Αφορμή για το παρόν κείμενο, στάθηκε
σχόλιο καλού μας φίλου σχετικά με την Τσικνοπέμπτη. Εν όψει της ημέρας αυτής,
όλοι, συγγενείς και φίλοι ρωτούν αγωνιωδώς, «πού θα τσικνίσουμε;»· εξ άλλου, ως γνωστόν, «των φρονίμων τα παιδιά,
πριν πεινάσουν μαγειρεύουν».
Είναι, βέβαια,
απορίας άξιον, τώρα που ο κόσμος τρώει κρέας, σχεδόν 360 μέρες τον χρόνο, μη
υπολογίζοντας Τετάρτες και Παρασκευές, Σαρακοστές και δεκαπενταυγούστους,
να προετοιμάζεται με τέτοια φροντίδα για να ξαναφάει.
Δεν
είναι τόσο το φαγητό, λένε οι θερμοί υποστηρικτές, όσο το έθιμο, να τηρήσουμε το έθιμο. Ποτέ δεν
μπόρεσα να καταλάβω (ρητορικό το ερώτημα): γιατί
υπάρχει τοσο μεγάλη σπουδή να τηρήσουμε αυτό το έθιμο, σχεδόν όλοι, αλλά
δεν υπάρχει, εξίσου σπουδή και μέριμνα, να τηρήσουμε τα άλλα, ευλογημένα έθιμα
και παραδόσεις της πίστεως και της πατρίδας μας;