Κυριακὴ 29 Ἰουνίου 2025 ἑσπέρας
Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Εἴμαστε ἀνάξιοι. Ἔχουν ἐκεῖνοι ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους μας; Εἶχαν,
ἀγαπητοί μου, τὸ προνόμιο νὰ ζήσουν κοντὰ στὸ Χριστὸ τρία ὁλόκληρα
χρόνια, ν᾽ ἀφουγκραστοῦν τοὺς χτύπους τῆς εὐγενέστερης καρδιᾶς, νὰ
ὀσφρανθοῦν τὸ ἄρωμα τῆς ἀγάπης του· νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν ἀκούσουν, νά
᾽νε οἱ στενοὶ ἀκόλουθοί του σ᾽ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα. Γνώρισαν
ἐξαιρετικὲς εὐλογίες· πῆραν τεράστια δύναμι, ὥστε νὰ φέρουν εἰς πέρας
τὴν ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν.
Τὸ θαυμαστὸ εἶνε ὅτι, ἂν καὶ κατάγονταν ἀπὸ διάφορες πατρίδες καὶ εἶχαν
διάφορους χαρακτῆρες, καθένας τὸ δικό του, ἐν τούτοις ἔμειναν
ἑνωμένοι. Ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ἦταν «διῃρημένοι τῷ σώματι, καὶ
ἡνωμένοι τῷ Πνεύματι» (ἑσπ. κθ΄ Ἰουν.). Δώδεκα κορμιὰ ἀλλὰ μία ψυχή,
μία πνοή, μία σκέψη, μία βουλὴ καὶ ἐνέργεια. Ἐνῷ στὰ ἀντρόγυνα, παρὰ τὴ
σωματικὴ ἕνωσι, σπανίως θὰ δῇς ὁμοψυχία, σκεφτῆτε τί θαυμαστὴ
ἑνότητα ἀπειργάσατο τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὶς καρδιὲς τῶν δώδεκα
ἀποστόλων. Ἦταν «ἑνωμένοι τῷ Πνεύματι», κι ἂς βρίσκονταν ὁ ἕνας στὴ
῾Ρώμη, ὁ ἄλλος στὴν Ἀφρική, ὁ ἄλλος στὶς Ἰνδίες, ὁ ἄλλος στὶς στέππες,
στὰ ἄκρα τῆς γῆς.
Ποιός τοὺς ἕνωσε; ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς κράτησε ἑνωμένους; μήπως τὸ
χρῆμα, ἢ ἡ κοσμικὴ δύναμι, ἡ ἐξουσία, αὐτὰ ποὺ προσωρινὰ μπορεῖ νὰ
συνδέσουν ἀκόμα καὶ φαῦλα ὄντα; Ὄχι αὐτά. Κάτι πολὺ ἀνώτερο. Ἐκεῖνο
ποὺ ἕνωνε τοὺς ἁγίους ἀποστόλους σὲ ἄρρηκτη ἑνότητα ἦταν ἕνα καὶ μόνο·
τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸν ἀναστάντα
Χριστό. Πίστευαν ἀκράδαντα σ᾽ αὐτόν.
Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε. Ἐάν, ἀδελφοί μου, εἴχαμε ἕνα γραμμάριο,
ἕνα μόριο ἀπὸ τὴν πίστι τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τότε τί χάρι θὰ εἴχαμε,
τί πλοῦτο, τί ποταμὸ εὐλογιῶν, τί δύναμι, τί θαύματα! ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν
παράδεισος. Γιὰ τὴν πίστι αὐτὴ τῶν ἀποστόλων ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγες
λέξεις.
* * *
Γιὰ τὴν πίστι μιλοῦσε τὸ εὐαγγέλιο
σήμερα (βλ. Ματθ. 16,13-19). Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τοὺς 12
ἀποστόλους ἔφυγε, λέει, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, τὴ φωλιὰ τῶν
Ἄννα καὶ Καϊάφα. Συχνὰ σὲ ἀστικὰ κέντρα μαζεύεται ὅ,τι σάπιο καὶ
πονηρό. Σκορπιοί, φίδια, λιοντάρια κι ἀπ᾽ αὐτὰ ἀγριώτερη ἦταν τότε ἡ
κοινωνία τῶν Ἰεροσολύμων. Ἔφυγε λοιπὸν στὰ βόρεια ἄκρα· βάδισε πρὸς τὰ
ἐρημικώτερα, ὅπως εἶνε τὰ «μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (ἔ.ἀ.
16,13).
Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, ποὺ μπορεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν μεταβάλῃ
σ᾽ ἕνα νευρόσπαστο, ἐκεῖ βρέθηκαν, πιὸ κοντὰ στὴ φύσι· κι ὅποιος εἶνε
κοντὰ στὴ φύσι, εἶνε πιὸ κοντὰ καὶ στὸ Θεό. Ἐκεῖ λοιπόν, ποὺ ἀκουγόταν
μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὰ ῥυάκια νὰ κελαρύζουν καὶ τὸ ἀηδόνι νὰ
μελῳδῇ, μακριὰ ἀπὸ τὴ βρώμα καὶ δυσωδία τῆς πόλεως, ἐκεῖ ποὺ ὅλα
ἠρεμοῦν, ἐκεῖ ὁ Κύριος ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα, ἕνα πρόβλημα.
Πρόβλημα; Τὸ δυσκολώτερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ προβλήματα! Ἀπὸ τὴν ἀπάντησι σ᾽
αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἡ αἰώνια εὐτυχία ἢ δυστυχία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε ἐρώτημα
στὸ ὁποῖο πρέπει κ᾽ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ν᾽ ἀπαντήσουμε. Δὲν εἶνε ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ μείνουμε ἀδιάφοροι. Σ᾽ αὐτὸ ἀπήντησαν οἱ
προηγούμενες γενεές· γύρω ἀπ᾽ αὐτὸ διεξήχθησαν πεισματώδεις ἀγῶνες, ποὺ
ἀναφέρει ἡ Ἱστορία. Σ᾽ αὐτὸ ἡ σύγχρονη γενεὰ ἀπαντᾷ κατὰ διάφορο
τρόπο. Σ᾽ αὐτὸ θ᾽ ἀπαντήσουν οἱ μελλοντικὲς γενεές· δὲν θὰ ὑπάρχῃ γενεὰ
ὑπὸ τὸν ἥλιο ποὺ θὰ μείνῃ ἀδιάφορη. Καλεῖσαι λοιπὸν κ᾽ ἐσύ, Χριστιανὲ
ποὺ ἀκοῦς σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ν᾽ ἀπαντήσῃς· κι ἀπ᾽ τὴν ἀπάντησί σου θὰ
ζυγιστῇς, θὰ φανῇ ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ἐκεῖ στὸ ἐρημικὸ μέρος θέτει στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, καὶ σὲ ὅλους μας, ὁ
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος τὸ ἐρώτημα· –«Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι
εἶναι;» (ἔ.ἀ. 16,13), τί ἰδέα ἔχει γιὰ ᾽μένα ὁ κόσμος; ῾Ρώτησε τοὺς
Δώδεκα. Οἱ μαθηταὶ ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν
ἐκ τῶν ὀστέων του. Ὅπως ὁ σκύλος ἔχει τ᾽ αὐτί του κοντὰ στὸ χῶμα κι
ἀκούει τὸν ἦχο τοῦ ἐδάφους, ἔτσι αὐτοί, παιδιὰ τοῦ λαοῦ, εἶχαν τ᾽
αὐτί τους κοντὰ στὰ πλήθη, ἄκουγαν τὶς ἐντυπώσεις, τὴν ἀπήχησι ποὺ εἶχε
στὰ λαϊκὰ στρώματα τὸ πρόσωπο καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε
δημόσιος ἄνδρας ἔτσι κι ἀλλιῶς κρίνεται, θὰ δεχθῇ κριτική· εἶνε
ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια.
Καὶ ἀπήντησαν. Διδάσκαλε, λένε, ἀκοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὶς γνῶμες. –Ὁ λαὸς σὲ
θεωρεῖ ὄχι ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ὅπως τόσα ἄλλα ποὺ πέρασαν, ἀλλὰ σὰν ἕνα
μεγάλο ἄνδρα. Λένε ὅτι εἶσαι ἕνας Ἰωάννης βαπτιστής, ἢ ἕνας Ἠλίας, ἢ
ἕνας Ἰερεμίας, ἢ ἕνας μεγάλος προφήτης.
Ἱκανοποιήθηκε ἀπ᾽ αὐτὰ ὁ Χριστός; Ὄχι. Καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο
ἐρώτημά του· –Ἐσεῖς οἱ μαθηταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Καλὰ ὁ κόσμος τέτοια
λέει γιὰ μένα· ἐσεῖς τί λέτε; Ἄκρα σιγὴ μέσα στὸ δάσος. Καὶ τότε δόθηκε
ἡ ἀπάντησι, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο, τὸ βράχο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ
στέκεται εἰς αἰῶνας αἰώνων τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μαθηταὶ σιωποῦν· ῥῖγος τοὺς συγκλονίζει. Ἀπαντοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν
εἶνε μιὰ ἀναρχούμενη μᾶζα, εἶνε πειθαρχημένη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ ἐκ
μέρους ὅλων ὁ πρωτοκορυφαῖος Πέτρος, τὸ στόμα τῶν ἀποστόλων· –Ἐμεῖς,
Κύριε, δὲν σὲ θεωροῦμε ἕναν ἁπλῶς μεγάλο ἄνδρα· σὲ θεωροῦμε κάτι
ἀνώτερο, πάνω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης καὶ ὅλης
τῆς ἱστορίας· ἐμεῖς ὁμολογοῦμε, ὅτι –«Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ὅπως λέει ἀλλοῦ ἡ Γραφή (Λουκ.
