«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Δέν προσεύχομαι Κύριε τίς νύκτες γιά νά μέ βοηθήσεις, οὔτε κάτι μοῦ χρεωστεῖς καί πρέπει νά μοῦ τό γυρίσεις. Ἐγώ σοῦ χρεωστῶ τά πάντα καί σοῦ ὀφείλω ὅλη τήν ὕπαρξίν μου. Καί ὅταν ἐπευδοκεῖς ἡ Χάρις σου νά μή μέ πλησιάζει, δέν ἀνησυχῶ καί δέν ταράζομαι. Δέν παραπονιέμαι γιά κάτι. Ἔχω ἐμπιστοσύνη στήν μεγίστη εὐσπλαγχνία σου καί στόν σταυρικό σου θάνατο, τόν ὁποῖον ὑπέμεινες μόνον για μένα τόν παναμαρτωλόν. Ὅμως, πίστευσόν μοι, μοῦ ἀρέσει νά ψελλίζω τό ὄνομα σου εἴτε μέ τήν γλῶσσα μου εἴτε νά τό ἐπαναλαμβάνω χιλιάδες φορές μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Δέν ἔχω μέ κάτι ἄλλο πιό ἀνώτερο καί γλυκύτερο ἐδῶ στήν γῆ πού μ᾿ ἔφερες προσωρινά, νά ἀσχοληθῶ. Δέν μέ συγκινεῖ τίποτε ἀπό τά ἐγκόσμια. Ὅλα εἶναι φθαρτά, θνητά, ψεύτικα, ἀνούσια, παροδικά, διεστραμμένα, σοβατισμένα μέ τήν στιλπνότητα τοῦ ὡραίου, ἀλλά μέσα τους κρύβουν μία ἀνυπόφορη μπόχα, μία μυρουδιά τοῦ θανάτου.
Ἀκόμη καί οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποβλέπουν νά προσανατολίζουν τόν πιστό χριστιανό πρός τήν ἀναζήτησί σου Κύριε, ἴσως παραμένουν μόνον μία κραυγαλέα φωνή, μία εὐγενική προτροπή, χωρίς τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα τῆς θείας μαζί σου ἑνώσεως. Κι αὐτό γιατί συμβαίνει; Διότι τό μέγα ἐμπόδιο κρύβεται μέσα στά ἔγκατα τῆς ψυχῆς μας. Ἡ μερική ἀπώλεια τῆς Χάριτος, λόγω τῆς ἁμαρτωλῆς κοινωνίας μας καί τῶν παθῶν μας, ἐμποδίζουν τήν μόνιμη κατασκήνωσί της στήν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό κατήντησε πλέον νά λέγεται σάν παροιμία ἡ φράσις: «Τά πολλά τά «Κύριε ἐλέησον», τά βαρυέται καί ὁ Θεός»! Δηλαδή, λέγομεν τήν εὐχή μηχανικά, μόνο μέ τό στόμα, χωρίς νά νοιώθουμε τήν συντριβή τῆς καρδίας, ἀπό τήν συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Καί αὐτό ὀφείλεται, νομίζω, ὅτι δέν ἔχουμε τήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Δέν τήν λέγομεν τήν εὐχή πρός τόν Χριστόν, ἀλλά πρός τόν ἀέρα. Ἁπλῶς γιά νά ἐκτελέσουμε τό καθῆκον τῆς προσευχῆς ἤ τοῦ μοναχικοῦ μας κανόνος.
Τήν ἴδια διαπίστωσι βλέπουμε καί στίς ἐξωτερικές ἐνορίες τῶν Χριστιανῶν μας. Κρατοῦν οἱ εὐλαβεῖς κατά τά ἄλλα χριστιανοί μας μέ ζῆλον τά τυπικά τῆς θείας λατρείας, ἀνάπτουν μέχρι τό μπόϊ τους λαμπάδες, διότι εἶχαν κάνει τάμα, ἀνάπτουν πολλά μικρά κεριά, ἀλλά δέν ἠμποροῦν πολλή ὥρα νά σταθοῦν. Δέν ἠμποροῦν μέ τήν προσευχή νά ἀφοσιωθοῦν στά τελούμενα καί ψαλλόμενα. Ἔχουν ἴσως τόν πόθον τῆς προσευχῆς καί δέν γνωρίζουν πῶς νά προσεύχωνται. Γι᾿ αὐτό καί ἡ πιό εὐλαβής ἐκκλησιαστική ἀκολουθία, ὅταν ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ, «βόσκει σέ ἄλλα λειβάδια», γίνεται κουραστική!
