρὸς εὐρύτερον προβληματισμόν.
Ἐκ προοιμίου νὰ σημειώσωμεν ὅτι τείνει νὰ καταστῆ ἄτυπος παράδοσις τὸ ἑξῆς: ὅταν ἀνέρχεται νέος Μητροπολίτης εἰς οἷονδήποτε θρόνον, προβαίνει μονομερῶς εἰς μεταρρυθμίσεις εἴτε ἐπιβάλλων τὰς θεωρίας του εἴτε ἐκ ζήλου διὰ τὴν ποιμαντικὴν εἴτε διὰ τὸ θεαθῆναι. Ἄλλωστε οὐδέποτε ἐρωτᾶται τὸ ποίμνιον, ὅπως καὶ δὲν λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ συμφωνία τῶν πρεσβυτέρων διὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ ἑκάστοτε Ποιμενάρχου των. Ὡστόσον, εὐσεβεῖς χριστιανοί, «μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία», διότι ὅ,τι εἶναι ἐκ Θεοῦ θὰ παραμείνη, ἐνῶ ὅ,τι εἶναι ἐκ πειρασμοῦ σύντομα ἢ ἀργὰ θὰ καταπέση. Εἶναι ὅμως ὀρθὴ ἡ συγκεκριμένη ἀπόφασις τοῦ Σεβ. Περιστερίου δι’ ἀφαίρεσιν τοῦ Τ. Σταυροῦ;
Ἱστορικὴ προσέγγισις
Ὁ Σεβ. Περιστερίου διατείνεται ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Τ. Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης εἶναι μόλις τῶν 100 τελευταίων ἐτῶν. Ὄντως εἶναι. Ὅμως ἀρκεῖ αὐτό; Ἀφ’ ἑνός, ὡς ὑποστηρίζει καὶ ὁ πρ. Καλαβρύτων, ἀποτελεῖ πλέον παράδοσιν 100 ἐτῶν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου, πολλὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καθιερώθησαν, ἐπειδὴ παρέμειναν ἐπὶ πλεῖστα ἔτη π.χ. ἡ μίτρα τῶν Ἐπισκόπων, τὸ μεγάλον ὠμόφορον, ὁ σάκκος κ.λπ. Θὰ ἠδύνατο, ἑπομένως, ὁ Σεβ. Περιστερίου νὰ λάβη ἀρχὴν μεταρρυθμίσεων ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴν τῆς λειτουργικῆς του ἐνδυμασίας. Προφανῶς, ὅμως, αὐτὸ θὰ ἠνόχλη τοὺς συνΙεράρχας του, εἰς τοὺς ὁποίους ὀφείλει τὴν ἀνάρρησίν του, ἐνῶ ἡ ἐνόχλησις τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ Τ. Σταυροῦ δὲν ἔχει ἀξίαν…
Διατί ὅμως συγκεκριμένως νὰ ἀσχολῆται κάποιος Ἐπίσκοπος μὲ τὸν «Ἐσταυρωμένον»; Διότι ἤδη αὐτὴ ἡ ἀφαίρεσις ἀποτελεῖ πρακτικήν, τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζουν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως! Ἂς ὑπενθυμίσωμεν ὅτι τὸ ἔπραξεν ἤδη ὁ Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος (ὁ καινοτομῶν μὲ τὰ «πολλαπλὰ κουταλάκια»…), ἀκολουθῶν αὐτὸ ποὺ συμβαίνει ἤδη εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον εἰς τὸ Φανάρι, ὅπου ὅταν λειτουργῆ ὁ Πατριάρχης ὁ Ἐσταυρωμένος ἀποσύρεται, ἐνῶ ὅταν ἱερουργῆ κληρικὸς ἐπανέρχεται. Ἡ μεταφορὰ καὶ ἐπαναφορὰ τοῦ Τ. Σταυροῦ ὀλίγον πλέον ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ καταντήση ἡ ὑπόθεσις θεατρινισμός. Πῶς αἰτιολογεῖται ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Ὡς διατείνονται, σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ τῆς σπουδαιότητος τοῦ συνθρόνου, δηλ. τῶν θέσεων ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἰς τὴν κόγχην, ὅπου κάθεται ὁ Ἐπίσκοπος καὶ τὸ πρεσβυτέριον.