10,21). Ἔνιωσε ἀγαλλίασι· ἐπιδοκίμασε καὶ ἐπαίνεσε τὴν ἀπάντησι αὐτὴ
λέγοντας· –Μακάριος εἶσαι, Πέτρε. Ἐσὺ ὁ ψαρᾶς, ποὺ ἀσχολεῖσαι μὲ τὰ
δίχτυα καὶ δὲν διάβασες βιβλία φιλοσοφίας καὶ ἱστορίας, βρῆκες τὸ
κλειδὶ ποὺ λύνει τὸ πρόβλημα τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Καὶ τὸ κλειδὶ εἶνε
ἡ πίστι στὸ Χριστό. Σὲ μακαρίζω, γιατὶ αὐτὸ ποὺ λὲς τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ
ποὺ μεθαύριο θὰ γίνῃ ἡ πέτρα καὶ ὁ βράχος ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ στηριχθῇ
τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν βγῆκε ἀπὸ ἀνθρώπινη σκέψι· εἶνε
ἔλλαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ Πατρός μου· «Μακάριος εἶ,
Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ Πατήρ μου ὁ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια εἶν᾽ αὐτά! Ἄχ, ὅποιος
διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται
ἄνθρωπος· καὶ ὅποιος δὲν αἰσθάνεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεανθρώπου, δὲν
ἀξίζει νὰ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς. «Πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴν πέτρα», Πέτρο, τὴν
ὁμολογία τῆς πίστεως σ᾽ ἐμένα, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου, «καὶ
πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», τοῦ ᾅδου οἱ δυνάμεις δὲν θὰ τὴ
νικήσουν (ἔ.ἀ. 16,18).
* * *
Μία οἰκοδομή, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχει μόνο
τοίχους καὶ στέγη· ἡ ἀξία της κρίνεται πρῶτα ἀπὸ τὰ θεμέλια· σπίτι ποὺ
ἔχει γερὰ θεμέλια δὲν φοβᾶται τὸ σεισμό, τὴ θύελλα, τὰ ποτάμια. Καὶ ἡ
Ἐκκλησία εἶνε μία οἰκοδομή· τὴν ἔχτισε ὁ Θεὸς καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ
Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λφα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος,
ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀπ. (22,13). Αὐτὸς εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος ἐν πλήρει
τελειότητι, ἀλλὰ ὁ Θεάνθρωπος· εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ παντός, ὁ βασιλεὺς
τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Δεῦτε, ἁμαρτωλοὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς,
πᾶσα φυλὴ καὶ γλῶσσα, σκῦψτε καὶ προσκυνῆστε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ
ὁποῖος εἶνε ἡ τελειότης, ἡ ἔκφρασις τοῦ ἀπολύτου, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς
Θεότητος.
Ἐπάνω στὴν θεμελιώδη αὐτὴν ἀλήθεια –ὄχι ὅπως παρερμηνεύουν τὸ χωρίο κατὰ
Ματθαῖον 16,18 οἱ παπικοὶ θέλοντας νὰ στηρίξουν τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα,
ἀλλὰ ὅπως τὸ ἑρμήνευσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας– στηρίζεται τὸ
οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας· ἡ πίστις, αὐτή εἶνε ἡ πέτρα ἐπάνω στὴν ὁποία
στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία.