Ὅταν ὁ νοῦς του μετεωρίζεται σέ ὅλες τίς μάταιες καί ἐπιζήμιες ἀπασχολήσεις καί μόνο σωματικά στέκεται σάν τόν πελαργό μέσα στήν ἐκκλησία! Θά ἤθελε βέβαια τό συντομώτερο νά πεταχθῆ ἔξω, ἀφοῦ εὑρίσκεται σέ ἕνα ξένο γι᾿ αὐτόν περιβάλλον, ὅπου μόνον οἱ λογισμοί του τόν πυρπολοῦν καί τοῦ κατακτοῦν νοῦν καί καρδίαν. Ἐνίοτε ὑπομένει διά νά διατηρήσει ἀπέναντι τῶν ἄλλων τήν χριστιανική του ἀξιοπρέπεια καί διά νά μή κακοχαρακτηρισθῆ ὡς φυγάς καί ρίψασπις. Ἄλλοτε τρέχει πρός τήν ἔξοδον, ὅπως ἔτρεξε καί ὁ Ἰούδας διά νά παραδώσει στούς ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων, τόν διδάσκαλόν του Ἰησοῦν. Ἄλλοτε μένει καί μέχρι τό τέλος, ἀσχέτως ἄν δέν ἠμπόρεσε νά συγκεντρώσει τόν νοῦ του στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Βλέπει κανείς, πόσο δύσκολη εἶνα καί ἡ παραμονή μας μέσα στήν ἐκκλησία! Ἄν ὅμως ἡ ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος συνάξεως τῶν Χριστιανῶν διά τήν ὁμαδικήν προσευχήν καί τήν νοεράν ἕνωσιν μέ τόν Νυμφίον μας Χριστόν, τότε διατί ἐνίοτε εἶναι σχεδόν ἄδεια; Διατί δέν ἠμπορεῖ οὔτε ὁ χριστιανός, ἐνίοτε οὔτε καί ὁ μοναχός νά σταθῆ μέσα μέ ὑπομονήν καί νά φέρει μερικές γῦρες τό κομβοσχοίνι του;
Εἶναι σίγουρο ὅτι ὁ Χριστός θά ἰδῆ τήν προσπάθειά του, τό φιλότιμό του, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος, καί θά τοῦ στείλη τήν χάρι του νά τόν παρηγορήσει καί πνευματικῶς νά τόν ἀναψύξει. Θά τόν ἀνταμείψει για τόν ὀλίγον ἔστω κόπον του.
Ἀφοῦ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός μας ἔζησε μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα ἰδιώματα στόν κόσμον, χωρίς βεβαίως τήν συμμετοχήν του στήν ἁμαρτίαν, οὔτε καί μέ λογισμούς, τότε διατί ὁ μοναχός καί ὁ κάθε Χριστιανός δέν τοῦ μιλάει σάν νἆναι Φίλος του;
Ἡ Κυρία Θεοτόκος καί σεβαστή μας Μητερούλα εἶναι τόσο στοργική καί ἕτοιμη νά ἐνσταλάξει στήν καρδιά μας τό βάλσαμο τῆς χαρᾶς καί παρηγορίας μας. Διατί ὅμως οἱ ἄνθρωποι δέν τήν βλέπουν μέ τήν ἴδια στοργή; Δέν ξέρουν ὅτι εἶναι ἀληθινά καί δική μας στοργική Μητέρα, πού ἀγωνίζεται νά μᾶς ὁδηγήσει στόν δρόμο τῆς μετανοίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ μας;
Ἀφοῦ καί ἡ Παναγία μας ἦταν γυναῖκα, δημιουργημένη ὅπως ὅλοι μας ἀπό τό χέρι τοῦ Πλάστου καί Θεοῦ μας, διατί καί ἐμεῖς δέν τήν πλησιάζουμε, λόγῳ ἔστω καί δι᾿ αὐτῆς τῆς δημιουργικῆς συγγενείας μας, νά γίνουμε δικά της παιδιά; Διατί οἱ παρθένες καί ὅλα τά κορίτσια τοῦ κόσμου, δέν τρέχουν νά τῆς ἀγκαλιάσουν τά πόδια, νά τήν ὀνομάσουν Μητέρα τους, νά χύσουν τά δάκρυα τῆς ἀγάπης ἤ τοῦ ψυχικοῦ τους πόνου ἐπάνω στό ἐπανωφόριό της Της; Διατί δέν θέλουν νά ὀνομάζουν τήν Θεοτόκο Μητέρα, Ἀδελφή καί Φίλη τους; Διατί στέκονται μακριά της, ἐνῶ ἡ Ἴδια ἐπιδιώκει νά εἶναι πάντοτε κοντά τους.
