ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Ό Βίος καί τά ποιήματα τον Όσίου Ιωάννου τον Χοζεβίτου 1913-1960 (Ἐκοιμήθη 5 Αὐγούστου 1960)

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Ό Βίος καί τά ποιήματα τον Όσίον Ιωάννου του Χοζεβίτου 1913-1960

(Ρουμάνου ἡσυχαστοῦ στην κοιλάδα του Ίορδάνου)

Μετάφρασις: Μον. Δαμασκηνος Γρηγοριάτης

1984

 

Τό άφθαρτο σκήνωμα τον Όσιου Ιωάννου.

 

"Εκδοσις «Όρθόδοξος Κυψέλη» Καμβουνίων 1, τηλ. 266.755 54 621 Θεσσαλονίκη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τόν όσιο Ιωάννη τόν γνώρισα προσωπικά τό έτος 1933, όταν μπήκε σάν δόκιμος μοναχός στό μεγάλο Μονα­στήρι Νεάμτσου, της Μολδαβίας στήν Ρουμανία. Παραμέ­νουν ζωντανά στήν μνήμη μου ἡ αδύνατη, σεμνή, ταπεινή μά φωτεινή μορφή τοῦ εικοσαετούς νέου.

Ἀφοῦ ασπάσθηκε τήν μοναχική ζωή ὁ νεαρός Ηλίας, διότι αυτό ήταν τό όνομα, πού έπήρε στό Βάπτισμά του, έντυπωσιάσθηκε ιδιαίτερα μέ τις ιερές αναγνώσεις του, από τήν ζωή των μεγάλων ασκητών της Αιγύπτου καί Παλαι­στίνης καί στήν νεανική καί καθαρή καρδιά του άναψε έ­νας άσβεστος πόθος νά άκολουθήση καί αύτός αυτή τήν ζωή. Τόν κατέτρωγε αύτός ό πόθος καί δέν ησύχασε παρά μόνο όταν «ηύλίσθη έν τή έρήμω» (Ψαλμ. 54, 7), στήν ονομαστή έρημο τοῦ Ρουβά, κοντά στό Μοναστήρι τοῦ Χοζεβά της ερήμου τοῦ Ίορδάνου.

Πίσω άπ' αυτό τόν πόθο καί τήν επιθυμία τοῦ οσίου Ιωάννου έκρύβοντο δύο μυστικές αποκαλύψεις, τίς ό­ποιες μας παρουσιάζει στίς εξομολογήσεις του —γραμμένες μέ ποιητική μορφή— καί στίς όποιες θέλουμε νά επιμείνουμε λίγο.

Άπό πολλή μικρή ηλικία τό παιδί παρέμεινε ορφανό άπό πατέρα καί μητέρα καί τό έμεγάλωσε ἡ γιαγιά του Μα­ρία, ευσεβέστατη καί πολύ πιστή γυναίκα.

Οταν έμεγάλωσε καί άρχισε νά μαθαίνη τά πρώτα γράμματα, ἡ γιαγιά του τό έβαζε νά διαβάζη άπό τά απλοϊ­κά θρησκευτικά βιβλία τοῦ λαοῦ καί μάλιστα τήν Έπιστολή τοῦ Κυρίου ημών Ίησοῦ Χριστοῦ καί τό 'Όνειρο της Θεομήτορος. Οταν άκουγε γιά τά Πάθη τοῦ Κυρίου ἡ για­γιά του, άμέσως έκλαιγε άπαρηγόρητα. Τό κλάμα της για­γιάς έσπάραζε τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ καί μιά ημέρα τήν ρώτησε μέ αθωότητα: «Μά γιατί κλαις τόσο δυνατά, για­γιά;». Καί ἡ γιαγιά του είπε χαμηλά: «"Οταν ζοῦσε ό πατέ­ρας σου, εγώ είχα δώσει ύπόσχεσι στόν Κύριο νά πάω σ' ένα άγιο Μοναστήρι, νά φροντίσω γιά τήν σωτηρία μου. Αλλά, άφο άπέθαναν οι γονείς σου, ήταν ανάγκη νά σέ α­ναθρέψω εγώ καί οπότε δεν έχω πλέον ελπίδα γιά νά μπω στήν μοναχική τάξι. Ομως παρακαλώ τόν Θεό νά έκπληρώσης εσύ τόν ιερό μου πόθο, γιά νά έχω καί εγώ μιά παρηγοριά, διότι σέ έφύλαξα σάν ένα κειμήλιο» (Άπό τό ποί­ημα: Τό δώρο της γιαγιάς).

Καί ό Καλός Θεός, ὁ Όποιος δεν παραβλέπει τά δά­κρυα καί τούς στεναγμούς των δούλων Του, άκουσε τήν προσευχή της γιαγιάς. Έφύτευσε στήν καθαρά καρδιά του έγγόνου της τόν ιερό της πόθο, ό όποιος σάν μιά μυστική δύναμι ώθοσε τόν νέο γιά τήν μοναχική ζωή. Γι' αυτό, ό­ταν ό Ηλίας έτελείωσε τό σχολείο, καί ήταν πρώτος στά μαθήματα δεν σκέφθηκε νά πάη στό πανεπιστήμιο, ού­τε νά άσχοληθή μέ κάποιο έπάγγελμα, αλλά μοναδική του σκέψις ήταν τό μοναστήρι, γιά νά έκπληρώση τόν πόθο της γιαγιάς.

Έδώ είναι τό μυστήριο της άγαθότητος του Θεο, ό Όποιος δεν παραβλέπει τόν πόθο καί στεναγμό το καλο ανθρώπου, άλλά τόν πραγματοποιεί.

Καί αυτό τό μυστήριο τελέσθηκε μέ τόν πόθο το ό­σιου Ιωάννου.

Ἡ γιαγιά του Μαρία δεν έζησε άκόμη πολύ καιρό καί έξεδήμησε πρός τόν Κύριο. Τότε ό Ηλίας παρέμεινε γιά δεύτερη φορά ορφανός καί «παιδί το μηδενός» καί έθεσε όλη τήν ελπίδα του στόν Κύριο, ό Όποιος τόν άκουσε καί τόν παρηγόρησε μέ τρόπο θαυμαστό.

Ηταν κάποτε τό απόγευμα της ημέρας το Πάσχα, ό­ποτε όλο τό χωριό είχαν πάει στό Κοιμητήρι γιά νά χαρούν μέ τους κεκοιμημένους «έπ' έλπίδι άναστάσεως» αδελ­φούς των, στούς οποίους άναβαν κεριά καί καντήλια στούς τάφους των καί άσπάζοντο μεταξύ των έν Χριστώ Άναστάντι.

Ό κόσμος χαιρόταν καί οι καμπάνες κτυπούσαν χαρ­μόσυνα. Μόνο ένα παιδί έκλαιγε μέ στεναγμούς καί έσκυ­ψε νά άνάψη ένα κερί στόν φρέσκο τάφο δίπλα στήν ξύλι­νη μικρή εκκλησία. Ἐκεῖ πού ήταν όλοκληρωτικά κυριευ­μένο άπό τόν πόνο, άκούει μιά φωνή άπό τόν ήχο της καμπάνας νά το λέγη; «Μή κλαις παιδί μου καί μή στενοχω­ριέσαι, διότι νά! είμαι μαζί σου, ό Χριστός Ανέστη».

Φοβισμένο τό παιδί σηκώθηκε καί κοιτάζοντας γύρω του, ζητούσε νά μάθη άπό πο ήλθε ἡ φωνή. Τότε «άπό τό Βήμα (της εκκλησίας) μέ τόν καπνισμένο τοῖχο είδε τόν Άναστάντα Κύριο νά το χαμογελά» (Άπό τό ποίημά του: Τό μικρό ορφανό).

Μ' αυτή τήν άποκάλυψι, τό μικρό ορφανό φωτίσθηκε στήν ψυχή άπό τό φωτεινό καί πράο πρόσωπο το Άναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, σταμάτησε νά κλαίη καί όσες φο­ρές άκουγε τόν ήχο της καμπάνας, θυμόταν τήν θεωρία το Άναστάντος Κυρίου καί παρηγοριόταν.

Μεγάλο μυστήριο κρύβεται στήν θεωρία αυτή το προσώπου το Χριστο. Γνωρίζουμε τί συνέβη στόν τελώ­νη Ζακχαῖο όταν ό Κύριος έσήκωσε τούς οφθαλμούς Του καί τόν είδε στήν συκομορέα! Στήν περίοδο των Άγιων Παθών, ό Απόστολος Πέτρος, άφο αρνήθηκε τόν Διδά­σκαλο, κάθησε στήν αυλή το άρχιερέως καί θερμαινόταν. Καί λέγει τό Εύαγγέλιο: «Καί στραφείς ό Κύριος ένέβλεψε τω Πέτρω, καί ύπεμνήσθη ό Πέτρος... καί έξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Λουκ. 22, 61-62). Λέγει κατόπιν ἡ Ιερά Παράδοσις ότι σ' όλη τήν ζωή του ό Απόστολος Πέτρος, όταν άκουγε τό λάλημα το πετεινο, θυμόταν τήν ματιά το Κυρίου καί έκλαιγε μέ στεναγμούς.

Έάν ό ανεκπλήρωτος πόθος της γιαγιάς ώδήγησε τόν νεαρό Ηλία στό μοναστήρι, ἡ θεωρία μετά το γλυκυτάτου Άναστάντος Κυρίου έχάραζε οριστικά τήν κλήσι του στήν μοναχική ζωή.

Τήν χαρά καί παρηγοριά πού αισθανόταν απ' αυτή τήν ολοζώντανη παρουσία το 'Αναστάντος Χριστο ό όσιος Ιωάννης τήν διατήρησε σάν ένα κρυφό μυστήριο στήν ψυ­χή του καί δέν μας είπε περισσότερα γι' αυτήν. Τά διαισθανόμεθα όμως άπό τήν ασυγκράτητη επιθυμία της μοναξιάς πού είχε, λόγω της οποίας έτρεξε «ώς διψώσα έλαφος επί τάς πηγάς των υδάτων», στό Νεάμτσου, στούς Αγίους Τόπους, στόν Άγιο Σάββα, στόν Ιορδάνη ποταμό. Καί ό­λα αύτά γιά νά είναι ελεύθερος άπό κάθε βιωτική φροντίδα, μόνος μέ τόν πολυπόθητο καί πολυαγαπητό Του Ἰησοῦ. Μόνο στήν μοναξιά της ερήμου έξεπλήρωσε τόν πόθο του, στίς μυστικές του εντρυφήσεις μέ τόν Κύριο, στίς ολονύ­κτιες προσευχές καί τά δάκρυά του, τά όποια μόνο ό Κύ­ριος τά γνωρίζει...

Σ' αυτό τό στάδιο της ζωής ό όσιος Ιωάννης, όπως λέγουν οι Παροιμίες, σέ λίγο χρόνο έπλήρωσε χρόνους μακρούς (Σοφ. Σολομ. 4, 13). Έγινε εκλεκτό δοχείο το Αγίου Πνεύματος, στήν ὕπαρξί του έπανώρθωσε τήν φθο­ρά, πού κληρονόμησε ἡ ανθρώπινη κτίσις καί έλαβε άπ' αύτόν τόν αιώνα τόν άρραβώνα της αιωνίου ζωής. Άπέθανε τήν παραμονή της Μεταμορφώσεως το Κυρίου θέλον­τας νά μας δείξη ότι στό αγιασμένο σώμα του πραγματο­ποιήθηκε ήδη ἡ πνευματική μεταμόρφωσις, μέ τήν όποια πρέπει νά περνάμε στήν αιωνιότητα. Τό άποπνευματοποιημένο σώμα του ελευθερώθηκε άπό τά δεσμά της ὕλης καί όλόκληρο άφθαρτοποιήθηκε, ενώ ή φύσις μυροβολήθηκε άπό τήν παραδεισένεια εύωδία το προπτωτικο ανθρώ­που. Στήν νεκρώσιμη ακολουθία το λειψάνου του όλόκληρη ή κτίσις έλαβε μέρος: Μαζί μέ τους πνευματικούς άδελφούς του ήταν παρόντες στήν τελετή οι άόρατοι άγγε­λοι καί τά άγριοπούλια της έρήμου έψαλλαν μαζί των.

Δέν υπάρχει ώραιότερη εικόνα της μυστικής άναγεννήσεως καί συμφιλιώσεως, τήν οποία προσφέρει στόν κό­σμο ό εξαγνισμένος καί μεταμορφωμένος άνθρωπος (μέ τήν πνευματική του ζωή:

Ενωσις μέ τόν Θεό, μέ τόν εαυτό του καί μέ όλη τήν κτίσι.

Γι' αύτό μέ χαρά χαιρετίζουμε τήν προσπάθεια το μεταφραστο, νέου μονάχου άπό τό κοινοβιακό Μοναστήρι το 'Οσίου Γρηγορίου Άγίου Ορους, ό όποιος μέ τήν ευ­λογία το Πανοσιολογιωτάτου Άρχιμανδρίτου καί Ηγου­μένου της Μονής π. Γεωργίου, μετάφρασε στά έλληνικά τήν απλοϊκή καί ώραία ζωή το οσίου Ιωάννου το Χοζεβίτου, καθώς καί τά ποιήματά του, γιά τήν ψυχική ώφέλεια των φιλοθέων αναγνωστών καί γιά τήν δόξα το Θεο, το θαυμαστο «εν τοις άγίοις Αύτο» (Ψαλμ. 67, 36).

Ιερομόναχος Πετρώνιος Προδρομίτης Ρουμανική Σκήτη Τ. Προδρόμου Αγιον Ορος.

1984



Ό βίος τοῦ Όσιου Πατρός ήμών Ιωάννου το Νέου Χοζεβίτου το εκ Ρουμανίας καταγομένου

 

Ό όσιος Ιωάννης είναι ένα νέο δοχείο της Χάριτος το Άγιου Πνεύματος, τό όποιον ευλόγησε πλουσίως ό Θεός μέ πολλά χαρίσματα καί ιδιαίτερα μέ τό χάρισμα της αφθαρσίας ολοκλήρου του σώματος του, στίς ήμέρες μας.

Γεννήθηκε στίς 23 Ιουλίου 1913 στό χωριό Χωροντίστεα το νομο Μποντοσάνι της Ρουμανίας καί ήταν τό μονάκριβο παιδί των γονέων του Μαξίμου καί Αικατερίνης. Οἱ γονείς του ήταν πολύ πτωχοί αλλά εύσεβεῖς καί πιστοί χριστιανοί. Στό βάπτισμά του το έδωσαν τό όνο­μα το μεγάλου Προφήτου Ήλιο το Θεσβίτου.

Στίς αρχές το 1914 όταν ό μικρός Ηλίας ήταν μόλις 6 μηνών απέθανε ή μητέρα του εξ αιτίας μιας μολυσματι­κής ασθενείας ενώ τρία χρόνια περίπου αργότερα σκοτώ­θηκε καί ό πατέρας του στό μέτωπο της Ούγγαρίας στόν Α' Παγκόσμιο πόλεμο.

Μέχρι της ήλικίας των 10 ετών τό παιδί άνατράφηκε από τήν γιαγιά του Μαρία, ή όποία, αν καί είχε αποφασί­σει νά άποσυρθή ως μοναχή γιά τό μοναστήρι Καλνταρουσάνι, όμως παρέμεινε στόν κόσμο καί ανέθρεψε τόν εγγονό της μέ μιά σπάνια πνευματική αγωγή. Αύτή μόνη ήταν γιά τόν μικρό Ηλία καί πατέρας καί μητέρα καί ὁ πρώτος διδάσκαλός του πρός τόν Χριστό. Μαζί προσεύ­χονταν, έπήγαιναν στήν έκκλησία, ένήστευαν, ύπέμεναν όλες τίς στενοχώριες τή'ς ζωής καί έδόξαζαν τόν Θεό.

Τό 1924 ή γιαγιά του έφυγε γιά τήν αιωνιότητα καί ά­φησε τόν ένδεκαετή εγγονό της στήν φροντίδα ένός θείου του πού είχε καί αύτός πολλά παιδιά.

Τό δημοτικό σχολείο έτελείωσε στό χωριό του μέ πολλές στερήσεις. Εννοιωθε ανάμεσα στούς συγγενείς του σάν ξένος καί άδικημένος. Δεν έγνώρισε στοργή καί συμπόνια. Ένώ άπό τό τραπέζι του φαγητού σηκωνόταν σχεδόν νηστικός καί έφευγε μακριά γιά νά κλάψη λίγο, νά προσευχηθή καί νά παρηγορηθή άπό τόν Θεό Πατέρα.

Κατόπιν συνέχισε τίς σπουδές του έπί τρία χρόνια στό Λύκειο στήν Μπουκοβίνα καί άλλα τέσσερα ακόμη στό Λύκειο της πόλεως Τσερναούτσι, όπου στίς πτυχια­κές εξετάσεις τό 1932 έτελείωσε πρώτος μέ άριστα, Καί έκεῖ ύπέφερε πολλά. Χρήματα δέν είχε γιά τά δίδακτρα, γιά τά σχολικά βιβλία, γιά στολή παρελάσεως καί γιά εκδρομές. Ηταν άπ' όλους άδικημένος καί περιφρονημέ­νος.

Αύτή ή μοναξιά του πολύ τόν βοήθησε νά ένωθή μέ τόν Ούράνιο Πατέρα καί έτσι άπό τά μικρά του ακόμη χρόνια νά έχη άποκτήση μιά δοκιμασμένη άπό τίς στερή­σεις αρετή πού τήν διέκριναν ή εύλάβεια, ή ήσυχία, ή σιω­πή, τά δάκρυα, ή προσευχή καί ή άγάπη του γιά τήν Έκ­κλησία καί τόν Χριστό.

Οταν οι συσπουδασταί του γράφθηκαν στίς άνώτα­τές σχολές πού έπιθυμοῦσαν, ό νεαρός Ηλίας δέν ήξερε τί νά κάνη. Μιά νύκτα μετά άπό πολλή προσευχή άκουσε μιά δυνατή φωνή: «Στό μοναστήρι, στό μοναστήρι». Ε­πειδή λοιπόν είχε αύτή τήν ιδιαίτερη κλίσι γιά μιά άφιερωμένη ζωή στόν Χριστό ό νεαρός στρατιώτης το Χριστο Ηλίας, άφο έπροσκύνησε τήν έκκλησία το χωριο του καί τούς τάφους των γονέων του μέ δάκρυα, καθωδηγήθηκε άπό τήν Θεομήτορα, τήν Προστάτιδα των μοναχών, στό μοναστήρι Νεάμτς. Ήταν τότε μόλις 20 ετών. Παρα­μονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ή κατανυκτικότης τών ακολουθιών, ή πραότης καί άγγελόμορφη όψις τών μοναχών, ή πνευματική έμπειρίά τών Πνευματικών, ή ήσυχία το τόπου καί ή Χάρις το Αγίου Πνεύματος, άνέπαυσαν τήν καρδιά του καί συνέ­δεσαν άρρηκτα τόν εύλαβή νέο μέ τήν μοναχική ζωή,

Τό μοναστήρι Νεάμτς τό όποιον έπί έξι αιώνας άνέθρεψε πνευματικά δεκάδες χιλιάδες μοναχούς, έγινε καί γιά τόν δόκιμο Ηλία μιά πραγματική σχολή εύλαβείας καί πνευματικής συγκροτήσεως.

Κατ' άρχάς ύπηρέτησε ως βοηθός το μεγάλου τότε φαρμακοποιού μεγαλοσχήμου Ίώβ. Μετά άπό ένα χρόνο άνέλαβε τό διακόνημα το βιβλιοθηκάριου της μονής, τό όποιον έπετέλεσε μέ πολλή επιμέλεια έπί δύο περίπου χρόνια. Τότε λόγω τών συνεχών ρευμάτων καί της ύγρασίας άσθένησε άπό ρευματισμούς άπό τούς οποίους κα­τόπιν ύπέφερε σ' όλη του τήν ζωή.

Επειδή δέν είχε εκπληρώσει τήν στρατιωτική του θητεία, επήγε καί ύπηρέτησε στόν στρατό καί άφοϋ επέ­στρεψε ό ήγούμενος Βαλέριος Μογκλάν βλέποντας τήν σταθερότητα τοΰ χαρακτήρος του, τήν άκλόνητη πίστι του καί τήν άσκησί του τόν έκούρευσε ρασοφόρο μοναχό στίς 8 Απριλίου 1936, τό "Αγιον Πάσχα καί τοΰ έδωσε τό όνομα ενός άλλου μεγάλου Προφήτου, τοϋ Βαπτιστοϋ τοΰ Κυρίου μας, Ιωάννου.

Άπό τήν ήμέρα έκείνη ό όσιος μοναχός Ιωάννης άρ­χισε νά κοπιάζη περισσότερο γιά τήν άγάπη τοῦ Χριστοῦ. Έδιπλασίασε τήν νηστεία, τήν προσευχή, τίς μετάνοιες καί τούς αγαπημένους του ταπεινούς στοχασμούς. Έκοπίαζε στά διακονήματα της μονής κόβοντας πάντοτε τό θέλημά του, έδιάβαζε καί έψαλλε στήν έκκλησία, συμμε­τείχε τακτικά σ' όλες τίς Ιερές άκολουθίες, έδιάβαζε πατερικά βιβλία καί μέ τά καυτά δάκρυά του πού έρρεαν πλούσια άπό τά μάτια του έκαθάριζε τόν εσωτερικό χιτώ­να της ψυχής του. Στίς περιόδους τών νηστειών άποσυρόταν στίς σκήτες της Εικόνος καί Ποκρώβ, διότι αγαπού­σε πολύ τήν ήσυχία, τήν σιωπή καί τήν προσευχή.

Μιά μεγάλη φλόγα εἶχε άνάψει στήν καρδιά του νά προσκυνήση τούς Παναγίους Τόπους του Κυρίου μας Ιη­σού Χριστού. Ή επιθυμία του γίνεται πραγματικότης καί μέ τήν εύλογία τοῦ μητροπολίτου Μολδαβίας Νικοδήμου, μετέπειτα Πατριάρχου Ρουμανίας, καί τοῦ ηγουμένου τής μονής άνεχώρησε τό 1936 γιά τά 'Ιεροσόλυμα σέ ήλικία 23 ετών μαζί μέ δυό άλλους άδελφούς, τόν Ιερομόναχο Κλαύδιο Ντεραμπρεάνου καί τόν μοναχό Δαμασκηνό 'Ιγνάτ, πού ήταν τσοπάνης τής μονής Νεάμτς.

Άφοῦ έπροσκύνησαν τούς Αγίους Τόπους, έπισκέφθηκαν τούς οσίους ήσυχαστάς τής κοιλάδος τοῦ Ίορδάνου, άρκετούς Ρουμάνους πατέρας πού ησύχαζαν τότε περισσότεροι άπό 50 στόν Ιορδάνη καί τόν χειμώνα έμει­ναν στό μοναστήρι τοῦ Αγίου Σάββα.

Τόν έπόμενο χρόνο, μετά άπό διάστημα οκτώ μηνών κοινών πνευματικών άγώνων ό μοναχός Δαμασκηνός άρρώστησε βαρειά καί έπέστρεψε στήν Ρουμανική Χώρα μαζί μέ τόν ιερομόναχο Κλαύδιο. Ό μοναχός Ιωάννης μέ τήν εύλογία τοϋ Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανοῦ έκοινοβίασε σ' αύτή τήν μονή, όπου τότε άσκοῦντο εκεί πέντε άκόμη Ρουμάνοι άδελφοί. Υπήρξε παράδοσις άπό τόν 16-17ον αιώνα νά ζοῦν στήν Λαύρα τοῦ Άγιου Σάββα Ελληνες καί Ρουμάνοι μαζί.

Σ' αυτό τό πανάρχαιο μοναστήρι άγωνίσθηκε ό μα­κάριος Ιωάννης 10 περίπου χρόνια.

Μέ ιερό ζήλο γιά τήν έφαρμογή τών έντολών τοῦ Χριστοῦ καί τήν σωτηρία τής ψυχής του προσέφερε ολοκλη­ρωτικά τόν εαυτό του στήν άδελφότητα καί στήν προσω­πική του άσκησι.

Εμαθε τέλεια τά έλληνικά καί μετέφρασε πολλά πνευματικά βιβλία άπό τήν ελληνική στήν ρουμανική γλώσσα. Ύπηρέτησε ώς καντηλανάφτης δύο εκκλησιών καί τεσσάρων παρεκκλησίων, ώς βοηθός οικονόμος, ώς νοσοκόμος τών άρρώστων καί γερόντων άδελφών καί ώς βιβλιοθηκάριος τής μονής, διακόνημα πού τό έπετέλεσε περισσότερο άπό επτά χρόνια.      

Στούς πνευματικούς του άγώνες είχε προκαλέσει τόν θαυμασμό όλων γι' αύτό καί έτιμάτο άπό όλους. Έδώ δι­δάχθηκε συστηματικώτερα τήν νοερά καί καρδιακή προσευχή, έτρωγε μόνο μιά φορά τήν ήμέρα, κάθε άπόγευμα, παρηγοριόταν άπό τόν Θεό μέ τό δώρο τών αγίων δακρύων, τά όποια έγλύκαιναν καί άναγεννοϋσαν τόν ψυχικό του κόσμο, καί είχε μεγάλη φροντίδα νά φυλάττη τόν νοϋ του καθαρό άπό τούς πονηρούς λογισμούς.

Κάποτε έκινδύνευσε νά φονευθή άπό τούς Αραβες μέ τίς εξής περιστάσεις: Κάποια φορά ό πατήρ Ιωάννης έπέστρεφε άπό τά Ιεροσόλυμα στό μοναστήρι, 4 ώρες όδοιπορία, μαζί μέ έναν Αραβα άγωγιάτη καί ένα ήμίονο φορτωμένο πράγματα. Στόν δρόμο είχαν στήσει καρτέρι μιά ομάδα Αράβων, οι όποιοι έπερίμεναν τόν οικονόμο τής μονής, Ιερομόναχο Παύλο, γιά νά τόν φονεύσουν, επειδή τούς άπέλυσε άπό τήν ύπηρεσία τής μονής καί είχε προσλάβει άλλους. Οταν έπλησίασε σ' έκεῖνο τό σημείο ό πατήρ Ιωάννης, ένας νεαρός έσήκωσε ένα ρόπαλο γιά νά τόν κτυπήση στό κεφάλι καί ό πατέρας του μόλις έπρόλαβε καί τόν φώναξε: «Μή τόν κτυπάς, δέν είναι αύ­τός, άλλος είναι». Ετσι ό μακάριος Ιωάννης έγλύτωσε άπό βέβαιο θάνατο.

Τόν καιρό έκεῖνο ξεσηκώθηκαν οί Αραβες εναντίον τών Αγγλων καί τούς τραυματίας τοῦ πολέμου τούς έ­φερναν στό μοναστήρι τοῦ άγίου Σάββα γιά θεραπεία άπό τόν π. Ιωάννη. Τότε τό μοναστήρι έγινε νοσοκομείο. Χά­θηκε ή ήσυχία, ή προσευχή, ενώ ό θόρυβος καί ή άγωνία παντού κυριαρχούσαν. Ό π. Ιωάννης κατέβαλε τότε ύπεράνθρωπες προσπάθειες νά περιθάλψη τά πλήθη τών αράβων τραυματιών ώσπου τελικά κατεβλήθη καί ὁ ίδιος. Ή άρρώστεια πού είχε στά νεφρά, τό ακατάλληλο κλίμα καί ή τροφή έπεδείνωσαν τήν κατάστασι τής ύγείας του. Μέ εύλογία τοῦ Πνευματικοῦ του παπά-Σάββα φεύγει γιά τήν έρημο τό 1939 μ' ένα άλλο Ρουμάνο άδελφό γιά ψυχι­κή άνανέωσι, σωματική ξεκούρασι καί θεραπεία. Μετά άπό πολλές περιπέτειες, άπό τήν έλλειψι νεροῦ καί τρο­φών, έπαθε χειρότερα ή ύγεία του λόγω δυσεντερίας, άπό τήν οποία ύπέφερε ένάμισυ χρόνο.

Ό Οσιος Ιωάννης τήν ημέρα τής κούρας του σέ ρασοφόρο μοναχό στό μοναστήρι Νεάμτς, το έτος 1936, σέ ηλικία 23 έτών.

Στό διάστημα αύτό ό Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σέ πλήρη έντασι. Οί Γερμανοί πλησίαζαν στήν Αλεξάν­δρεια καί επειδή ή Ρουμανία ήταν σύμμαχος τών Γερμα­νών, οι Αγγλοι συνέλαβαν όλους τούς Ρουμάνους σ' ένα στρατόπεδο μαζί μέ τούς Γερμανούς καί Ιταλούς. Τόν πατέρα Ιωάννη, άν καί ήταν άρρωστος, έπειδή έγνώριζε πολλές γλώσσες τόν έκράτησαν 9 μήνες περισσότερο στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως.

Στήν πανήγυρι τής μνήμης τοῦ όσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, τοῦ οποίου ή κάρα εύρίσκεται στήν μονή τοῦ Αγίου Σάββα, μετέβη καί ό πατήρ Ιωάννης. Μέ πολ­λή θέρμη ψυχής παρεκάλεσε τόν όσιο, έπροσκύνησε τήν αγία του κάρα καί έλαβε τό δώρο τής θεραπείας τής α­σθενείας του, τής δυσεντερίας. Εύρισκόμεθα στό έτος 1945. Ό πατήρ Ιωάννης, με­τά τις πολεμικές συρράξεις Αράβων καί Αγγλων, επέ­στρεψε στό μοναστήρι, όπου συνέχισε νά διακονή καί νά άγωνίζεται όπως πρώτα. Ό ήγούμενος τής μονής βλέπον­τας τήν ωριμότητα τοῦ π. Ιωάννου καί έκτιμώντας τίς άρετές του τόν αξίωσε τοϋ Μεγάλου καί Άγγελικοΰ Σχή­ματος. Άπό τότε ή ψυχή τοϋ Ιωάννου φλεγόταν περισ­σότερο γιά τήν ήσυχία καί τήν έρημική ζωή. Έπιθυμοῦσε ιδιαίτερα τήν έρημο τοῦ Ίορδάνου, έκει όπου έκήρυξε ό άγιος Ιωάννης ό Βαπτιστής, τό κήρυγμα τής μετανοίας, βαπτίσθηκε ό Χριστός καί Σωτήρ ήμών καί όπου αγωνί­σθηκαν πολλοί άγιοι ήσυχασταί διά μέσου τών αιώνων. Έν τώ μεταξύ τό 1937 θεμελιώθηκε ένα άντιπροσωπεῖο καί ένα ρουμανικό μοναστήρι στήν κοιλάδα τοϋ Ίορδάνου άπό τό Πατριαρχείο τής Όρθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας. Άναζητεῖτο ένας κατάλληλος ήγούμε­νος καί Πνευματικός γιά τό μοναστήρι αύτό. Ετσι λοι­πόν ό πατήρ Ιωάννης ένώ έπιθυμοῦσε τήν ήσυχία, εξελέ­γη ήγούμενος. Στίς 13 Μαΐου 1947 χειροτονήθηκε διάκο­νος άπό τόν άρχιερέα Ειρήναρχο Νεοκαισαρείας καί στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ ιδίου χρόνου έγινε ιερεύς καί ήγούμε­νος τής μονής πού έτιμάτο στήν μνήμη τοϋ αγίου Ιωάν­νου τοϋ Βαπτιστοΰ.

Έπί επτά συνεχή χρόνια (1947-1953) ό όσιος ιερομό­ναχος Ιωάννης κυβέρνησε μέ πολλή σύνεσι, ταπείνωσι καί άγιωσύνη τήν άδελφότητα τών Ρουμάνων άδελφών, έπιτελώντας τίς ιερές άκολουθίες στήν ρουμανική γλώσ­σα. Απέκτησε πολλούς μαθητάς καί πνευματικά παιδιά καί ήταν επίσης Πνευματικός τών Ρουμάνων καί Ελλή­νων μοναχών τής έρήμου τοϋ Ίορδάνου.

Λέγουν οί μαθηταί του ότι δέν ύπήρξε άλλος ήσυχα- στής πιό άγωνιστικός, πιό θερμός στήν προσευχή καί νη­στεία στήν έρημο εκείνη τοϋ Ίορδάνου, όσο ό ήγούμενος Ιωάννης Ιακώβ. Τήν ημέρα ύποδεχόταν τούς πιστούς, εργαζόταν στόν κήπο, έγραφε πνευματικούς λόγους, ενώ τήν νύκτα συχνά άναχωροϋσε γιά τίς λόγμες τής κοιλάδος τοϋ Ίορδάνου, όπου προσευχόταν μόνος του μέχρι τό πρωί, οπότε καί επέστρεφε στό μοναστήρι του. Στόν ε­λεύθερο χρόνο του συνήθιζε νά συνθέτη λυρικά ποιήματα στά όποια παρουσιάζει τίς στιγμές τής παιδικής του ηλι­κίας, τήν οικογενειακή του κατάστασι καί ορφάνια, τούς πειρασμούς καί χαρές τής καρδιάς του ώς μοναχός στήν μονή Νεάμτς κ.λ.π.

Ό πατήρ Ιωάννης είχε πράγματι μιά μεγάλη ψυχή, ένα νοϋ καθαρό όπως τά διαυγή νερά τοϋ Ίορδάνου καί μιά καρδιά ενωμένη μέ τόν Θεό καί τούς άνθρώπους.

Προηγήθηκε στήν κοινοβιακή ζωή ό αγώνας γιά τήν καθαρότητα τής καρδίας, τήν ειρήνη τών λογισμών, τόν πόθο καί έρωτα τοϋ Χριστοϋ καί ακολούθησε ή άνάπαυσις καί ή ήσυχία. Αύτός ήταν ένας μεγάλος εραστής τοΰ Θεοΰ στίς ήμέρες μας, τοΰ οποίου τά πνευματικά μέτρα δέν μπορεί κανείς εΰκολα άπό τούς συγχρόνους άνθρώ­πους νά συνειδητοποιήση.

Ό πατήρ Ιωάννης ήταν αυστηρά προσηλωμένος στούς κανόνες καί τά δόγματα τής Ανατολικής Όρθοδόξου Εκκλησίας. "Οταν κάποτε ό εκπρόσωπος τοϋ Ρουμανικού Πατριαρχείου στά Ιεροσόλυμα άρχιμ. Βι- κτωρΐνος μετέβη μ' ένα πλούσιο αμερικανό στήν ρουμα­νική μονή τοϋ αγίου Ιωάννου τοΰ Βαπτιστοΰ μέ τόν σκο­πό επισκέψεως καί παροχής ύλικής βοηθείας ύπό τοΰ άμερικανοϋ, ό πατήρ Ιωάννης δέν συνέφαγε μαζί των διότι στήν τράπεζα συνεκάθισε καί ό μωαμεθανός οδηγός των.

