μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ
Ὁ Ζακχαῖος, ἄν καί ἀρχιτελώνης, ἐπειδή ταπείνωσε τόν ἑαυτό του ἀξιώθηκε νά φιλοξενήσει τόν Θεάνθρωπο Χριστό, νά γίνει Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί νά πεθάνει μαρτυρικά γι αὐτόν. Γι αὐτό δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανέναν γιά τίς ἁμαρτίες του ἀλλά νά προσευχόμαστε γι αὐτόν καί να ἐνθυμούμεθα τήν δική μας ἁμαρτωλότητα.
Μᾶς κάνει ἐντύπωση πώς ὁ Χριστός στάθηκε, κοίταξε τόν Ζακχαῖο καί τόν ἀποκάλεσε μέ τό ὄνομά του: «Ζακχαῖε». Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα ὄνομα τό ὁποῖο λαμβάνει ἀπό τήν Ἐκκλησία, στήν βάπτισή του. Ὁ Θεός ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι ἀνώνυμος καί πολυώνυμος. Εἶναι ἁπλά «ὁ ὤν», ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Μᾶς γνωρίζει μέ τό ὄνομά μας, μᾶς ἀναγνωρίζει σάν πρόσωπα, μέ τίς ἰδιαιτερότητές μας καί τήν μοναδικότητά μας. Μᾶς γνωρίζει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας καί ὑπήρχαμε στόν «νοῦ» του πρίν ὑπάρξει αὐτός ὁ κόσμος. Αὐτό πρέπει νά μᾶς παρηγορεῖ καί ποτέ νά μήν αἰσθανόμαστε μόνοι ἤ ἀβοήθητοι ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς περιβάλλει μέ τήν στοργή του κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Σέβεται τήν ἐλευθερία πού μᾶς ἔδωσε, τό αὐτεξούσιό μας καί μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά. Σέ μᾶς ἐναπόκειται νά δεχθοῦμε τήν ἀγάπη του, νά βγοῦμε ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό μας καί νά τόν προσκαλέσουμε νά ἔλθει καί νά κατοικήσει μέσα μας («ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν»). Ὁ Θεός δέν μᾶς ὑποχρώνει νά τόν ἀποδεχθοῦμε, θέλει νά τόν προσκαλέσουμε ἐλεύθερα στήν καρδιά μας.
Ἡ συνάντησή τοῦ Ζακχαίου μέ τόν Θεό εἶναι συνάντηση προσώπων. Ἀλλά καί ἡ προσωπική μας συνάντηση καί σχέση μέ τόν Θεό εἶναι σχέση προσώπων. Ὁ Ζακχαῖος ἐταπείνωσε τόν ἑαυτό του ἕως ἐξευτελισμοῦ προκειμένου νά ἀντικρύσει τόν Χριστό. Αὐτή ἡ αὐτοταπείνωση ἔκανε τόν Χριστό νά πεῖ: στό σπίτι σου πρέπει νά μείνω. Μέ ἕνα τρόπο ὑποχρέωσε τόν Θεάνθρωπο Χριστό νά σταθεῖ, νά τόν ἀντικρύσει καί νά τόν προσκαλέσει ὁ ἴδιος προσωπικά. Ἡ ταπείνωση προσκαλεῖ τόν Θεό στήν ζωή μας καί ἀναγκάζει τόν, μή ὑποκείμενο σέ ἀναγκασμούς, Θεό, νά μᾶς ἐπισκευθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νά συναντήσει τόν Θεό πρέπει νά ἀνέλθει στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ὅπως ὁ Μωυσής ἀνῆλθε στό Σινά, καί ὁ Θεός νά συγκατανεύσει καί νά κατέλθει, προκειμένου νά τόν συναντήσει. Ἡ ταπείνωση αὐτό ὑπηρετεῖ καί διά τοῦτο καλεῖται ἀπό τους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «ὑψοποιός».
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά τονισθεῖ εἶναι τό γεγονός ὅτι στήν ψυχή ἑνός τέτοιου προσώπου ὡς ὁ τελώνης ὑπῆρχε κάποια γωνιά τήν ὁποία δέ εἶχε ἁλώσει ἡ σκληρότητα καί ἡ ἀδηφαγία. Αὐτό τόν ἔκανε νά ἀνεβεῖ στήν συκομωρέα γιά νά ἀντικρύσει αὐτόν περί τοῦ ὁποίου ἐλέγοντο τόσα πολλά. Ἕνας μικρός τόπος στήν καρδιά του ζητοῦσε τόν Ἰησοῦ. Γι αὐτό καί ἔδειξε ἔμπρακτα τήν μετάνοιά του μοιράζοντας τετραπλασίως τόν πλοῦτο του στούς φτωχούς. Ὁ Χριστός ἐνθάρρυνε αὐτή τήν ψυχή. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσευχώμεθα γιά τους ἀνθρώπους πού ζοῦν στήν ἁμαρτία καί νά μήν τούς κατακρίνουμε. Ὁ Χριστός καί γι αὐτούς πέθανε καί ἡ προσευχή μας ἐνεργοποιεῖ τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἐμεῖς δέν προσευχηθοῦμε ποιός θά ἐνδιαφερθεῖ γιά τίς ψυχές αὐτές; Μέ ἕνα τρόπο αὐτές τίς ψυχές τίς ἔχουμε χρεωμένες ἐπάνω μας, ἐφόσον τά δικά μας μάτια ἔχουν διανοιγεῖ λίγο πρίν ἀνοιχθοῦν καί τά δικά τους. Ἄλλωστε ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἕνα σῶμα καί ἡ πορεία πρός τόν Θεό καθενός, ὠφελεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἐξαίρεται ἡ μοναδικότητα κάθε ἀνθρώπινου προσώπου. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουμε σάν πρόσωπα ὄχι σάν μάζα ἤ σάν ὄχλος. Γι αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία προσώπων. Σέ μιά ἐποχή ὅπου ἡ παγκοσμιοποίηση ἰσοπεδώνει τήν πολιτιστική φυσιογνωμία κάθε λαοῦ καί ὑποτάσει τίς ἰδιαιτερότητες καί τήν μοναδικότητα κάθε προσώπου σέ ἀριθμούς γιά τίς στατιστικές, ὁ ἱερεύς ἀναφωνεῖ: «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τάδε», καί προφέρει τό ὄνομά μας γιά καθένα ξεχωριστά. Πουθενά δέν ὑψώνεται ὁ ἄνθρωπος σάν ὀντότητα παρά μόνο στήν Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.