Ἡ ἰδέα αὐτὴ εἶναι μᾶλλον ρομαντική, ἐὰν δὲν εἶναι στοχευμένη… Ἀρκεῖ νὰ ἐξετάση κανεὶς τὴν ἱστορίαν τοῦ συνθρόνου, διὰ νὰ ἀποφανθῆ μὲ νηφαλιότητα. Τὸ σύνθρονον ἐμφανίζεται εἰς τὴν παλαιοχριστιανικὴν ναοδομίαν καὶ κορυφώνεται περίπου τὸν 6ο αἰ μ.Χ. Ὁλοένα μεγεθύνεται καὶ ὑψώνεται, ἀρχικὰ προκειμένου ὁ Ἐπίσκοπος νὰ φαίνεται ὄπισθεν τοῦ ὑψηλοῦ κιβωρίου τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐνῶ μετέπειτα ἀκολουθεῖ τὴν πορείαν τῆς ἐξελίξεως τοῦ τέμπλου, τὸ ὁποῖον τελικῶς εἰς τὴν πλήρη ἐξέλιξίν του θὰ ἀποκλείση πλήρως τὸ Ἱερὸν Βῆμα ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπον ναόν. Ὅμως, πολὺ πρὶν τὴν ἀνύψωσιν τοῦ τέμπλου ἕως τὴν ὀροφὴν τοῦ ναοῦ, ὅπου πλέον ἦτο ἀδύνατον νὰ φαίνεται ὁ Ἐπίσκοπος, ἤδη τὸ συνθρόνον ἀτονεῖ καὶ ἐξαφανίζεται περὶ τὸν 10ον αἰ μ.Χ. Ἡ ἐπικράτησις τῆς τιμῆς τῶν ἱ. εἰκόνων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξέλιξις τῆς ναοδομίας καθιστοῦν δύσχρηστον τὸ σύνθρονον. Διὰ τοῦτο -ὅπως καὶ δι’ ἑτέρους λόγους- ἤδη κατὰ τὴν βυζαντινὴν περίοδον ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ Ἱερὸν Βῆμα καὶ τοποθετεῖται εἰς τὸν σολέαν, ὅπου εὑρίσκεται καὶ σήμερα.
Ἀντίθετον πορείαν εἰς σχέσιν μὲ τὸ σύνθρονον εἶχεν ἡ χρῆσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ὁποία βαίνει πολλαπλασιαζομένη, καθὼς τίθενται εἰς τὴν λειτουργικὴν ὑπηρεσίαν: «σταυρὸς εὐλογίας», «σταυρὸς ἁγιασμοῦ», «σταυρὸς ἀρτοφόριον», «σταυρὸς λειψανοθήκη», ἐπιστήθιος σταυρὸς ὡς ὀφφίκιον κ.λπ. Δύο κύριοι παράγοντες συνέτειναν καὶ εἰς τὴν καθιέρωσιν Τ. Σταυροῦ μεγάλου μεγέθους διὰ τελετουργικοὺς σκοπούς. Πρῶτον, ἡ ἀπόφασις τοῦ Μ. Κων/νου νὰ θέση αὐτὸν ὡς ἔμβλημα εἰς λάβαρα, καθιερώνων κατ’ οὐσίαν τὸν τύπον τοῦ «σταυροῦ λιτανείας», ὁμοῦ μὲ τὴν ἀνακάλυψιν τοῦ Τ. Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν μητέρα του Ἁγίαν Ἑλένην, ἀνακάλυψις ἡ ὁποία ὡδήγησεν εἰς καθιέρωσιν πλείστων ἑορτῶν τοῦ Τ. Σταυροῦ: εὕρεσις, ὕψωσις, πρόοδος, σταυροπροσκύνησις κ.ἄ. Τοιουτοτρόπως, εἰσάγεται ἀπὸ ἐνωρὶς εἰς τὴν λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνάγκη ὑπάρξεως εὐμεγέθους Σταυροῦ. Δεύτερος λόγος, ἡ πολὺ παλαιὰ παράδοσις περὶ τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγ. Παθῶν, ἡ ὁποία ὑφίστατο εἰς τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Ἀντιοχείας:
«…κατὰ τὴν ἀπαγγελία στὸ ὕφος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ πρώτου τροπαρίου τοῦ ιε΄ ἀντιφώνου («Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…») τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Παθῶν, τοῦ ὄρθρου δηλαδὴ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἐλιτανεύετο ἀπὸ τὸν ἱερέα μεγάλων διαστάσεων σταυρὸς μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καρφωμένο ἐπάνω σ’ αὐτὸν κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκαθήλωσίς του… πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ περίπου χρόνια, θέλησαν στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κων/λεως νὰ μιμηθοῦν τὴν πρᾶξι τῆς Ἀντιοχείας (καὶ διέδωσαν αὐτὴν τὴν πρακτική)…» (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τ. Α΄).
Ἀπὸ αὐτὰ συνάγεται ὅτι: ἐνῶ προϊόντος τοῦ χρόνου τὸ σύνθρονον ὑπεβαθμίζετο, ὁ Τ. Σταυρὸς κατέκτησε κεντρικὴν θέσιν, ἐρχόμενος φυσικῷ τῷ τρόπῳ νὰ τοποθετηθῆ ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἰς τὸ κέντρον τῆς θείας λατρείας.