Τό αποτέλεσμα ήταν νά θυμώσουν εκείνοι πολύ καί νά μή δώση ό πλούσιος τίποτε στό μοναστήρι. Ό πατήρ Ιωάν­νης είχε πάντοτε τήν αρχή- «Καλύτερα φτωχός αλλά κα- θαρός».

Οί φύλακες τών διαβάσεων "Αραβες, τοϋ έκαναν τήν ζωή δύσκολη στό μοναστήρι καί τόν εμπόδιζαν άπό τήν προσευχή καί τούς ιερούς στοχασμούς του. Αισθανόταν έπί πλέον τήν ανάγκη νά ξενητευθή άπό τόν πολύ κόσμο, νά είναι έξ όλοκλήρου μέ τόν Θεό, γιά νά βοηθήση περισ­σότερο τόν κόσμο μέ τήν προσευχή του παρά μέ τά λόγια του.

"Ετσι λοιπόν τό καλοκαίρι τοϋ έτους 1953 μαζί μέ τόν μαθητή του Ίωαννίκιο Πιριάλα έφυγε γιά τήν έρημο, κοντά στό μοναστήρι τοϋ αγίου Γεωργίου τοϋ Χοζεβίτου. Εγκαταστάθηκε σέ μιά σπηλιά ή οποία είναι 50 μέτρα ύψηλότερα άπό τήν κοίτη τής κοιλάδος, ομοιάζει μέ χελιδονοφωλιά καί εκεί κατά τήν παράδοσι προσευχήθηκε ή Αγία "Αννα, ή μητέρα τής Παναγίας. Σ' αύτή τήν ερει­πωμένη καί άπέριττη σπηλιά ταπεινώθηκε ό όσιος Ιωάν­νης έπί επτά χρόνια ύπομένοντας τό κρϋο, τήν πείνα, τήν δίψα, τόν καύσωνα πού άνερχόταν μέχρι 40 βαθμούς έντός τής σπηλιάς, τήν άρρώστεια, τήν στέρησι καί κάθε εί­δους πειρασμούς τοΰ διαβόλου.

Έδώ συνέχιζε τό ασκητικό του πρόγραμμα μέ περισ­σότερες ώρες προσευχής, σιωπούσε, έδιάβαζε τό Εύαγγέλιο τοΰ Χριστοΰ, τά πατερικά βιβλία, συνέθετε τά ώραΐα ποιήματά του, μερικά τών οποίων έγραφε μέ τόν ρυθμό καί τό μέτρο τών τροπαρίων καί τών άλλων ύμνων τής Εκκλησίας μας καί τά έψαλλε μέ τήν ώραία καί γλυκειά φωνή του, μετέφραζε ώφέλιμες διδαχές άπό τήν ελληνική γλώσσα, κυρίως άπό τά συγγράμματα τοϋ όσίου Νικοδήμου τοΰ άγιορείτου, κοιμόταν μόνο 3-4 ώρες καί έτρωγε μόνο κάθε άπόγευμα παξιμάδι, σταφίδες καί σπανίως φρέσκο ψωμί.

Συχνά τελούσε τήν Θεία Λειτουργία στό διπλανό πα­ρεκκλήσιο τής Αγίας Άννης, ενώ στίς μεγάλες εορτές μετέβαινε στό μοναστήρι τοϋ αγίου Γεωργίου, ένα χιλιό­μετρο μακριά, λειτουργούσε, συνέτρωγε στήν τράπεζα μέ τούς πατέρας τής μονής καί επέστρεφε στήν σπηλιά του μέ τόν μαθητή του Ίωαννίκιο.

Στό κελλί του δέν δεχόταν κανέναν εκτός άπό τόν μαθητή του, ό όποιος άγωνιζόταν σέ μιά διπλανή σπηλιά. Στό στόμιο τής σπηλιάς είχε μιά σκάλα κρεμαστή άπό σχοινί, τήν οποία άνέβαζε επάνω καί κανείς άπό επισκέ­πτες δέν μπορούσε νά μπή στήν σπηλιά.

Πολύ ύπέφερε άπό τούς "Αραβες, οι όποιοι συχνά τόν λιθοβολούσαν γιά νά τόν διώξουν άπό εκεί, άλλά ό πατήρ Ιωάννης τά ύπέμενε όλα μέ χαρά καί ταπείνωσι.

'Έτσι έπέρασε τά έπτά χρόνια στήν σπηλιά ό όσιος Ιωάννης μέχρις ότου, δύο εβδομάδες πρό τής μακαρίας κοιμήσεώς του, είδε ένα μεσημέρι στόν καταγάλανο ούρανό πρό ς τά δεξιά του ένα λαμπρό άπό φοινικόφυλλα στεφάνι πού έγραφε μέσα: «Μακάριοι...» καί άλλες λέ­ξεις, πού δέν μπόρεσε νά διαβάση. Ένώ στά άριστερά του τήν λέξι «Καταραμένοι...» καί συγχρόνως νά πέφτουν άστραπές καί κεραυνοί σάν βέλη.

Τό όραμα αύτό ώμολόγησε στόν μαθητή του Ίωαννί­κιο καί τοϋ υποσχέθηκε ότι, έάν πέση ό υψηλός πυρετός θά τοϋ έλεγε περισσότερα. Ύπέφερε άπό τό στομάχι του καί τελικά ή άσθένειά του δέν τοϋ επέτρεψε νά πή περισ­σότερα, άλλά τόν προειδοποίησε γιά τό μεγάλο ταξείδι τής αίωνιότητος.

Τήν Τετάρτη πρωί 4η Αύγρύστου 1960 προαισθανό- μένος ότι πλησιάζει τό τέλος του, τό όποιο, μάλιστα καί είχε σημειώσει στόν τοίχο τής σπηλιάς του, έκοινώνησε μόνος του τών Αχράντων Μυστηρίων άπό προηγιασμένο "Αγιο "Αρτο. Θέλοντας νά μιλήση κάτι στόν ύποτακτικό του δέν τό κατώρθωσε καί ξάπλωσε στό κρεββάτι. Μετά άπό μία ώρα έσήκωσε τό χέρι του καί εύλόγησε σταυροειδώς τά τέσσερα σημεία τοΰ ορίζοντος, λέγοντας «ειρήνη πάσι». Τά χαράματα τής 5ης Αύγούστου έπέταξε ή άγία ψυχή του στά χέρια τοΰ Δημιουργοϋ της. *Ηταν τότε μό­νο 47 ετών.

Ό όσιος Ιωάννης ήταν ό τελευταίος Ρουμάνος ήσυχαστής πού άσκήτευσε στήν κοιλάδα τοϋ Ἰορδάνου.

Ύπέμεινε άγόγγυστα όλες τίς δοκιμασίες καί άσθένειες στήν ζωή του καί άγωνίσθηκε μέ πολύ ψυχικό σθέ­νος καί πόθο Θεοϋ γιά τήν ύποταγή τών παθών καί τήν ένωσί του μέ τόν Θεό.

Ό Γέροντάς του καί ήγούμενος τής μονής ' Αγίου Γε­ωργίου Χοζεβά, π. 'Αμφιλόχιος, τόν Σεπτέμβριο τοΰ 1980 άφηγήθηκε τά έξης σέ εύλαβεΐς χριστιανούς στήν Αθήνα:

«Ξεκινήσαμε τό πρωί τής 5ης Αύγούστου γιά τήν σπηλιά τοϋ όσιου πού άπεΐχε τρία τέταρτα άπό τό μονα­στήρι σέ ϋψος 70 μέτρα άπό τήν κοιλάδα γιά τήν κηδεία τοϋ σκηνώματος του.

Φθάσαμε στίς 10 π.μ. καί άρχίσαμε τήν νεκρώσιμη άκολουθία. Τότε ένα σμήνος άπό άμέτρητα άγρια πουλιά μπήκαν μέσα στήν σπηλιά. Νομίσαμε ότι ήλθαν γιά παξι­μάδι, όπως συνήθιζε νά τά ταΐζη ό όσιος. Τούς έπετάξαμε παξιμάδι καί σταφίδες, άλλά δέν έτρωγαν. Φτερούγιζαν πάνω άπό τό λείψανο, έκάθονταν στό κεφάλι του, στό στήθος του, στά πόδια καί έκραζαν όλα μαζί καί τό καθέ­να ξεχωριστά. Μας ενοχλούσαν στό διάβασμα, μας έσβυναν τά κεριά, μας έκλειναν τά βιβλία μέ τό φτερούγισμάτων. Ό Θεός τά έστειλε. Ηλθαν νά συνοδεύσουν τόν επίγειο πατέρα καί εύεργέτη των.

Κατόπιν τοποθετήσαμε τό λείψανο τοϋ όσιου Γέρον­τα σ' ένα παλαιό τάφο εντός τής σπηλιάς, τόν όποιον είχε ετοιμάσει ό ϊδιος καί όπου παλαιότερα εΐχαν ταφή πολλοί άλλοι έρημίτες. Πάνω άπό τόν τάφο βάλαμε σανίδες, τίς επαλείψαμε μέ λάσπη άπό χώμα καί τότε έφυγαν καί τά πουλιά».

Ό μαθητής του Ίωαννίκιος πάνω άπό τόν τάφο του έγραψε ένα ποίημα του, τό όποιον είναι ποίημα - διαθήκη μέ τίτλο: «Γράμμα στόν τάφο μου γιά τούς πατριώτες μου» καί τό όποιον υπάρχει μεταφρασμένο στήν σειρά τών ποι­ημάτων του.

Μετά άπό 20 χρόνια ό όσιος Ιωάννης διέταξε έν όνείρω τόν ύποτακτικό του νά κάνη άνακομιδή τών λειψά­νων του. Ό ήγούμενος καί ή Γερόντια τής μονής όμως άπεφάσισαν νά τόν άφήσουν έκεΐ γιά πάντα, διότι δέν ύπήρχε συνήθεια νά ξεθάπτουν τούς ήσυχαστάς τών σπη­λαίων καί κελλίων.

Κατά τά τέλη Ιουλίου τοΰ 1980 σύμφωνα μέ τίς μαρ­τυρίες τοΰ ηγουμένου π. Άμφιλοχίου μιά όμάδα Έλληνο- αμερικανών έπήγαν γιά προσκύνημα στό μοναστήρι τοΰ άγίου Γεωργίου Χοζεβίτου. Μερικοί άπ' αύτούς έγνώριζαν τόν όσιο Ιωάννη καί είχαν παλαιότερα έξομολογηθή σ' αύτόν. Όπότε είπαν στόν π. Άμφιλόχιο: «Γέροντα, άν εί­ναι ευλογημένο νά πάμε κάτω στό άσκητήριο νά προσκυ­νήσουμε τόν τάφο τοϋ Γέροντα Πνευματικού Ιωάννου». Ό π, Άμφιλόχιος μετά άπό άντιρρήσεις λόγω τής άποτό- μου κλίσεως τής τοποθεσίας, ύπεχώρησε καί άνέβηκαν στήν σπηλιά μέ τήν βοήθεια μιας κρεμαστής σκάλας. Έ­κεΐ άλλη επίμονη πρότασις - παράκλησις επακολούθησε: «Γέροντα, άν είναι ευλογημένο, ν' ανοίξουμε τόν τάφο, γιά νά προσκυνήσουμε τά λείψανα τοΰ Γέροντα».

Ό π. Άμφιλόχιος, παρά τούς δισταγμούς του, έδω­σε τήν εύλογία καί μόλις έβγαλαν τήν πρώτη σανίδα έγέμισε ή σπηλιά άπό μιά γλυκειά εύωδία. Δέν έπερίμεναν ποτέ νά δοϋν αύτό τό εξαίσιο θαΰμα, πού κατέπληξε τούς πάντας. Τό σώμα τοΰ πατρός Ιωάννου ήταν τελείως ά­φθαρτο. Ό π. Άμφιλόχιος άφηγεΐται πιό παραστατικά: «Βλέπουμε τόν Γέροντα όλόσωμο, όπως τόν βάλαμε. Νό- μίζες ότι είχε ώρες μέσα στόν τάφο. Οϋτε ώρες. "Οπως τόν βάλαμε έτσι τόν βρήκαμε. Χωρίς ν' άλοιωθή ή μορφή του, τά ροϋχα του, τά γένεια του, τά μαλλιά του, τό Σχήμα του, τά παπούτσια του. Φορούσε άρβήλες τοΰ ελληνικού στρατού καινούργιες - κατακαίνουργιες. Τά ρούχα του χω­ρίς νά σαπίσουν, τά χρώματα του Σχήματος τον, τοΰ έπίτραχηλίου του. "Ολα καινούργια. Έμεΐς συγκινηθήκαμε καί είπαμε, Κύριε έλέησον. Φαντασία είναι ή πραγματικότης; Μέ ρωτούν: Καί σεις, Γέροντα, τώρα τό βλέπετε αυτό τό θαύμα; Ναί, λέγω, άν δέν ερχόσαστε εσείς, δέν θά ανοί­γαμε τόν τάφο ποτέ. Προσκυνήσαμε τό λείψανο. Αυτοί ζή­τησαν «εύλογία». Τούς έκοψα ένα κομματάκι άπό τό ρού­χο του, κλείσαμε τον τάφο προσωρινά καί φύγαμε.

Στό μοναστήρι πού πήγαμε κάναμε σύναξι οι πατέρες τό τί θά γίνη μέ τό λείψανο. Θά τό αφήσουμε εκεί ή θά τό μεταφέρουμε στό μοναστήρι; Έκεϊ υπήρχε φόβος νά μείνη, μήπως τό βρουν οί Εβραίοι καί Βεδουίνοι καίτό κάψουν ή τό βεβηλώσουν, διότι ψάχνουν στά σπήλαια γιά παλαιά αντικείμενα. Πήγαμε στά Ιεροσόλυμα, αγοράσαμε ένα φέ­ρετρο καί πήγαμε πάλι στό σπήλαιο μέ σχοινιά, καδρόνια, μέ λαϊκούς καί τούς μισούς πατέρας. Φθάσαμε έκεϊ, βάλα­με τό φέρετρο κάτω καί ανοίξαμε τόν τάφο. '!Επιασα εγώ άπό τίς μασχάλες - ώμοπλάτες, οί πατέρες άπό τήν μέση, άλλοι άπό τά πόδια, τίς γάμπες, άλλοι άπό τά παπούτσια καί σιγά-σιγά τόν βάλαμε στό φέρετρο. Έγώ μετά έβγαλα τήν χτένα άπό τήν τσέπη μου καί χτένισα τά γένεια καί τά μαλλιά του. Τοϋ έβαλα τόν σκούφο καίτό κουκούλι του, ό­πως ήτανε. Τό πρόσωπο του ήταν άθικτο. Σάν νά κοιμά- ται, μέ τά τσίνορά του. Μόνο στό μέτωπο ό σκούφος του άφησε μιά μαύρη γραμμή άπό τό χρώμα του λόγφ τής πολυετίας. Μέ τά σχοινιά τόν κατεβάσαμε κάτω σιγά-σιγά,. τόν φέραμε στό μοναστήρι καί τόν βάλαμε στήν έκκλησία».

Στό διάστημα αυτό πού ήταν τό λείψανο τοποθετη­μένο σέ προσωρινό φέρετρο στό μοναστήρι, μιά γυναίκα άπό τήν Αυστραλία, μητέρα ενός ιερέως, όνόματι Χαρα­λάμπους, είδε στόν ύπνο της ένα καλόγερο, ό όποιος τής είπε, νά συγκεντρώση χρήματα γιά μιά μεγάλη λειψανο­θήκη, προκειμένου νά τοποθετηθή ένας ολόσωμος άγιος. "Ομως πώς τόν έλεγαν, καί σέ ποιό μέρος ήταν, δέν τής άποκαλύφθηκε. Μετά άπό λίγο καιρό ένα γνωστό πρό­σωπο αυτής τής εύλαβοΰς χριστιανής μετέβη στούς Α­γίους Τόπους, προσκύνησε καί τόν όσιο Ιωάννη καί τότε θυμήθηκε ότι ή λειψανοθήκη θά είναι γι' αύτόν τόν νεοφα­νή άγιο τής Όρθοδόξου Εκκλησίας μας.

Σήμερα άναπαύεται ό όσιος μέσα σ' αύτή τήν ώραία λειψανοθήκη καί πολλοί προσκυνηταί έρχονται προσκυ­νούν τό άγιο λείψανο καί παίρνουν τήν εύχή καί εύλογία τοΰ οσίου Ιωάννου.

Μετά τήν τοποθέτησι τοΰ άγίου στήν νέα λειψανοθή­κη, ό ήγούμενος π. Άμφιλόχιος έφυγε γιά τήν Ελλάδα. Τότε μερικοί κληρικοί τοΰ Πατριαρχείου Ιεροσολύμων δέν έθεώρησαν φρόνιμο νά τοποθετηθή καινούργιο λείψα­νο σ' αύτή τήν έκκλησία. Συμβουλεύτηκαν τόν Πατριάρ­χη καί αποφάσισαν νά έλθη έπί τόπου μιά έπιτροπή γιά νά μεταφέρουν τό λείψανο σ' άλλο μέρος, άφοΰ θά έχη έπιστρέψη καί ό ήγούμενος τής μονής άπό τό ταξείδι του.

Ή μεταφορά όμως δέν πραγματοποιήθηκε διότι ό Πατριάρχης άπέθανε, ό πατριαρχικός έπίτροπος έγχειρίστηκε στά νεφρά καί ό τρίτος τής επιτροπής άρρώστησε βαρειά άπό τήν καρδιά του.

Μετά άπό τά συμβάντα αύτά, δέν μετακίνησαν τό ά­γιο λείψανο, τό όποιο άναπαύεται ειρηνικά κοντά στά άλ­λα λείψανα τών άγιων της Εκκλησίας μας.

Κάποτε, τόν καιρό πού ζούσε ό άγιος, τόν έπισκέ- φθηκε στήν σπηλιά του ένας άγιορείτης Ιερομόναχος όνό­ματι Μητροφάνης άπό τήν σκήτη τής Αγίας Άννης. Τό­σο πολύ τοΰ άρεσε ή περιοχή ώστε άποφάσισε νά έγκατασταθή έκεϊ, άφοΰ πρώτα επιστρέψει καί τακτοποιήσει τίς υποθέσεις τοϋ κελλίου του. Τότε ό πατήρ Ιωάννης τοΰ εί­πε: «Έάν θέλης νά έλθης, έλα καί μείνε όπως είσαι χώρα, διότι άν φύγης γιά νά τακτοποιήσης τό σπίτι σου δέν θά ξανάρθης ποτέ». Τελικά ό π. Μητροφάνης, έξ αιτίας ένός κακοϋ συμβάντος βρήκε οικτρόν θάνατο καί δέν κατώρθωσε νά πραγματοποιήση τήν επιθυμία του. "Ετσι εκπλη­ρώθηκε ή πρόρρησις τοΰ πατρός Ιωάννου, ότι δέν θά ξαναέλθης στήν κοιλάδα τοϋ Ίορδάνου.

Μιά άλλη φορά κάποια εύσεβής χριστιανή πού ήλθε γιά προσκύνημα στούς Αγίους Τόπους άπό τήν Ελλάδα, όταν άντίκρυσε τόν ολόσωμο άγιο έτρόμαξε καί μετα­νοιωμένη εΐπε: «Καλλίτερα νάμή σ' έβλεπα» καί βιαστικά άνεχώρησε. Τήν ίδια νύκτα είδε στόν ύπνο της τόν όσιο Ιωάννη μέ ύπερέχουσα ομορφιά καί χάρι καί τής εΐπε: «Ελένη, γιατί φοβήθηκες άπό μένα. Έγώ είμαι ό Ιωάν­νης. Τί κακό σου έκανα;». Ή Ελένη ζήτησε συγχώρησι άλλά δέν πρόλαβε νά προσκυνήση τόν όσιο. Τήν επομένη χρονιά ξαναήλθε ειδικά μέ τόν σκοπό νά λάβη τήν συγ­χώρησι, τήν εύλογία καί μία φωτογραφία τοΰ οσίου.

Ή ζωή τοϋ όσίου Ιωάννου είναι ένα ζωντανό παρά­δειγμα συνεχούς πνευματικής άναβάσεως πρός τήν τε­λειότητα καί τήν μυστική ένωσι τής ψυχής μέ τόν Θεό. Ή άγάπη του γιά τήν σωτηρία τοΰ πλησίον τόν ώθοϋσε διαρ­κώς στήν μετάφρασι ψυχωφελών πατερικών έργων στήν ρουμανική γλώσσα μέ άποτέλεσμα τό μεταφραστικό του έργο νά είναι τεράστιο σέ όγκο καί σπουδαιότητα γιά τούς Ρουμάνους όμοδόξους άδέλφούς μας.

Καί ό ἴδιος μέ τά έντεχνα (ρυθμό - ομοιοκαταληξία) ποιήματά του, στά όποια εκφράζονται οι άγώνες καί τά βιώματά του, παρέδωσε σ' εμάς τήν άσκητική διδασκα­λία τής πνευματικής τελειώσεως τής ψυχής. Γραμμένα μέ τήν έμπνευσι καί τόν φωτισμό τοΰ Αγίου Πνεύματος, ό­πως ό ίδιος τό άναφέρει σέ κάποιο ποίημά του, άποτελοῦν πράγματι «Πνευματική τροφή» καί «Ιερούς στοχα­σμούς πού ανεβάζουν τήν ψυχή τοΰ ανθρώπου στόν ουρα­νό».

Παραδίνουμε μέ άγάπη Χριστού στούς "Έλληνας ορθοδόξους χριστιανούς μας όλα σχεδόν τά ποιήματα τοΰ δσίου Ιωάννου, τά όποια όμως στήν ελληνική τους μετά- φρασι δέν έχουν τήν τέχνη καί τόν λυρισμό τοΰ ρουμανι­κού πρωτοτύπου. Ή επιθυμία μας ήταν νά γνωρίσουμε καί γευθούμε τίς αρετές τοΰ άγίου μέσα άπό τίς ποιητικές του συνθέσεις παραμένοντας πιστοί περισσότερο στά πε­ριεχόμενα καί βαθειά νοήματά των. Δεδομένου ότι είναι δύσκολο άν μή καί άκατόρθωτο νά διαμορφώσουμε μέ μέτρο, ρυθμό καί ομοιοκαταληξία μεταφρασμένα άπό άλλη γλώσσα ποιήματα, χωρίς νά είσχωρήση ό ύποκειμενικός παράγων τοΰ μεταφραστοΰ. Όποτε καίτό περιεχό­μενο δέν θά ήταν έξ ολοκλήρου άκραιφνές καί γνήσιο, ό­πως τοΰ πρωτοτύπου.

Ταπεινά εύχόμεθα στούς φιλαναγνώστας άδελφούς μας πλουσία τήν εύλογία τοΰ Κυρίου μέ τίς εύχές τοΰ νέου όσιου τών ήμερών μας Ιωάννου τοΰ Νέου Χοζεβίτου.[1]

17 Νοεμβρίου 1983 Μνήμη Άγ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας Τερά Μονή τοϋ Όσίου Γρηγορίου.

Μον. Δαμασκηνός


Τό άφθαρτο Λείψανο τοΰ Όσίου Ιωάννου, πού διαφυλάσσεται στήν Μονή τοΰ Άγ. Γεωργίου Χοζεβίτου, άπό τό έτος 1980, α­φού παρέμεινε αναλλοίωτο στόν τάφο έπί 20 χρόνια.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Οι φλόγες της καρδιάς

Ό στίχος μέ τίς τέσσαρες σειρές παρηγοριά μοΰ φέρνει, δταν συχνά εύρίσκομαι στήν θλΐψι καί στόν πόνο.

Σάν σπίθα τσακμακόπετρας ό στίχος στήν στενοχώρια άνάβει, μ' ένα τρόπο τελείως μυστικό, άπό την θερμή ψυχή μου.

 

"Οταν τά βάσανα πληθαίνουν, καί τά εμπόδια γίνονται ψηλά, οί στίχοι — ώς έκ θαύματος — πηγάζουν τότε θερμότεροι.

"Οταν ό πόνος μέ καταβάλλει καί οι δυνάμεις κλονίζονται, οί στίχοι μέ παρηγορούν στίς άτέλειωτες σειρές των.

 

Κι όταν έχω κάποια χαρά καί πνευματικά εύφραίνομαι, τότε σκιρτά καί ή καρδιά, γράφοντας ύμνους στόν Θεό!

"Αν θέλης κάποτε νά δής τί νοιώθει ή καρδιά μου, άπό τους στίχους θά τά μάθης, αγαπητέ άναγνώστα.

 

Ή φυλακή της ψυχής

 Ή μόνη εργασία μου στόν κόσμο είναι ή σωτηρία μου. Έάν έγώ γι1 αύτήν δεν φροντίζω ποιός άλλος θά φροντίση;

Σώμα καί ψυχή μαζί μου δόθηκαν άπό τόν Κύριο καί μόνο έγώ γι' αύτά γνωρίζω τί εργάσθηκα.

 

Τό έργο της σωτηρίας μου είναι γιά τήν αιωνιότητα καί δεν είναι δοσμένο νά γίνεται παρά μόνο άπό εμένα.

Ή άπόφασις έχει δοθη: Πρέπει νά πεθάνω! Δεν γνωρίζω ομως πότε· ϊσως αύριο ή στό προσεχές μέλλον.

 

"Υστερα δέν γνωρίζω ποιά ώρα: Μπορεί τώρα όπου κοιμούμαι, ή όταν βρίσκομαι έξω, στό σπίτι είτε στόν δρόμο.

 Επίσης δέν γνωρίζω ούτε τόν τρόπο πού μέλλω νά πεθάνω: Στήν μετάνοια θά βρίσκωμαι ή άκόμη δούλος των άμαρτιών μου;

 

Έάν δεν πεθάνω ξαφνικά κάποια αρρώστια θί μοΰ τό άναγγείλη- αλλά μέ τό βάρος της άρρώστιας θά μπορέσω νά διορθωθώ;

Ό νους μου ακόμη τώρα ύγιαίνει, όμως τότε στήν φρίκη τοϋ θανάτου, θά έχη καιρό νά έρευνήση μέχρι τότε τήν ζωή μου;

 

"Ισως τότε ή καρδιά μου νά λειώνη άπό μετάνοια, αλλά αναρωτιέμαι: Θά εχω έπίγνωσι των πράξεών μου;

Τριγύρω μου οί άδελφοί μέ δάκρυα θά στέκουν κι' άλλοι ίσως θά ερευνούν περί χρημάτων καί διαθήκης!

 

Έάν θά είμαι πλούσιος θά έποοφεληθοϋν της εύκαιρίας νά μ' έρωτήσουν βέβαια γιά ετοιμασία της διαθήκης!

"Ισως αυτοί λόγω φροντίδων λησμονήσουν νά καλέσουν , τόν άγιο Πνευματικό γιά τήν θεία έξομολόγησι!

 

Θά 'ρθή κι' αύτός στό τέλος νά μέ ρωτήση γι' αμαρτίες άλλ' ίσως δεθή ή γλώσσα μου καί ό νους νά μή σκέπτεται πλέον.

Διότι πιό πολύ στόν άλλο κόσμο ή σκέψις μου τότε θά είναι καί τήν μετάνοιά μου τότε δέν γνωρίζω άν Εκείνος τήν δεχθή!

 

Φαντασίες φοβερές τά μάτια μου τότε θά ιδούν κι' εγώ δεν θά καταλαβαίνω πώς έπήρα τά "Αγια δώρα πού μου 'πρόσφεραν!

Γιά νάχω θάνατο καλό άς έτοιμάζομαι άπό τώρα μέ τά εφόδια τών άρετών νά τάχω τότε στόν δρόμο!

 

"Ας μαζεύω τώρα έγκαίρως αύτά πού νομίζω άναγκαΐα διότι τήν εσχάτη ήμερα δέν θά μπορώ ν' άγωνισθώ.

Καθαρή έξομολόγησι μέ ταπεινό πνεύμα καθώς καί προσοχή σέ όλα, όσα προκαλούν τά τραύματα.

 

Έάν ή θεία έξομολόγησις δέν είναι τελείως καθαρή ό καιρός του χωρισμού θά μας είναι πολύ φοβερός!

Διότι τότε βαρύ θά μας είναι, νά βλέπουμε τίς πτώσεις μας καί άπό τά φοβερά τελώνια δέν πρόκειται νά γλυτώσουμε!

 

Μεγάλος φόβος μας κυριεύει διότι δέν ξέρουμε, στήν αιωνιότητα, αιώνια βάσανα μας περιμένουν ή ανέκφραστη θυμηδία;!

Όπότε, άς έχουμε, πάντα στόν νού ότι γρηγορα θά πεθάνουμε κι' άπ' τό θνητό μας σώμα θά χωρισθή ή άθάνατη ψυχή!

 

Έάν τώρα αύτή ή στιγμή είναι ή τελευταία  θά έχω ελπίδα σωτηρίας άν ή ζωή μου διακοπή;

Σκέπτομαι ότι μετά θάνατον τό σώμα μου θά εϊναι άσχημο, ακίνητο, αναίσθητο μέ μυρωδιά άνυπόφορη!

 

Στήν Εκκλησία, θά τό πανε οί Ιερείς μέ προσευχές καί κατόπιν θά τό κατεβάσουν στόν τάφο νά διαλυθή!

Ή μνήμη του μετ' ήχου θά χαθή άπό τόν κόσμο καί μέ τόν καιρό οί άνθρωποι θά ξεχάσουν τ' όνομά μου.

 

Νά πώς παρέρχεται ή δόξα του θνητού σώματος, πού ή περιποίησίς του σ' ολη μου τήν ζωή μ' άπασχολούσε.

Λοιπόν πάντοτε άς προσέχω στό κάθε βήμα της" ζωής μου διότι ή σωτηρία μου κρέμεται μόνο άπό τόν παρόντα καιρό!

 

Πολυεύσπλαγχνε Κύριε, μή μ' έγκαταλείψης μέχρι τέλους γιά νά μή άδιαφορώ γιά τήν μετάνοια ό μόνος παλιάνθρωπος!

Ή μνήμη τοΰ θανάτου, «ώς φωνή εσχάτης σάλπιγγος» συνεχώς άς μας ξυπνά σάν συναγερμός σέ πόλεμο!

 

Αφήνω στόν κόσμο ένα 'ίχνος, ένα βιβλίο μυστικό πού θά κάνη, μετά τόν θάνατο μου, όλη τήν ζωή μου φανερή.

Φοβάμαι, ότι στό τέλος μου δέν θά βρίσκωνται γραμμένα τά έργα πού θά έπρεπε νά κάνω στήν ζωή μου!

Άπό τά κακά πού θάπρεπε ν* άποφύγω* άλλοίμονο σέ μένα, 'ίσως νά εΐναι ολόκληρο τό βιβλίο λερωμένο!

 

Καί τώρα, όταν σκέπτομαι τήν ώρα τού θανάτου νομίζω πώς άνοίγεται τό «Δικαστήριο» γιά μένα!


"Ενας άγγελος τοϋ σκότους, άριστερά έχοντας χονδρό στά χέρια βιβλίο θ' άπαριθμή τά έργα μου όσα μαζί του έπραξα στόν βίο!

 

Στά δεξιά θά στέκεται        ' άγγελος φωτός μ' αόστηρή τήν δψι, διαβάζοντας όσα καλά διέπραξα στόν κόσμο!

"Αν είναι άπόφασις Θεοΰ νά 'ρθώ στήν εύτυχία οί άγγελοι «χαρμονικώς» θά 'ρθουν ώς συνοδεία.

 

"Αν δέν βρίσκεται γραμμένο έργο άξιο ελέους οί δαίμονες στά σκοτεινά θά μέ τραβούν μέ βία!

'Αλλοίμονο, στήν άθλια ψυχή μου πού τό μεγαλύτερό της βάσανο θά είναι ή σκέψις, ότι αιωνίως θά κολάζεται!

 

"Οταν θά πλησιάζη ό καιρός της Παρουσίας του Κυρίου σημεία μεγάλα θά γενούν στόν κόσμο καί στ' άστέρια καί στόν ήλιο.

Ή Κρίσις άπροσδόκητα σάν κλέπτης θά μας έρθη καί 'μεΐς στίς άμαρτίες μας χωρίς μετάνοια θά ζούμε.

 


Πύρινος θά καύση ποταμός ανθρώπους καί βασιλείς, ζώα, ψάρια καί πουλιά, καί κάθε της φύσης στοιχείο!

Φωνή αγγέλου σάν σάλπιγγα θά σαλπίση πανταχού καί αύτό τό σώμα πού φορώ θά άναστηθή έκ των νεκρών!

 

Θά κληθή πάλι ή ψυχή μέ εντολή του Κτίστου γιά νά ένωθή μέ τό θνητό σώμα μου.

Ή ψυχή τότε μέ τό σώμα θά λάβη τήν άθανασία αλλά δέν γνωρίζω- πρός απώλεια ή πρός εύτυχία μου;

 

Ό Θεός μέ τόν Τίμιο Σταυρό θά 'ρθή τότε πάνω στά σύννεφα μ' όλη τήν Θεία Δόξα Του ως ένας Δίκαιος Κριτής...

 

 

Ή φωνή τον Καλού Ποιμένος

 "Ανθρωπε, πλάσμα μου, γιατί μ' εγκατέλειψες καί τρέχοντας πρός άλλους δρόμους, έχασες τόν δρόμο της ζωής;

Φιλάνθρωπος είμαι «καί του ελέους Θεός» γιατί εσύ έγινες δούλος τού «αντιδίκου μου»;

 

Γιά σένα εγώ — άπ' αιώνων — τήν σωτηρία εργάσθηκα, κατερχόμενος άπό ψηλά, άπό τους οόρανούς στήν γη.

Λαμβάνοντας δούλου μορφή γεννήθηκα άπό τήν Παρθένο καί έζησα κάτω στήν γη, ταπεινός καί πάμφτωχος.

 

Ύπέμεινα τήν καταδίωξι, λόγια κακά καί ύβρεις, τό Σώμα Μου στίς πληγές έδωκα καί το Πρόσωπό Μου σέ έμπτύσματα.

Κατέβηκα άπό τόν ούρανό γιά νά σ' άνεβάσω σ' αύτόν, τό ΰψος της δόξης άφησα, γιά σένα τόν «άθλιο»!

 

Ύπέμεινα άτιμίες, γιά νά σέ δοξάσω πάλι* σ' όλα έζησα φτωχός έσένα νά πλουτίσω.

Βαρειές πληγές δέχθηκα γεμίζοντας αίματα παντού, γιά νά θεραπεύσω τήν πληγή σου καί σέ λυτρώσω άπό τήν «αιμορραγία».

 

Σταγόνα τοΰ αίματος μου δέν λυπήθηκα καί τήν Μορφή Μου έχασα, γιά νά καθαρίσω τήν ψυχή σου, πού ήταν φθαρμένη μέ τά πάθη.