Μὰ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησιὰ λέμε συχνὰ τὸ ναό. Κυρίως ὅμως
Ἐκκλησία δὲν εἶνε τὸ κτίσμα, τὸ κτήριο, τὰ ντουβάρια, τὰ ὁποῖα αὔριο ἢ
ἕνας σεισμὸς ἢ οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι μπορεῖ νὰ τὰ κάνουν ἐρείπια. Ποιά
εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις τὴ μάνα νὰ κρατάῃ στὰ στήθη της τὸ νήπιο ποὺ
ψελλίζει «Χριστέ», «Κύριε, ἐλέησον»; βλέπεις τὸ νέο ποὺ ὁμολογεῖ τὸ
Χριστό; βλέπεις τὸν ἀσπρομάλλη γέρο ποὺ μπαίνει στὴν ἐκκλησιὰ μὲ
τρεμάμενα γόνατα; βλέπεις τὸν ἐργάτη, τὸ χωρικό, τὸν ἐπιστήμονα, τὸν
καθηγητή, τὸν ἀξιωματικό, τὸν ἄρχοντα, ποὺ δὲν ντρέπονται νὰ κάνουν τὸ
σταυρό τους; Ὅποιος βαπτίσθηκε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅποιος
πιστεύει καὶ ζῇ ὀρθοδόξως, ἄντρας ἢ γυναίκα, νά ἡ Ἐκκλησία! Ἡ Ἐκκλησία
δὲν εἶνε σὲ θρόνους· εἶνε θρονιασμένη στὶς καρδιὲς κ᾽ ἔχει ῥίζες
βαθειές. Δὲν φοβᾶται διωγμοὺς καὶ πολέμους. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι
καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες, κι ἂν ὁ διάβολος κάνῃ γενικὴ ἐπιστράτευσι
ἐναντίον της, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων. Τὰ ἄστρα θὰ
πέσουν, τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν, θὰ γίνουν
κοσμογονικὲς μεταβολές· ἀλλὰ νὰ εἶστε βέβαιοι, ὄχι 100% ἀλλὰ 101%, ὅτι
θὰ μείνῃ ἄσειστη, σὰν ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο, γιὰ νὰ καλῇ ὅλους
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» (τελ. Ἀνσστ.).
* * *
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ
ποὺ τὸ πιὸ σπάνιο πρᾶγμα δὲν εἶνε ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ἄργυρος ἢ τὰ διαμάντια·
τὸ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστις· πολὺ σπάνιος θησαυρός. Γιὰ τέτοιες
ἡμέρες εἶπε ὁ Χριστός· «Σὰν ξανάρθω, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι πάνω στὴ
γῆ;» (Λουκ. 18,8).
Ἀμφισβητεῖται ἡ ἀξία τῆς πίστεως. Μέσα στοὺς ἑκατὸ εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας
πιστεύῃ ὅπως διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄλλα πιστεύω ἐπικρατοῦν·
ἀνθρώπινες θεωρίες καὶ ἰδεολογίες, μὲ φανταχτερὰ ὀνόματα. Διάφορα
πιστεύω ἔχουν καὶ πρεσβεύουν οἱ ἄνθρωποι· ἀλλ᾽ ἀνάμέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ ψευδῆ
καὶ ἀπατηλὰ πιστεύω σὰν οὐράνιος φάρος ὑψώνεται τὸ Πιστεύω τοῦ Πέτρου,
τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας, τὸ Σύμβολο Πίστεως τῶν ἁγίων
πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ ἀσπάζονται κι ὁμολογοῦν ὅλοι
ὅσοι εἶνε «τεταγμένοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Πράξ. 13,48).
Λένε γιὰ τὸν φυσικομαθηματικὸ Πασκάλ (1623-1662), ποὺ ἦταν ἰδιοφυΐα, ὅτι
στὴν ἀρχὴ δὲν πίστευε. Πίστεψε πότε· ὅταν πῆγε σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς
Βρεττάνης (ἐπαρχίας τῆς Γαλλίας), στάθηκε σὲ μιὰ γωνιὰ στὴν ἐκκλησία καὶ
εἶδε ἕνα χωρικὸ ποὺ μπαίνοντας μέσα δάκρυσε. Αὐτὸ θαύμασε τότε καὶ
εἶπε· Δός μου, Χριστέ, τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρεττάνης. Αὐτὸ νὰ
ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς.
Χριστέ, δὲν θέλουμε τὶς φιλοσοφίες τοῦ κόσμου – τὰ ξυλοκέρατα, τὰ
πλούτη – τὴ ματαιότητα. Δός μας, Χριστέ, τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων σου,
τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τὴν πίστι τῶν ἁγνῶν καὶ γενναίων προγόνων μας.
Κύριε, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς
ἀέρα, χωρὶς ἥλιο, χωρὶς νερό, ἀλλὰ χωρὶς τὴν πίστι δὲν ζοῦμε.
Στὸ ἐρώτημα, ποὺ ἀπευθύνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς σήμερα «Τίνα με
λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ἂς ἀπαντήσῃ μόνη της καθεμιὰ ψυχή.
Γυρίστε στὸ σπίτι, ἀνοῖξτε τὰ εὐαγγέλια, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, τοὺς
βίους τῶν ἁγίων καὶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπαντῆστε. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽
ἐσὺ ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι «σὺ εἶσαι ὁ
Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», τοῦ ἀληθινοῦ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. ἀποστόλων Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου τὴν 30-6-1969 Δευτέρα πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 18-5-2025.