Πρακτικὰ ζητήματα
Δεδομένων τούτων, διερωτᾶται κανείς: Ποῦ ἀλλοῦ θὰ ἠδύνατο νὰ τοποθετηθῆ ὁ Τ. Σταυρός; Μήπως εἰς ἀποθήκην, διὰ νὰ ἐξάγεται μόνο κατὰ συγκεκριμένας ἡμέρας; Ὅταν μάλιστα σήμερα ὅλοι οἱ ἱ. ναοὶ ἔχουν τὸν «Ἐσταυρωμένον» ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, πῶς θὰ τὸν ἀπομακρύνουν; Τί θὰ τὸν κάνουν;
Παρόμοια ἰσχύουν διὰ τὸ σύνθρονον. Κατ’ ἀρχὰς πόσους θρόνους θὰ ἔχη ὁ Ἐπίσκοπος; Δύο; Ἕνα ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ ἕνα ἐκτός; Ἢ μήπως θὰ πρέπη νὰ ἀποσύρουν εἰς ἀποθήκην τὸν θρόνον ἀπὸ τὸν σολέαν, ὥστε νὰ παραμείνη μόνον ἐκεῖνος τοῦ συνθρόνου; Πῶς ὅμως θὰ βλέπη ὁ λαὸς τὸν ἐπίσκοπον, ὅταν τὸ τέμπλον εἶναι ὑψηλόν; Ἢ μήπως θὰ καταργήσουν τὰ τέμπλα; Παλαιοτέρα ἀπόπειρα Προκαθημένου ἐναυάγησεν… Ἀκόμη καὶ ἂν ὑποτεθῆ ὅτι κάτι διαφαίνεται ἀπὸ τὴν Ὡραίαν Πύλην, πόσας φορὰς θὰ μεταβῆ ὁ Ἐπίσκοπος εἰς τὸν συγκεκριμένον ἱ. ναόν, διὰ νὰ λειτουργήση, ὅταν ἔχη 40 ἱ. ναοὺς εἰς τὴν ἐπαρχίαν του; Ἄλλωστε πόσην ὥραν ἵσταται εἰς τὸ σύνθρονον; Διὰ τὴν μίαν φορὰν ἐτησίως, ὅπου θὰ ἐπισκεφθῆ τὸν ἱ. ναόν, καὶ διὰ τὴν ἡμισείαν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ καθήση εἰς τὸ σύνθρονον εἶναι σκόπιμον νὰ ἀφαιρεθῆ ὁ Τ. Σταυρός ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης;
Μήπως εἶναι ὅλα διὰ τὸ θεαθῆναι; Διότι τὸ σύνθρονον ὄχι μόνον τὸ ἐνθυμοῦνται ἀποκλειστικῶς εἰς Ἀρχιερατικὰ Συλλείτουργα ἀλλὰ καὶ ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι εἰς αὐτὰ τὰ πολυαρχιερατικὰ συλλείτουργα εἰς τὸ κέντρον τοῦ συνθρόνου κάθεται τιμητικῶς ὁ προσφέρων τὴν Θ. Εὐχαριστίαν καὶ ὄχι ὁ οἰκεῖος Ποιμενάρχης, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι:
«ἀπαγορεύεται ἡ ἄνοδος ὄχι μόνο τῶν λειτουργούντων ἱερέων, ἀλλὰ καὶ ἀρχιερέως ἄλλης ἐπαρχίας, ὅταν ἱερουργῆ ἀδείᾳ τοῦ κατὰ τόπον ἐπισκόπου» (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τ. Α΄).
Θεολογικοὶ λόγοι
Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ πηγάζει ἐκ θεολογικῶν συμβολισμῶν. Ἡ σύγχρονος ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἔρευνα προσανατολίζεται εἰς τὴν ἑξῆς ἄποψιν σχετικῶς μὲ τὸν συμβολισμὸν τοῦ συνθρόνου:
«Μεταφέρθηκε στὴν ἁψίδα τοῦ ναοῦ τὸ τυπικὸ σχῆμα τῆς αἴθουσας διδασκαλίας τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, ὅπως τὴ συναντήσαμε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Αὐτὸ γίνεται προκειμένου νὰ εἶναι εὔληπτος ὁ συμβολισμὸς ὅτι ὁ ἐπίσκοπος, ποὺ καθόταν στὸν ὑψηλὸ καθηγητικὸ θρόνο, ἔφερε μέσα στὴν σύναξη τῶν πιστῶν τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀναπαράγοντας τὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς μαθητές Του… συγχρόνως συσχετίζονταν μὲ τὴν παιδευτικὴ παράδοση τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ἱερῆς γνώσης τοῦ ἀρχαίου κόσμου» (Δ. Χατζηλαζάρου, Ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ σημασία τοῦ παλαιοχριστιανικοῦ συνθρόνου, Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 40 (2019) 17-28).