Μία βορειοηπειρώτισσα ἐπῆγε στήν Μονή τῆς Παναγίας Βαρνάκωβας τῆς Φωκίδος. Ἔπεσε γονατιστή στήν εἰκόνα της καί τῆς ἔλεγε μέ δάκρυα: «Παναγία μου, τό ξέρεις εἶμαι χήρα καί μέ τρία πτωχά, ὀρφανά καί ἀνύπανδρα κορίτσια. Ποιός θά φροντίσει γι᾿ αὐτά»; Καί συνέχιζε νά λασπώνει τό πάτωμα μέ τά δάκρυά της. Συγκινήθηκε ἡ Μεγαλόχαρη Μητερούλα καί τῆς ὡμίλησε ἡ Ἴδια μέ τό στόμα της: «Μή κλαῖς καλή μου. Αὐτή τήν χρονιά σοῦ ὑπόσχομαι θά ἀναλάβω ἐγώ νά παντρέψω καί τά τρία τά κορίτσια σου». Καί πράγματι ἡ Μητερούλα μας ἐκράτησε τήν ὑπόσχεσί της.
Θέλει νά μᾶς βλέπει, ἔστω ἀοράτως, μέ τά μάτια τῆς μητρικῆς της στοργῆς! Νά χαίρεται γιά τά ἁγνά σκιρτήματα τῆς ἀγάπης μας πρός Αὐτήν. Νά μᾶς ἁπαλύνει τόν πόνο ἀπό κάθε αἰτία καί ἀφορμή. Ἀκόμη περισσότερο πρεσβεύει νυχθημερόν στόν Υἱόν της διά ὅλον τόν κόσμον καί ἰδιαίτερα γιά τό γένος τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μας! Εἶναι αὐτή γιά τήν ὁποίαν ἔγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Θεός μετά Θεόν, Μεσίτρια μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου κόσμου καί κατέχει τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος».
Καί οἱ Ἅγιοί μας εἶναι ἄνθρωποι, ὅμοιοι μέ ἐμᾶς. Μάλιστα μερικοί προῆλθαν ἀπό ἄλλα γένη ἀπίστων καί τυράννων, καί ὅμως ἀπέκτησαν τήν αἰώνια δόξα, διότι ἐπίστευσαν καί ἀγάπησαν τόν Χριστόν μας. Ἄλλοι στήν ζωή τους ἔπεσαν πολύ χαμηλά, λόγῳ ἐπιδράσεως τῆς ἁμαρτίας καί ὅμως ὑψώθηκαν τόσο πολύ, ὥστε ἔφθασαν πλησίον τοῦ Θρόνου τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ μας. Ὅλοι γενικῶς ἦσαν ἀρωγοί τῶν ἀνθρώπων, «χαμάληδες» τῆς θυσίας καί τῆς ἀγάπης για τόν κάθε ἄνθρωπο. Τά εἶχαν «παίξει» ὅλα μέ μοναδικό στόχο τήν ἕνωσι μέ τόν Χριστό καί τήν θυσία γιά τόν ἄνθρωπο. Παρότι πολλοί ἔζησαν μέσα στόν κόσμο, καί χωρίς νά λερωθοῦν ἀπό τήν «μπογιά» τῆς ἁμαρτίας, ἔμειναν ἀκλόνητοι στῦλοι τῆς εὐσεβείας, ἀπλανεῖς ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων καί ἀένναοι πρέσβεις πρός Κύριον διά τῶν νυχθημέρων προσευχῶν τους!