Έσύ αμάρτησες, εξ άρχής, ενώπιον του Πατρός, καί σήκωσα εγώ επάνω μου τό φορτίο της άμαρτίας σου.

 

Τιμωρημένος στούς αιώνες έκπλήρωνες τόν φόρο τοΰ θανάτου, αλλά σηκώνοντας εγώ τήν αμαρτία σου έκπλήρωσα τόν φόρο τοΰ θανάτου.

Χολή ήπια μέ ξύδι καί στό ξύλο σταυρώθηκα καί άπό τό «ξύλο τό πικρό» καρπό γλυκύτατο σοϋ έτοίμασα.

 

Σταυρωμένος ανάμεσα σέ ληστές έγινα γιά όλους «κατάρα» ώστε έσένα, άφού κληρονομήσω στήν Ζωή νά σέ καλέσω.

Γι' αύτη τήν αγάπη μέ μίσος μέ έπλήρωσες καί τήν Θεία Οικονομία μου (Κάθοδο μου) πάντοτε περιφρόνησες!

 

Γι' αύτό στόν τόπο πού ζής τώρα μέ αγάπη νά μέ ύπηρετής καί όχι ν' άγαπάς τά πάθη καί νάσαι σκλάβος σ' αύτά.

Πές μου, τί στερήθηκες άπό μένα καί άργά;- άργά έξέφυγες βαδίζοντας στήν πλάνη μακριά άπό μένα;

 

Έάν θέλης όλα τ' άγαθά, Έγώ εΐμαι ή «Πηγή των άγαθών» καί εδώ κάτω στήν γη καί στόν μέλλοντα αιώνα.

 Τήν αιώνια εύτυχία, έάν θέλης ν' άποκτήσης, Έγώ εΐμαι ό μόνος «Δοτήρ της ψυχικής εύφροσύνης».

 

Τήν ωραιότητα έάν έπιθυμής νά άπολαμβάνης, Έγώ είμαι «τό κόσμημα» του κόσμου καί «ό γλυκύς Παράδεισος».

Έάν ποθής στόν κόσμο δόξα, Έγώ εΐμαι «ό Μονογενής» έκ της Παρθένου άφράστως καί έκ Πατρός «άνευ άρχής».

 

Ζητάς δόξα καί δύναμι νά έχης στόν αιώνα; Έγώ εΐμαι «ό Κύριος τών Δυνάμεων» καί της «Δόξης Βασιλεύς».

Γιά τά άπειρα πλούτη του κόσμου άν 'ίσως έχης ζήλο, Έγώ εΐμαι ό «Αιώνιος θησαυρός τών ούρανίων άγαθών».

 

"Αν θέλης σοφός νά γίνης, γίνου μαθητής Μου, διότι έγώ είμαι «τό άπαύγασμα τοΰ Πατρός» καί ό δικός σου «Φωτοδότης».

Μέ φίλους πιστούς άν θέλης πάντοτε νά είσαι, Έγώ εΐμαι «τό Μύρο της ψυχής» στόν «Νυμφώνα Μου» νά 'ρθής.

 

Δικαιοσύνη άν ζητάς άπό τούς άνθρώπους δέν θά εύρης. Έγώ εΐμαι ό «Δίκαιος Κριτής» άδέκαστος πρός όλους.

Στίς δυσκολίες καί άνάγκες, όταν γιά βοήθεια μέ καλείς, παντού καί γρήγορα έγώ ό ΐδιος θά σοΰ εΐμαι βοηθός.

 

 Στούς πόνους μή άποκάμης, όταν βασανίζεσαι σκληρά* Έγώ εΐμαι ό «Ιατρός τοΰ σώματος καί της ψυχής σου».


Έάν περικυκλώνεσαι άπό λύπες καί άνάγκες, ή παρηγοριά σου είμαι έγώ, ψυχή μου άπαρηγόρητη.

 

Κουρασμένος άπό τό βάρος πού σηκώνεις στό διάβα της ζωής σου Έγώ είμαι τώρα καί στούς αιώνες, ή άνάπαυσίς σου,

Ή ειρήνη της ψυχής σου έάν κακώς ταράχθηκε έλα, πάλι σέ Μένα, Έγώ εΐμαι «της Ειρήνης Βασιλεύς».

 

Τόν φόβο τοΰ θανάτου έάν έχης, έχε θάρρος, μή ταράζεσαι, Έγώ εΐμαι «ή Ζωή τών πάντων» στούς άπέραντους αιώνες.

"Αν μπλέχθηκες στήν ζωή σου μέ μεγάλες άμαρτίες Έγώ εΐμαι «ό άδυτος "Ηλιος» έλα πάλι στό φως Μου!!!

 

Αλήθεια, άσπιλον στήν γη άπό τούς άνθρώπους μή ζητάς, Έγώ εΐμαι «ό όντως "Αγιος» γιά τήν σωτηρία σου.

Περιπλανώμενος εδώ καί 'κεί στίς δυσκολίες της ζωής, έλα σέ μένα «τήν άλάθητο οδό» πού οδηγεί στό λιμάνι.


Καί τώρα έάν δέν έχης όδηγό γιά τόν ούρανό, Έγώ είμαι «ό Ποιμήν ό Καλός» δέν θά σ' όφήσω μοναχό.

Έάν ντρέπεσαι νά 'ρθής λόγφ τών άμαρτιών σου νά ξέρης, ότι έγώ εΐμαι «ό έλεήμων Ξενοδόχος».

 

Γι' αύτό είπα νά 'ρθοϋν όλοι σέ Μένα όσοι έχουν κόπους καί φορτία, γιά νά τους χαρίσω τήν άνάπαυσι!

 


Τό δώρο της γιαγιάς

Στήν βεράντα του σπιτιού στόν ήλιο κάθεται ή γερόντισσα μέ τό εγγόνι της, κοιτάζουν καί οί δυό τόν όρίζοντα, όπου πετούν κλωστές αράχνης.

Στήν κυρτωμένη τη£ ράχη πέφτουν τά λευκά μαλλιά της καί 'χει μόνη παρηγοριά της τ' όρφανό έγγόνι.

 

"Οντας τώρα έορτή έβαλε ή γιαγιά τό έγγόνι νά διαβάση ένα βιβλίο μέ «τά Πάθη τοΰ Ίησοΰ».

Άλλ' όταν νά διαβάζη άρχισε, εκείνη πνιγόταν στό κλάμμα, ένώ στό στήθος του τό τρυφερό, έσπάραζε ή παιδική του καρδιά.

 

Τί έχεις, μαμά, καί πάντοτε κλαις έτσι μέ πόνο, όταν διαβάζω γιά τόν Τίμιο Σταυρό καί τό «"Ονειρο της Μητέρας τοΰ Χρίστου»;

Μέ τήν άνέκφραστα γλυκειά φωνή της, πού πνιγόταν στόν στεναγμό, άπαντάει σ' αύτό, κοιτάζοντάς το μέ άσυνήθιστη πραότητα:

 

—"Οταν μιλάς γιά τήν Πανάχραντο Μητέρα καί τά Πάθη τοΰ Ιησού τότε σκέπτομαι τόν θάνατο, διότι, νά, έγέρασα!

Καί ή καρδιά της ράγισε όταν θυμήθηκε πάλι τόν Μάξιμο πού πολεμά καί τόν περιμένει ματαίως ή καϋμένη!

 

—Μαμά μου, ποιός είναι αύτός πού τόν κλαις, όταν κάθεσαι νά γνέσης; Φυλακίσθηκε κι' αύτός άπό τούς Εβραίους ή δέν έγύρισε πάλι;

—πουλάκι μου, έχεις τώρα πνεύμα άπαλό καί δέν μπορείς νά καταλάβης τόν πόνο του σπιτιού μας θά ήθελα νά μήν τόν γνωρίσης τώρα!

 

—Γιατί κρύβεσαι (σέ παρακαλώ) άπό μένα καί κλαις πάντοτε μέ τέτοιο πόθο; Τί θέλεις νά σου φέρω τώρα γιά νά σέ βλέπω εύτυχισμένη!;

—"Α, όχι! Ή εύτυχία μου είναι άλλη, είσαι σύ «τό παιδί τοΰ μηδενός»! γιά τόν πατέρα σου δέν ξέρω τίποτε τώρα, ένώ ή καϋμένη ή μάνα σου δέν ύπάρχει πλέον.

 

Ό Μάξιμος, όταν έφυγε άπό τό σπίτι περισσότερο άπ' όλα μέ παρακάλεσε νά είμαι μάνα καί πατέρας γιά τό μικρό του παιδί!

Πάντοτε ανυπόμονα περιμένω νά 'ρθή αύτός άπό τόν πόλεμο καί βλέπω ότι οί άποστρατευμένοι δέν λένε τίποτα γι' αύτόν.

 

Κοιτάζω στόν ορίζοντα συχνά καί άλλοτε στέκομαι στόν δρόμο καί τόν φαντάζομαι νά έρχεται ϊσως άπό μακριά- τώρα.

Ακούω ότι αύτός ήταν σέ μάχη μέ τούς Ούγγρους στά Καρπάθια καί πολλοί μ' αύτόν άπ' τό σύνταγμά του είχαν παρθή ώς αιχμάλωτοι.

 

Σήμερα άκόμη τρέφω ελπίδα ότι ίσως τόν ιδώ νά έρχεται, άλλά τά χρόνια πέρασαν καί ή χαρά φαίνεται ν' άργή!

Καί δέν λυπάμαι τόσο βέβαια άν ήσουν πιό μεγάλος τώρα, άλλά, νά, είσαι παιδί μιας μόνο παλάμης καί 'γώ αύριο ϊσως νά πεθάνω!

 

Σάν εμένα κανείς δέν έχει συμπόνοια νά σέ φροντίζη, παιδί μου, παρά ό μόνος Ελεήμων καί οίκτίρμων Θεός.

Σ' Αύτόν νά θέσης κάθε ελπίδα Αύτόν νά παρακαλής πάντοτε θερμά διότι Αύτός γιά τίς δυστυχισμένες ψυχές είναι Μητέρα καί Πατέρας!

 

"Οταν ή μητέρα σου ήταν στήν ζωή έδωσα τότε ύπόσχεσι νά πάω σ' έν' άγιο μοναστήρι νά φροντίσω τήν μετάνοιά μου.

'Αλλ' άφήνοντας ορφανό έσένα οί γονείς ήταν άνάγκη νά σ' άναθρέψω καί δέν είχα πλέον ή φτωχειά έλπίδες γιά τήν μοναχική ζωή.

 

Είθε σέ σένα ό Θεός τόν άγιο πόθο μου νά έκτελέση νά έχω καί 'γώ μιά παρηγοριά γιατί σ' έφύλαξα σάν ένα κειμήλιο!

Σκουπίζοντας τά μάτια ή γερόντισσα, φιλεΐ μ' άγάπη τό έγγόνι κι' αύτό συνέχισε νά διαβάζη τ' "Αγια Πάθη του Ίησοϋ!

 

 

Σημείωσις:   Ή γερόντισσα είναι ή γιαγιά μου, πού μέ άνέθρεψε άπό 6 μηνών έως 10 έτών Ίερομ. Ιωάννης Ιακώβ.

 

Τό σημείο τον Τιμίου Σταυρού

Τό σημείο τοΰ Σταυροϋ είναι γιά εμάς ασπίδα σωτηρίας, πού διώχνει πάντα τό κακό καί σ' όλα πνευματικά μας ανεβάζει.

Νά κάνουμε λοιπόν όπως πρέπει τό χριστιανικό μας,άύτό σημείο, γιατί τότε φεύγουν οί έχθροί άπό τό τιμιώτατο Ξύλο.

 

Καί αυτοί πού παίζουν λαούτο καί τόν σταυρό περιπαίζουν, έχουν σπέρματα άπιστίας καί κακή σφραγίδα στό χέρι!

Δέν έχουν ευλάβεια στήν ψυχή ούτε ντροπή στήν όψι δέν μπορούν νά υποκλιθούν διότι έχουν τράχηλο σκληρό!

 

Ό Κύριος άπό τούς ουρανούς έκλινε πρός τό άνθρώπινο γένος καί πλήθος χριστιανών έκούσια σ' Αύτόν κλίνουν τό κεφάλι.

Αύτός μας έσωσε, χριστιανέ, πεθαίνοντας πάνω στό Τίμιο Ξύλο καί σύ τό θεωρείς ντροπή νά κάνης του σταυρού τό σημείο!

 

Στίς Πατρικές αγκάλες

Μένοντας άπό μικρός ορφανός στόν κόσμο, σάν ένα «παιδί τοΰ μηδενός» έθεσα τήν έλπίδα μου στόν Κύριο ζητώντας πάντοτε τό έλεός Του.

Ή γιαγιά μου, Θεός συγχωρέστην, μού έσπειρε στήν ψυχή ένωρίς τά μυστήρια τής πίστεως κι ό καρπός των μέ κρατάει στήν ζωή.

 

Ώ σεβαστή μου άγία γερόντισσα, όλα όσα έχω τά χρωστάω σέ σένα, διότι μέ ώδήγησες στήν γνώσι τοΰ Ουράνιου Πατέρα.

"Οταν ό πατέρας μου (κατά τόν ψαλμό) καί ή μητέρα μου μ' έγκατέλειψαν, τότε ό Κύριος τ᾿  ούρανοΰ μέ δέχθηκε στήν άγκαλιά τοΰ έλέους Του.

 

Βλέποντας μέ τόν νου στήν καρδιά νά ζητάς τήν μυστική πηγή άπό τήν οποία ή ζωή ποτίζεται μέ τό σωτήριο δώρο.

Ακολούθησε τόν δρόμο τής σωτηρίας ζώντας στήν ειρήνη μόνος καί κάθε άνθρώπινη φροντίδα σου άπό σήμερα έναπόθεσέ την σ' ΑΥΤΟΝ.

 

Λησμονημένα δάκρυα

Οί γονείς μου οί καϋμένοι πέθαναν άπό καιρό καί 'γώ τότε πολύ μικρός καθόλου δέν έκλαψα.

'Αλλ' ήρθε ό καιρός νά τούς κλάψω άργότερα, όταν βρισκόμουν δίπλα άπό ένα άλλο τιμημένο φέρετρο.

 

Ό Κύριος είχε προνοήσει ή γιαγιά νά μέ μεγαλώση νά μού είναι αύτή πατέρας καί μητέρα έπί τής γης.

Και όταν ή Γερόντισσα έφυγε με την ψυχή στόν ουρανό τότε έγώ στόν κόσμο αυτόν έμεινα μόνος.

 

"Οταν έκλαψα γι' αύτήν μέ δάκρυα πολύ θερμά, τότε έκλαψα μαζί καί γιά τούς γονείς.

Ήταν ό πόνος στήν ψυχή μου πράγματι πολύ βαρύς καί τόν αισθανόμουν πάντοτε σάν μιά αίμορροοϋσα πληγή.

Κι αυτή ή παλιά μου πληγή μόλις τώρα θεραπεύθηκε πού μέ κάλεσε ό Κύριος σ' αύτή τήν θεία διακονία.

 

Πρός άλλες ακτές

"Οσες φορές έκοίταζα τόν όρίζοντα άπό μικρός είχα ένα πόθο- νά περιοδεύσω γή καί θάλασσα, νά γίνω μεγάλος ταξιδιώτης.

"Εβλεπα πέρα άπό τόν όρίζοντα ένα καθάριο πάντοτε ούρανό, ένα κόσμο άλλοιώτικο, άγγελικό μιά άλλη ανώδυνη ζωή.

 

"Εφυγε σύντομα σάν όνειρο άπατηλό ή παιδική μου ηλικία μαζί της έφυγε κι αύτή ή χαρά σάν διαβατάρικο πουλί.

Στόν κόσμο τώρα τόν ανήσυχο ζητησα έν' άγιο λιμάνι, πού ονειρευόμουν κάποτε, άλλά δέν τό 'βρισκα στήν γή.

 

Τά 'ίδια κύματα είναι στήν θάλασσα, ή 'ίδια πονεμένη ζωή, τά ϊδια πικρά φαρμάκια εύρίσκω καί σήμερα, όπως καί χθές.

"Ενα μόνο ακρογιάλι τώρα μ' άπομένει ξένο άπό τά κοσμΐ'κά κύματα: Ή έπουράνια Τερουσαλήμ, όπου βιάζομαι νά ύπάγω.

 

Σ' αύτό δέν ύπάρχει πόνος ούτε λύπη καί στεναγμός. Έκεΐ δέν δύει ό ήλιος κι ό ούρανός είναι πάντα καθαρός.

 

Τό μικρό ορφανό

Είναι ήμέρα Αναστάσεως οί καμπάνες κτυπούν οί γέροντες στέκουν στίς βεράντες κι' άλλοι είναι στά κατώφλια.

Οί νέοι καί τά παιδιά βγαίνουν στολισμένοι έξω νά συναντηθούν στήν εκκλησία τοΰ Κοιμητηρίου.

 

3 Τήν μυστική εύωδία αυτής τής άγίας Εορτής αισθάνονται άπό τό θυμίαμα, άπό τά χόρτα καί τά λουλούδια.

V Τά λιβάδια είναι ντυμένα μ' ένα ώραιο φόρεμα καί όλα φαίνονται τώρα πιό καινούργια στήν γή.

 

Κοντά στό "Αγιο Βήμα τής ξύλινης έκκλησίας ένα παιδί προσφέρει λαμπάδες καί λάδι·.

Φιλεΐ τόν άγιο Σταυρό μπροστά στό φρέσκο μνήμα καί γονατίζει κλαίγοντας μέ άναστεναγμό.

 

"Οταν κτυπάνε οί καμπάνες μέ τόν πανηγυρικό τόνο κοντά έκει στόν σταυρό κλαίει τ' ορφανό μέ πόνο.

Βυθισμένο μέσα στό κλάμμα στόν βαρύ τόν στεναγμό άπ' τόν ήχο τής καμπάνας άκουσε μιά γλυκειά φωνή:

 

Μή κλαις, παιδί μου, σήμερα καί μή στενοχωριέσαι. Διότι, νά, είμαι κοντά σου, Χριστός άνέστη.

τΗταν τής μητέρας του ή φωνή βγαλμένη άπό τόν τάφο πού τοΰ έδιωξε τήν λύπη άπό τό ραγισμένο του στήθος.

 

Σηκώθηκε άμέσως τ' ορφανό καί εκστατικά κοιτούσε, ζητούσε κάποιον νά ιδή, αύτόν πού τοΰ μιλοΰσε.

Τότε άπ' τό Βήμα τό Τερό στόν καπνισμένο τόΐχο είδε άναστάντα τόν Χριστό γλυκά νά του χαμογελά.

 

Φωτίσθηκε ή καρδούλα του ήρέμησε ή μορφή του καί φεύγοντας ό πόνος του σκεπτόταν μέ τόν νού του.

Έάν τόν Κύριο έδώ βλέπω άναστημένον τότε καί ή μητέρα μου άναστήθηκε μ' Αύτόν.

 

Λέγοντας έτσι μέ τόν νοΰ προσκύνησε ταπεινά καί φιλώντας τό μνήμα έγύρισε στό σπίτι!

Στήν επίγεια κατοικία μένει μόνο του στήν μοναξιά γιατί ό καϋμένος ό πατέρας του πέθανε στόν πόλεμο.

 

Κοιμόταν συχνά μαζί τους στό μνήμα καί τήν ή μέρα έτρεχε στό έρημο τό σπίτι όπου πάντοτε ώδυρόταν.

Τώρα τής Αναστάσεως, όταν γύρισε στό σπίτι άρχισε νά κλαίη τ' ορφανό μέ δυνατούς στεναγμούς.

 

Άλλά ή καμπάνα άκούσθηκε στό κοιμητήρι νά κτυπά καί πάλι τής μητέρας ή φωνή άκούσθηκε νά του λέγη:

Μή κλαις, παιδί μου, σήμερα καί μή στενοχωριέσαι διότι, νά, εΐμαι κοντά σου Χριστός άνέστη.

 

Άπό τότε τό όρφανό μας έπαυσε τους στεναγμούς κι όταν κτυπούσε ή καμπάνα παρηγοριόταν άπ' αύτήν!

 

Προσευχή

Κύριε, Θεέ μου, πλούσιε σέ εύσπλαχνΐα φώτισέ μου πάντοτε «τά ανθρώπινα μονοπάτια»!

Μέ τήν πατρική στοργή Σου γλύκανε τήν ζωή μου, άλλά φόβος μέ κυριεύει διότι είμαι άνάξιος αύτής.

 

Πρόσφερε άφθονη, "Αγιε Κύριε, τήν Θεία Σου Χάρι, γιά νά Σέ γνωρίσω καλλίτερα καί νά Σέ δοξάζω περισσότερο!

 

Τό πνευματικό λιμάνι

Στό «όρος» ψυχή μου ταπεινή πέταξε τώρα βιαστικά, διότι «ή θάλασσα τής ζωής» σέ πνίγει στό άδύναμο βάδισμά σου.

Στήν βάρκα σου δέν ύπάρχει βάσις ούτε πανιά στό κατάρτι, ό δρόμος είναι δύσκολος, δέν είσαι τώρα γιά πλεύσιμο.

 

Τό λιμάνι σου είναι τό μοναστήρι έκει ή ζωή είναι ήσυχη καί μπορείς ν' άποκτήσης τήν σωτηρία, κάνοντας τόν μοναχικό σου κανόνα.

"Ακουσε τήν πατρική πρόσκλησι του γλυκυτάτου Σωτήρος: "Αφησε τίς κοσμικές φροντίδες καί σήκωσε τόν «ελαφρό μου ζυγό».

 

"Εχοντας πίστι σταθερή μ' ασφάλεια θά φθάσης στήν ακίνδυνη όδό, στό πολυέραστο λιμάνι.

Ακολούθησε τήν δεξιά όδό τών άγαπητών σου προγόνων, διότι, νά, τό πνεύμα των σέ περιμένει στήν «Χώρα τής εύτυχίας».

 

Πάντοτε προσεύχονται γιά σένα στόν Ελεήμονα Θεό νά συμμετάσχης καί σύ στά «αγαθά», ταπεινή ψυχή μου.

 

Εις μνημόσυνο τής γιαγιάς μου Μαρίας

Σέ βλέπω μέ τίς ψυχής τά μάτια δπως ήσουνα τότε μέ τήν πραεΐα μορφή, σάν τών άγίων, καί τήν γλυκειά σου φωνή.

Μέ τής ζωής τόν σάκκο στήν πλάτη μέ τό βάδισμα άργό, είχες συχνά τά δάκρυα καί στήν καρδιά σου ένα κενό.

 

Ήταν άγία σου επιθυμία πού δέν εκπληρώθηκε πλέον νά ζήσης τόν λίγο σου βίο ώς μοναχή σέ μιά σκήτη.

4 Καί τήν μεγάλη δυσκολία, γιαγιά, έγώ τήν γνωρίζω: Εΐμαι έγώ ό άθλιος, πού γράφω αύτά τώρα.

 

Έγώ ήμουνα φορτίο στούς άδύνατους ώμους σου, γιατί παρέμεινα στόν κόσμο άπό μικρός χωρίς γονείς.

Σύ μ᾿ έφερνες στήν πλάτη στόν δρόμο γιά τόν άγρό καί άγρυπνούσες κοντά στό μικρό σου «κειμήλιο».

 

Έγώ τήν αγάπη τής μάνας σέ σένα εύρήκα καί τόν φόβο τοΰ Κυρίου πάντοτε μέ δίδαξες.

β Έν ειρήνη άναπαύσου στόν ούρανό, γιαγιά μου, έκει όπου ό νους μου συχνότατα πετά.

 

 Έξεπλήρωσες τόν σκοπό σου μεγαλώνοντάς με τόν άθλιο, δέξου τώρα τό δώρο τοΰ μνημοσύνου άπ' αύτόν!

1Καί άν εύρήκες έλεος στόν άγαθό Πατέρα, παρακάλεσε Τον νά συγχωρέση καί τόν έγγονό σου!

 

Ύποσημείωσις: Ό ευγνώμων έγγονός είναι ό ταπεινός ιερομόναχος λόσχημος Ιωάννης Ιακώβ. 22 Ιουλίου 1955.

 

Στόν δρόμο τον σταυρού μου

Βοήθησε με, Δέσποτα Κύριε; νά βαδίσω κι έγώ τόν δρόμο τοΰ σταυροΰ, διότι πλατειά ήταν ή οδός τής ζωής πού έβάδιζα μέχρι τώρα.

"Οταν άπό τό βάρος τοΰ σταυροΰ θ' άδυνατήση ό τράχηλος μου, τότε στείλε μου ένα βοηθό, όπως κάποτε τόν Κυρηναΐο.

 

Στό τέλος μου, Δέσποτα, όταν τά βάσανα θάναι πιό πολλά, ποθώ ν' άκούσω κι' έγώ τήν ύπόσχεσι πού έδωσες τότε στόν ληστή.

Νά έχω καί 'γώ μιά παρηγοριά, μερίδιο στόν «Δείπνο» Σου νά λάβω όπως ήσουν στήν Σταύρωσι μέ τόν Πατέρα έν τή δόξη Αύτοΰ.

 

"Οπως είδες τότε τήν Μητέρα κοντά στόν σταυρό Σου ΐσταμένη, έτσι κι έγώ νά 'χω δίπλα μου τόν άγιο φύλακά μου.

Μέ τό χωρισμό τοΰ σώματος δέξαι τό ταλαίπωρο πνεύμα μου μήπως τυχόν έμποδισθή άπό τά άόρατα τελώνια.

 

Μετά στό Δικαστήριο πηγαίνοντας νά είσαι πολυέλεος, Κύριε, καί μή μέ τιμωρήσης τότε μέ τίς φλόγες τών αιωνίων βασάνων!

 

Οι πειρασμοί ενός άρχαρίου

"Οπως τόν χειμώνα οί κόρακες κατεβαίνουν στήν γή γιά ψοφήμια, έτσι καί οί σκέψεις μου γυρνάνε μέσα στίς ματαιότητες.

Φτωχειά ψυχή μου, όπου θελήσω νά πάω, ιδού, δέν μ' άφήνουν σέ ήσυχία οί σφαίρες τού βελίαρ.

 

"Οταν στό χέρι πιάνω κανένα βιβλίο νά βάλω κάτι στό μυαλό, σάν τά πρόβατα στό μαντρί οί λογισμοί μέ κυριεύουν.

"Οταν τρέχω στήν προσευχή νά διώξω τίς στενοχώριες, τρέχουν οί πονηροί λογισμοί σέ θάλασσες καί χώρες.

Στήν εκκλησία όταν ψάλλω ή διαβάζω τούς κανόνες, οί λογισμοί μέ ταράζουν άπ' τό ένα μέρος τού ώκεανού μέχρι τό άλλο.


Κι όταν θέλω άπ' αύτούς νά λυτρωθώ πηγαίνοντας στό διακόνημα, έρχονται τότε πλήθος όπως στό πάρκο τά πουλιά.

 

Έάν κατά σύμπτωσι μου ξεφύγει κάποιος ώφέλιμος λόγος ό λογισμός μοΰ λέγει άπό ψηλά καί δυνατά ότι είμαι μεγάλος όσιος!

Άπό τό μοναστήρι Νεάμτσ 1933

 

Πνευματική συνταγή γιά ένα ήσυχαστή

"Ενα δράμι ζωής άν ακόμη έχης στόν κόσμο σήμερα νά ζήσης θυσίασε το μόνο γιά τήν ψυχή κι άφησε τίς κοσμικές φροντίδες.

"Ενα μόνο έτος ϊσως έχεις ή τό μισό, μπορεί ένας μήνας νά σοΰ άπέμεινε, ή μόνο ή σημερινή σου ήμερα, μπορεί άκόμη καί μόνο αύτή ή ώρα

 

"Οσο άγνωστα είναι τά όρια τής άνθρωπίνης ζωής τόσο συντομώτερο νά σκέπτεσαι τόν δρόμο πού όδηγεΐ στόν τάφο.

Μή σκέπτεσαι πλέον τήν καλωσύνη τών παλιών σου φίλων, διότι αύτοί δέν μπορούν νά σέ βοηθήσουν τήν ώρα του θανάτου σου.

 

Τούς καλούς φίλους τούς κερδίζει τό πένθος καί ή νοερά ευχή τοΰ Ίησοΰ, διότι τό πένθος σβήνει τό αιώνιο πΰρ καί ή προσευχή σ' ανεβάζει ψηλά.

Επίσης νά έχης γιά φίλους τίς θειες τοΰ Χριστοΰ έντολές, τίς όποιες πάντοτε μέ άγάπη νά έφαρμόζης.

 

Ή φιλία τοΰ κόσμου σ' αφήνει στήν ώρα τοΰ τάφου καί μόνο τά έργα τής πίστεως σέ συντροφεύουν πέρα άπ' αύτήν.

 

Προσευχή

"Οπως, Κύριε, έκανες τόν τελώνη φωτοδότη κάνε καί μένα σήμερα νά γίνω ζηλωτής Σου.

Τά βήματά μου άδυνάτησαν πολύ καί κινδυνεύω νά πέσω, ενώ ή άκαρπη ζωή μου στόν άδη έπλησίασε.

 

Δέν βρίσκω θεραπεία στό άνάξιο σώμα μου καί κακομαθημένο έκ γενετής δέν μπορώ τώρα νά τό δαμάσω.

Έπάλιωσα στήν κακία καί δέν λυτρώνουμαι άπ' αύτή πλέον αύξήθηκε μέσα μου πιό πολύ καί άπ' τά μαλλιά τής κεφαλής μου.

 

Μ᾿ έγκατέλειψαν οί φίλοι καί αρκετοί άδελφόί, γιατί σκανδαλίσθηκαν άπό μένα καί είναι πάντα μακριά μου.

Φώτισε, Κύριε, τόν δρόμο μου άνακαινίζοντάς μου τό Θειο Σου δώρο καί μέ τήν ούράνια γλυκύτητά Σου χαροποίησε με.

 

Τήν Θεία μνήμη Σου δός μου νά τήν έχω άδιάλειπτα καί στήν νικημένη καρδιά μου έτοίμασε τόπο φωτεινό.

 

Επίγραμμα

Άν ό νους δέν αιωρείται ψηλά στούς ουρανούς καί στόν θάνατο, πολύ εύκολα περιπλανιέται στά κενόδοξα λόγια.

Κι όταν δέν άναπαύεται τό έλεος μέσα μας τής ειρήνης, θά βρούμε πάντοτε αφορμή γιά φιλονεικίες καί πολέμους.

 

Κι όταν γιά τήν αύτοεπίγνωσι δέν έχουμε φροντίδα διαλαλούμε πλέον πάντοτε μόνο τά ξένα έργα.

 

Μικροί λογισμοί

Ούδέποτε τό πνεύμα μας δέν μπορεί νά ήσυχάση, έάν δέν ύψώνουμε τόν νου στόν Κύριο τής ζωής.

 "Οπως τό μωρό δέν σιωπά όταν φεύγη ή μητέρα του, έτσι καί τό πνεύμα μας δέν μπορεί νά παρηγορηθή.

 


Στόν Κύριο είναι ή ειρήνη σ' Αύτόν ή άνάπαυσίς μου, ή άληθινή Όδός τώρα καί πάντοτε.

"Οταν ό νους θέλη νά πετάξη στόν αγαθό Θεό, τότε ό εχθρός εσωτερικά μέ τρελλαίνει πάντοτε.

 

Σκορπίζει ή σκέψις  μου σάν τήν σκόνη στόν άνεμο καί ζητάει νά τραβήξη τήν ματιά μου στήν γή.

Ψεύτικα τοπία μας δείχνει ό πονηρός γιά νά κατέβη ή σκέψις άπό τό «αιώνιο λιμάνι».

Ή πέτρα τής άναισθησίας μου έγινε σάν ένας τάφος, πού πάντοτε μέ πιέζει καί μέ τραβάει στήν γή.

είθε νά μετακινήσω κάποτε τήν πέτρα τής ψυχής μου νά γίνω τόπος άγιος τού Φωτός του Θεού Πατέρα.

 

Τά σκοτεινά πάθη κυρίευσαν τό είναι μου καί τά βλαστάρια τών άρετών όλα κιτρίνισαν.

 

Ό ύμνος ευγνωμοσύνης πρός τόν Θεό

Ούράνια Άγαθότης, όταν Σέ βλέπω σέ κάθε μου βήμα δέν ξέρω τί νά σκεφθώ καί νά μιλήσω δέν μπορώ.

Άπό τόν δρόμο τής απώλειας Δέσποτα φύλαξέ με καί τά δηλητηριασμένα βέλη τής κακίας σύντριψε.

 

Κι όταν τό δρεπάνι τού θανάτου μέ πλησιάση μέ λύσσα, ή ύπομονή Σου άς τό κρατήση μακριά άπό μένα.

Οί έχθροί τοΰ κόσμου, όταν σκάβουν τόν τάφο μου τό κάνουν αύτό πάντοτε γιά νά πέσω μέσα

 σ' αύτόν.

 

"Οταν, Δέσποτα, τά βήματά μου άπό άδυναμία κλονισθούν, τό χέρι Σου μέ συμπάθεια άπλωσε σέ μένα.

"Οταν οί πληγές τής ψυχής μοΰ γίνωνται βαρύ φορτίο, Έσύ μέ τήν Χάρι Σου ενωρίς θαυμαστώς, θεράπευσε τες.

 


Τής καρδίας μου τόν πόνο Σύ μόνος τόν βλέπεις κι όταν μέ καταβάλει τότε έλάφρωσέ τον.

Τίς αδυναμίες μου σήκωσε πάντοτε όπως έσήκωσες έκούσια τό φορτίο τοϋ σταυροΰ.

 

Περισσότερο άπό τούς άλλους πάντοτε είμαι ένοχος, άλλά κανείς πλήν άπό Έσένα δέν μού είναι Θεός.

Γνωρίζω ότι έχω τής ψυχής τό ένδυμα σχισμένο, άλλά τό μυστήριο τής πίστεως σέ κανέναν δέν τό πρόδωσα.

 

Κι άν λόγω τής φύσεως, ώς άδύναμος σκοντάψω, δέν θά παύσω νά έλπίζω στήν άγια σωτηρία.

 

Διά τήν δόξα τοΰ Δημιουργού

Ώ τί μέγας εϊσαι, Κύριε! έξίστανται οί οφθαλμοί μου άπό τήν όρατή δημιουργία Σου μέ τήν άρμονία της!

Έάν αύτά τά αισθητά τά έστόλισες τόσο πολύ! Πόσο μάλλον θαυμασιώτερα θά είναι τά ούράνια!

 

Έάν καταλάβαινε ό νοϋς μου τήν άνω τής δόξης στολή, θά σέ μνημόνευε πάντοτε, Δέσποτά μου Ιησού.

Έάν τοΰ κόσμου τήν άπόλαυσι τελείως τήν άηδιάσω ή άγία άκτίνα Σου πάντοτε θά μ᾿ εύφραίνη.

 

Άλλά τό βαρύ μυαλό μου σέρνεται στήν γή, καί έτσι εμποδίζει τήν ψυχή άπό τόν Θείο της πόθο.

Ή έμπαθής προσκόλλησις τού πηλίνου μου σώματος συχνά μέ χωρίζει άπ᾿ αύτόν πού μ" έπλασε.

 


Βοήθησε νά φτερουγίση, Κύριε, ή σκέψις μου στόν ούρανό κι ελάφρυνε μου τό σώμα άφήνοντας τήν ψυχή μοναχή!

 

Στίχοι γιά τίς κακές συνήθειες

Οι άμαρτίες τής ύπερηφανείας καί τής φιλαργυρίας, τού πείσματος καί τής οργής αύτές είναι οί πλέον φοβερές.

Αύτές έπιφέρουν στήν ψυχή τίς σαίτες τού βελίαρ, έπειδή απουσιάζει ή μετάνοια καί ή Θεία Χάρις!

 

Καί οί άλλες άμαρτίες μας πληγώνουν πολύ, άλλά ή ψυχή τίς γιατρεύει, γιατί οί πληγές δέν είναι θανάσιμες.

Άπό τήν άκηδία, ή άκράτεια καί ή λαθροφαγία στις τροφές σού έρχονται γρήγορα στήν φύσι διότι έχεις στήν καρδιά ψεγάδια.

 

Λοιπόν, ψυχή μου ταπεινή, τίς άμαρτίες πού κρύβουμε εμείς θά δημοσιευθούν τότε άπό τό χειρόγραφο στό έσχατο Δικαστήριο:

Νά τίς καταγγέλουμε μόνοι μας σήμερα ζητώντας παιδεύσεις γι' αύτές διότι άν τίς άφήσουμε τότε «ό προδότης» στόν ρύρανό, θά σημάνη προσκλητήριο!

 

Στοχασμοί άπό τό κεκραγάριο σέ στίχους

"Αρα γε πότε, ώ Κύριε, Θά 'ρθής ώστε ή άδυναμία μου νά βρή τήν θεραπεία ζητώντας τήν δικαιοσύνη Σου!

Έσύ άγαπάς τήν ειρήνη γιατί είσαι τής ειρήνης Δοτήρ, ενώ έγώ περιβάλλομαι μέ τόν θόρυβο καί τήν σύγχυσι.

 

Ή καθαρότης γιά σένα είναι έργο προσφιλέστατο, ενώ έγώ τήν άκαθαρσία έζήλωσα πάντοτε.

Έσύ 'σαι Δέσποτα, ή Πηγή τού ελέους καί τής άγαθότητος, ένώ έγώ ό άνελεήμων ό βυθός τής κακίας.

 

Έσύ 'σαι Δίκαιος καί "Αγιος σέ δλα στόν ούρανό καί στήν γή, ενώ έγώ ό παλιάνθρωπος ό δούλος τής άδικίας.

Έσύ 'σαι τό Φως καί ή Ζωή σ' όλα όσα ύπάρχουν, ενώ έγώ ό τυφλός ζώ στόν θάνατο πρίν ακόμη πεθάνω.

Έσύ 'σαι, Κύριε, ή Χαρά καί τό πλήθος τών θαυμάτων ενώ, έγώ ώς δούλος τών παθών παρέλυσα άπό τίς άρρώστιες.

 

"Αλλος σταυρός άλλες πληγές (στοχασμοί)

—Κύριε, γιατί τρέχει τό αίμα Σου άπό τήν πλευρά Σου άκόμη; Ποιός σήμερα πάλι σέ λόγχευσε άνανεώνοντας τόν Γολγοθά Σου;

—Ή ζωή σου (άπαντα ό Κύριος) μέ τήν άμετανόητη ψυχή σου μέ πληγώνει μέ τά πάθη καί μέ έχει σταυρωμένον!

 

Οί πληγές πού προξενήθηκαν άπό άπιστους καί Εβραίους έκλεισαν ενώ έσύ Χριστιανέ μου, μέ λογχεύεις χειρότερα άπ' αύτούς!

Τό αίμα τής εξαγοράς γιά σένα έχυσα· άνάστα μέ τήν μετάνοια καί μή δουλεύεις στά πάθη!

 

Μήν οργίζεσαι Δέσποτα, έσύ γνωρίζεις τήν ϋπαρξί μου ότι πάντοτε ρέπει πρός τά άνθρώπινα πάθη.

Ανακούφισε, Κύριε, τό σώμα μου διότι τυραννικά §λίβεται καί πάσχει άπό άσφυξία ή καϋμένη ή ψυχή μου!

 

"Εως ότου κατέβω στόν τάφο δώρισέ μου τήν Θεία Σου Χάρι γιά νά πλένω πάντοτε μέ δάκρυα τό παλαιό μου ένδυμα.

 

Ή ψυχική διάγνωσις

Έάν ό νοΰς μας λησμονή τήν έπίγνωσι τοΰ εαυτού του, πετάει ή σκέψις πάντοτε στά ξένα άμαρτήματα.

"Αν μέ τήν μνήμη τοΰ θανάτου δέν έχουμε έξοικειωθή, παλεύουμε μέ τίς μέριμνες τής ζωής καί είμεθα πάντα νικημένοι.


"Οταν αφήσουμε τήν καλή διάθεσι γιά τήν καθωρισμένη προσευχή, τά σκουλήκια τής ματαιότητος άποκτούν μεγάλη θρασύτητα.

"Αν τό ποτό καί τήν τροφή μέ λαιμαργία τά χρησιμοποιούμε θά κυριεύση τό κεφάλι μας ή δυστυχία τής άκηδίας.

 

"Αν άπό τήν συνήθεια τής συκοφαντίας δέν ελευθερωθούμε ό νούς μας θά άπατηθή καί θά 'μαστέ μ' αύτήν δεμένοι.

"Αν δέν κυριαρχούμε στήν ακοή καί τήν όρασι, θά ύποφέρη πάντα ή ψυχή άπό μεγάλες παγίδες.

 

Έκεΐ πού δέν ύπάρχει άγώνας ή κακιά συνήθεια φωλιάζει, όπου γεννά τά πουλάκια τών παθών καί ό καρπός των πάντ' αυξάνει.

 

Χωρίς ένδυμα γάμου

Ερχόμενος συχνά στόν Μυστικό Δείπνο, τό ένδυμα τής ψυχής ακόμη δέν τό άλλαξα.

Άλλά, Έσύ ώς Θεός δέν μέ βγάζεις πιά έξω μέ περιμένεις άκόμη μήπως άλλάξω και 'γώ.

 

"Ομως ή ζωή μου πέρασε καί άμετανόητος άκόμη εΐμαι, γεμάτος παγωνιά στήν καρδιά καί στήν ψυχή λερωμένος.

Είθε νά μή χαθώ άκόμη, Λόγε, ό μόνος άκόλαστος τής γής, άλλά χάρισέ μου τό δώρο τής μετανοίας ενωρίς.

 

Μέ τό Θείο Σου έλεος πάντοτε νά μέ ραντίζης καί τήν καταπληγωμένη καρδιά μου μή τήν καταφρονήσης.

Σύ είσαι ό Καλός Σαμαρείτης πού ήρθες στήν Ιεριχώ νά μέ όδηγήσης στό πανδοχείο τής Ούράνιας Σιών.

 

Λοιπόν καί μένα, Πάτερ, άνάστησέ με τώρα διότι νά, κανείς δέν πέρασε άπ' αύτό τόν δρόμο σήμερα.

 

Προσευχή

(Ταπεινοί στοχασμοί)

Έλέησόν με, Δέσποτα, μέ τό μέγα έλεός Σου και πλΰνε μέ τούς οίκτιρμούς Σου τήν άνομία μου!

Γνωρίζω τήν άνομία μου καί τήν αμαρτία μου τήν ξέρω, διότι στήν άνομία γεννήθηκα καί στίς άμαρτίες.

 

Οί ομορφιές τοΰ κόσμου στόν ούρανό δέν χρειάζονται. Έσύ θέλεις καρδιά ταπεινή άπό τό άνθρώπινο γένος.

Ή εύπρόσδεκτη θυσία είναι τό ταπεινό πνεύμα μέ τήν «συντετριμμένη καρδιά», όπως ψάλλη ό Δαβίδ.

 

Ή Χάρις Σου εύδοκεΐ στους ταπεινούς ανθρώπους καί άπό τήν τάξι των σου άρέσει νά διαλέγης τούς άγιους.

Τήν σωτηρία ψυχής θέλεις νά έργαζώμεθα μέ βάσανα καί πόνους. Ό ζυγός μας: Ό Σταυρός Σου.

 

Καί ή προσφορά τών δακρύων μέ τόν ιδρώτα θεωρούνται, στό θεϊκό Θυσιαστήριο, σάν ένα παμφάγο πυρ.

 

"Οταν χάσουμε τόν σκοπό μας

(σκλαβωμένοι,-στό χώμα)

Άπό τό μυστικό πέταγμα τού βιαστικού χρόνου πολλές φορές ξεχνάμε τήν ψυχή νά έτοιμάσουμε.

Δούλοι στόν καθημερινό ζυγό τού τυραννικού σώματος πλανώμεθα άπό τήν όδό τοΰ ούρανίου λιμένος.

 

Λησμονούμε τόν «άγιο όρίζοντα» τής ούρανίου πατρίδος, διότι ό νοΰς ελκύεται στά άνθρώπινα.

Τά νοερά φτερά άπό τά πάθη μαραζώνουν καί εύκολα μας κυνηγούν αύτοί πού παραμονεύουν.

 

Τότε ή δυστυχισμένη ψυχή ώς ό νεκρός πού μπαίνει στό βαθύ μνήμα είναι γιά πάντα χαμένη.

Ιδού ή ζωή μας έφυγε άδειανή χωρίς πνεύμα, όπως σήμερα ή ήμερα χωρίς ήλιο καί άέρα!

 

Καί τόν σκοπό τής σωτηρίας —γιά τίς ούράνιες τάξεις— τόν άφήνουμε νά περιμένει τότε εις μάτην!

 

"Αλλοτε καί τώρα

Ας ρίξουμε στ' άχνάρια τών παλιών μας χρόνων μέ τήν χριστιανική πνοή τά νοητά μας μάτια.

Ό νούς μας έξίσταται άπό τήν τότε άγιωσύνη, ή γλώσσα μας μένει άφωνη καί νοιώθουμε σάν τά βρέφη.

 


Τώρα βλέπουμε τήν απιστία νά πολεμά συνεχώς τίς χριστιανικές ομολογίες Ανατολής καί Δύσεως.

Σάν μιά φλόγα τήν άγία πίστι τήν έμάθαμε τότε νά καίη καί ή Εκκλησία στήν κορυφή τών θριάμβων νά στέκη.

 

Βυθισμένη ή σκέψις μας στό παλαιό παρελθόν τής χριστιανικής Εκκλησίας μένει έκστατική.

Γιγάντιους βλέπουμε μπροστά μας τούς άρχαίους χριστιανούς κι είμεθα δίπλα σ' αυτούς όλοι νάνοι καί άδύνατοι.

 

Στά μέτωπά των έχουν στεφάνι μ' άκτΐνες θεϊκές κι έμεΐς άπό ντροπή δέν θέλουμε μέ τά μάτια νά τούς δούμε.

Μικροί στήν ψυχή καί μεγάλοι στά πάθη δέν τολμούμε νά πλησιάσουμε κι άκόμη νά σκεφθούμε τήν δόξα τής «Νέας Ιερουσαλήμ».

 

Χωρίς Αύτόν

Τί είμαι έγώ χωρίς τόν Κύριο; Μιά σκόνη άπό κόκκαλα ξερά, τροφή γιά τά σκουλήκια τοΰ τάφου, πού δουλεύουν εκεί στούς αιώνες.

Ό νοΰς μου χωρίς τήν άκτΐνα τοΰ ούρανίου φωτός, είναι ατέλειωτο σκότος, όπως «ή αιώνια Δύσις».

 

Τά μάτια μου χωρίς τό βλέμμα πρός τόν Ούράνιο Πατέρα, μοιάζουν μέ μαύρα γυαλιά τών τυφλών ανθρώπων.

Τό στόμα μου χωρίς τήν έλευσι τού Πνεύματος τού Θεοΰ, είναι καμπάνα χωρίς γλωσσίδι, μή έχοντας φωνή ποτέ.

 

Τό ίδιο καί τά φτωχά μου αύτιά χωρίς τό "Αγιο Του Πνεύμα, είναι κουρέλια κρεμασμένα πού κουνιούνται στόν άνεμο.

Καί τά χέρια καί τά πόδια μου, έάν ό Κύριος δέν τά κάνη πρόθυμα, τά έργα μου τότε καί ή πορεία μου θά είναι γιά τήν αιώνια άπώλειά μου!

 

Χωρίς τήν Χάρι του Τιμίου Σταυροΰ εΐμαι ένα ψόφιο σκουλήκι, διότι, ζώντας χωρίς τό φώς καί τήν ελπίδα πεθαίνω!

 

Λογισμοί στίς δύσκολες ήμερες

Στήν ερημική ζωή μου συγχύζεται ή ψυχή μου, άλλά ή καρδιά μου δέν θέλει νά μάθη ότι ό θάνατος πάντοτε τήν άκολουθεϊ.

Τόν βλέπω πού ετοιμάζει τό όργανο καί τήν καμπάνα έτοιμος νά τραβήξη, ένώ σέ μένα σκεπάζεται τό τύμπανο άπό τήν «φωνή τής σάλπιγγος».

 

Πρέπει ν' άκούω μέσα άπό τήν άρρώστια τήν φωνή τής άγγελιοφόρου σάλπιγγος, γιά νά σκέπτωμαι πάντοτε ότι: εΐναι έντολή νά πεθάνω!

Άλλά ή πονηρή καρδιά μου έξαπατά τήν σκέψι μου πάντοτε, διότι είναι έχθρός ό θάνατος στήν ταπεινή ψυχή μου.

 

5 Ή κοιμισμένη αίσθησίς μου συνέρχεται μετά βίας τώρα καί ό πλανεμένος νοΰς μου επιστρέφει πάλι στόν «δρόμο»!

Δέσποτα Πολυέλεε, Σύ είσαι τό τέλος γιά όλους, ξέρεις καί τίς άμαρτίες μου, πού άκόμη δέν τίς τακτοποίησα!

 

Μέσα .στούς αιώνες κανείς κακοποιός δέν σέ έπλήγωσε, όπως έγώ.Άλλά Σύ πού είσαι τό πλήθος τών οίκτιρμών σώσε καί τήν ψυχή μου.

Ή σωματική μου ζωή σβήνει βοήθησέ με, Δέσποτα, τώρα γιά νά μή θόλωση τό πνεύμα μου τήν ώρα τής άναχωρήσεως.

 

Δός μου, Κύριε, τήν ώρα τής έξόδου μου τόν φύλακα άγγελο μου νά τόν δώ χαρούμενον κοντά μου καί όχι τόν «κατήγορο μου»!

Τά φοβερά τελώνια γιά νά μή μέ εμποδίσουν στόν δρόμο βοήθησέ με νά συνάξω τρόφιμα καί νερό μετανοίας άπό τώρα.

 

Γιά άντιστάθμισμα στά έργα μου, άρκεΐ μιά σταγόνα νά πέση άπό τήν Θεία εύσπλαχνία Σου κι έγώ θά γλυτώσω άπό τά βάσανα.

"Ενα νεύμα έάν στούς αγγέλους κάνης θά βγάλουν τήν ψυχή μου άπό τά νύχια τών πονηρών δαιμόνων, κι έγώ τότε αιώνια θά σέ δοξάζω.

 

Άν καί δέν είμαι άξιος νά δικαιωθώ άπό τά έργα μου, όμως τήν άγία Πίστι, Δέσποτα, μέ τήν άνωθεν Χάρι Σου έφύλαξα.

Ω, Κύριε, διάλυσε τήν ομίχλη άπό τά σύννεφα τοΰ σκοτισμένου μυαλού μου γιά νά μή γλυστρήσω καί πέσω άπό τόν σωστό δρόμο τώρα!

 

Ταπεινοί λογισμοί Α'

Ταπεινή ψυχή μου, νά δώσης —πρώτα άπ' όλα— στόν αιώνια ύπερένδοξο κάθε είδους εύχαριστία.

Έάν εργάζεσαι κάτι καλό μήν ύψηλοφρονεϊς μέ τόν νού σου, διότι δέν γίνεται κανένα άγαθό έργο, χωρίς τήν Θεία Χάρι Του.

 

Πάντοτε, όταν πλαγιάζης, δόξα νά άναπέμπης στόν Θεό, διότι έφθασες στό τέλος τής ημέρας, λυτρωμένος άπό τό κακό.

"Οταν έγείρεσαι δόξαζε πάλι διότι μέ τό μεγάλο έλεός Του, δέν σέ κατεδίκασε σέ άπώλεια, άλλά σοΰ έχάρισε τήν ύγεία καί ζωή.

 

5 Στό καθημερινό φαγητό, νά λες νοερά: Σ' ευχαριστώ, Ουράνιε Πάτερ, γιά τό νερό καί τόν άέρα κι' αύτά τά άγια δώρα!

Έάν παιδεύεσαι άπό άρρώστια, σκέψου ότι όποιοδήποτε φάρμακο δέν μπορεί νά σέ βοηθήση, χωρίς τήν Χάρι τού αιωνίου καί Παναγίου Ιατρού.

Κι όταν σέ πειρασμό εύρίσκεσαι εύχαρίστησε μέ χαρά, διότι βαδίζοντας τήν «στενή όδό» πατείς στά «ίχνη τού Χριστού».

 

Ταπεινοί λογισμοί Β'

 "Οπως τρεμοσβήνει σιγά - σιγά τό φώς άπό τό καντήλι, έτσι λιγοστεύει καί ή ζωή κι έρχεται ό αιώνιος ύπνος.

Νά σκεπτώμεθα συχνά τό μυστήριο «τής έξόδου» γιά νά βγούμε άπό τόν φόβο τήν ώρα τού «άποχωρισμού».

 

Νά θυμούμεθα μέ δάκρυα τούς κοιμηθέντας άδελφούς, διότι γιά μας προσεύχονται κι αύτοί άκατάπαυστα.


Νά ξέρουμε πάντοτε, ότι χωρίς τήν Θεία Χάρι, οί θησαυροί τοΰ κόσμου είναι όλοι στήν ματαιότητα.

 

"Ας είναι ή ελπίδα μας σ' Αύτόν πού είναι άχρονος καί όχι στό μυαλό μας, στήν δόξα ή στά χρήματα.

Τήν μηδαμινότητά μας νά τήν πατήσουμε κάτω παρά νά προσβάλλουμε Αύτόν μέ άμαρτίες.

 

Σέ όλα άς μάς είναι ή πίστις σάν μιά μαγιά καί ή καθαρή άγάπη: Σημαία τής ζωής μας.

Νά μή κρατάμε στόν νού ούτ' ένα πονηρό λογισμό, άλλά νά ζητάμε τήν συγχώρησι καί τήν ειρήνη τού Χριστοΰ.

 


Ή αιωνιότης τής ψνχής

Ω ψυχή άγια σπίθα, τοΰ Νοητοΰ Ηλίου, ανεκτίμητο κειμήλιο τοΰ κόσμου καί τών άγγέλων τιμιωτέρα!

"Ολη ή όρατή δημιουργία κι ό ούρανός μέ τά στολίδια του στολίσθηκαν γιά σένα, Ω ψυχή, θησαυρέ μου!

 

Έάν χαθή τό πάν στόν κόσμο τίποτε δέν έχασα έγώ, διότι όλα δέν είναι τόσο άκριβά όσο είσαι έσύ, ψυχή μου.

Άλλά (άλλοίμονο)! έάν στερηθώ έσένα τότε τά πάντα έχασα: καί τήν προετοιμασμένη δόξα στούς ούρανούς καί ό,τι καλό είχα!

 

Εξαγορασμένη άπό τήν καταδίκη μέ τό θεϊκό Αίμα, είσαι καλεσμένη νά εύωδιάσης μέ τήν εύωδία τοΰ «ούρανίου Μύρου».

Μέ τό «μυστικό ένέχυρο», πού σοΰ έμπιστεύθηκε στό βάπτισμα, θά κληθής τήν ημέρα τοΰ γάμου, σ' Αύτόν νά παρουσιασθής.

 

7 Θά παρέλθη ό ούρανός καί ή γή καί σύ θά παραμένης πάντοτε, διότι, ψυχή μου, σύ είσαι ή εικόνα τοΰ προαιώνιου Θεού!

 

Άπό τήν Αγία Γέννησι

Ω "Ηλιε τής Δικαιοσύνης φώτισέ με μέ τήν άκτΐνα Σου καί άπό τήν άναισθησία μου σήκωσε τήν ζωή μου!

Σύ ό σωματικώς γεννηθείς ώς άνθρωπος στήν Βηθλεέμ, ώδήγησε τά βήματά μου στήν αιώνια Εδέμ!

 

Ζωογόνησε, Κύριε, τήν άδυναμία μου λησμονώντας τήν άνομία μέ τήν όποία Σέ έπίκρανα!

Σήκωσέ μου, Κύριε, τόν νοΰ άπό τό σκοτεινό παρελθόν μου καί ειρήνευσε τόν άνεμο (τής ψυχής) άφοΰ μέ βγάλεις άπό τό σύννεφο (τής κακίας).

 

Δίδαξέ με νά ζητώ τήν αιώνια γαλήνη στήν όποία δέν ύπάρχει πόνος, ούτε θλΐψις καί στεναγμός!

Μέ ούράνια άγάπη κατάφλεξέ με πάντοτε, Δέσποτα Έλεήμον καί Θεέ μου!

 

Στόν θρόνο τής Θείας Δόξης Σου μέ τό σώμα τώρα καθισμένος, δείξε τό έλεός Σου, Κύριε, στούς κατοικοΰντας στήν γή!

 

Ό Θείος πόθος

Θά ήθελα τό Μνήμα Σου, Δέσποτα, νά τό μουσκέψω μέ τά δάκρυα τής μετανοίας καί πάντα μέ τά δάκρυά μου νά δείχνω τήν εύγνωμοσύνη μου!

Στερημένος άπό τό μύρο τών καλών έργων δέν έχω κάτι τό πολύτιμο τώρα παρά νά λούζω τήν ύπαρξί μου μέ τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς μου μόνο!

 

Διότι έξώδεψα τήν κληρονομιά μου πού μου άφησες άπό τήν γέννησί μου, καί μόνο τό κλάμμα τώρα μού άπέμεινε καί ή άδιάκοπη εύσπλαχνία Σου!

Βοήθησέ με, Κύριε, τό γρηγορώτερο νά ιδώ έκπληρωμένη τήν έπιθυμία μου, ν' άντιγράψω καί 'γώ τά ίχνη Σου στήν ταλαίπωρη ύπαρξί μου.

Καί κάποτε μέ τ' "Αγιο Φως —δταν τό στέλνης στόν Τάφο— ράντισε τήν σακατεμένη ψυχή μου μέ τήν δροσιά του "Αγίου Σου Πνεύματος!

 

Νά μπορώ νά μιλάω στόν Τίμιο Σταυρό (στόν βράχο τού άγίου Γολγοθά) καί νά σέ παρακαλώ γιά τήν σωτηρία, όπως ό μετανοιωμένος ληστής.

Ν' άκούω καί 'γώ μυστικά, Κύριε, τήν γλυκύτατη καί άγία φωνή Σου, μέ τήν όποία θά κερδίσω έλπίδα γιά νά μή στερηθώ του Παραδείσου.

 

Πρός τά μέλη τοΰ σώματος μου

Ό νούς μου πολύ περιπλανιέται στήν άπατηλή δόξα κράτησέ του τήν σκέψι καί δέστην μέ τούς ταπεινούς λογισμούς!

Μάτια μου, συνηθισμένα στήν κατασκόπευσι τών κοσμικών άπολαύσεων, προσηλώστε τώρα .τό βλέμμα σας στίς πνευματικές καλλονές!

 

Μύτη μου, σύ πού έπεθύμησες πολύ τίς κοσμικές εύωδίες, δοκίμασε καί τήν μυρουδιά τού θανάτου γιά νά σωφρονισθής!

Φλύαρο στόμα μου, στίς πολιτικές συζητήσεις, τά λόγια τώρα τής Γραφής θά πρέπει νά άπαγγέλης.

 

Έσεΐς αυτιά, κύριοι μου, παραχαϊδεμένα στά τρυφερά λόγια τώρα ας ήχήση στό τύμπανο σας ή φωνή τής εσχάτης σάλπιγγος!

Χέρια μου, πού είσθε ύπηρέτες σ' αύτά τά πρόσκαιρα έργα, ύψωθήτε στήν προσευχή καί στίς φιλάνθρωπες πράξεις!

 

Κι εσείς πόδια μου, ας ποθήτε μόνο τήν άπλανή όδό καί άς βαδίζετε τό μονοπάτι, πού οδηγεί στήν ζωή!

 

Μυστική άνωθεν έπίπληξις — γιά τήν αναισθησία μου

Κτίσμα, εικόνα δόξης μου ύπέμεινα τόν θάνατο γιά σένα καί σύ δουλεύοντας στά κακά έργα, έγινες εικόνα άναισχυντίας!

Τά πονηρότατα έργα σου μού προκαλούν περισσότερη κακοπάθεια παρά τά τέσσερα καρφιά μέ τά όποια μ' έτρύπησαν στήν σταύρωσι.

 

Εύκολώτερα έγώ ύπομένω τό στεφάνι μέ τά σουβλερά άγκάθια, παρά νά βλέπω όπως πάντα έσένα όμοιον μέ τά σκουλήκια!

Έμπτυσμούς καί ραπίσματα σέ Μένα μέ πολλή κακία μου προξενείς, μέ τά ανόητα λόγια σου καί τά κοσμικά άστεϊα.

 

Στά πλευρά μέ κτυπάς κάθε μέρα μέ τήν λόγχη τών παθών σου καί μέ ύποβάλης μέ άσπλαχνία, στό μαστίγωμα τών πλευρών.

Μου φορείς τήν κόκκινη χλαμύδα ώς ένδυμα λοιδορίας μέ μίσος καί άκαθαρσία, όπως οί Εβραίοι άλλοτε.

 

Μέ καλάμι κτυπάς τό πρόσωπο Μου, σκληρότερα άπ' ότι στήν Σταύρωσί Μου μέ γλώσσα μνησίκακη καί τά φθονερά λόγια σου.

Κι όταν κάνης προσευχή κυριευμένος άπό κενοδοξία, μέ χολή μέ ποτίζεις —σάν δούλο— όταν ύπέφερα τότε στόν θάνατο Μου.

 

"Ομως έγώ τήν σωτηρία σου περισσότερο έδίψησα τότε, παρά τά βάσανα, πού έλαβα τήν ώρα τής σταυρώσεως.

ΟΙ Εβραίοι μ' έμίσησαν πολύ, καί μιά φορά μόνο μ' έσταύρωσαν, ενώ έσύ μέ τ' αδιάντροπα έργα σου μέ σταυρώνεις αδιάκοπα.

 

Στήν φυλακή του πραιτωρίου, δέν είχα τόση ταλαιπωρία, όση έχω άπό τήν ψυχρή ψυχή σου, τήν πονηρή καί άναίσθητη.

"Εδιωξα άπό κοντά μου τόν Πέτρο, άλλά σ' όλη τήν ζωή 'του μετανοούσε. 'Ενώ έσύ τό βάπτισμα τής μετανοίας χιλιάδες φορές τό άτίμασες.

 

Ό πιστός ληστής στόν σταυρό μέ θέρμη μέ παρακαλεί, Ένώ έσύ όταν πάσχης σέ κάτι μέ οκνηρία μέ καλείς.

Οί Μυροφόρες στά Πάθη Μου μέ άνδρικό φρόνημα μέ άκολούθησαν, Ένώ έσύ στόν καιρό τοΰ πειρασμού, έχεις ψυχή όλιγόπιστη.

 

Ή πόρνη μ' έβρεξε μέ τά δάκρυά της καί μέ σκούπισε μέ τά μαλλιά της. Ένώ έσύ, όταν κάνης έξομολόγησι, κρύβεις τ ό επάρατο μίσος.

 Ό Ζακχαΐος θέλοντας νά μέ ίδή άνεβασμένος στήν συκομορέα μέ περίμενε. Ένώ έσύ έρχόμενος γιά τό "Αγιο Δείπνο άπεδείχθης άνάξιος γι' αύτό.

 

Αύτός τετραπλάσια κατόπιν επέστρεψε σ' αυτούς πού άδίκησε. Καί σύ ε'ίθε μέ δάκρυα θερμά τήν άμαρτία σου νά έξοψλήσης!

"Οταν ή Βερονίκη μέ τό μαντήλι της μοϋ έσκούπισε τόν ίδρωτα του Πάθους ζωγραφίσθηκε ή Μορφή μου στό πανί, όπως άκριβώς ήμουν τότε.

 

Τό ίδιο καί σύ, έάν πλένεσαι μέ τά δάκρυα των οφθαλμών σου, τότε θά ζωγραφισθώ στήν ψυχή σου μέ τήν Μορφή μου τήν πρώτη.

Στά ϊχνη τού δρόμου τοΰ σταυροΰ τρέχουν προσκυνηταί χιλιάδες καί πολλοί — σάν τόν Σίμωνα Κυρηναΐο σηκώνουν τόν σταυρό Μου μέ ζήλο.

 

Μέ ομολογούν έμένα τό πλήθος τών μαρτύρων, ακολουθούν τά Πάθη Μου καί τόν δρόμο τοΰ σταυροΰ —μέχρι εδώ—

Καί οί όσιοι τής ερήμου κι όλοι οί πιστοί χριστιανοί, μοΰ βρέχουν τά 'ίχνη μέ δάκρυα καί μέ πολλούς ιδρώτες.

         

23 Στήν στενή καί άκανθώδη όδό, φλογισμένοι μέ άγιο πόθο τρέχουν πολλοί «λησταί» καί «τελώναι» ένώ έσύ παραμένεις άδιάφορος!

Τρέχουν μέ ζήλο στήν ψυχή γιά τό θείο δώρο τής σωτηρίας καί μέ στεναγμούς κτυπούν τήν θύρα τής «ούρανίου εύσπλαχνίας».

 

Έγώ στεκόμενος μέ ανοιχτές άγκάλες όπως σταυρώθηκα τότε, παίρνω στόν ούρανό κάθε στιγμή, όποια ψυχή μετανοεί.

"Οπως έκούσια ύψωσα τό φορτίο τοΰ σταυροΰ τότε, καί σήμερα ό ίδιος σηκώνω τό φορτίο τών αμαρτιών τοΰ κόσμου.

 

Λοιπόν, έλα σήμερα μέ πόθο κι έγώ σέ περιμένω στόν σταυρό πάλι, νά σοΰ δώσω τήν ύπόσχεσί μου, πού είπα καί τότε στόν ληστή.

 

Στίχοι γιά τούς άναγνώστας

Έγώ, αδελφοί, εΐμαι ό δοΰλος εκείνος στόν όποιο ό αιώνιος Δεσπότης έδωσε τό τάλαντο νά τό αύξήση καί έγώ πάντοτε τ ό έκρυβα!

Βλέποντας άλλους δούλους ν' αύξάνουν αύτοί τό τάλαντό των, φοβούμαι μήπως λάβω τιμωρία, ώς άνθρωπος πονηρός πού είμαι.

 

Πολλές φορές μέ τήν ασθένεια μου γίνεται γνωστό ότι πιό σίγουρα πλησιάζει ή ώρα τής άπολογίας μου.

Γι' αύτό, λέγω, ότι φοβούμαι μήπως τιμωρηθώ καί 'γώ, όπως ό πονηρός δούλος, όταν θά έλθη ό Δεσπότης μου.

 

Άλλά μή έχοντας ικανότητα νά έπαυξήσω τό τάλαντο μου τό προσφέρω σ' όσους έχουν αναμμένη άπό φλόγα τήν ψυχή.

Ελπίζω πώς, άν οί άλλοι άποκτήσουν πνευματικό καρπό, θάχω καί 'γώ μέρος μ' αύτούς στό δώρο τό θεϊκό.

 

 Καί τό χτίσιμο τών άρετών αότοί πού θά έκτελέσουν μακάρι λίγα τούβλα άπ' αύτούς τούς στίχους μου νά χρησιμοποιήσουν!

Τιμές στόν τάφο μου

Γιά τούς πατριώτες μου

Θά περάσουν τά χρόνια τής ζωής καί 'γώ θά τελειώσω καί στήν ερημιά αύτή θά 'ρθουν καλλίτεροι άπό μένα.

Βλέποντας έδώ τόν τάφο μου ίσως κάποτε νά μέ τιμήσουν, επειδή θ' άγνοοϋν τήν ζωή μου καί τήν άθλιότητά μου.

 

Λοιπόν νά γνωρίζετε, άδελφοί. ότι όλη ή ζωή μου στερήθηκε άπό τό μύρο τής εύαρεσκείας τοΰ Θεού.

Διότι, άφανίζοντας μάταια τήν άρρώστια τής νεότητος, έθαψα τό τάλαντο μου όλη τήν περίοδο τής ζωής μου.

 

"Οντας περικυκλωμένος άπό άρρώστιες καί στενοχώριες, πάντοτε βιαζόμουν πρός τόν «Νέο Όρίζοντα».

Άπό τούς τόπους τής πατρίδος μου έφθασα στόν Ιορδάνη μέ τόν πόθο τής έρήμου, στήν φτωχειά μου ψυχή.

 

Άλλά καί εδώ τό πνεύμα ήταν ανικανοποίητο καί γι' αυτό τόν λόγο άνεχώρησα άπό τήν σκήτη.

Μέ πολλή τεμπελιά πάντοτε έπέρασα επιβαρύνοντας τούς άλλους μέ τό «πήλινο σάκκο μου».

 

Νά μή άντικρύσετε μέ τιμή τό άνυπάκουο σώμα μου, διότι δέν θέλησε νά ύπομείνη τόν μοναχικό του κανόνα.

Άλλά νά κάνετε μόνο βιαστικά μιά άγια προσευχή, όπως ό Κύριος τών οικτιρμών μοϋ χαρίση τήν συγχώρησι!

 

Προσευχές καί ταπεινές σκέψεις

(όπως τον άσώτου νιου)

Τό πνευματικό στολίδι παράφορα έγώ έχασα καί, στερούμενος ένδύματος, δέν μπορώ νά μπώ στό δείπνο: Ω φώτισέ με, Κύριε, η πηγή τοΰ Φωτός!


Στόν τιμιώτατο Σταυρό Σου έγώ ό άχρηστος λυτρώθηκα, διότι τρικυμισμένος φοβερά είχα βυθισθή στήν αμαρτία. Βοήθησέ με, Κύριε, όπως τόν Πέτρό καί άπό τόν βυθό άνάγαγέ με!

Πανάχραντε, Δέσποινά μου, τό πλήθος τών άγίων οικτιρμών, έπανέφερέ με γρήγορα άπό τήν χώρα τής ορφάνιας, διότι έξώδευσα τήν περιουσία μου σέ πονηρά έργα.

Δέσποτα, Πολυέλεε, νά μή μείνω άπό δειλία στόν δρόμο ξαπλωμένος διότι στούς ληστές έκτίθεμαι βορά καί δέν υπάρχει ποιός νά μέ σηκώση, παρά μόνο ή φιλανθρωπία Σου πού ξεπερνάει τά πάντα!

"Αγιε Βαπτιστά καί μέγιστε Προφήτα όντας καί Πρόδρομος στόν Κύριο εύπαρρησίαστος· λοιπόν μεσολάβησε γιά εμάς μέ τήν θερμή σου ικεσία!

Ό νυμφικός θάλαμος Σου είναι κοσμημένος τώρα. Ω, Πνευματικέ μου Νυμφίε. Μά μοϋ έσβησε ή λαμπάδα καί ή θύρα, όταν θά κλείση, μάταια έγώ τότε θά κλαίω.

Έμενα τόν παλιάνθρωπο πώς μέ κρατάει ή γή κι ό ήλιος πώς ξεχύνει τό φώς του καί σέ μένα! Ω, Κύριε, δέν είμαι άξιος πιά νά άτενίσω έσένα.

Έάν δέν είχα στήριγμα τήν Χάρι άπό πολύ καιρό στήν κόλασι θά ήμουν, διότι τό φιλήδονο σώμα μου στά διαβολικά έργα παρασύρεται: Ω, Κύριε, νά μή μέ άρπάξη ό έχθρός πού μέ μισεί!

Ιδού ό θάνατος είναι μπροστά μου! Καί έγώ είμαι άδιάφορος διότι δέν θέλω νά σκέπτωμαι τήν φοβερή παρουσία Σου Σόφισέ με, Κύριε, νά Σ' έχω πάντα στήν σκέψι μου!

Τούς άλλους ξένους κατακρίνω όμως τόν έαυτό μου δέν έξετάζω γι' αύτό γλυστρώ στόν δρόμο νά πέσω.

~Ω, ψυχή μου, πρόσεχε διότι σίγουρα βαδίζεις στόν πειρασμό!

"Οταν ένας άδελφός μέ αποστρέφεται στό πονηρό μυαλό μου τόν κατηγορώ. Ένώ αύτούς πού μέ ευεργετούν τούς παραβλέπει πάντοτε

τό σκοτεινό μυαλό μου έτσι μέ συμβουλεύει τό θέλημά μου! πόσο μακριά απέχω άπό τήν καθαρή προσευχή! "Οταν εργαζόμουν στόν κόσμο, ούτε κόπο είχα ούτε άσθένεια. Πόσο μέ τυφλώνει τό χώμα κι ό κόσμος πόσο μέ ξεγελάει!

Στήν φτωχειά καρδιά μου οί ληστές τήν νύχτα κρύφθηκαν καί πασχίζουν νά τήν μετατρέψουν σέ σπήλαιο αισχύνης[1]· σπεΰσον όμως καί άνακαίνισέ την μέ τήν Χάρι Σου γιά μένα!

Οι ματαιότητες τοΰ κόσμου εμφώλευσαν στόν νοΰ μου καί ούτε ένα λόγο τής Αγίας Γραφής δέν μπορώ νά θυμηθώ. ΤΩ, τί άχρηστο πλάσμα ό παλιάνθρωπος πού εΐμαι!

Κάθε ώρα καί ήμερα υπόσχομαι νά διορθωθώ, άλλά δέν αφήνω τίς συνήθειες, όπως τά σκουλήκια στόν βούρκο. Λοιπόν τί θά άπολογηθώ πηγαίνοντας στόν άλλο κόσμο;

Ή εμπαθής ματιά μου στά πορνικά άσχολήθηκε. Στεκόμενος τώρα στό θυσιαστήριο πώς νά σέ άντικρύσω Βασιλεΰ! 7Ω, βγάλε με άπό τό σκότος

καί στό φώς άνάγαγέ με!

Στήν άσωτη ζωή μου μέ πονηρία συμπεριφέρθηκα καί φοβούμαι τώρα, όταν πλησιάζω στά Πανάχραντα Μυστήρια. ΤΩ, δέξου με, Κύριε μέ τό ένδυμα τοΰ γάμου.

Ή διαβολική ύπερηφάνεια μέ κυριεύει συνεχώς, ένώ Σύ ταπεινώνεσαι γιά μένα καί κατεβαίνεις μέχρι τοΰ τάφου! Τώρα πού κατάλαβα τήν πτώσι μου ταπεινώθηκα πολύ!

Τήν όδό τής άνομίας τά πόδια μου άκολούθησαν, άλλά Σύ άπό τόν Σταυρό δείξε μου τό μονοπάτι πού όδηγεΐ σέ Σένα: "Αγιες Μυροφόρες, θά μέ πάρετε καί μένα;

"Οντας δούλος τής άκηδίας μέ τόν ύπνο τοΰ θανάτου κοιμισμένος τίς άγιες ύποσχέσεις δέν έξεπλήρωσα στόν καιρό τους.

Ξύπνησέ με, ώ Πάτερ, διότι κανείς δέν θέλει νά μέ σηκώση.

Πρός τήν στενή όδό τοΰ σταυροΰ όλους τούς αγίους έχεις μιμητάς μέ δάκρυα, ιδρώτες καί αίματα, ένώ εμένα ή κοσμική φροντίδα μέ τυραννία μέ περιέσφιγξε!

 

Άπό τόν κόσμο τών χαμένων υἱῶν

Πρόλογος

Γιά νά είναι κατανοητός ό στίχος πού γράφω δίνω μιά μικρή διασάφησι γιά τόν άσωτο υιό.

Στό ταξείδι τής ζωής δυό δρόμοι άνοίχθηκαν: ό ένας οδηγεί στήν γέενα καί ό άλλος στόν παράδεισο.

 

Ό πρώτος εΐναι πλατύς καί ομαλός καί ό πλέον τεμπέλης τόν εύρίσκει, ό δεύτερος μ' έμπόδια καί μέ ποικίλες στενοχώριες.

Όμοίως στούς άνθρώπους δύο τάξεις βλέπουμε: μερικοί πολλαπλασιάζουν τά τάλαντα καί άλλοι βασανίζονται άπό τό κακό.

 

Είναι δηλαδή οί πιστοί μέ τήν άσπιλη ζωή καί μετά οί άσωτοι μέ τό άναρχικό πνεύμα.

Οί πρώτοι μέ τόν δρόμο πού ακολουθούν εύαρεστοΰν τόν Θεό ένώ οί άλλοι είναι μικρόψυχοι

καί γι' αύτό πάντα λοξοδρομούν.

Λοιπόν μέ τό κόσκινο τής γνώσεως οί άνθρωποι είναι κοσκινισμένοι, μερικοί εύρίσκονται στόν Οίκο καί οί άλλοι είναι χαμένοι.

 

Τό κάλεσμα τον χαμένου υιοΰ

"Ελα, άγαπητό μου παιδί άπό τής πλάνης τήν όδό καί πάλι θά σέ ενδύσω μέ τήν πρώτη στολή!

Μέ τήν συντριβή τής καρδιάς σου, κτυπώντας τήν πόρτα μου, θά έλθω μέ πόθο νά σέ ύποδεχθώ.

 

Στόν τράχηλο σου πέφτοντας θά σέ κατασπασθώ καί μέ φωνή συγκινητική, «παιδί μου», θά σέ φωνάξω.

Θά σου δώσω καινούργια σανδάλια καλά ρούχα καί δαχτυλίδι καί θά κάνω πλούσιο γεύμα προσφέροντας τό παχύτερο μοσχάρι.

 

"Ολος ό οίκος μου τότε, χορεύοντας θά πανηγυρίζη διότι ό χαμένος μου υιός πάλιν επέστρεψε.

 

Ή έξομολόγησις τοΰ χαμένου υιοϋ

Σπατάλησα στόν κόσμο τήν κληρονομιά μου στό κακό καί τώρα εΐμαι άνάξιος νά όνομάζωμαι «δικός Σου»!

Μέ τίς συνήθειες τών χοίρων τό δώρο Σου κατέστρεψα καί τό ένδυμα τής ψυχής στήν άσωτία έμόλυνα.

 

Πεινώντας άπό τήν Χάρι Σου στήν ψυχή ήμουν πεθαμένος και στην υπηρεσία του κακού κατέληξα.

Στους χοίρους έγινα ποιμήν του «Ξένου Βασιλιά» (διαβόλου) κι από τά ξυλοκέρατά του μάταια ζητούσα νά χορτάσω.

 

Άφοϋ μ' έπλήγωσε ή φωτιά τής αμαρτίας μου, ή Αγία Χάρις μ᾿ έσήκωσε άπό τήν άκολασία μου.

Σήμερα δέν εΐμαι πλέον άξιος νά σταθώ μπροστά στόν Άγιόν Σου Τόπο, οϋτε νά εΐμαι μ᾿ άλλους άδελφούς, άλλά σάν ένας δούλος!

 

"Ελεγχος τής συνειδήσεως

Έλεήμον Ίησοΰ, μή μέ τιμωρήσης άλλά άπό τόν "Αγιόν Σου Τόπο χάρισέ μου άκόμη ήμέρες ζωής!

Στόν κόσμο, σ' όλη τήν ζωή μου, έγώ ήμουν τεμπέλης καί στόν κόσμο τής αίωνιότητος δέν εΐμαι πλέον άξιος τής χαράς!

 

Τό πνευματικό μου στολίδι μέ κακία διέφθειρα, κι όταν ή ζωή μου τελειώση, ή ψυχή μου άλλοίμονο θά κλαίη.

Τό στόμα μου τό φλύαρο μέ κακό τρόπο μ' έβλαψε, κι όταν ή ώρα θά σημάνη, τί λόγο θά έχω νά ειπώ;

 

Ή μύτη μου ξετρελαίνεται μέ τά ώραια μυρωδικά, άλλά τήν μυρουδιά τοΰ θανάτου πώς θά μπορέσω νά υπομείνω;

Στ' αύτιά μου τώρα άντηχοΰν τά κοσμικά τραγούδια ένώ τήν αιώνια πρόσκλησι πώς άρα γε θά τήν άκούσω;

 

Τά χέρια μου στά κακά έργα έ συνήθισαν καί έάν δέν κάνουν τό άγαθό άλλοίμονο, σέ μένα τόν φτωχό!

 

Ή ουράνια κλήσις (Γιά τήν μοναχική ζωή)

"Ελα σήμερα σέ μένα ο ζυγός μου είνα ι χρηστός και της ζωής τό φορτίο θα το αισθανθής έλαφρό.

Άφησε συγγενείς και φίλους δόξες και ηδονές και έρχόμενος άκολούθησέ με γιά τήν ουράνια εύφροσύνη.

 

 "Οταν σύ βαδίσης τόν δρόμο τού σταυροΰ μέχρι του τάφου, θά λάβης κατόπιν τό στεφάνι τής δόξης μου γιά πάντα.

 

Ό άνωθεν εσωτερικός φωτισμός

"Αφησε τόν κόσμο τής άπιστίας τόν πνιγμένο άπό τά σκάνδαλα καί προχώρα γιά τό μοναστήρι ζητώντας τήν σωτηρία σου!

 Ό νοϋς σου είναι ένα λυχνάρι χωρίς λάδι. Άπό τόν Κύριο ζήτησε έλεος μέχρις ότου άνάψη ή φλόγα.

 

Ή ομορφιά καί ή δύναμις είναι στόν πρόσκαιρο δρόμο καί ή συνήθεια μέ δόλο σ' άρπάζει σάν άπό τό τσουκάλι!

Στό στήθος τοΰ σώματος σου κοιμάται τό εμπαθές αίμα ένώ στούς νεκρούς επιτρέπει ό ύπνος νά ζοΰν γιά τόν Κύριο!

 

Τόν φόβο τοΰ θανάτου μή λησμονής νά σκέπτεσαι· όποιος τεμπέλης δέν τόν έχει οδηγεί τήν ψυχή του στόν θάνατο.

Τήν θερμή προσευχή ζήτησε νά έχης, διότι μέ τήν χάρι τής προσευχής χάνεται τό πνεϋμα του μίσους.

 

Τήν ύπεροψία του νου σου γρήγορα νά άποβάλης, διότι στόν ύψηλόφρονα νοΰ κτυπά ό άνεμος τής άκολασίας.

Μέ τήν συνήθεια τής οκνηρίας μή ταξιδεύης διότι μετά στούς οκνηρούς έρχεται ή άρρώστια τής άναισθησίας.

 

"Εχε άγάπη καθαρή πρός τόν Θεό καί άφησε τίς άλλες άγάπες χάριν τής πνευματικής.

 Κλαίγε συχνά μέ στεναγμούς συντρίβοντας τήν καρδιά σου διότι άπό τό νερό τής ταπεινώσεως ήπιαν όλοι οί άγιοι.

 


Ή φωνή τής συνειδήσεως

Ιδού ό κόσμος σέ προτρέπει νά τόν άπολαύσης καί, έάν δεχθής τήν πρόσκλησι, γίνεσαι θύμα άκολασίας.

Καινούργια ρούχα τής μόδας πρέπει τώρα νά έχης, άλλά τό ένδυμα τής ψυχής πώς μυστικά θά τό φυλάξης;

 

Υποκλίσεις μέ κολακείες ξέρεις νά κάνης, κι όταν στέκεσαι στήν προσευχή, στόν Θεό μετάνοιες δέν κάνεις.

Επισκέψεις μέ πολλή ύπερηφάνεια θέλεις νά κάνης, ένώ στήν Θεία Λειτουργία στέκεσαι μέ έρημη τήν καρδιά.

 

Μέ τίς φυσικές έπιστήμες τόν νου σου έθρεψες ένώ κάτι άπό τήν αιωνιότητα στόν νοϋ σου δέν έβαλες.

Μέχρι πότε θά ύπάρχη καιρός νά ζητήσης λιμάνι, έάν ό ήλιος έβασίλευσε καί ή βάρκα τής ζωής πνίγηκε;!

 

 Φύγε άπό τόν μάταιο κόσμο πού γέμισε άπό σκάνδαλα, καί μέ γενναιότητα τής πίστεως, άγάπα τήν ζωή τής μετανοίας.

 "Αφησε τά άσεβη βιβλία, τ' αμαρτωλά καί κακόφημα, καί πάρε τά άγια γιά νά γνωρίσης τήν άλήθεια τής ζωής.

 

 Τήν φιλία του κόσμου μή τήν έπιθυμής, άλλά νά έχης μόνο φιλία μέ τήν τιμιωτάτη καθαρότητα.

Ό κακός άνεμος τής άπιστίας σοΰ τραγουδάει στ' αυτιά· μά άν ξεχάσης τήν Θεία κλήσι, θά χορέψης όπως τραγούδησες.

 

 

 

Τά επτά θανάσιμα αμαρτήματα

άπό τά όποια πηγάζουν όλες οί άμαρτίες

Αύτές είναι οί επτά θανατηφόρες πληγές πού μέ κυνηγούσαν πάντοτε καί άποδυνάμωσαν πολύ τήν ταπεινή ψυχή μου!

Υπερηφάνεια

Έάν τώρα έπιθυμής ψυχή νά ύπερηφανευθούμε, έλα νά κατέβης μόνο μέχρι κάτω στό Κοιμητήρι!

Θά ιδής καλλίτερα εκεί γιατί ύπερηφανεύεσαι ποιά είναι ή δόξα του κόσμου καί τής άνθρώπινης ζωής!

 

Νά, τό κρανίο παραμένει άσχημο καί είναι κάποιου άρχοντος, πού πέρασε τήν ζωή μέ δόξα, σάν ένας ύπερήφανος Εωσφόρος.

^ Άκόμη πιό πέρα ένα άλλο ενός άνθρωπου ζητιάνου, πού σερνόταν στήν ζωή μέ ύπομονή καί ταπείνωσι.

 

5 Ποιόν τώρα άνάμεσά των έσύ βρίσκεις εύτυχισμένον; Τόν χαϊδεμένο καί υπερήφανο ή τόν πτωχό καί ταπεινό;

^ Νά, έκεΐ ό προεστώς του χωριού πού ήταν σάν βαρέλι κι έδιωχνε τούς πτωχούς έρημίτες κι όλοι τόν δυσφημούσαν σάν νάταν βόϊδι.

 

Καί νά, στήν κοιλάδα είναι τό κρανίο ενός πτωχού ασκητού πού έμεινε άγνωστος στήν σπηλιά γυμνός, ήσυχος καί πεινασμένος.

Τί νομίζεις τώρα γιά τήν δόξα αύτών πού έ.πλούτισαν στήν Βασάν. Ιδού μόνο τί άπομένει άπό τήν ανθρώπινη δυστυχία!

 

Β'. Φθόνος

Άπό τόν μισητό φθόνο, έάν βλέπης ότι πολεμήσαι, μάθε ότι αύτό τό πάθος είναι δυσκολοθεράπευτο.

"Ολα τά άλλα πάθη είναι έκ φύσεως άνθρώπινα καί όταν διαπράττονται νομίζεις ότι σέ γλυκαίνουν.

 

Στόν φθόνο άντιθέτως αισθάνεσαι ότι είσαι σάν τό δηλητήριο διότι στήν καρδιά σου φωλεύει τό άκοίμητο σκουλήκι.

Τό πάθος του φθόνου είναι έργο διαβολικό πού δέν σ' αφήνει νά είρηνεύσης, όταν βλέπης άλλους νά προοδεύουν.

 

 Μήν άφήνεις νά κουφοβράζη τό κακό άνεξομολόγητο μήπως καί τυχόν χαθή τό καλό έμπόρευμα τής άρετής.

Γ'. Φιλαργυρία

"Οταν συλλαμβάνεσαι στήν παγίδα τής άχόρταστης φιλαργυρίας  νά τήν βλέπης σάν μιά πληγή κατά τούς πνευματικούς πατέρας.

"Οντας συνήθεια άφανής (μυστική), είναι δύσκολο νά γίνη άντιληπτή καί πολλούς ύποδουλωμένους στό χρήμα τούς κατέστρεψε.

Λ'. Ή πορνεία

Στήν ήδονή τής άκολασίας, έάν είσαι συνηθισμένος, έλα νοητώς, ταλαίπωρε, μέχρι τήν πόρτα του Δαβίδ.

Νά φαντάζεσαι ότι εκεί τήν έσχάτη ημέρα ό φοβερός θρόνος τής Κρίσεως θά τεθή γιά εμάς.

 

Πώς θά ύποφέρης τήν οργή τοΰ Δικαίου Κριτοΰ! Πώς θά περάσης τόν ποταμό, πού τρέχει μέ πύρινη φλόγα!

Ε'. Ή γαστριμαργία

Έάν έχης αναισθησία στήν άχόρταστη κοιλιά σου, έλα μυστικά μέχρι τόν Γολγοθά δίπλα στόν Σταυρό τοΰ Χριστοΰ!

Ιδού, βλέπε, ψυχή μου, τόν βράχο πώς σχίσθηκε στήν θέα τής σταυρώσεως τοΰ ανεκτίμητου Θησαυροΰ.

 

Έάν μυστικά πηγαίνης συχνά μέ τόν λογισμό σου στόν Γολγοθά, θά κερδίζης άπό εγκράτεια ταπεινούμενος νοερά.

ΣΤ. Άκηδία

Έάν τό πνεύμα τής άκηδίας βλέπης ότι σέ κυριεύει, σκέψου τήν ώρα τοΰ θανάτου καί τίς άσβεστες φλόγες.

Ζ'. 'Οργή

 Ψυχή, πού έχεις τήν οργή καί εύκολα ερεθίζεσαι άπό τρεις μακαρισμούς ταλαίπωρη στερείσαι!

Δέν θά κληρονομήσης τόν κόσμο τής άνω μακαριότητος, πού άνήκει στούς πράους, όπως είπε ό Κύριος.

 

"Ελα, φύσις ώργισμένη γιά νά δής τόν πράο Αμνό, πώς κρεμάσθηκε στόν Σταυρό, ύπομένοντας τά πάντα γιά μας..

 

Λοιπόν να υποδέχεσαι τους άνθρώπους με πραότητα γιά νά κληρονομήσης τόν κόσμο τψβν πραέων αιωνίως.Αμήν.

 


Ή ωδή τον Μανασσή ή Οί κραδασμοί τον πνεύματος μου

(Στίχοι περί ταπεινώσεως)

-Κάποτε ό Μανασσής άφοϋ έκλαψε εύρήκε έλεος στήν γή όμως έγώ ό άθλιος πού σάν αύτόν παραστράτησα τί θά κάνω, Κύριε, ό άκατάνυκτος;

Πώς έτσι ξηράθηκε ή ζωή μου σάν τό νερό στήν κοίτη του· κλάψε καί στέναξε ψυχή μου γιά νά σ' έλεήση ό καλός Θεός.

 

Μακρόθυμε καί θεωρέ απάντων, χάρισέ μου τήν μνήμη τού Άγιου Σου ονόματος γιά νά τήν έχω γλυκειά τροφή στόν κόσμο.

Πανάχραντε, Δέσποινά μου, σάν τήν πέτρα είναι ή καρδιά μου, μαλάκωσε καί διώξε τήν άναισθησία μου καί μέ τίς ροές τών δακρύων λούσε τά μάτια μου!

 

Τόν παράδεισο έφύτευσες καί τόν Γολγοθά έδόξασες ώστε μέ τόν «Καρπό Σου» νά 'ρθοΰμε πάλι στήν Εδέμ καί άήττητο όπλο νά σέ έχουμε.

 Μετάνοια μας δίδαξες καί τόν Αμνό μάς έφανέρωσες, πού βαπτίσθηκε σήμερα στόν Ιορδάνη άπό τόν προφήτη, τής Τριάδος μάρτυρα καί γενναίο στρατιώτη.

 

 Τούς άποστόλους έδόξασες τούς ιεράρχες έλάμπρυνες καί άπειρο πλήθος άσκητών τούς άξίωσες κοινωνούς τών στεφάνων τής δόξης.

 Φύλακα τής ψυχής μου, έγώ πάντοτε σέ περιφρόνησα άλλά ύπόμενε καί μείνε κοντά μου κατευθύνοντας τά βήματά μου μέ τό φώς σου.

 

 Ψυχή μου παναθλία, άπομακρύνθηκες άπό τόν Χριστό κι αύτό τό μνήμα θάχει τό άπαίσιο σώμα μου, πού ήταν στήν δουλεία τοΰ πονηρού άρχοντος. Μάταια σπατάλησα τό ανεκτίμητο δώρο σου καί όντας πτωχός ψυχικά σέ ξένη χώρα τρέφομαι μέ τήν τροφή τών χοίρων.

 

Βλέποντας τήν άδυναμία μου μή μέ παίρνης άκαιρα, άλλ' άφησε με άκόμη, Δέσποτα, νά ζήσω γιά ν' αποκτήσω καρπούς μετανοίας.

Άπό τούς συγγενείς ξενητεύτηκα, άλλά μέ τά πάθη έσυγγένεψα, καί γιά χάρι των τήν ψυχή μου στόν θάνατο παρέδωσα γιά τήν όποία ό Κύριος θάνατο ύπέμεινε.

 

Γνωρίζω τήν κατάστασί μου καί έκ πείρας βλέπω πάντοτε ότι οίκτίρμων καί άγαθός είναι ό Κύριος, ό ένας Θεός, ή σωτήρια τροφή τής ψυχής μου.

"Ας μή βιάζεται ό νους μου μέ τά λόγια νά κατηγορή, όμοίως καί ή ακοή μου νά μή δέχεται εύκολα τά κακόλογα τών συκοφαντών.

. Μάτια μου περίεργα, πού αγαπάτε πολύ τόν κόσμο, διορθώστε τίς μυστικές ματιές τών λογισμών διότι πώς θά σταθήτε στό φοβερό Δικαστήριο!

Στόμα μου, γλυκά μάς μιλάς μέ σύγχρονες καί κοσμικές λέξεις άλλά πρέπει άπό τίς Γραφές νά σκύψης νά μιλάς άπ' όπου άποκτούνται οί καρποί τοΰ Πνεύματος.

Γιατί άραγε πλανήθηκες καί τήν ψυχή σου δέν έφύλαξες; Γλυκειά μου ταπείνωσι, μή μ'έγκαταλείπης μέχρι τήν ώρα τοΰ θανάτου μου.

Ταπεινό πνεύμα μου, πέταξε πρός τόν Δωρητή ζήτησέ του παρηγοριά καί δύναμη υπομονής στό χοϊκό σώμα πού έγινες δούλος του.

 

Κάνε με, Κύριε, πνευματικό άνθρωπο διότι, νά, σέ τίποτε δέν προοδεύω σ' αύτό τόν ψεύτικο καί μάταιο κόσμο, χωρίς τήν άγία νοερά προσευχή.

"Οντας ψυχρός καί έρημος σέ σένα, Δέσποτα, έρχομαι, δίδαξέ με τήν προσευχή πώς νά τήν λέγω καί μέ τί νοητά μάτια νά σ' άντικρύζω.

 

"Οταν στοχάζεσαι, ψυχή μου, τήν δύναμι τοΰ Θεοϋ, παντού καί πάντοτε νά Τόν βλέπης καί τήν άληθινή όδό ν' άκολουθής.

Επίσης νά ξέρης κι αύτό άκόμη ότι ό κατάσκοπος τοϋ Βελίαρ παραμονεύει έτοιμάζοντας τό πονηρό χειρόγραφο νά σέ καταγγείλη στό Δικαστήριο.

 

Τό αμαρτωλό μου σώμα σήμερα θεραπεύθηκε στόν Τερό Σου Τόπο (Γολγοθά) κάνε με άξιο μέχρι θανάτου νά πάσχω

καί τήν δοξασμένη μου πίστι νά όμολογώ. Τό αίμα μου πού κάποτε ήταν θερμό στά πάθη άς χυθή γιά Σένα, Κύριε Σαββαώθ, προσφερόμενο, ώς θυσίας όλοκάρπωμα.

 

Ανάστα άπό τά χαμηλά, ψυχή μου, γιά,νά σέ φωτίση ό Χριστός προσφέροντας σ' Αύτόν τά πνευματικά σου έργα διότι,είσαι Εικόνα άγία τής Τριάδος.

Ιδού, Κύριε, φορώ τό σώμα μου μέ τήν νεκρή ψυχή μου σκόρπισε τήν άναισθησία πού μέ κυριεύει κι άναψε τό σβησμένο καντήλι τής ψυχής μου.

 

Μέχρις ότου εισέλθω στόν τάφο δυνάμωσέ με μέ τ' "Αγια Δώρα καί σήκωσε άπό τό χώμα τήν Εικόνα Σου γιά νά Σου ψάλλη τόν αιώνιο ΰμνο!

 

Στίχοι ευχαριστίας στόν άγιο Θεοδόσιο τόν Κοινοβιάρχη

Αγιε καί θαυματουργέ Ιατρέ, στήν τιμημένη σου πανήγυρι μέ τό θαυματουργικό χάρισμά σου μέ θεράπευσες άπό τό φοβερό πάθος μου.

Άλλά τί δώρο κατάλληλο θά σου δώσω ό ξένος γιά πληρωμή, διότι νά, δέν έχω παρά τόν στεναγμό άπό τήν ερειπωμένη μου καρδιά.

 

Θά ήθελα μέ τούς ποταμούς τών δακρύων νά σου προσφέρω θερμή εύχαριστία, άλλά ποιός θά 'ρθή νά μαλακώση τήν πέτρινη ψυχή μου;

"Οπως μοΰ έσβησες πρό ολίγου τήν φλόγα τών σωθικών μου πλημμύρισέ με καί τώρα, Πάτερ, μέ τήν βροχή τής άγιας ταπεινώσεως.

 


"Άλλοι στίχοι μέ τό ίδιο περιεχόμενο στόν άγιο Θεοδόσιο

"Αγιε θαυματουργέ Ιατρέ, στήν ήμέρα τής μνήμης σου τό χάρισμά σου μου θεράπευσε τήν κακιά μου άσθένεια.

Τί δώρο ευγνωμοσύνης νά προσφέρω ανεγνωρισμένο μέ έγγύησι, διότι στερείται άπό καλά έργα ή αμαρτωλή ψυχή μου.

 

Ποταμούς δακρύων έχω καθήκον, ως εύχαριστία νά σοϋ προσφέρω, άλλά ή άδεια καρδιά μου δέν έχει κανένα καρπό.

Άλλά όπως τίς πληγές τοϋ πόνου τίς θεράπευσες μέ θαυμαστό τρόπο, δώσε καί τώρα σέ παρακαλώ τό δώρο τών δακρύων συνεχώς.

 

Γραμμένα εις άνάμνησιν θεραπείας μου άπό τήν άσθένεια τής δυσεντερίας μέ τήν Χάρι τοΰ Όσιου Θεοδοσίου, όταν προσκύνησα τ' άγια Λείψανά του στίς II Ιανουαρίου 1944, στό μοναστήρι τοϋ Άγιου Σάββα. Ίερομ. μεγαλόσχημος Ιωάννης Ιακώβ.

 

Ό Υιός τοΰ ανθρώπου, ό Νυμφίος τοϋ πόνου

Ω Κύριε Παντοκράτωρ κριτά τών άπάντων, δέχθηκες γιά έμάς τιμωρία άπό τό άνομο δικαστήριο.

"Ενδυμα λοιδωρίας αύτοί οί άπιστοι σου φόρεσαν καί τήν κεφαλή Σου γιά χλευασμό μέ άγκάθια τήν στεφάνωσαν.

 

Στό πανάχραντο χέρι Σου ένα καλάμι σοΰ έδωσαν νά κρατάς* αιώνιε Δέσποτα, ύπέρ αύτών ζής καί πεθαίνεις!

Γελοιοποιήθηκες, Χριστέ, καί ραπίσθηκες άπό δούλους καί στήν κεφαλή έπλήγης άπό άλλους μέ καλάμι πολλές φορές.

 

Στήν φυλακή τοΰ πραιτωρίου οί θείοι Σου πόδες ύπέφεραν σκληρά τό σφίγξιμο στό βασανιστικό όργανο.

Κατηγορήθηκες άδικα άπό γραμματείς καί Φαρισαίους καί σταυρώθηκες κατόπιν στόν σταυρό μεταξύ δύο ληστών.

 

 "Οταν έδίψασες, άπό τά σκληρά βάσανα χολή καί ξύδι σέ έπότισαν, ένώ Έσύ ώς ένας κακούργος τίς θανατικές τιμωρίες ύπέμεινες.

 

Ταπεινές σκέψεις γιά τόν πόνο τής Θεομήτορος

Μέ τήν σκέψι μου, Παναγία Παρθένε σέ βλέπω στόν δρόμο τού Γολγοθά καί ή πτωχή μου συνείδησις μέ κατηγορεί σάν τόν ληστή.

Ακούω τούς όλοφυρμούς σου καί ελέγχομαι τώρα χειρότερα γνωρίζοντας ότι γιά μένα ύπομένει ό πολυέλεος Υιός Σου!

 

Βλέποντάς Τον ψηλά στόν Σταυρό μέ τό πλήθος τών πληγών γνωρίζω ότι εΐμαι περισσότερο ένοχος καί άπό τούς σταυρωτές Του!

Έάν δεν έβλεπε τήν πρό ολίγου ό Δεσπότης άναισθησία μου, θά είχε κάποια παρηγοριά καί όχι έτσι πλέον νά διψά.

 

6 Καί ή προφητική σπάθη νά μή εισερχόταν μέ κακία στήν καρδιά σου Πανάμωμε, βλέποντας πώς πεθαίνει ό Υιός Σου!

 

Γιά τήν ανέκφραστη πραότητα καί υπομονή τοϋ Κυρίου

Τήν μακρόθυμη ύπομονή Σου πώς άραγε νά τήν επαινέσω; Εκπλήττομαι, Δέσποτα Κύριε καί Σωτήρ μου.

Διώχθηκες στόν κόσμο άρχίζοντας άπό τόν Ηρώδη σάν τό τελευταίο σκουπίδι τοΰ σκοτεινού λαοΰ.

 

Δέν έμίσησες κανέναν διότι ήσουν ό πράος Αμνός καί τούς περίμενες γιά μετάνοια μέ τήν πτωχή Σου παρουσία.

Τό δόλιο φίλημα άπό τόν Ιούδα δέχθηκες καί άφοΰ άπό δούλο κτυπήθηκες μέ πραότητα τοΰ μίλησες.

 


Άπό τήν πολλή ύπομονή Σου πραότατε Σωτήρ μου, τά πάντα έσείσθηκαν στόν κόσμο καί στούς ούρανούς μέ φρίκη.

Έσείσθηκε τό έδαφος, έσχίσθηκαν οί πέτρες, ό ήλιος έκρυψε τό φως του καί οί άγγελοι έτρόμαξαν.

 

 

Τό πνεύμα τοΰ κόσμου καί ή σημερινή ευλάβεια

Πού είσαι Παναγία Μαρία γιά νά μιλήσης στούς άνθρώπους σήμερα ποιός έπη ρε τό φορτίο αύτών τών κακών στόν τράχηλο Του;

Σήμερα στόν κόσμο τών άπολαύσεων τά κακά πνεύματα κυριαρχούν καί γι' αυτό απομακρύνθηκε τό πνεύμα τοϋ Θεού!

 

"Οπως στήν πύλη τοϋ Καϊάφα, ό άνθρωπος σήμερα στίς άπολαύσεις βιάζεται σάν τόν Πέτρο νά τοϋ δώση τίς αρνήσεις.

Σήμερα ό Νόμος Ισχύει, όπως καί ό Κύριος άπό τούς άρχοντες σταυρώθηκε ένώ οί διδάσκαλοι τού Νόμου όλοι σχεδόν κρύφθηκαν.

 

Μερικές Μυροφόρες γιά τά Πάθη κάποτε σπεύδουν στόν δρόμο τοΰ Σταυρού γιά τόν αληθινό "Αγιο.

Είναι ή 'Αγία Εκκλησία πού μάχεται στήν έξορία καί φυλάει τόν Ιερό Τόπο μέ τά προγονικά τυπικά.

 

Κύριε, κάνε κουράγιο χάρισέ τους τήν Αγία Μορφή Σου, όπως τήν έδωσες στήν Βερονίκη, όταν έπήγαινες στόν τάφο!

Καί τότε όταν ή «Αλήθεια» θά έγερθή έκ τοΰ τάφου, δώσε τους, όπως καί στόν Ματθία, τόν αρμόζοντα τόπο μέ εκλογή.

 

Δώσε τήν χαρά τής Αναστάσεως στον δυστυχισμένο λαό Σου, ό όποιος δέν άκολουθεΐ τόν «Νόμο» τοΰ άπατηλοΰ πνεύματος.

 Στούς σημερινούς φαρισαίους καί σ' όλους τοΰ ιδίου γένους δώσε, Κύριε, νά καταλάβουν τήν φωνή τής «εσχάτης σάλπιγγος».

 

Καί στούς όμοιους μέ τόν Πέτρο δός τους άφθονα δάκρυα, μήν άφήσης νά τούς έξουσιάζη ή πονηρία τοϋ Καϊάφα!

 

Οι σύγχρονοι σταυρωτές τής Άγιας Αναστάσεως

Πρίν άπό τρεις ήμέρες οί Ιουδαίοι Σέ έσταύρωσαν. Σήμερα Σέ σταυρώνουν οί χριστιανοί μέ τό πνεύμα τής υποκρισίας των!

Πολλοί άπ' αύτούς μέ ρυπαρότητα τό Σώμα Σου τώρα παίρνοντας σέ φυλακίζουν στό Πραιτώριο, όπως κάποτε οί στρατιώτες.

 

Σάν τήν χλαμύδα σέ περιβάλλουν μέ τήν ύποκρισία των καί προσκυνούν μέ τήν σειρά τό πρόσωπο Σου όλοι.

Οί Γραμματείς Σέ καταδικάζουν μέ τούς πονηρούς Φαρισαίους καί τά ϊδια κάνουν οί παρατάξεις τών άθέων!

 

Μέ τήν ψεύτικη γνώσι των άλλο Σταυρό Σού ετοίμασαν καί Σέ σταυρώνουν μέ βλασφημίες καί μέ τό άναρχικό πνεύμα των.

Στό μνήμα τής απιστίας τό όνομά Σου σφραγίζουν καί τήν πονηρή «μόδα» κουστωδία τήν ονομάζουν.

 

Κι όταν ή ακτίνα τής Αναστάσεως βλέπουν ότι δέν κρύβεται πλησιάζουν τότε τόν «κλήρο» όπως ό ποιμήν ό μισθωτός!

 

Στοχασμοί Α

Ό πολυαγαπημένος Κύριός μου ήλθε μέ Σώμα στήν γή καί πώς ό άνθρωπος δέν έκτιμά αύτό τό Δώρο έν ονόματι Του!

Όλα τά μυαλά τού κόσμου καί τά παντός είδους τάλαντα δέν άρκοΰν νά ύπολογίσουν τό έλεός Του πρός έμάς!

 

Γιά τόν άνθρωπο κτίζει ο άνθρωπος στήν Εδέμ τής άπολαύσεως ώσάν νά ήθελε νά μείνη εδώ αιώνιος βασιλιάς!

Μέ τήν αμαρτία τής παρακοής χάθηκε ό τόπος τής εύτυχίας καί μέ τήν φθορά τοΰ θανάτου τιμωρήθηκε ό άνθρωπος.

 

Χωρίς νά μάς άφήση πάντοτε νά μείνουμε στήν κατάρα, ήλθε εδώ στήν γή ό Σωτήρ καί μάς επανέφερε στήν Εδέμ.

Αύτός άνοιξε μυστικά τόν ούρανό μέ τόν ερχομό Του στήν γή γιά νά μάς άγιάση τήν φύσι (περιβάλη) μέ τό ένδυμα τής Χάριτος Του.

 

Μέ τήν άθάνατη ζωή στολισθήκαμε έμεΐς οί γήϊνοι καί γίναμε υιοί τής Δόξης μέ τό φώς τοΰ Χριστοΰ!!!

 

Στοχασμού Β' Στήν Θεία Οικονομία

Κύριε, πολυέλεε, δέν άφησες μέχρι τέλους νά παραμείνη ό άνθρωπος άκληρονόμητος καί στήν τιμωρία.

Ό πονηρός μέ τήν μορφή φιδιού τόν 'Αδάμ έγκρέμισε, ένώ Σύ θέλοντας νά τοΰ δώσης ζωή έδείχθης ό Νέος 'Αδάμ.

 

Δέν μπορούσε νά μπή στούς ούρανούς ή ψΒαρμένη φύσις μας γι' αύτό ό ίδιος ό Ουρανός έκλινε πρός εμάς.

Μέ τήν προπατορική πτώσι μένει κλειστή μέ κατάρα ή παλαιά πύλη τής ούράνιας Εδέμ!

 

Αιώνια παρέμενε κλειστή γιά τόν φτωχό άνθρωπο έως ότου ήλθε στόν κόσμο ό έξαγοραστής μας άπό τήν κατάρα Χριστός.

Κι άν άκόμη θυσιαζόταν όλος ό κόσμος καί ό άγγελικός χορός, δέν θά μπορούσαν νά μάς πλύνουν άπό τήν προπατορική άμαρτία.

 

Τήν συμφιλίωσι τών άνθρώπων μέ τόν Ούράνιο Πατέρα μόνο Έσύ τήν έκανες Χριστέ, Θειε 'Αμνέ!

 


Στοχασμοί Γ' Στήν θεία ταπείνωσι, τοϋ Σωτήρος

Τήν ταπείνωσι Σου, Έλεήμον θά ήθελα σέ στίχους νά τήν ψάλλω άλλά ένώ τό έπιθυμώ μέ ζήλο δέν μπορώ νά εϋρω λόγια!

Ήλθες στόν κόσμο Ιησού παίρνοντας τήν πτωχή μορφή μας Σύ πού είσαι μέσα στήν δόξα γεννημένος πρό τών αιώνων!

 

Είναι άκατανόητο μυστήριο ότι Σύ, ένώ έξ ούρανού κατήλθες, δέν βρέθηκε γιά Σένα ένας φιλόξενος τόπος.

Μόνο ή στενή σπηλιά μέ τήν φάτνη σου χάρισε κάποιο καταφύγιο καί κατόπιν μέ μιά ζωή ταπεινή ή άνάπαυσίς Σου στόν Σταυρό Σου ήταν!

 

Οί ποιμένες μέ τά κοπάδια τους ήταν οί πρώτοι Σου άγγελιοφόροι καί οί ψαράδες τής Γαλιλαίας οί πρώτοι μαθηταί Σου!

Μέ τελώνες στήν τράπεζα συνέφαγες καί αμαρτωλούς έδέχθηκες καί τίς ανίατες ασθένειες άπ' όλους έθεράπευσες.

 

Στούς φτωχούς ανήγγειλες τήν δόξα τοϋ μέλλοντος αιώνος κι όσοι ζούσαν στό σκοτάδι τούς ώδήγησες όλους στό φώς.

 

Ό Αμνός τής εξαγοράς τήν Μεγάλη Παρασκευή

 Κοιτάξτε Τον τώρα στόν Σταυρό άπό εχθρούς περικυκλωμένον, άπό τόν φιλάργυρο Ιούδα προδωμένον καί άπό τούς δικούς του έγκαταλελειμένον!

Μιά πληγή είναι όλο Του τό σώμα καί στήν κεφαλή Του άγκάθια· κοιτάξτε Τον καλλίτερα τά έθνη πού έχετε τό όνομα Χριστιανοί!

 

Αύτός είναι ό Υιός τής Παρθένου τής "Ανω δόξης Βασιλεύς, ό έγγυητής τής έξαγοράς καί ένσαρκωμένος Θεός!

Μ' αύτά τά τρυπημένα χέρια μάς έβαλε μέσα στήν Εδέμ καί μέ τό έκχυθέν αίμα Του μάς λύτρωσε άπό τήν κατάρα!

 

Κοιτάξτε τήν έλεεινή μορφή Του, εξευτελισμένη άπό τούς Εβραίους καί θά καταλάβετε μυστικά ότι ό Θεός είναι μαζί μας!

Ή γή ποτίσθηκε μέ τόν ιδρώτα καί τό αίμα τοΰ Αγίου Αμνού έντύθηκε στήν δόξα, άφοΰ έκλινε ό Ουρανός πρός αύτήν.

 

Καί ό Σταυρός, τό όργανο τοϋ πόνου, μέ τό Πάθος Του άγιάσθηκε έγινε Σημείο ν δυνάμεως καί Σκήπτρο τοΰ Δοξασμένου!

 

Ή σπάθη τοϋ πόνου

 Στήν πονεμένη καρδιά Σου μιά σπάθη έμπήκε καθώς έβλεπες, Αγνή, τόν Υιό Σου καρφωμένον στόν Σταυρό άπό στρατιώτες.

Φοβερή ή σταύρωσις πού ύπέμεινε ό "Αγιος Αμνός άλλά καί Σύ μέ τήν θλΐψι Σου, Μητέρα, σταυρώθηκες τότε μ' Αύτόν.

 

Ό πόνος τών μητέρων τού κόσμου σάν μιά πλημμύρα ξεχύθηκε στήν άσπιλη καρδιά σου βλέπουσα τήν μορφή Του αλλοιωμένη!

"Αλλοτε σάν βρέφος στήν φάτνη στήν Βηθλεέμ τόν έχάϊδευες ένώ σήμερα τόν βλέπεις άπλωμένον, άφωνον καί γυμνόν στόν Σταυρό!

 

Αύτόν πού έσπειρε τόν λόγο έχοντας τόν σκοπό τής σωτηρίας, τόν βλέπεις τώρα νά βλασφημήται άπό τό στόμα τοϋ χυδαίου λαοϋ.

Αύτόν πού τούς λεπρούς θεράπευσε Τόν βλέπεις τώρα πληγωμένον καί ο! εύεργετούμενοι άπ' Αύτόν τά μεγαλύτερα βάσανα τοϋ προξενούν.

 

Κι αύτός πού άνέστησε τόν Λάζαρο, θαμμένον τετραήμερον φαίνεται σήμερα νεκρός στόν Σταυρό άπό τούς τριγύρω Του πονηρούς.

 

Ό Θρήνος τής Θεομήτορος

Ανάστα, Υιέ μου, γλυκύτατε καί παρηγόρησε τήν Μητέρα Σου διότι νά, κανό Λάζαρος Σέ καλεί νά 'ρθής στό σπίτι του.

Βλέπε τά θερμά μου δάκρυα καί βγές άπό τόν τάφο έκπλήρωσε, Κύριε, τόν λόγο Σου τόν άγιο πού είπες!

 


Ώς "Ηλιος Σύ τής Δικαιοσύνης, σύντριψε τίς πύλες τής νυκτός, διότι τό γένος τών ανθρώπων περιμένει έκ τοϋ θανάτου νά έγερθή!

"Οπως στούς ούρανούς είσαι μέ τόν Πατέρα έτσι νά είσαι καί μέ μένα στήν γή, στόν παράδεισο μέ τόν ληστή καί μέ τούς προπάτορες στόν τάφο!

 

Εμψύχωσε τούς μαθητάς Σου πού φοβήθηκαν άπό τούς Φαρισαίους καί πήγαινε μετά στήν Γαλιλαία νά συναντήσης τόν Πέτρο μέ τούς άλλους!

Τό φως τής γνώσεώς Σου σήμερα άφθονα φανέρωσε, κάνοντάς το νά διάσχιση τόν κόσμο μέ τό εύαγγελικό Σου άλέτρι.

 

7 Άγιασε Κύριε, όλη τήν φύσι μέ τήν έκ νεκρών Άνάστασί Σου καί άνοιξε γιά πάντα τοϋ Παραδείσου τίς ένδοξες πύλες!

 

Ή χαρά τής Θεομήτορος άπό τήν Άγια Άνάατααι

Χαίρε Πανάχραντε πού πρίν έκλαιγες ιδού ό Υίός Σου μέ δόξα έκ του τάφου ανέστη!

"Ολη ή φύσις πανηγυρίζει τήν Άνάστασι του Χριστού κι όλα περιβάλλονται σήμερα μέ τό ένδυμα τοΰ φω'τός!

 

"Αγγελοι καί άνθρωποι ψάλλουν σήμερα μέ μιά φωνή καί εύφραίνονται στόν παράδεισο ό 'Αδάμ μέ τόν ληστή.

Δέν ύπάρχει πλέον φυλακή στήν ούράνια Εδέμ, ή πύλη μένει πάντα άνοικτή γιά τό έθνος τό χριστιανικό.

 

Δέν είναι πλέον ό Σταυρός όργανο τιμωρίας, άλλά θά παραμεΐνη ή σημαία τής δόξης καί τό Σημείο τής νίκης!


 Σύ πού ήσουν προηγουμένως ή Μητέρα τών αγίων πόνων σήμερα είσαι: ή Μητέρα τής δόξης καί τής Αγίας Αναστάσεως!

 

Θεία Πηγή

Άνέσπερο φώς, πού ήσουν κρυμμένο στήν γή μάς άνέτειλες σ[2] όλη τήν ζωή τήν νέα ειρήνη στήν γή.

Ένώ τόν Τάφο Σου, γλυκύτατε Σωτήρ, τόν χάρισες στούς χριστιανούς νά τόν έχουν σάν μιά Αγία Πηγή.

 

Έκεΐ κατέρχεται θαυμαστώς τό φώς τής Αγίας Αναστάσεως διαδίδοντας σ' όλο τον κόσμο τήν πολυθαύμαστη παρηγοριά.

Γνωρίζει τό σημείο τών οικτιρμών καί τό άπιστο έθνος παίρνοντας δύναμι άπό τήν ζωή τής Αναστάσεως τού Χριστού.

 

"Ας κωφαθούν οι κατήγοροι καί οί έχοντες τό πνεϋμα άναρχίας, καθώς βλέπουν τό μυστικό φώς τής «Αιωνίου Ανατολής».

"Ας πλησιάζει μέ πόθο τώρα κάθε θνητός άνθρωπος καί άς ύποδέχεται τό φώς άπό τήν Θεία Πηγή τής πίστεως!

 

Ό "Υμνος τής πίστεως

ΤΩ δοξασμένη πίστις —δύναμις τής ψυχής μου— άπό σένα έχω τήν δυνατότητα νά ζητώ τόν Θεό.

"Οταν ή ψυχή θηλάζη μέ τό θειο δώρο σου, ό πόνος μου άνακουφίζεται καί οί κακές φαντασίες φεύγουν.

 

"Οταν τά κύματα άπειλοϋν νά βυθίσουν τήν βάρκα μου, Σέ σένα, 'Αγία μου Πίστι, στηρίζομαι πάντοτε.

Κι όταν λόγω τής άδυναμίας μου πικραίνω Αύτόν τόν Πλαστουργό μου, μού δίνεις κουράγιο στήν προσευχή νά μήν άπελπίζομαι.

 

Σ' αύτή τήν πικρόχολη ζωή άπό σένα έγώ δυναμώνω, πολυευλογημένη μου πίστις θεϊκό κειμήλιο!

Κι όταν θελήσουν νά μέ καταβάλουν οι άσπονδοι εχθροί τής ειρήνης, σέ σένα έγώ βρίσκω τήν λύτρωσι κι αύτοί μένουν ντροπιασμένοι.

 

Καί στό τέλος τής ζωής μου έλπίζω ότι καί τότε θά μέ σκεπάσης άπό τό κακό καί άπό τά φρικτά βάσανα.

 

Στήν καλή Μυροφόρο

 Άπό τό σκοτάδι τής άπωλείας ό Χριστός σέ έλύτρωσε καί σύ Μυροφόρε μέ πόθο τόν ύπηρέτησες.

"Οταν Αύτός πορευόταν στόν θάνατο, σύ δέν τόν έγκατέλειψες άλλά άδίστακτα στό Πάθος Τόν άκολούθησες.

 

 Δέν υπολόγισες τήν άγριότητα τών άπιστων στρατιωτών, ούτε τίς άπειλές τών σκληρών Εβραίων!

Συμμέτοχος τής σταυρώσεως μέ αυτά έγινες καί μάρτυρα τής Άναστάσεώς Του ό Δεσπότης σέ άνέδειξε.

 

Τώρα στόν ούρανό Μαρία ευφραίνεσαι πάντοτε μέ τόν «Κηπουρό» του κόσμου μέ τόν ϊδιο τόν Θεό!

Νύμφη τής αγάπης γιά έμάς τούς χριστιανούς είσαι καί άγνό ζήλο έδειξες σ' αύτά τά θεια μυστήρια.

Ένώ τά δοξασμένα λείψανά σου είναι σάν μιά τής χάριτος πηγή πού θεραπεύει τόν πόνο τοΰ δυστυχισμένου λαού!

 

Τό φώς τής Αγίας Αναστάσεως

Άγιες Μυροφόρες, χαρήτε τώρα διότι ό Σωτήρ μας άνοιξε δρόμο γιά τούς ούρανούς!

Σήμερα, Μαρία Μαγδαληνή, λέγε στούς νεκρούς τήν φανέρωσί Του σέ σένα στόν τάφο δύο φορές!

 


Ποιός είναι ό «Κηπουρός» πού σέ συνάντησε; Λέγε τί σοΰ είπε στόν τάφο ό λαμπρός άγγελος;

"Αφησε τό μύρο καί ειδοποίησε τούς φοβισμένους μαθητάς, άνάγγειλε σήμερα σ' όλο τόν κόσμο καί στούς άπιστους τήν έγερσι.

 

Βοήθησε στά κωφά αύτιά τών παραλόγων άθέων ϊσως κάποια άγία σπίθα νά ξυπνήση καί σ' αύτούς!

Σχίσε τό «παραπέτασμα τοϋ θανάτου» καί σπάσε τά σιδηρά δεσμά σ' αύτούς πού στό «Μεσονύκτιο» αύτό χάνονται ψυχικά!

 

Κι άν δέν θελήσουν ν' άκούσουν τό μυστήριο τής Αγίας Αναστάσεως χύσαι γιά τό θάψιμο τό ύπόλοιπο άπό χθές μύρο σου!

 


Τά σημεία τής νίκης

Ένώ άνέστης μέ δόξα άπό τούς τόπους τών νεκρών, τό σημείο τής λόγχης, Χριστέ, καί τών καρφιών φορείς.

Τό μέτωπο Σου θά διατηρή άκόμη καί στόν μέλλοντα αιώνα τά ίχνη τών άγκαθιών, σάν ένα σημείο τής νίκης.

 

Ένώ στόν θρόνο τής δόξης ό Σταυρός είναι ή "Αγία Σημαία πού προσκυνείται άπό ούράνιους άγγέλους καί άπό τούς άνθρώπους στήν γή.

Ανερμήνευτο μυστήριο, Κύριε, όντως καί μοναδικό στόν κόσμο σέ ώδήγησε σέ αιώνια δόξα μέ τά σημεία τοΰ Μαρτυρίου Σου!

 

Οί βασιλείς παίρνουν νίκες μέ στρατό στόν πόλεμο, ένώ Σύ σύντριψες τήν δύναμι τοΰ θανάτου προσφέροντας τήν ζωή Σου γιά εμάς.

Άπλοοσες στόν Σταυρό τά χέρια γιά νά δείχνης πάντα μυστικά ότι είσαι ό Νυμφίος τής μακροθυμίας καί τοΰ «έλέους Θεός»!

 

 Ένώ στόν παράδεισο τής τρυφής τόν ληστή άνέβασες πρώτ' άπ' όλους, Πολυέλεε, προσφέροντας τό Θειο Δώρο Σου!

 

Άπό τό κύλισμα τής ζωής

Τά δευτερόλεπτα πού φεύγουν κινούμενα στην πλάκα τοϋ ρολογιού είναι στιγμές άνεκτίμητες γιά τόν παρόντα αιώνα μας.

Σέ κάθε κτύπο τοϋ ωρολογίου νά σκεπτώμεθα ότι ό θάνατος κατεβάζει συνεχώς αρκετούς στό Κοιμητήριο.

 

"Ολος ό επίγειος κόσμος περνάει άπό τό κλαδευτήρι τού θανάτου, πού μαζεύει μέ τήν σειρά τά στάχυα τής ζωής.

Τήν στιγμή αύτή άρπάζει άπό δίπλα μας ένα άνθρωπο, τήν άλλη στιγμή παίρνει άλλον άπ' άλλο ώκεανό.

 

Έδώ ένα ιερέα ή μοναχό, πιό πέρα ένα μονάρχη άπ' τ' άλλο μέρος μιά γριά καί άπό άλλοϋ παίρνει ένα πατριάρχη.

Τώρα βλέπεις έρχεται ή σειρά ενός γέρου άπό γηροκομείο σ* άλλη στιγμή έχει τήν σειρά ένα άθώο παιδί.

 

Τό μαχαίρι τοϋ θανάτου περιστρέφεται τριγύρω μας μέ φρίκη καί μάς φονεύει ένα άδελφό ή ένα φίλο χριστιανό.

Νά περιμένουμε λοιπόν μέ άγωνία συλλογιζόμενοι τήν ώρα τού θανάτου διότι... σέ μιά στιγμή στό μέλλον θάρθη καί ή δική μας ή σειρά!

 

Στόν δρόμο του Σταυροΰ

Γιατί ψυχή μου, ταράζεσαι κι άκόμη θέλεις νά λυπάσαι; "Εχε ελπίδα στόν Θεό σ' Αύτόν έξομολογήσου.

"Αν έμάκρυνες άπό κοντά Του, Αύτός σέ καλεί άνυπόμονα νά 'ρθής στόν Οίκο τοϋ Πατρός, βαδίζοντας τόν δρόμο τοϋ Σταυρού.

 

Γιατί έχεις λογισμούς δειλίας, δέν ξέρεις που νά σταματήσης; Ρώτησε σήμερα τόν έκατόνταρχο κι αύτός σίγουρα θά σοϋ είπή.


Σταματώντας στόν δρόμο όσες ώρες έχει ή ημέρα βλέπε τούς ακολούθους σου πού θά 'ρχωνται στόν δρόμο τοΰ Σταυροΰ.

 

Κατόπιν βλέποντας ότι μόνος έρχεσαι, άνέβα σέ περιμένει στόν Σταυρό ψηλά καί στάσου έκεΐ πού οί Εβραίοι χολή καί ξύδι τοΰ έπρόσφεραν!

Στόν βράχο τοΰ Αγίου Γολγοθά περιμένει μυστικά Αύτός πάντοτε καί πάλι όπως στόν ληστή θά σού είπή, ψυχή μου!

 

'Αμήν, λέγω τώρα καί σέ σένα θάσαι καί σύ μαζί μου στόν παράδεισο, έάν θά μέ άκολουθήσης τώρα άφήνοντας όλα όσα έχεις!

Τώρα στέκεσαι στήν φωτιά σάν τόν Πέτρο κι όταν σέ ρωτούν ποιός είσαι κυριεύεσαι άπό τόν φόβο τοΰ συνεδρίου καί τόν Δεσπότη άρνεΐσαι!

 

"Αν δέν Τόν άρνήσαι φανερά Τόν άρνεΐσαι μέ τά κακά σου έργα, διότι όποια θά είναι ή ζωή σου τέτοια θά είναι καί ή πίστις σου!

Λοιπόν, έβγα άπό τήν πύλη τής ματαιότητος καί κλαϋσε σάν τόν Πέτρο μέ πόνο καί ό Θεός τών οικτιρμών θά σέ άνακαινίση μέ τό "Αγιο Δώρο!

 

Άπό τήν ήμερα τοϋ Νέον χρόνον "Εφυγε ένας χρόνος ήμερων βραδυκίνητος γιά άγιασμό μέ μάταιες επιθυμίες καί άδειανό νόημα.

Απέκτησε άκόμη ό κόσμος κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον ότι δέχεται ύποσχέσεις πώς θά λυτρωθή άπό τίς ανάγκες.

 

Καί ό κόσμος πάντοτε παρατηρεί —χωρίς άμφιβολία— ότι οποιαδήποτε βελτίωσις τοϋ είναι σημάδι προκοπής.

Καί ίσως έχει παράδειγμα: άπό τήν ζωή τής προόδου καρπό πολυπλάσιο στό τέλος θ' άποκτήση.

 

Μέ τό πνεύμα τής «αλλαγής» φαίνεται πλέον καθαρά ότι ή άνθρώπινη ζωή καταστράφηκε χειρότερα.

Λοιπόν στόν πολιτισμό, άλήθεια, προοδεύουμε λαμπρά άλλά πνευματικά πηγαίνουμε σάν τόν κάβουρα πίσω.

 

Πετάμε όπως ή «χίμαιρα», δπως ό άνεμος στούς αίθέρςς καί στολίζουμε τό μνήμα μας στήν ζωή χωρίς πνεύμα.

 

Στοχασμοί σέ μεγάλη θλϊψι

Εσταυρωμένε μου Ιησού Άγιώτατε Σωτήρα μου, σέ ποιόν θά βρω άνάπαυσι σέ ποιόν στοργή καί βοήθεια!

Σέ σένα μόνο, Έλεήμον, θά βρω κάθετι καλό καί ό άλλος δέν θά μάθη τόν πόνο πού θέλω νά Σού πώ.

 

"Οντας κυριευμένος άπό άναισθησία Σύ, Κύριε, μή μέ καταφρονήσης, δείξε μου σήμερα τό έλεός Σου, όπως κάποτε στόν Μανασσή,

Τής σωτηρίας, Δέσποτα, έάν καί μένα μέ κάνης μέτοχο μεγαλύτερο θαύμα άπ' ό,τι σ' αύτόν προσφέρεις σέ μένα τόν έμπαθή.

 

Τότε μ' αύτόν μαζί θά ψάλλω αιώνια τόν αίνο διότι λυτρούμενος άπό τόν θάνατο θά περάσω στήν άτέλειωτη ζωή.

 

"Αλλοι στοχασμοί (Σάν έξομολόγησις)

Κύριε, όταν θυμάμαι τά ϊχνη τής περασμένης μου ζωής, βλέπω ότι κανείς μεταξύ τών ανθρώπων δέν μέ ξεπέρασε στήν κακία μου.

Κι δταν τίς δωρεές σου τίς άντικρύσω καλλίτερα, βλέπω δτι κανέναν άλλον δέν έλέησες δσο έμένα.

 

Μετά τήν διαπίστωσι αύτή συμβαίνει νά παίρνω σάν μισθό τήν φοβερώτερη τιμωρία πού έγνώρισα κάποτε.

"Ομως, Έσύ, Πολυέλεε, περίμενέ με μέ ύπομονή πάντοτε μέ τίς γερασμένες συνήθειες τής ταλαίπωρης ψυχής μου.

 

Κάνε ύπομονή καί δώσε μου ταπείνωσι διότι περιμένεις κάποιο καρπό νά κάνω άξιο μετανοίας.

Έπίχεε καί σέ μένα τό έλεός Σου, Πανάγιε Θεέ μου, γιά νά σέ δοξάζω πάντοτε μέχρι νά μπω στό μνήμα.

 

 Κύριε, πόσο μεγάλη είναι γιά μένα τόν αμαρτωλό ή άπειρη ύπομονή καί μακροθυμία Σου!

"Οταν έγώ επιμένω στό κακό Έσύ περιμένεις, κτυπώντας μυστικά στήν θύρα τής συνειδήσεώς μου.

 

Ή καρδιά μου άπό τήν θλιψι έγινε κομμάτια. Δώσε μου άπό τούς ούρανούς πάντοτε τήν θεία εύσπλαχνία Σου.

"Οταν μου έρχεται ταραχή, Σύ ά μέσω ς μου φωτίζεις τόν νοϋ νά κάνω τό άγιο Σημείο τής προστασίας.

 

"Οταν τό βήμα μου κλονίζεται, βλέπω ότι ή Χάρις Σου τότε πολύ δυνατά καί γρήγορα μέ άνακουφίζει.

 Πικραμένος άπό τοΰ κόσμου τίς πολλές ματαιότητες, νοιώθω ανέκφραστη γλυκύτητα άπό τό Άγιώτατό Σου όνομα.

 

 Κι όταν ύποφέρω άπό τούς κόπους τής μοναχικής ζωής, βλέπω ότι Σύ άντανακλάς σέ μένα τήν πατρική Σου άγάπη καί στοργή

 

Στήν Θύρα τον ελέους (Προσευχή πρός τήν Θεομήτορα)

Παναγία Μητέρα καί Παρθένε, έλπίς τής ψυχής μου σύ είσαι ή μεσίτριά μου στόν έλεήμονα Θεό.

Έάν δέν είχε στούς ούρανούς ό κόσμος συγγένεια άπό τήν γή τότε ήθελε έρημωθή ή ζωή, όπως άκριβώς ένα μνήμα.

 

Έάν δέν ήσουν έσύ ή άνοιξις τοΰ νοητού αίώνος θά ήταν πάντοτε χειμώνας κι ό ήλιος δέν θά χαμογελούσε.

Έάν δέν άνέτελλες έσύ τήν χαραυγή στόν κοιμισμένο κόσμο, τότε ή σκιά τοΰ θανάτου θά ήταν παντοτεινή.

 

Καί σήμερα, Πανάχραντε, πού όλοι άκολουθοΰμε τό κακό, έάν Σύ δέν προσευχηθής θερμά μάς έγκαταλείπει ό Υιός Σου.

Στείλε σημεία μετανοίας στόν ταραγμένο λαό καί δυνάμωσέ μας τήν πίστι στήν πλανεμένη μας ψυχή.

 

7 Λύσε, Πανάμωμε Μητέρα, τά δεσμά τής δουλείας καί δώρισε ύπομονή στούς βασανισμένους χριστιανούς!

 

Άπάντησις σ' ένα αγαπητό αδελφό άπό τήν Ρουμανική Χώρα

(στόν ιερομ. Κλαύδιο τής μονής Νεάμτς).

Μόνο όταν αισθάνεσαι τόν αιθέρα σάν μυρουδιά τοΰ πολέμου, μέ τέτοιο φλογισμένο πνεύμα μπορείς νά 'ρθής έδώ σ' έμάς.

Ήλθες μέ τήν «πατρίδα στήν ψυχή» γιά νά μή τήν ξεχάσης αιωνίως καί σ' αύτή μέ πολύ πόθο βιάστηκες νά γυρίσης πίσω!

 

Οί ώραιότητες τής Χώρας άσφαλώς σ' έγοήτευσαν μέ τούς φίλους τής ζωής καί τήν χαϊδεμένη ζωή!

"Εχεις έκεϊ μεγαλόπρεπα βουνά μέ λουλουδένιους τόπους, όπου τό καλοκαίρι τραγουδούν έκατοντάδες τ' άηδόνια.

 

"Εχεις ποτάμια πού κελαρρύζουν μέσ' στά έλάτινα δάση καί τίς άπειρες πέστροφες πού μυρμηγκιάζουν στήν ματιά σου.

Τό καλοκαίρι ό ήλιος γλυκαίνει δέν καίει όπως έδώ, τόν χειμώνα τό κρύο σκληραίνει καί κάνει τόν παλληκαρά.

 

Ζούμε έδώ καχεκτικά ξένοι άπ' όλους καί κατατρεγμένοι άλλά άπ' όλες τίς πατρίδες ή ώραιότερη είναι τής στερήσεως.

Στήν έρημο τίς χουρμαδιές τίς έχουμε σάν ένα διάκοσμο καί σύντροφοι μας τά τσακάλια, πού θρηνούν ομαδικά.

 

Έάν έλθης, νά ξεχάσης τά πάντα αύτά πού χθές σέ έθώπευαν καί τότε, άγαπητέ άδελφέ, θά είρηνεύης παντοτεινά.

Μήν έλθης μέ τήν «πατρίδα στήν ψυχή» διότι ποτέ έδώ δέν θά τήν ξεχάσης καί έξ αιτίας της στήν έρημο δέν θά μπορέσης νά ζήσης.

 

"Αφησε τήν πατρίδα στούς νέους, πού έχουν χρόνια νά ζήσουν ένώ ή άγιωσύνη σου, Πάτερ, είναι καιρός νά «πεθάνης».

12 Νά πεθάνης γιά όλα τά κοσμικά πού φεύγουν σάν ένα όνειρο γιά νά κληρονομήσης τήν γλυκύτητα τοΰ αιωνίου παραδείσου.

 

Άπάντησις σ' αυτά πού επιθυμώ

ί Έκεΐ πιά δέν βρίσκεται πρόσωπο νά μάς φθονήση κι ούτε φίλος όπως έδώ σέ θέσι νά μάς δυσφημήση.

Έκεΐ ως ύδωρ τής ζωής έχουμε τόν "Ανω Ιορδάνη, όπου ό "Ηλιος τής Δικαιοσύνης στέκεται πάντοτε άδυτος.

 

Έκεΐ άντί γιά πουλιά είναι οί άγγελοι τοΰ Θεού, ύπάρχει αιώνια χλόη καί τά δένδρα πάντα άνθισμένα,

Έκεΐ, όπου διαλάμπει τό φώς τής ζωής τοΰ Χριστοΰ, είναι τά πάντα καθαρά κι έχουν όλοι σώμα άφθαρτο.

 

Έκεΐ δέν ύπάρχει όρεξις ούτε καμμιά φροντίδα καί είναι τό δένδρο τής ζωής στήν κοιλάδα τής Αγίας Εδέμ.


Είναι πάντα άνοιξις οι άνθρωποι δέν πεινάνε, άλλά μέ άνεκλάλητη χαρά πάντοτε εύφραίνονται.

 

Ζέστη καί κρΰο δέν ύπάρχει, ούτε ρεύματα νά μάς κρυώσουν ένώ οί σκνίπες και τά κουνούπια δέν μπορούν έκεΐ νά μάς βροΰν.

Έκεΐ δέν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη καί στεναγμός δέν ύπάρχει βροχή καί σύννεφα είναι ό ούρανός πάντα καθαρός.

 

Έκεΐ ό βοριάς δέν πνέει, δέν έχουμε κίνδυνο πολέμου κι ούτε μιά πέτρα σκανδάλου διώχνει τήν μεταξύ μας ειρήνη.

Έκεΐ άν θέλης νά πάμε, θά είμεθα πάντοτε άχώριστοι άλλά ζητά άπ' έδώ ό Κύριος νά είμεθα καλά προετοιμασμένοι.

 

Νά εϊμεθα ξένοι άπό τό πνεύμα τοΰ κόσμου, νεκροί γιά τόν Χριστό νά μή άγαπάμε τίς ματαιότητες αύτή ς τής έπιγείου πατρίδος.

Νά σκεπτώμεθα πάντα τόν θάνατο, ζώντας ταπεινά τήν ζωή μας καί νά συγχωρούμε άπροφάσιστα τούς άδελφούς πού μάς έφταιξαν.

 


Νά μή κακολογούμε τόν άλλον, οϋτε νά έμπαίζουμε κάποιον κι όταν μάς έλθουν στενοχώριες, μέ εύχαρίστησι νά τίς ύπομένουμε.

"Οπως τρέχη τό ζαρκάδι πηγαίνοντας βιαστικά στήν πηγή, έτσι νά τρέχουμε στόν Κύριο φτερωμένοι μέ τόν άγιο πόθο.

 

15* "Οταν τό σώμα άδυνατίζη τό πνεύμα μας δυναμώνει διότι μόνο τό πνεύμα θά ύπάγη έκεΐ, όπου λαχταρούμε.

16 Έκεΐ είναι ή πατρίδα μας, αύτήν μέ ζήλο νά γυρεύουμε όπου δέν ύπάρχουν εμπόδια στήν «Νέα Ιερουσαλήμ».

 

Μιά επιστολή σ' ένα αδελφό τής Ρουμανικής Χώρας

« Ψυχή μου»

Μή κοιτάς άλλού άλλά μόνο τά κατά σέ, θεωρώντας τό τσεκούρι τοΰ θανάτου πού έρχεται.

Φοβερές έρωτήσεις θά σοΰ κάνουν τότε καί άσπλαχνα θά σέ οδηγούν στά βάσανα!

 

Έάν δέν κάνης καρπό μετανοίας τώρα, πότε θά έχης καιρό καί πόσες θά είναι οί δυνάμεις σου;

Κύτταξε καλά μή άναβάλης ούτε τήν προσευχή ούτε τήν υπακοή.

 

Σάν κλέπτη τόν θάνατο, όταν τόν δής άπό τό ξάφνιασμά του θά τρομοκρατηθής.

Βοήθεια θά ζητήσης άπό τούς γύρω σου άλλά δέν θάχουν δύναμι κατά τοΰ κλέφτη θανάτου.

 

Έχει δίπλα του αύτός, σκληρούς ύπηρέτες καί τίποτε δέν θά κάνης τότε μέ τήν προσευχή καί τό κλάμμα σου.

"Αφησε τήν φροντίδα τού κόσμου σοΰ γίνεται φλυαρία μήν είσαι δούλος τοΰ κόσμου μέ τά μαγειρεία.

 

Σιώπα καί κύτταξε τόν εαυτό σου διχόνοιες μή παρατηρής νά τάχης καλά μέ όλους καί μή τούς κατηγορής.

Έάν μέ κάποιον έχεις πολλή φιλία μή ζηλεύης τά καλά του μέ πονηρία.

 

Καί άν τήν φιλία θέλης νά έπιδιώξης δέν ύπάρχει άλλη φιλία παρά ή πνευματική.

Πρέπει, άν θέλης τήν σωτηρία νά ζητιανεύης τό «Μύρο» τής παρθενίας.

 

Κάλεσε τό όνομά Του μέ πολλή συντριβή όσο είσαι τώρα στόν κόσμο διότι Αύτός σέ χειραγωγεί.

"Οταν ή ζωή αύτή θά τελειώση τό έλεός Του θά διψάσης καί τότε ματαίως μέ δάκρυα θά κλαις καί θά στενάζης.

 

Τό κρανίο τοϋ Βαρσανουφίου

(Άπό τό Κοιμητήρι τής Μονής τον Αγίου Σάββα)

Κύτταξε αύτό τό κάτοπτρο τής νεκροκεφαλής καί σκέψου τί είναι ό άνθρωπος: οστά άδειανά καί χώμα!

Λοιπόν, άπόκτησε καλά έργα όσο τώρα είναι δυνατόν, διότι τήν ημέρα τής Κρίσεως δέν ύπάρχει πλέον μετάνοια.

 

Έστω και σήμερα δικάζεσαι ενώπιον του κριτηρίου τι θα άπαντήσης τότε εάν δέν είσαι έτοιμος;

Ω, άν ήθελες ν' άνοιξης σήμερα τούς νοητούς οφθαλμούς σου θά έβλεπες, έκείνη τήν ήμέρα τί φρίκη θά ύποφέρης!

 

Καί 'γώ, άδελφέ, έχόρτασα τίς κοσμικές άπολαύσεις γεύθηκα όλες τίς χαρές, πού σήμερα δοκιμάζει ό κόσμος.

Οί λογισμοί πού σήμερα σέ πολεμούν καί μένα μέ πολέμησαν καί στ' άμαρτωλά πάθη άχαλίνωτα ύποτάχθηκα

 

Καί άν σάν άνθρωπος άμάρτησα καί έγώ μέ άληθινή μετάνοια τήν ψυχή μου καθάρισα.

Καί άν άπό πάθη καί λογισμούς θά πολεμηθής κοίταξε τότε έμενα καί μέ ταπείνωσι νά πής:

 

"Ολα τά μάταια τοϋ κόσμου είναι φτιαγμένα άπό πηλό, όπως κι αύτή ή νεκροκεφαλή άνθρωπος ήταν κάποτε, όπως καί 'γώ.

Κλάψε Αρσένιε μέ δάκρυα καθώς μέ βλέπης τώρα εμένα διότι στόν κόσμο αύτό τόν ψεύτικο, χθές ήμουν καί 'γώ σάν έσένα.

 

Κάνε φίλον τήν σιωπή καί εχθρό τήν καλοπέρασι, νά φέρνεσαι μέ ταπείνωσι ως ένας υιός τής έγκρατείας καί στήν ώρα τής ύπακοής νά νεκρώνης τό θέλημά σου.

Πάντοτε έσύ τόν θάνατο στήν μνήμη σου νά έχης, διότι έτσι στήν ζωή σου κάνοντας άπό τά βάσανα θά λυτρωθής!

 

Μεγάλο είναι τό Μυστήριο τοϋ θανάτου καί γρήγορα θάρ'θη καί σέ σένα ϊσως αύριο ό κλήρος όπως ήλθε καί σέ μένα.

Κάνε Αρσένιε, ό,τι έκανα έγώ, έάν θέλης νά φθάσης τό όντως Αγαθό!

 

Μετά τόν θάνατο μου

"Οταν τό στόμα μου, άγαπητέ άδελφέ, θά κλείση στούς αιώνες καί τό άδύνατο χέρι μου θά παύση πιά νά γράφη,

Τότε νά ζητήσης αύτούς τούς στίχους πού έγώ έση μείωσα στήν περίοδο πού ήμουν κάποτε μέ τόν νοϋ συγκεντρωμένο καί ειρηνικό.

 


Νά τά συλλογίζεσαι προσεκτικά διότι αύτά έκυοφόρησαν μέ τήν Χάρι τοϋ Αγίου Φωτός στό ταπεινό μυαλό μου.

Καί έάν σου έρχεται λύπη, όταν στέκεσαι δίπλα στό μνήμα μου, τότε νά πηγαίνης στήν σκήτη μας κι έγώ άοράτως θά έρχωμαι έκεΐ.

 

Νά πηγαίνης έκεΐ τήν άνοιξι όταν όλα στήν γή στολίζωνται κι όταν βλέπης νά περνούν οί πελαργοί στήν ρουμανική μας περιοχή.

Έκεΐ νά ψάλλης τροπάρια τοΰ εύλογη μ ένου Ίορδάνού καί τό νερό μέ τό κελάρρυσμά του θά σοΰ κρατάη τό ΐσο.

 

Αύτό ξέρει τήν μυστική φωνή καί μουρμουρίζοντας σιγαλά θά κάνη άπήχημα στά πουλιά γιά νά ψάλλουν όλα χορωδιακά!

 


Ό σταυρός τής ανθρωπινής ζωής

"Ενας χριστιανός κάποτε έλεγε μέ παράπονο: Πολύ βαρύς είναι αύτός ό σταυρός γιατί μου τόν έδωσε ό Θεός;

"Οταν δέν τόν έχω —πηγαίνω καλά άπό θλίψεις δέν μέ γλυτώνει πιά καί μοχθώ σκληρά σάν τό βόδι μέχρι νά πέση ό ζυγοδέτης!

 

Νά, οί άλλοι είναι πιό τεμπέληδες καί ζουν μέ άφθονία μόνο σέ μένα (ό λόγος αύτός): «τά βόδια δέν μοϋ τραβάνε πιά τόν ζυγό»!

Καί γογγύζει ό χριστιανός μας καί συνεχώς μεμψιμοιρεί καί κανείς ποτέ δέν τόν άκούη κάποτε νά εύχαριστή.

 

Άλλά ό ουράνιος Πατήρ πού βοηθάει τόν δυστυχή άνθρωπο τόν ζητάει άπό τά ούράνια κι αύτόν τόν παρακολουθή.

Στέλνει σ' αύτόν τόν άγγελο Του, όταν τήν νύκτα κοιμάται κατάκοπος, καί παίρνοντάς του άπό τό χέρι τόν άνεβάζει στόν λόφο τής σκήτης.

 

Φαινόταν ότι ήταν ήμερα καί ήταν μόνο αύτοί οί δυό ανάμεσα σ' άρκετούς ώραίους σταυρούς διαφόρων ποικιλιών.

Μερικοί ήταν άπό χρυσό κι άλλοι άπό σίδερο ή ξύλο, άπό άργυρο καί άπό χρυσό ό καθένας διαφορετικός.

 

Λέγει ό άγγελος τότε: Πάρε ένα σταυρό πού σ' άρέσεν μόνο διάλεξέ τον καλά καί έπέστρεψε στό σπίτι σου.

Εκείνος λαίμαργα καί βιαστικά άρπαξε πρώτα - πρώτο τόν χρυσό κι άρχισε νά τόν φορτώνεται γιά τα παληκάρια τους απογόνους του.

 

 Άπό τήν πολλή στιλπνότητα δέν μπορεί νά τόν άντικρύση άλλά θέλοντας νά τόν σηκώση τοΰ ήταν άνέκφραστα βαρύς.

 Προσπαθώντας πάλι νά δοκιμάση ήλθε σέ άπελπισία καί έξέλεξε άλλο σταυρό επίσης ώραΐο άπό χαλκό.

 

 Άλλά στό πείσμα του αύτό —γι' αύτόν— είναι πολύ βαρύς ένώ ό μαρμάρινος βαρύτερος κι ό σιδερένιος άκόμη πιό βαρύς.

Κοντά σ' αύτούς στήν κοιλάδα φαίνεται κάτω άπό ένα δένδρο σταυρός άπό βελανιδιά ελαφρός μόνο νάναι γι' αύτόν καλός.

 

Τόν σηκώνει λοιπόν κι αναχωρεί καί νά, ό άγγελος στόν δρόμο τόν έρωτα γιά τόν σταυρό άν είναι εύχαριστημένος τώρα:

Δόξα τω Κυρίω, άπάντησε, πολύ ευχαριστήθηκα μέ τούτον διότι άπ' όλους μόνο αύτός, είναι κατά τήν δύναμί μου!

 

Ό άγγελος τότε τοΰ είπε: "Ανθρωπε άχάριστε, γιά τόν σταυρό τής ζωής σου έγόγγυζες πάντοτε!

Σήμερα σέ πήγα έπίτηδες γιά νά πάρης όποιον ήθελες καί κανένα δέν μπόρεσες νά σηκώσης παρά τόν ξύλινο σταυρό!

 

Αυτός είναι ό «Σταυρός τής ζωής» πού σοΰ δόθηκε όπου κι άν βρίσκεσαι λοιπόν, δόξαζε τόν Θεό καί άπό τώρα μή διαμαρτύρεσαι.

Αύτοί μέ τά άκριβά μέταλλα είναι γιά τούς αγίους άνθρώπους, πού υπομένουν μέχρις αίματος, στούς μοναχικούς των άγώνας.

 

Ένώ έσύ μέ τόν φτηνό σταυρό σου, τεμπέλη, θά σωθής έάν θά φυλάξης τήν πίστι καί ύπομένης τά δεινά μέ εύχαρίστησι!

 

Ό υπερήφανος αγωνιστής

Σέ μιά σκήτη ζούσε κάποτε ενας άγωνιστής μοναχός, πού θεωρούσε τόν έαυτό του άρκετά μεγάλο και τρανό.

"Οντας στό σώμα δυνατώτερος άπό τούς άλλους άδελφούς τής σκήτης, εκτελούσε τό διακόνημα καί τόν κανόνα διπλόν.

 

Εβδομήντα πέντε κομποσχοίνια τακτικά αύτός έγύριζε, ένώ οί άλλοι —πιό άδύνατοι—δέν μπορούσαν νά τόν άκολουθήσουν.

"Εκλαιγαν λόγω τής άδυναμίας των εν άντιθέσει πρός τόν μνημονευθέντα ένώ αύτός γελούσε έξ αιτίας των, νομίζοντας ότι τούς ξεπέρασε.

Ό Πολυέλεος Θεός δέν άφησε τόν δούλο Του νά χάση τούς κόπους του λόγω τών κακών λογισμών του.

Τοΰ φανέρωσε ξαφνικά ένα φωτεινό άγγελο μ' ένα κόσκινο στό χέρι άπό κομποσχοίνια πού είχε κάνει.

 

Υπερηφανεύεσαι; Τοΰ είπε; όψηλόφρονώντας μέ τόν νοΰ σου γιά τά κομποσχοίνια πού έκανες καί χαίρεσαι όταν τ' άριθμεΐς;

Ιδού τό κόσκινο μέ τά κομποσχοίνια τής καθεμιάς ήμέρας καί λέγοντας αύτά ό άγγελος άρχισε νά κοσκινίζη.

 

Μετά άπ' αυτό έδειξε στόν «μεγάλο όσιο» ότι άπό τό κόσκινο μόνο τρία κομποσχοίνια δέν έπεσαν.

Εβδομήντα πέντε κομποσχοίνια ποιά ήταν ή άξία των, όταν στόν ούρανό άπ' όλα μόνο τρία έγιναν δεκτά;

 

"Οταν άρχιζες τόν κανόνα ό νους συγκεντρωνόταν λίγο, άλλά περνώντας ή ώρα σκορπιζόταν στά επίγεια.


 Φρόντιζες νά μετράς καλά τά κομποσχοίνια τής σωτηρίας άλλά ό σκορπισμένος νοΰς σου έξουσίες καί μεγαλεία όνειρευόταν!

 

Γι' αύτό άπό τόν κανόνα σου πού καθημερινά έκανες μόνο τρία κομποσχοίνια σου έγιναν δεκτά —αύτά πού έκαμες στήν άρχή—!

Τά άλλα χάθηκαν, όπως ή σκόνη στόν άνεμο, διότι ό νούς άντί στόν ούρανό βρισκόταν στήν γή.

 

Δέν θέλει ό Κύριος κομποσχοίνια μέ σκορπισμένο τό μυαλό λίγα θέλει νά κάνουμε άλλά μέ έπαγρύπνησι (νήψι) καί ταπείνωσι!

Ιδού γιά τόν άσθενή τί λέγει: "Αν κάνη τρεις μετάνοιες εύχαριστίας τίς δέχομαι σάν νά έξεπλήρωσε όλο του τόν κανόνα.

 

Κι αύτός πού εξ άδυναμίας δέν μπορεί νά τόν έκτελέση άλλά κάνει ό,τι μπορεί ό Θεός δέχεται τήν προσευχή του.

Ένώ έάν έχη διακόνημα ή άπό άρρώστια βασανίζεται άλλη θυσία δέν ζητεί ό Θεός παρά τό πνεύμα τής εύχαριστίας!

 

Ή εύχαριστία στήν άρρώστια είναι σάν ένα θειο άφιέρωμα πιό εύπρόσδεκτο άπό τόν κανόνα πού προσφέρει ό υγιής!

Ένώ ό στεναγμός του όκνηροΰ είναι πάλι περισσότερο δεκτός άπό τήν υπερβολική άσκησι του ύπερηφάνου άγωνιστοϋ!

 

Κατεβαίνει χωρίς καρπό ό ύπερήφανός αγωνιστής καί σάν κέδρο άνεβαίνει ό ταπεινόφρων μοναχός!

Νά δέχεται καθένας μας ό,τι του στέλνει ό Θεός καί έργαζόμενος κατά δύναμι νά ταπεινώνεται πάντοτε.

 

Οι κεκοιμημένοι προστατεύουν ένα ιερέα

Σ᾿ ένα άγιο Επίσκοπο κατήγοροι ήλθαν άπό τήν επαρχία νά καταγγείλουν τόν ιερέα των γιά τήν συνήθεια τής μέθης.

Και καθώς αυτοί διαμαρτύροντο επιμένοντας συνεχώς, εθεώρησε εκείνος φρόνιμο να τον παύση της ιερουργίας.

 

Έγραψε ένα γράμμα με τό αίτιο της καταδίκης του να τό στείλη στην ενορία και στούς προεστούς πρόν γνώσιν.

Κι όταν θέλησε νά ύπογράψη ό Επίσκοπος στό τέλος άκουσε ένα μεγάλο βουϊτό πού ξέσπασε άπό χιλιάδες φωνές:

 

"Οχι! "Οχι! "Οχι! μή τό κάνης αύτό! άκούσθηκαν φωνές στούς αιθέρες καί πέφτοντας ή πέννα άπό τό χέρι ταράχθηκε τό πνεύμα του.

Συλλογιζόμενος λίγο ό γέροντας σκέφθηκε μιά αιτία ότι τ' αύτιά του έσφύριζαν λόγω τού κόπου τής άγρυπνίας.

 

Λοιπόν, πιάνοντας πάλι τήν πέννα γιά νά βάλη ύπογραφή πάλι εκείνη τήν στιγμή άκούσθηκαν οί φωνές:

"Οχι! "Οχι! "Οχι! συγχώρεσε τον άκούσθηκε ξεκάθαρα κι άπό τόν φόβο του ό άρχιερεύς δέν τόλμησε νά ύπογράψη.

 

Ερχόμενος πάλι στά συγκαλά του ήθελε νά τελειώση τήν ύπογραφή νομίζοντας ότι οί φωνές είναι ονειρώδεις φαντασίες.

Άλλά τήν τρίτη φορά άρχισε τό χέρι του νά τρέμη διότι ό κατακλυσμός τών φωνών δυνατώτερα αντηχούσε.

 

Ρίχνοντας κάτω τήν πέννα άφησε τήν ύπογραφή καί καλώντας τόν ένοχο μέ πραότητα τοϋ λέγει:

Εύλαβέστατε πάτερ μου, έχω μιά ειδησι γιά σένα άλήθεια μάς λέγει ό κόσμος ή σέ κακολογεί;

 

"Ολα είναι άληθινά, Σεβασμιώτατέ μου πάτερ, είμαι δούλος τοϋ ποτοϋ καί ή τιμωρία δικαίως μου άξίζει!

Άπό τάλλα κακά πάθη ό Θεός μ' έλύτρωσε, άλλά τό πάθος τοΰ ποτού συνέχεια μέ νικάει.

 

καί πώς —τοΰ λέγει ό Επίσκοπος— τήν ιερουργία έπιτελεΐς διότι νά, άπό τώρα τιμωρείσαι επτά χρόνια νά μή λειτουργής!

Σεβασμιώτατε, έγώ άπό τήν ημέρα τήν όποία μέ χειροτόνησες δέν έμενα στήν ενορία ούτε κανένα άνθρωπο μνημόνευα.

 

Μόνο γιά ένα έγώ ό ταπεινός πάρα πολύ φροντίζω, τούς φεύγοντας άπ' αύτή τήν ζωή πάντοτε μνημονεύω.

 Άκούοντας αυτά ό Επίσκοπος κατάλαβε ποιοί φωνάζουν καί σχίζοντας τό γράμμα, πήγαινε στήν ενορία σου, τοΰ είπε.

 

Κι έγώ αυτό τό πρόσωπο ποτέ δέν μπορώ νά τιμωρήσω διότι τότε χιλιάδες πνεύματα ίσως πολύ ν' άδικηθοΰν!

Οί ζώντες ζήτησαν τήν τιμωρία σου κρίνοντες άπό τά φανερά σου έργα όμως οί κοιμηθέντες άδελφοί μονομιάς σέ έκέρδισαν!

 

Ή λαμπάδα τής πνευματικής αγάπης

"Ενας μοναχός τοΰ παλαιού καιρού, μεταξύ τών μεγάλων αγωνιστών, δέν ήθελε νά μνημονεύση πατέρας, άδελφούς καί άδελφάς.

Καί ήταν στό μοναστήρι τάξις γιά τούς λειτουργούς νά μνημονεύουν καθημερινά μέ τό γένος των τούς μοναχούς.

 

«Απέθανα γιά τούς συγγενείς», άπαντοΰσε συχνότατα, όταν τοΰ ζητούσαν νά μνημονεύη οι αγιοι Λειτουργοί.

"Ας μπορέσω νά φροντίσω γιά μένα καί γιά τούς άλλους δέ προσεύχομαι δέν έβαλα έγώ γιά τούς άλλους μαλλιά στό κεφάλι μου γιά ένέχυρο!

 

Κατά τήν τάξι τής Λαύρας ήλθε καί ό καιρός γιά νά πάη μέ υπακοή ένα καλοκαίρι στό Μετόχι.

Λοιπόν, όταν έβράδυασε σταμάτησε στόν δρόμο στό σπίτι ενός δάσκαλου, πού άγαποΰσε τόν Θεό.

 

Αφού τόν φιλοξένησαν, τόν άνέπαυσαν στό κρεββάτι των κι αύτοί σωριάσθηκαν στήν γωνιά κοντά στήν σόμπα.

 Άλλά στά ξένα ό μοναχός μή όντας συνηθισμένος άπό ντροπή καί άπό σπουδή όλη τήν νύχτα δέν κοιμήθηκε

 

 "Οπως ήταν τά μεσάνυκτα άγρυπνος ό μοναχός, βλέπει στό πίσω μέρος τής σόμπας φλόγα πυρός νά έξέρχεται!

Μετά άπό μιάμισυ περίπου ώρα ή πύρινη φλόγα έσβησε, άλλά περνώντας λίγη ώρα δυνατώτερα άναψε.

 

Τοϋ φάνηκε ότι άναψαν οί τρεις στό κηροπήγιο λαμπάδες, πού είχαν φλόγες θαυμαστές καί ύψώνοντο ψηλά.

Τήν φωτοχυσία αύτή μέχρι τά χαράματα έβλεπε καί άπ' αύτή ό όσιος πάρα πολύ έθαύμαζε.

 

Τό πρωί έζήτησαν καί οί δύο τους χωριστά νά κάνουν τήν προσευχή κατά τήν συνήθειά των.

Δίκαιο είναι νά σοϋ πω (τοΰ είπε ό άνδρας) ότι άπό μικρός συνήθισα νά σηκώνομαι τά μεσάνυκτα νά κάνω τά πνευματικά μου!

 

Άλλά πές μου (τοΰ είπε ό Άββάς) πώς προσεύχεσαι τότε! Δέν ζητώ, πάτερ, τίποτε παρά μόνο νά λυτρωθώ άπό τά βάσανα!

Κατόπιν άφοΰ έρώτησε γιά τήν τάξι της τήν γυναίκα, εκείνη τοϋ άπάντησε: Πάτερ, έχω αύτή τήν συνήθεια:

 

"Οταν ό σύζυγος άναπαύεται σηκώνομαι άνεπαίσθητα γιά νά κάνω τόν κανόνα χωμένη σέ μιά γωνιά.

Στέκομαι έκεΐ κουβαριασμένη καί προσεύχομαι καί 'γώ σιγανά γιά τόν σύζυγο, τόν σύντροφο μου, γιά τό παιδί μας καί γιά μένα.

 

Άκούοντας αύτά ό μοναχός κατάλαβε στόν νοϋ του ποιές ήταν οί λαμπάδες αύτές πού τοΰ έφαίνοντο μυστικά.

Κατάλαβε λοιπόν ό μοναχός ότι αυτό ήταν ούράνιο σημείο πού ό Θεός τοΰ φανέρωσε γιά τήν προσευχή τής αγάπης.

 

"Ετσι άπό 'κείνη τήν ήμέρα μνημόνευε νεκρούς καί ζωντανούς διότι ήθελε κι αύτός νά τοΰ ανάψουν τής άγάπης οί φωτεινές λαμπάδες.

 

Στήν όδό τής αιωνιότητας

Ή φωνή μου χάνεται άργά, ξαφνιάζονται τά μάτια, βλέποντας τήν άναισθησία μου στά άνάξια λόγου έργα.

Αύτούς πού είχα κοντά μου δέν τούς βλέπω τώρα πλέον καί τά τρυφερά των λόγια μου γίνονται ακατανόητα.

 

Σήμερα τά καϋμένα πόδια μου δέν μπορούν νά βαδίσουν γιατ' έχουν άπό τώρα νά πάνε σ' ένα δρόμο πολύ μακρυνό.

Τά χέρια μου στό κακό δέν απλώνουν τώρα πλέον, άκίνητα καί ενωμένα σαλπίζουν μόνο τά έσχατα.

 

Τά μάτια μου δέν έχουν διάθεσι νά βλέπουν τώρα πλέον! Διότι μπροστά των άνοίγεται ένας άλλος άγνωστος κόσμος!

Άπό τό στόμα μου έσβησε ό λόγος γιά τά επίγεια όλα γιά ν* άνοιξη όταν κληθώ στό κοινό Δικαστήριο!

 

Ή μύτη μου άλλοτε στίς μυρουδιές εύαίσθητη τώρα χωρίς δειλία δοκιμάζει μόνο σαπίλα!

Κι άπό τόν λάρυγγα μου τόν λαίμαργο καί άχόρταστο χάθηκε γιά πάντα ή επιθυμία γιά όρεξι.

 

Ένώ τά συνηθισμένα στίς γλυκειές φωνές αύτιά μου ως άκουσμα τώρα δέν έχουν, παρά τήν αιώνια κλήσι.


Τόν τάφο μου τόν σκοτεινό οί αδελφοί θά τόν σφραγίσουν μήν αφήνοντας νά είσέλθη, οΰτε μιά ακτίνα φωτός.

 

Τό σώμα μου τώρα σάν κερί λειώνει καί θά σαπίση καί μόνο ή καρδιά μου αργά - άργά θά λειώνη επί 40 ήμερες.

Τό πνεύμα μου θά βρίσκεται τόν καιρό αυτό στήν γή, φτερουγίζοντας παντού στούς τόπους, όπου έζησε.

 

"Οποιο βήμα στήν γή έκανε έχει νά φανερωθή, αρχίζοντας άπό τήν γέννησι μέχρι τήν τελευταία του πνοή.

Καί κυττάζοντας σάν σέ καθρέπτη όλα τά περασμένα θά μετανοή μέ πόνο στών έργων του τήν θέα.

 

Πόσο θάθελα έδώ νά ζήσω άκόμη πάλι σ' αύτή τήν γή γιά νά ξεπλύνω μέ τούς ποταμούς δακρύων τά κακά μου έργα!

 Άλλά μετάνοια τώρα νά κάνω δέν είναι πλέον δυνατόν διότι τοποθετήθηκε τώρα ο θρόνος της Κρίσεως.

 

Μετά τήν συμπλήρωσι τριών ημερών έρχεται στό μνήμα (τό πνεύμα μου) καί βλέποντας τήν άνθρώπινη δόξα φεύγει πολύ βιαστικά!

Ό καιρός είναι κατάλληλος γιά τό μεγάλο ταξείδι, όπου καθένας θά πάη γιά τήν κοινή προσκύνηση.

 

Συνοδευόμενο άπό τόν άγγελο τό πνεύμα μου τώρα μέ μεγάλο φόβο πλησιάζει τά τελώνια.

Περνώντας οί άδελφοί άπό τό τάφο μου άς ψάλλουν μυστικά καί τρυφερά: «ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ».

 


Γιά τόν άγιασμό τής ζωής μας

Μιά σπηλιά ευλογημένη θά μείνη άκόμη τώρα άκατοίκητη νά 'ρθή άλλος άξιος ήσυχαστής διότι όντας αδύναμος έγώ ζητώ τόπο στά χαμηλά.

Καί σύ ήλιε πού έκαιγες τό καλοκαίρι καί έγώ κρυβόμουνα πάντοτε μέσα στήν σκιά Άπό τώρα άνενόχλητος έμπα στήν άδειανή σπηλιά.

 

"Οταν έρχεται ό βαρύς χειμώνας καί τά σύννεφα κλαίνε μέ βροχή συχνά, τραγούδισέ μου, χείμαρρε, λυπητερά διότι έγώ στήν κοίτη σου άπό τώρα δέν πιστεύω ότι θά κάνω πλέον περίπατο.

Τίς άνοιξιάτικες ημέρες πού γυρνάτε στίς φωλιές σας εσείς χαριτωμένα μου, πουλιά, όταν ψάλλετε στόν Θεό, ψάλλετε νά σάς άκούσω καί 'γώ!

 


Άπό τώρα χείμαρρε πού ορμητικά πηγαίνοντας στήν κοιλάδα μουρμουρίζοντας, νά περνάς δίπλα άπό τήν σκήτη μας μεταφέροντας λίγες πετρίτσες γύρω άπό τήν κατοικία μας (τόν τάφο).

Νά πηγαίνης άπό [3]δώ άργά – άργά διότι νά, σέ περιμένει στόν δρόμο μιά πλάκα παλιά μέ γράμματα άπό τόν Ρουμάνο Θεοφάνη νά τήν φέρης μέ τόν καιρό στόν Ιορδάνη.

Έκεΐ ή ρουμανική δόξα ποιός πλέον μπορεί νά τήν διαβάση καί νά σκεφθή ότι βρέθηκαν στήν ήσυχία καί άδελφοί άπό τήν αγαπητή Ρουμανία.

 

Ύποσημείωσις: Ή σκήτη μας είναι ή Ρουμανική Σκήτη στόν Ιορδάνη καί ό χείμαρρος περνάει δίπλα, όπου έζησε καί είχε φτιάξει ό Ιδιος ό π. "Ιωάννης τό μνήμα του, καί ό όποιος χύνεται κάτω στήν κοιλάδα.

 

Στό τέλος μου

Ιδού τό μνήμα μου αδελφοί όπου τό σώμα μου κείται, ιδού, όπως βλέπετε, ή γή ζητάει τό μερίδιο της πάντοτε!

Πού είναι τώρα ή δόξα μου, πού ή μορφή τοΰ Ιωάννη; Χάθηκαν, όπως χάνεται ό άφρός στήν άπέραντι κοιλάδα.

 

Τό σώμα μου δέν είναι άξιο ούδέποτε νά τιμηθή, διότι μοΰ ήταν τόπος άχρηστος καί σύντροφος επιθετικός!

Τό πνεΰμα μου μέ λογισμούς στήν γή αύτή έζησε καί ποτέ δέν είχε έμπιστοσύνη στόν χωματένιο σύντροφο του.

 

Σήμερα τόν τάφο μου νά κλείσετε καλά όπως καί έγώ ήμουν σ' όλους κλειστός καί νά μέ μνημονεύετε πάντοτε στόν «δρόμο τόν άνοιχτό» νά υπάγω!

Ό δρόμος μου ό αιώνιος έπιστροφή σέ σάς δέν θάχη όλα τότε σέ μένα θ' άλλοιωθοϋν μέχρι τήν έσχάτη ήμερα!

Στήν γή εμείς οπωσδήποτε όπως μάς λέγει ή Γραφή πάλι θά επιστρέψουμε διότι άπ' αύτή προήλθαμε!

 

Δόστε τό τελευταίο άσπασμό σέ μένα τόν ομογενή σας διότι είμεθα όλοι μία ποίμνη τοϋ προπάτορος 'Αδάμ!

 

Ύποσημείωσις: Γραμμένο στήν σκήτη τής Αγίας "Αννης Χοζεβά τήν πε­ρίοδο πού δοκιμαζόταν άπό μιά βαρειά άρρώστεια.

 

Ό κοινός καθρέπτης μας (τό κρανίο)

Σταματήστε τόν δρόμο σας αδελφοί εν Χριστώ καί κοιτάξτε μέ συμπάθεια τό μνήμα μου έδώ τώρα,

Διότι καί έγώ κάποτε αγαπούσα τήν καλή ζωή άλλά ιδού τώρα στόν τάφο... εΐμαι γή καί σαπίλα.

 

Τό παραχαϊδεμένο κεφάλι μου μέ τό έξυπνο μυαλό, τώρα είναι χαλασμένο καύκαλο φοβερό σ' όλους στήν θέα.

Νά, έκεΐ όπου ήταν τά μάτια μου, τά ζωηρά καί περίεργα σήμερα στήν θέσι των κατοικούν οί αρουραίοι!

 

Έκεΐ, όπου ήταν άλλοτε ή φλύαρη γλώσσα μου, τώρα φαρμακερά ζωύφια άνετα άναπαύονται!

Καί τ' αύτιά μου καί ή μύτη, πού ήταν άχαλίνωτα, σήμερα κανένα ηχο ευχάριστο ούτε μυρουδιές πιά δέν έχουν.

 

Στά χέρια και στά πόδια είναι τά δεσμά μας τώρα καί θάναι έτσι δεμένα μέχρι τήν εσχάτη ήμέρα.

Ετοιμάστε τήν όδό γιά τήν Νέα Ιερουσαλήμ καί τότε όλοι μαζί σ' ένα τόπο θά είμεθα.

 

Γιά τό είδος τής ζωής δέν γνωρίζουμε ποιό θά είναι άλλά ή σκληρότης του θανάτου ξέρουμε σίγουρα ότι θά έλθη.

Σήμερα ή πτωχή άνθρωπότης ζή πλούσια καί δημιουργεί γιά νά μή σκέπτεται ό νοϋς ούδέποτε τό τέλος του.

 

Οί μοντέρνες έπινοήσεις καθηλώνουν τόν άνθρωπο στήν ύλη καί φαντάζεται ότι είναι αιώνιος έδώ καί άθάνατος.

Τό ράδιο τραγουδά, ό κόσμος χορεύει, τό κανόνι βροντά πάντοτε καί λίγοι άπέμειναν νά καταλαβαίνουν τά μυστήρια τοϋ Θεοϋ.

 

Αδελφοί, μήν άσχολήσθε μέ τίς ψεύτικες άπολαύσεις νά προσέχετε άπ' αύτές σκεπτόμενοι πάντοτε τόν θάνατο!

Ή ζωή μοιάζει μέ τήν δροσιά καί τό άπατηλό όνειρο, πού γρήγορα φεύγει καί χάνεται γιά τόν μέλλοντα αιώνα.

 

Μή ξεχνάτε στήν προσευχή σας αύτούς πού έφυγαν άπό κοντά σας διότι καί σεις αύριο – μεθαύριο θά 'ρθήτε έδώ σ' έμάς.

 

Δόξα στόν τάφο μου

Αγαπητέ άδελφέ, σταμάτησε τόν δρόμο σου, όταν περνάς άπό 'δώ, καί κύτταξε μέ λύπη τό φτωχό μου μνήμα.

Έγώ τώρα δέν έχω πλέον ούτε φωνή ούτε λαλιά άλλά σύ διάβασε μόνο ό,τι έγώ κάποτε έγραψα.

 

Διάβασε, δάκρυσε καί προσευχή σου νοερά διότι έτσι πολύ θά άναπαύομαι στό χωματένιο μου μνήμα.

βάθος τοϋ θανάτου μυστικό! αχ, πώς έχω νά τό ειπώ! σέ βλέπω ένώπιόν μου... άλλά εμποδίζομαι άπό ψηλά...!

 

Συντόμευε, πάτερ, έτοιμάσου γιά τόν δρόμο, έπαγρύπνησε στήν ψυχή σου γιατί έρχεται ή σειρά σου τώρα!

 

 

 

"Ανθη άπό τόν Ιορδάνη

Πόσες φορές θείε Τορδάνη στήν κοιλάδα σου έγύριζα κι ένας θερμός μέ κυρίευε πόθος νά μένω έκεΐ έκστατικός.Μακριά άπό κοσμικές ειδήσεις ζώντας στήν κοιλάδα τών ύδάτων ν' ακούω άπό παντού τίς λαλιές καί τά κελαηδήματα τών πουλιών.

 

Ν᾿ άκούω στό γέρικο δασάκι, όπου σφυρίζει ό άνεμος τής έρήμου καί ή φύσις όλη πώς σιγοτραγουδάει «Τριάς Αγία, Δόξα σοι!».

Στήν θαυμαστή σου κολυμβήθρα ήθελα να ζώ πάντοτε εκεί όπου άλλοτε βαπτίσθηκε ο Χριστός.

 


Μέ τό μυστικό μουρμουρητό, τό νερό ψάλλει καί τά καλάμια άνεμιζόμενα δοξάζουν τήν Παναγία Τριάδα, πού είχε φανερωθή έκεΐ κάποτε.

Σ' αύτή τήν κοιλάδα μέ τήν πηγή, στούς πρόποδες ενός λόφου, συχνά μιλούσε ό Σωτήρ μέ τόν Προφήτη Ιωάννη.

 

Τί μεγάλα μυστήρια έλέχθησαν άπό τόν Θεό μέ τόν Προφήτη στήν σκιά τής ταπεινής σπηλιάς μέ τίς άκτίνες τοϋ καυτερού ηλίου!

Άπό 'δώ περνώντας μέ κόπο ένας άγιος άββάς γιά τό Σινά, έπειδή έπαθε ήλίασι, κάποιος τοϋ έψιθύρισε «στάσου»!!

 

Ήταν ό βαπτιστής Ιωάννης λέγοντάς του: «Στάσου έδώ καλλίτερα! έδώ έρχόταν ό Σωτήρ μιλώντας πολλές φορές μαζί μου!».

Βλέποντας ότι τήν σπηλιά —παραδόξως— τό άγιο «Πυρ» τήν ξεπέρασε, έμεινε έκεΐ, βάζοντας θεμέλιο ό Άββάς τής φημισμένης Λαύρας «Σαψάφα».

 

Κοντά στόν Ιορδάνη ή έρημος έστέγαζε θαυμαστώςτήν όσία Μαρία τήν Αιγύπτια καί τόν άγιο Ζωσιμά.

Έδώ ό άγιος Κόνων νικημένος άπό λογισμούς θεραπεύθηκε διά θαύματος άπό τόν Πρόδρομο Ιωάννη.

 

ψηλότερα στόν άλάτινο βράχο (καθώς διηγούνται οί Γραφές) «τό έβδομο τών άγιων Παρθένων» έμενε στούς έρημικούς αύτούς τόπους.

Άκόμη στήν μεγάλη κοιλάδα βρίσκεται ή Ρουμανική μας Σκήτη, σάν ένα φρούριο σωτηρίας καί πνευματικός παράδεισος.

 

Είναι τό νησάκι τής ύποδοχής . τών ξενητεμένων Ρουμάνων άπό τίς περιοχές τής Ρουμανικής χώρας καί τήν ταραγμένη κοσμική φουρτούνα.

Ιορδάνη ποταμέ, μέ τ1 άγια νερά σου είσαι γεμάτος εύλογίες σέ σένα τόν πόθο μου άφήνω άπό τά μονοπάτια τής πλάνης!

 

Σύ είσαι ή γέφυρα τής Αγίας Τριάδος, ό πατημένος άπό πολλούς προφήτας δρόμος, τό καταφύγιο τής ησυχίας μας καί ή μητέρα τών «χαμένων υιών»!!

 

Ύποσημείωσις: Γραμμένο άπό τόν ταπεινό Ίερομ. μεγαλόσχημο Ιωάννη Ιακώβ, δταν ήταν ηγούμενος στήν Ρουμανική Σκήτη τοϋ Ίορδάνου τό 1948.

 

Ή αμοιβή τής λαιμαργίας (Παράδειγμα άπό τήν ζωή τών πουλιών)

Ένα πουλάκι τής έρήμου μέ χρώμα κίτρινο - πρασινωπό είχε φωλιά δίπλα σέ μένα, όπου μεγάλωνε δύο μικρά.

Άπό άνάγκη έφυγε ή καϋμένη ή μάνα νά φέρη τροφή γιά τά πουλιά της: άγριομέλισσες καί ακρίδες χλωρούς σπόρους καί σκουλήκια.

 

Κάποτε πού καθόμουν έξω βλέπω νά μάχωνται σκληρά νά κτυπούν τό ένα τ5 άλλο (γιά τήν τροφή) ένα πουλί κι ένα φίδι φαρμακερό.

Τήν ώρα πού κτύπησε μέ τό ράμφος του τό καϋμένο πουλί δέν πρόσεξε ότι τό φίδι άπό έκδίκησι, θανατηφόρο δηλητήριο τοϋ έρριξε.

 

Πηγαίνοντας πάλι στό κυνήγι δέν μπόρεσε πλέον νά γυρίση πίσω, διότι τοϋ ήλθε ό θάνατος στόν δρόμο όταν έπάλευε μέ τό φαρμακερό φίδι.

Μάταια έκραζαν τότε τά όρφανά ζητώντας μέ φωνές βοήθεια άλλά ή μητέρα των δέν φάνηκε πλέον καί ποιός τώρα θά τά φροντίση;

 

Κλαίει ή καρδιά μου άπό συμπάθεια διότι πεθαίνουν τώρα οί γειτόνοι μου θά ήθελα νά τά βοηθήσω μέ τροφή άλλά δέν φθάνω τόσο ψηλά.

~Ω πόσο ή χριστιανική ψυχή δέν μοιάζει μέ αύτά: άπαρηγόρητη πνευματικά λόγω τής κακίας μας!

 

Πόσες φορές οί τιμημένοι «διδάσκαλοι» πού είναι,σάν μητέρες τοΰ λαοΰ δηλητηριάζουν μέ τήν νέα μόδα, πού ξαπλώθηκε σήμερα σάν ένα δίκτυ!  Περιμένουν άπό τό φορτίο των μάταια ό φτωχός κόσμος διότι αύτοί είναι νεκροί πνευματικά καί σέ ποιούς θά βρή τό «δώρο»;

 

 Είναι άκόμη οί γονείς πού μέ πολύ ζήλο γιά τά παιδιά των τά διδάσκουν μακριά άπό τήν άσωτη ζωή λόγω τής οποίας αύτά ψυχικά πεθαίνουν.

Άπό τόν άνέντιμο άγώνα των κανείς δέν προοδεύει διότι αύτοί πού τούς καλοΰν στά πάθη τούς κάνουν ήρωας τών παθών!

 

Στήν ακτή τής αιωνιότητας

Βλέπω στήν κοιλάδα τό νερό πώς τρέχει γοργοκυλώντας καί βιάζεται νά φθάση κάτω στήν παραλία τής θαλάσσης.

Παρόμοια μέ αυτό στραγγίζει καί ή ζωή μου γιά τό λιμάνι τής αίωνιότητος πού τώρα πλησιάζει.

 

Στήν κοιλάδα τό νερό στενάζει όταν κτυπιέται στούς βράχους, ρίχνεται άπό ψηλά καί πέφτει στά βαθειά λαγούμια.

Μέ τόν ίδιο στεναγμό ταξιδεύω καί έγώ διότι τό σώμα μου βαρύνεται κι ό δρόμος είναι δύσκολος.

 

Καί όπως στήν ροή του τό νερόάφήνει τήν κοίτη του μέ λεϊες πέτρες στρωμένη καί στό τέλος μου ή λησμονιά θά μοϋ είναι σάν ένα στρωσίδι.

 


Προφητικές φωνές (Άπό έλληνικά χειρόγραφα)

Στά χρόνια του εσχάτου αιώνος θά παύσουν οί πνευματικοί ποιμένες νά φροντίζουν γιά τό ποίμνιο άκολουθώντας τό κοσμικό ρεύμα.

Τήν σκολιά όδό θά βαδίζουν, αφήνοντας τόν πατερικό δρόμο καί δέν θά ψάλλουν στά πρόβατα μέ τήν ποιμενική φλογέρα.

 

Θά καύσουν μέ τήν «πρόοδο» τήν πνευματική μάνδρα κι ό καπνός θά προξενή τήν αϊρεσι τοϋ παπικού δόγματος.

Τότε ό κόσμος μέ τήν επιστήμη θά κάνη πολλές έφευρέσεις καί δέν θά ύπάρχη σ' αύτήν ή πίστις, ούτε ό φόβος τοϋ Θεοϋ

.

Ό απλοϊκός λαός άπό τόν φόβο τών αιωνίων βασάνων θά φυλάγη μέ άκρίβεια τις θείες εντολές.

Άλλά ζώντας στήν άναρχία χωρίς πνευματικούς όδηγούς θά μισηθούν άπό τήν εξουσία καί πολλοί θά φυλακισθούν.

 


Μέ θερμό ζήλο θά έπιδίδωνται στά καλά καί ταπεινά έργα θεωρούμενοι άπό τόν κόσμο ότι έχασαν τά μυαλά των.

 Ή άνθρώπινη σοφία είδωλα θά λατρεύση κ;οσμικάκαί ό άσύδοτος κόσμος θά τά χρησιμοποιήση ως μέσα σωτηρίας.

 

Θά κουρεύουν γένεια καί μαλλιά καί τά ένδύματά των θά κοντύνουν κι όλους στ' άλήθεια τούς νόμους σύμφωνα μέ τήν μόδα θά θεσπίσουν.

Δέν θά ύπάρχη ντροπή στούς νέους ούτε στά άδέλφια μεταξύ των άγάπη, ένώ ή μόδα θά παρασύρη όλους τούς άκολάστους ανθρώπους.

Τότε ό Θεός μέ άηδία θ' άντικρύση τούς θνητούς καί πολλούς θά στερήση τής ζωής, όπως κάποτε μέ τούς Σοδομίτας.

Τότε ή γή δέν θά καρποφορή καί οί δουλειές θά λιγοστέψουν διότι πολλοί θά πιστεύουν στόν σατανά ως σύντροφο τής έλεύθερης ζωής τους!

 

Τότε θά βράζη ό κόσμος σάν ένα καζάνι στήν φωτιά —καιόμενος άπό τήν τυφλή οργή—και ειρήνη σ αυτόν δέν θα υπάρχει

Οί μεγάλοι καί φοβεροί πόλεμοι θάναι πυκνοί σάν κρίκοι αλυσίδας άλλά ό τρομερώτερος άπ' όλους θά είναι ό τών έπτά κρατών στό Βυζάντιο!

 

Οί πολιτισμένοι λαοί, όταν πολύ θά προοδεύσουν, σάν πεινασμένα θηρία μεταξύ των θά σπαράζωνται.

Θά φτιάξουν αύτά τά πετούμενα μέ τήν ούρά των σάν τού σκορπιού καί μεγάλη σύγχυσις θά γίνη, όπως στόν πύργο τής Βαβέλ.

 

Τότε θά κατασκευασθούν φοβεροί δράκοντες άπό μέταλο σκορπίζοντας τόν όλεθρο άπό τό στόμιο των καί καπνό μέ θανατηφόρο δηλητήριο.

Ζωντανοί μόνο τό ένα τρίτο άπ' όλο τόν κόσμο θά γλυτώσουν ένώ οί άλλοι μέ θάνατο στόν έσχατο πόλεμο θά τελειωθούν!

 

"Αγγελος έξ ούρανού θά έλθη κράζοντας μέ δυνατή φωνή νά σταματήση τό μακελειό τών δυνάμεων στήν Κωνσταντινούπολη

Έκεΐ οί άγγελοι θά δώσουν τόν θρόνο τού Βυζαντίου σ' ένα άγιο καί ειρηνικά όλοι θά ύπακούουν μή έχοντας πόλεμο στήν γή.

 

Τότε ή Όρθοδοξία σ' όλο τόν κόσμο θά άκτινοβολήση, θά άφανισθή ή κακία καί μεγάλη αγάπη θά ύπάρχη!

 

Ή παροδικότης τοΰ μοντέρνου ανθρώπου (Μιά ευτυχία χωρίς Θεό)

Ω πτωχέ άνθρωπε τής νέας εποχής, «τοϋ πολιτισμένου αιώνος»μέ τί καλπασμό τρέχεις στά ϊχνη μιας άπατηλής φαντασίας!

Ή χίμαιρα τής ζωής φαίνεται σάν μιά φαντασία κι ένα όνειρο, ή ώραιότης καί ή λαμπρότης, σάν ένα δώρο παραδεισένιο.

 

Μιά εύτυχία άνθρώπινη, θέλοντας γιά πάντα νά δημιουργήσης, άρχισες χωρίς τόν Θεό νά τήν επιζητάς στήν ζωή σου.

Ανακάλυψες τόσα πράγματα κι έχεις τότες διευκολύνσεις πιστεύοντας ότι θά φθάσης στήν τελειότερη εύτυχία!

 

Άλλ' δμως τό εναντίον συνέβη- όσο περισσότερο τήν έπεθύμησες αύτή τόσο μακριά σοΰ έφευγε καί σύ τώρα παραμένεις δυστυχής.

Βαδίζεις στόν βυθό τής θαλάσσης καί μέχρι τούς αιθέρες πετάς στήν άκρη τού κόσμου τήν σκέψι σου μ' ένα καλώδιο μεταφέρεις.

 

Θά τελειώσης τά επαγγέλματα, τά άνθρώπινα καθήκοντα καί θά πάς στόν άλλο κόσμο νά δώσης τήν «διαθήκη σου».

Στό κεραυνοβόλο κυνήγι σου γιά τήν «νήσο τής εύτυχίας» έχεις πάντα τό σώμα άχόρταστο καί τήν ψυχή άνικανοποίητη.

 

Μ' αύτά πού προσφέρει ή γνώσις, άδιαφορώντας γιά τόν Χριστό, 4000 χρόνια πίσω, στά ϊχνη τών τότε άνθρώπων έπαναφέρει τόν σημερινό κόσμο.

Πάλι είμεθα στόν «πύργο τής Βαβέλ», διότι καί τώρα σχετίζονται έθνη καί πάλι δέν καταλαβαίνουμε τόν δρόμο πού βαδίζουμε.

 

Τώρα τό έκλεκτό τού Θεού πλάσμα, σάν άγριο ζώο ζή, στήν κακία καί ούδέποτε μέχρι σήμερα δέν έφθάρη τόσο φοβερά!

Κύτταξε τόν ανθρώπινο κόπο σου γιά τόν όποιον άγωνίσθηκες καί βλέπε σέ ποιά άραγε μέτρα τής εύτυχίας προώδευσες!

 

Κύτταξε πόσα κοιμητήρια σέ λίγα χρόνια έγέμισαν καί πόσα έκατομμύρια σήμερα εστίες καί πατρίδα έχασαν.

Βλέπε τίς άτέλειωτες σειρές άπό άναπήρους καί φουκαράδες άπό σακάτηδες στά άσυλα άπό χήρες καί όρφανά.

 

Βλέπε τήν κοιλάδα τών στεναγμών αύτών πού σήμερα προώδευσαν, άκουσε τόν γογγυσμό τοϋ λαοϋ μέ πόνο καί κραυγές!

Καί πες μου που ή εύτυχία σου πού τήν έπεδίωκες πάντοτε, σέ τί σημείο έφθασες χωρίς πίστι στήν πρόνοια τοϋ Θεοϋ!

 

Ερεύνησες τό βάθος τής φύσεώς σου καί τήν ψυχή σου λησμόνησες ανέλυσες τήν φύσι τοΰ φωτός ένώ τό πνεϋμα σου έσκότισες.

Τήν άγριότητα τής φύσεως επί τό πλείστον έδάμασες, ένώ τά κακά σου πάθη ισχυρότερα τά άγρίεψες.

 

Φτιάχνεις πόλεις εύρύχωρες καί ταξιδεύεις στίς θάλασσες μέ ιπτάμενα φρούρια άπό μεταλλικά φτερά.

Μέ τήν έκτυφλωτική λαμπρότητα τών κοσμικών εφευρέσεων κυριαρχεί στίς άνθρώπινες ψυχές τό ζοφερό σκοτάδι.

 

Τά έργοστάσια έργάζονται καί ρυπαίνουν μέ τούς καπνούς τόν αιθέρα· άθλιότης άνυπόφορος μιας ζωής χωρίς πνεύμα.

Ξεφυσούν, στενάζουν τ5 αύτοκίνητα κι ό φουκαράς ό οδηγός μέ όργή καί κουρασμένο πρόσωπο βρωμάει όλος άπό κάπνα.

 

"Ελπιζες ότι οί χημικοί μέ τίς ποικίλες θεωρίες θά σου έδιναν μιά εύτυχία μέ άλλο τρόπο λειτουργίας.


Άλλά τά ισχυρότερα έθνη μέ τίς εφευρέσεις των καταστρέφονται καί σέ σένα ετοιμάζει ή μόδα τό άθλιώτατο φέρετρο σου.

 

Μέ τόν ζωώδη έγωϊσμό θέλοντας τήν πρόοδο νά πετύχης ιδού μέ δάκρυα καί μέ βάσανα ό πτωχός κόσμος σέ τρέφει.

Τώρα δίψας άπό ειρήνη καί βλέπω ότι άναγκάζεσαι πάντοτε νά δημιουργήσης μέ συνδιασκέψεις μιά ειρήνη χωρίς Θεό!

 

Άλλά ή ειρήνη έρχεται άπό τόν Κύριο, Αύτός είναι τής ειρήνης χορηγός. Έάν δέν τρέξης σ' Αύτόν μάταια τρέχεις γιά τήν πρόοδο σου.

Ειρήνευσε πρώτα μέ τόν Θεό, κάνοντας τήν ζωή σου πνευματική κι άν δέν κάνης αύτά, σκορπίζεται τό έργο σου στόν άέρα.

 


Τήν καθαρή απόκτησε άγάπη πού δέν ξέρει άπό ύποκρισίες, διότι χωρίς τόν στολισμό της δέν σέ βοηθά ό πλούτος.

Στρέψε τήν νοερή ματιά σου στούς περασμένους αιώνες καί στό καρποφόρο πνεύμα τής πίστης θά βρής ό,τι τώρα έχασες.

 

 "Οπως δέν μπορείς νά πιάσης μέ τό χέρι τήν σελήνη στό νερό,έτσι δέν μπορείς τήν παροδικότητα τής ζωής νά κοατήσης στόν παρόντα αιώνα.

Αγάπα τήν ζωή τής έγκρατείας καί άφησε τήν έξαλλη στολή καί άν δέν καταλαβαίνης αύτό μάταια έκπολιτίσθηκες.

 

Ό μοντέρνος πολιτισμός ένα ξένο πνεϋμα σου έδωσε καί άπό τό φώς τής σωτηρίας μέ άηδία σέ άπεμάκρυνε!

Καθώς τρέχουν οί δορυφόροι γύρω άπό τήν τροχιά των πάντοτε, έτσι καί ή «χίμαιρα» σήμερα τρέχει λησμονώντας τόν Θεό!


Τρέχεις μέ τούς χιλιάδες εργάτες μέ μιά άστραπιαία ταχύτητα πού σέ όδηγεΐ στήν άπώλειά, διότι άφησες τόν δρόμο τοΰ Ιησοΰ!!

 

Ή μόδα τοΰ κόσμου

Ακούω νά λέγουν μερικοί: «Ό κόσμος σήμερα προοδεύει μόνο τό ράσο καί τό σκουφί δέν άφήνουν τίς συνήθειές των»!

Πολύ σκανδαλίζεται ό κόσμος, άν έχης μαλλιά μακριά καί σέ περιπαίζει μέ λόγια στά κρυφά καί φανερά.

Ό λύκος άν δέν είχε χαίτη δέν θά προκαλούσε τόσο χάζι όσο, όταν είσαι μέ ράσα  μακριά μαλλιά στήν ράχη.

Σήμερα τιμώνται στόν κόσμο, όσοι είναι άσκεπεϊς, έχουν στρογγυλή κοιλιά καί είναι κατάλληλοι γιά καρναβάλια.

Ό κόσμος τής νέας μόδας βάζει βαμβάκι στ' αυτιά, όταν άκούη στήν εκκλησία «απηρχαιωμένες» μόνο φωνές.

 

«Δέν έχετε ράδιο (λέγει ό κόσμος στό μοναχικό σκουφί) πώς ζήτε έτσι φτωχά χωρίς τά ϊχνη τής προόδου»;

«Ό κόσμος τώρα προοδεύει μέ τά μέσα τής ζωής έμείνατε πολύ πίσω παπούλη σκεπτόμενος μόνο τόν Παράδεισο»!

 

Ή δυστυχία τοϋ κόσμου καί τό κέφι μέ τό ράδιο

Οί "Αγιοι Τόποι έρήμωσαν τώρα διότι πάντες οί άνθρωποι - τρέχουν στό ράδιο.

Στά σοβιετικά κάτεργα βασανίζονται άνελέητα αύτοί πού μέ ζήλο αγάπησαν τόν Θεόν!

 

Μπροστά των χιλιάδες βλήματα ρίχνουν σωρηδόν στρατιώτες άφήνοντας τίς γυναίκες των χήρες καί όρφανά τά παιδιά.

Ή φρίκη τό νησί τό κάνει Κοιμητήρι κόβοντας χιλιάδες άνθρώπους άπό τήν φυσική των ζωή.

 

Αντιθέτως άκουσε στό ράδιο πώς τραγουδούν οί μασκαράδες καί οί παχύσαρκοι στόν σβέρκο πώς χορεύουν καί γλεντούν.

 Στό σπίτι τό φτωχό κοντά στήν φωτιά τής σόμπας τά όρφανά χωρίς ψωμί κλαίνε γιά τόν πατέρα των.

 

Τά όρφανά παιδιά περιμένουν έπισκέπτες ή τούς γειτόνους στήν πόρτα κλαίγοντας γιά λίγη βοήθεια.

Άλλά τό ράδιο δέν σταματά νά τραγουδά στούς γειτόνους καί νά κάνη τήν καρδιά των σάν τήν πέτρα σκληρή.

 

Ό φτωχός στενάζει καί δέν μπορεί νά κοιμηθή, οί δανεισταί ζητούν τά χρήματα μά δέν έχει νά τούς πληρώση!

Στό παζάρι σέ μιά πέτρα, καθισμένος ένας ζητιάνος, μάταια ζητάει βοήθεια κλαίγοντας καί φοβισμένος.

 

Στό βάθος τής φυλακής φυλακίζεται άδίκωςό ζηλωτής χριστιανός χτυπημένος στό στήθος.

£αί έκεΐ δίπλα στόν τάφο μέσα σ' ένα φέρετρο ό γυιός μιας γυναίκας πού τόν κλαίει άπαρηγόρητα!

 

Τό ράδιο έμβατήρια τραγουδά στήν πλατεία τής πόλεως, οδηγώντας στήν άναισθησία τόν αμαρτωλό άνθρωπο.

Στό κρεββάτι τοϋ πόνου ό πτωχός άσθενής δέν έχει παρηγοριά άπό γιατρικό κι άπό τροφή.

 

Ένώ ή μουσική του ράδιου μουγγρίζοντας σάν τά βόδια δίνει εύκαιρίες στόν κόσμο νά ζήση μέ τό κέφι του.

Στηριζόμενοι σέ δεκανίκια οί άνάπηροι τοΰ πολέμου γλυστροϋν στόν δρόμο καί πέφτουν στήν λάσπη.

 

Ένώ τό ράδιο δίπλα των παίζει καραγκιόζη καί σκληραίνη τήν καρδιά των ποτέ νά μή τούς σηκώσουν.

Υποδουλωμένοι στά πάθη —στερημένοι τής Θείας Χάριτος— δέν έχουν σήμερα φροντίδα γιά τούς άλλους πονεμένους τής ζωής!

 

Καί τώρα άκόμη τό ράδιο χορεύει στό μοναστήρι, σκορπίζοντας έτσι τό νόημα τής καϋμένης σωτηρίας μας!

Τόν δρόμο τής σωτηρίας άκολουθώντας μιά ψυχή τό πρόγραμμα τού ράδιου τής έρχεται στήν σκέψι!

 

Στίς τέσσερες μετά τήν τράπεζα κονσέρτο άκολουθεΐ καί δέν έχουμε καιρό γιά έξομολόγησι νά πάμε!

Τήν Κυριακή στίς εννέα έχει χορευτικά τραγούδια ευκαιρία νά μή χαθούν άπό τήν Θεία Λειτουργία.

 

Στίς ιερές πανηγύρεις γίνονται μεγάλες εκδρομές καί άφήνει τήν εκκλησία άδεια ή νεολαία.

Στίς νηστείες ό νέος κόσμος γλεντάει περισσότερο καί τόν χορό σάν τελετή τόν ετοιμάζει μετά σπουδής.

 

"Οταν τελήται ή Λειτουργία άπό τούς άγιους λειτουργούς στήν ταβέρνα τούς άκοϋνε μέ τό ράδιο καί γελούν-

"Οταν μιά ψυχή προσεύχεται μέ πίστι δίπλα οργιάζει τό ράδιο μ5 ένα άδιάντροπο τραγούδι!

 

Κι όταν πηγαίνουν στόν τάφο γιά νά κλάψουν τούς νεκρούς στόν δρόμο τους μέ τό ράδιο άλλοι χορεύουν καί γελούν.

Οί ύμνοι τών ιερών βιβλίων είναι πλέον περιττοί... άφοΰ ψάλλει τό ράδιο τούς αγίους τής Εκκλησίας μας!

 

Τήν Κυριακή στήν έκκλησία οι χριστιανοί πλέον δέν έρχονται ένώ οί κινηματογράφοι πάντοτε είναι γεμάτοι.

Συχνά ή έκκλησία στερείται άπό ψάλτες ένώ τήν νύχτα στά γλέντια τραγουδούν πολλοί άδιάντροπα.

 

 Ή άθλιότης στόν κόσμο αυξάνει σήμερα διότι λίγοι άπό τούς άνθρώπους πιστεύουν πλέον στόν Θεό!

 

Ό Πύργος τής Βαβέλ στόν καιρό μας

Ό νούς τού άνθρώπου σήμερα ασχολείται μέ τίς άνακαλύψεις, πού ετοιμάζουν τήν καταστροφή τής άνθρωπίνης άθλιότητος.

Ή μανία τής κυριαρχίας καί ή άπληστία τοΰ κέρδους έδιωξαν πάλι τήν ειρήνη πού μάς χαμογελοΰσε χθές.

 

Ή χριστιανική άγάπη μένει μακριά, στήν έξορία, ένώ στά ϊχνη της αύξάνει τό μίσος κατά τοΰ «πατρογονικοΰ μεγαλείου».

Ό κόσμος θέλει νά φτιάξη ζωή χωρίς τόν Χριστό γι5 αύτό βιαστικά ασχολείται μέ τίς έφευρέσεις πάντοτε.

 

^ Κατακλυσμός εκούσιος, μοναδικός έτοιμάζεται καί τήν Κιβωτό τής σωτηρίας ό κόσμος τήν περιφρονεί.


Ό ϊδιος ό άνθρωπος ετοιμάζεται πάλι τόν πύργο τής Βαβέλ στήν γή θέλοντας νά καταστρέψη τά θεμέλια τοΰ «Θείου Νόμου».

 

Οί γλώσσες όλες σχεδόν πάλι άναμείχθηκαν καί δέν είναι άργά πού θά έλθη ή ώρα τής συμπλοκής!!

 

Τό φέγγος τής επιστήμης

 Οί σπουδάζοντες σήμερα προσπαθοΰν παντοιοτρόπως ν' άποδείξουν σ' όλους ότι δέν ύπάρχει Θεός.

Μέ τήν πρόοδο τής επιστήμης σάν τόν ύπερήφανο Αύγερινό αύτοί θέλουν ν' άνέβουν σήμερα ψηλότερα άπό τόν Ούρανό.

 

Δύο πύλες ύπάρχουν μπροστά των καί μένουν έκεΐ έκπληκτοι ένώ στήν «νέα πύλη» (τής ύλικής ευδαιμονίας) στέκεται ένα βόδι «νά μέ συγχωρήτε».

Μία είναι ή «πύλη τής ζωής» ή όποία σ' αύτούς κλείσθηκε, ή άλλη είναι τής άπωλείας πού μέ πάταγο τούς άνοίχθηκε.

 

"Οσα τούς έρχονται στό κεφάλι βιάζονται νά τά έτοιμάσουν γιά νά φτιάξουν τήν ζωή καί τόν θάνατο νά καταργήσουν.

Μέ οποιαδήποτε ραδιουργία, άθεε, ζωή δέν θά κατασκευάσης καί άπό τήν διαδικασία τοΰ θανάτου ποτέ δέν θά γλυτώσης.

 

"Ολες οί έπιστήμες φθάνοντας δίπλα στό μνήμα δέν αξίζουν τίποτε, όπως τό σκουπίδι στόν άνεμο.

 Έάν έδώ στήν ζωή αύτή δέν γνωρίσης τόν Σωτήρα σου θά γνωρίσης μετά θάνατο τήν τυραννία τοΰ κακού.

 

Ή έξέγερσις στό Βυζάντιο (1956)

Κύριε, λυπήσου άπό τούς ούρανούς τόν ταπεινό λαό Σου, πού γιά τόν Θείο Νόμο Σου σήμερα καταδιώκεται.

Στίς έκκλησίες Σου έμπήκαν σάν φυγάδες μέ σφυριά καί τσεκούρια τά άνομα πλήθη.

 

 Πυρπολώντας μέ μίσος οι τοϋ έθνους τής Άγαρ κατέστρεψαν τά άγια Σκεύη άπό τό Άγιό Σου Βήμα.

Τούς χριστιανούς καταλήστευσαν άπό τιμή καί περιουσίες στήν πόλι πού κληρονόμησαν άπό τόν άγιο Κωνσταντίνο.

 

Τά Λείψανα αιώνων τών άγίων προγόνων μας σήμερα έξευτελίσθηκαν άπό τούς θηριώδεις άπιστους.

Κύριε Πολυέλεε, κατεύνασε τό κακό δίνοντας σημεία νά γνωρίσουν ότι είμεθα λαός Σου.

 

Ανακούφισε τόν πόνο, πού σήμερα δυνάμωσε, καί δώσε σ' όλους μας μετάνοια γιά όσα Σου έφταίξαμε!


Τά αποκαλυπτικά σημεία 01 κακοί τής απώλειας άνεμοι άπειλοϋν σήμερα τούς ταπεινούς λαούς, πού πιστεύουν στόν Θεό.

 

Κτυπά ό «Βοριάς» ξαφνικά από τόν βόρειο κομμουνισμό διαδίδοντας σ' όλο τόν κόσμο τά δόγματα τοϋ Αντίχριστου.

Άπό τήν δύσι φυσά ό «Νοτιάς» φέρνοντας μαζί του τήν πρόοδο, πού έγέννησε τήν άπιστία καί μετέδωσε τήν αϊρεσι.

 

Άπό τόν Μεσημβρινό ισχυρότερος ό Μπαλνταρέτσος ξεκίνησε καί κτυπώντας τόν βοριά τούς μαύρους έκοκκίνησε.

Ένώ στήν Ανατολή τοΰ ήλίου τό κίτρινο κύμα τοϋ Γώγ άφρίζει καί ταράζεται μέ «τά βλαστάρια τοϋ Μαγώγ».

 

Οί χαμένοι διδάσκαλοι περιφέρονται τρομακτικοί ζητώντας νά δηλητηριάσουν τόν φουκαρά άνθρωπο.

 Βιαστικά έτοιμάζουν τόν χαμό αύτών πού διαμαρτύρονται καί, όπως πηγαίνη ό κόσμος, δέν θά άργήση καί τό τέλος!

 

Ή άντιπάθεια γιά τούς μοναχούς εύρήκε διδασκάλους πού δασκαλεύουν τούς άνθρώπους νά στρέφωνται πάντα εναντίον των.

 

Ή ουράνια οργή

Πάλι μάχες, πάλι αίμα, πάλι θόρυβος πολέμου, πάλι δάκρυα αδιάκοπα, πάλι θλίψεις καί άνάγκες!

"Οταν γιά λίγο έπαυσαν τά δάκρυα νέ τρέχουν στά μάγουλά τους, ήλθαν πάλι ξαφνικά άλλες φουρτούνες μέ βάσανα.

 

Οί χήρες πάλι θά κλαύσουν μέ τούς φουκαράδες τούς γέροντες καί τά παιδιά θά παραμείνουν κατά χιλιάδες όρφανά.

Θά έρημώσουν οί πόλεις καί πολλοί θά αιχμαλωτισθούν κι όπου έπαιζαν μέ τραγούδια βλήματα τώρα θά χορεύουν.

 


 Στούς τόπους τής διαφθοράς καί τής τρελλής χλιδής θά κυριαρχήση γρήγορα ό φόβος άπό τό κανόνι.

Αύτοί πού σήμερα γυμνοί γυρίζουν άπό ματαιοδοξία άδιάντροπα, θά 'ρθή ή ώρα νά γυρίζουν άπό άνάγκη γυμνοί.

 

"Οταν αύξάνη ή άμαρτία τήν σιχαίνεται ό Θεός, γι' αύτό στόν κόσμο πάντοτε οί πόλεμοι έρχονται.

 

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ ΤΩ ΔΕ ΘΕΡΑΠΟΝΤΙ ΑΥΤΟΥ ΟΣΙΩ ΙΩΑΝΝΗ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

 

Ὑποσημείωσις: Τό παρόν ποίημα είναι τό τελευταίο πού έγραψε ό η. Ιωάν­νης, στίς 15 Ιουλίου 1960.

 

 



Μέ τό μολυσμένο στόμα μου διέπραξα τίς άνομίες, λοιπόν πώς θά προφέρω τώρα τό θεϊκό Σου "Ονομα; Άξίωσέ με νά πεθάνω, Κύριε, ως πρός τά κοσμικά πράγματα!

[2]          "Οταν σήμερα οί «μεγάλοι» μιλούν γιά ειρήνη μάταια είναι ή λαλιά των έάν δέν σκύψουν κάτω άπό τήν σημαία τοϋ μεγίστου προστάτου Χριστοΰ.

 



[1] Τήν παρούσα βιογραφία συνέθεσα έπί τη βάσει τριών άλλων πηγών - βιο­γραφιών:                    

Τοϋ ίερομ. π. 'ίωαννικίού Μπάλαν, Ρουμάνου συγγραφέως τοϋ Ρουμά­νικου Γεροντικού.

Τοϋ μοναχοΰ Τωαννικίου Πιριάλα, (Ρουμάνου), μαθητού τοΰ Όσίου Τωάννου, ό όποιος τώρα εύρίσκεται στήν Μονή τοΰ Άγίου Γεωργίου τοϋ Χοζε­βίτου, καί Τοϋ Άρχιμ. π. Άμφιλοχίου, ήγουμένου Ί. Μονής Άγ. Γεωργίου Χοζε­βίτου, Γέροντος καί Πνευματικού τοΰ Όσίου Ιωάννου.