Σήμερα ὅμως ἡ ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ ἐκείνην τῆς ὑστέρας ἀρχαιότητος καὶ ὁ συμβολισμὸς αὐτὸς ἔχει παρέλθει. (Ἀφήνομεν κατὰ μέρος τὴν θεολογικὴν παιδείαν τοῦ ἑκάστοτε ἐπισκόπου). Ἐπιπροσθέτως, τὸ τότε αὐτοκρατορικὸν πλαίσιον δὲν εἶναι τὸ ἴδιον μὲ τὸ σημερινόν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἐξεικονίζεται καὶ εἰς τὴν ναοδομίαν. Οἱ μεγάλοι δρομαῖοι βασιλικοῦ τύπου ναοὶ ἀντικατεστάθησαν ἀπὸ ἄλλα εἴδη ναῶν μὲ χαρακτηριστικότερον, κατὰ τὰς μεταγενεστέρας κυρίως περιόδους, τοὺς ναοὺς μὲ τὸ σχῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Αὐτὸ δὲν ἦτο ἁπλῶς μία «μόδα», ἀλλὰ ἐξέφραζε τὴν νέαν αὐτοσυνειδησίαν τῶν Ἀνατολικῶν Χριστιανῶν ὡς Ὀρθοδόξων, ὁμολογητῶν τῆς πίστεως καὶ ἑτοίμων εἰς σταυρικὴν θυσίαν. Αὐτὸ διαφαίνεται καὶ εἰς τὰς ἑρμηνείας τῆς Θ. Λειτουργίας. Μετὰ τὴν εἰκονομαχίαν καὶ τὴν Τουρκοκρατίαν ὑποχωροῦν αἱ ἐσχατολογικαὶ ἑρμηνεῖαι τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ ἐπικρατεῖ ἡ Χριστολογική, ὅπου ὅλη ἡ Θ. Λειτουργία ἀποτυπώνει τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ μὲ κορυφαίαν στιγμὴν τὸ Σταυρικὸν Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασιν. Ὅταν λοιπὸν μεταγενέστερα ὁ Τ. Σταυρὸς τίθεται ὄπισθεν τοῦ Κενοῦ Τάφου, τὸν ὁποῖον συμβολίζει ἡ Ἁγία Τράπεζα, παράγεται μία φυσικὴ ζεῦξις Πάθους καὶ Ἀναστάσεως.
Εἰς αὐτὸν τὸν Τ. Σταυρὸν (προς)βλέπουν ὁ λειτουργὸς καὶ οἱ πιστοὶ κατὰ τὴν Θ. Λατρείαν, οἱ ὁποῖοι προτιμοῦν –σᾶς διαβεβαιοῦμεν- νὰ ἀτενίζουν τὸν ἴδιον τὸν «Βασιλέα τῆς Δόξης» διὰ νὰ κατανύσσωνται, παρὰ τὸν Κενὸν Θρόνον του [εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ;] τοπικοῦ Δεσπότου…
Ἄλλωστε, τί ἐπιζητοῦν μὲ τὸ σύνθρονον; Νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὑπάρχει σύμπνοια Ἐπισκόπων, κλήρου καὶ ποιμνίου, ὅταν τὰ τελευταῖα ἔτη σειρὰ γεγονότων (ἐν οἶς καὶ τὸ Οὐκρανικὸν μὲ τὴν γνωστὴν θέσιν, τὴν ὁποίαν ἔχει λάβει ὁ Σεβ. Περιστερίου ὑπὲρ τῶν ἀχειροτονήτων) ἔχει διχάσει τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς διορθώση ὁ Σεβ. Περιστερίου καὶ ἡ Ἱεραρχία ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, καὶ τότε ὁ ἴδιος ὁ λαὸς θὰ ἀνεβάση εἰς τὸ σύνθρονον τοὺς Ποιμένας του.
Συμπέρασμα: Ἂν δὲν λάβη κανεὶς ὅλα ὅσα ἐξεθέσαμεν ὑπ’ ὄψιν, τότε οἵαδήποτε ἀφαίρεσις τοῦ Τ. Σταυροῦ μόνον δυσαρμονίαν μεταξὺ κλήρου καὶ λαοῦ προκαλεῖ.
Ἂς ἀτενίσωμεν ὅμως καὶ τὴν θετικὴν πλευράν. Ἡ πρωτοβουλία τοῦ Σεβ. Περιστερίου νὰ κρύψη τὸν Ἐπίσκοπον εἰς σημεῖον μακρὰν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ ὦτα τῶν ἐκκλησιαζομένων, ἴσως νὰ ἀποβῆ ἐναντία εἰς ὅσα ὁ ἴδιος καὶ ἄλλοι προσδοκοῦν.