Ὅλοι αὐτοί, πού ἔγιναν, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο «κοινωνοί θείας φύσεως καί ἱκέται τοῦ Θεοῦ», δέν ἔφυγαν ποτέ ἀπό κοντά μας. Ἁπλῶς ἐξεπλήρωσαν τό κοινόν χρέος τοῦ θανάτου, δηλαδή τῆς ἀναλύσεως καί ἐπιστροφῆς τοὺ σώματός τους στό χῶμα, ἐνῶ μέ τήν ψυχή τους περιπολεύουν ἀοράτως ὅλο τόν πλανήτη μας. Ἔχουν τήν ἄδεια ἀπό τόν Χριστό μας, νά φροντίζουν γιά ἐμᾶς τούς ἔτι ἐπιζῶντας. Ἔχουν τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων καί ὅταν βλέπουν κάποια Ψυχή νά προσεύχεται στό Ὄνομά τους, δέν καθυστεροῦν καθόλου. Ἔρχονται τάχιστα σέ στιγμές δευτερολέπτων νά βοηθήσουν, νά θεραπεύσουν, νά γλυτώσουν ἀπό ἕνα κίνδυνο τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἀγαποῦσαν, ὅταν ἦσαν ἀκόμη ἐπί τῆς γῆς καί θά παύσουν νά μᾶς ἀγαποῦν τώρα πού εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ μας ἐν οὐρανοῖς;
Τί μοῦ λέγετε τώρα ἐσεῖς Φίλοι μου Χριστιανοί; Γιατί μοῦ λέγετε ὅτι εἶσθε μόνοι σας στόν κόσμο; Ὅτι δέν ἔχετε κανέναν νά εἰπῆτε τόν πόνον σας; Καί βαδίζετε μαραζωμένοι καί ἀπελπισμένοι στούς δρόμους καί στά σοκκάκια, ὡσάν νά ἐχάθησαν τά πολλάκις δισεκατομμύρια τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν νά προσφέρουν τόν ἑαυτό τους στήν δική μας ζωή γιά τήν κάθε μας ὑπηρεσία μέ μία ἄπειρη ἀγάπη!
Οἱ προσευχές τῶν Ἁγίων μας δέν ἀφήνουν τόν Χριστό μας νά ἀπομακρύνει ὁριστικά τήν Χάριν του ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος μας, καί ἰδιαίτερα ἀπό τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχουμε παροργίσει τόν Χριστό μας μέ τά παράνομα καί ἀντιχριστιανικά μας κρατικά νομοθετήματα. Συνεχίζουμε καί μάλιστα ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά σκοτώνουμε τά βρέφη μας μέσα στίς φονικές κλινικές τῶν νέων Ἡρώδων τῆς πατρίδος μας.
Κάνουμε κρατικό νόμο τήν σοδομική ἁμαρτία τῆς ὁμοφυλοφιλίας, καί ξεχνοῦμε τί ὑπέστησαν τότε οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων καί Γομόρρας. Ξεχνοῦμε ὅτι ὁ βυθός τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας εἶναι αὐτές οἱ πόλεις; Ξεχνοῦμε ὅτι αὐτό τό μέρος ἐκεῖ εἶναι θεοκαταραμένο; Ἀφοῦ δέν ἠμπορεῖ ἐκεῖ μέσα σ᾿ αὐτή τἠν λίμνη νά ζήσει κανένας ὀργανισμός, λόγω μεγάλης ποσότητος ἅλατος καί πίσσης; Καί τά ψάρια πού κατεβαίνουν μέ τό νερό τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ ὅλα ψοφοῦν!
Εἴμεθα ἄξιοι νά ὑποστοῦμε τά χειρότερα, διότι δέν μετανοοῦμε. Δέν διδασκόμεθα ἀπό τά παθήματα ἄλλων τοῦ παρελθόντος; Δέν ἀνησυχοῦμε διά τήν ἀπώλεια τῶν ψυχῶν μας στήν αἰωνίαν κόλασιν; Δέν λέγομεν ἕνα «ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῶ», τοῦ τελώνου τῆς παραβολῆς, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι μόνον ἔτσι θά εἰσακουσθοῦμε ἀπό τόν Δικαιοκρίτην Θεόν μας;
Ποτέ δέν εἶναι ἀργά. Ἡ μετάνοιά μας εἶναι τό κλειδί για νά εἰσέλθουμε στόν νυμφῶνα τῆς θείας δόξης. Εἶναι ἡ ἁλυσίδα πού θά μᾶς ἑνώσει μέ τόν Θεόν τόν ἀγάπης. Εἶναι τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός μας θά ἁπλώσει τό πανάγιο χέρι του διά νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν σαπίλα τῶν παθῶν καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ μας βίου.
Ἄς ποῦμε, ἔστω καί πρό τοῦ θανάτου μας, ἕνα «συγχώρησόν με, Κύριε». Ἄς τρέξουμε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ μας, στόν Πνευματικό μας νά τοῦ ζητήσουμε τά ἐφόδια διά τήν ἄλλη ζωή, ἡ ὁποία ἀρχίζει καί δέν τελειώνει ποτέ. Νά ἐναποθέσουμε στό ἐπιτραχήλιό του τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Καί τότε θά ζήσουμε τόν παράδεισο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας, πρό τοῦ αἰωνίου παραδείσου. Ἀμήν.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου