ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Η πιστι των αποστoλων

π. Αυγουστινος Κ

Παραμονὴ Συνάξεως τῶν 12 Ἀποστόλων
Κυριακὴ 29 Ἰουνίου 2025 ἑσπέρας
Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ἀγαπητοί μου, εἶνε δώδεκα ἀ­στέρια τοῦ πνευματικοῦ σύμ­παν­­τος· ἀστέρια ποὺ πλέκουν στεφάνι φωτει­­νὸ στὴν κεφαλὴ τῆς ἐξαίσιας ἐ­κείνης γυναίκας ποὺ εἶδε ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀ­ποκάλυψι ὡς σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ (Ἀπ. 12,1). Εἶνε δώδεκα ποταμοὶ τοῦ Πνεύ­ματος ποὺ ἀρδεύουν τὴν Οἰ­κουμένη. Εἶνε δώδε­κα στῦλοι, κολῶνες, ποὺ στηρίζουν τὴν Ἐκ­κλη­σία, καὶ γι᾽ αὐτὸ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀ­ποστολική (Συμβ. πίστ. 9). Μᾶς βλέπουν ἀπὸ ψηλά, ἐποπτεύουν τὴ σύγχρονη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε; Εἴμαστε ἀνάξιοι. Ἔ­χουν ἐκεῖνοι ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους μας; Εἶχαν, ἀγαπητοί μου, τὸ προνόμιο νὰ ζήσουν κοντὰ στὸ Χριστὸ τρία ὁλόκληρα χρόνια, ν᾽ ἀ­φουγκραστοῦν τοὺς χτύπους τῆς εὐγενέστερης καρ­διᾶς, νὰ ὀσφρανθοῦν τὸ ἄρωμα τῆς ἀ­γάπης του· νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν ἀκούσουν, νά ᾽νε οἱ στενοὶ ἀκόλου­θοί του σ᾽ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα. Γνώρισαν ἐξαιρετικὲς εὐλογίες· πῆραν τεράστια δύναμι, ὥστε νὰ φέρουν εἰς πέρας τὴν ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν.
Τὸ θαυμαστὸ εἶνε ὅτι, ἂν καὶ κατάγονταν ἀπὸ διάφορες πατρίδες καὶ εἶχαν διάφορους χαρακτῆρες, καθένας τὸ δικό του, ἐν τού­­­τοις ἔ­μειναν ἑνωμένοι. Ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλη­σία, ἦ­ταν «διῃρημένοι τῷ σώματι, καὶ ἡ­νωμένοι τῷ Πνεύματι» (ἑσπ. κθ΄ Ἰουν.). Δώδεκα κορμιὰ ἀλ­λὰ μία ψυχή, μία πνοή, μία σκέψη, μία βουλὴ καὶ ἐ­νέργεια. Ἐνῷ στὰ ἀντρόγυνα, παρὰ τὴ σωμα­τικὴ ἕνωσι, σπανίως θὰ δῇς ὁμοψυχία, σκεφτῆ­­τε τί θαυμαστὴ ἑνότητα ἀπειργάσατο τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὶς καρδιὲς τῶν δώδεκα ἀπο­στόλων. Ἦταν «ἑνωμένοι τῷ Πνεύματι», κι ἂς βρίσκονταν ὁ ἕνας στὴ ῾Ρώμη, ὁ ἄλλος στὴν Ἀ­φρική, ὁ ἄλλος στὶς Ἰν­δίες, ὁ ἄλλος στὶς στέππες, στὰ ἄκρα τῆς γῆς.
Ποιός τοὺς ἕνωσε; ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς κράτησε ἑνωμένους; μήπως τὸ χρῆμα, ἢ ἡ κοσμικὴ δύ­ναμι, ἡ ἐξουσία, αὐτὰ ποὺ προσωρινὰ μπορεῖ νὰ συνδέσουν ἀκόμα καὶ φαῦ­λα ὄντα; Ὄχι αὐτά. Κάτι πολὺ ἀνώτε­­ρο. Ἐκεῖ­νο ποὺ ἕνωνε τοὺς ἁγίους ἀποστό­λους σὲ ἄρ­ρηκτη ἑνότητα ἦταν ἕνα καὶ μόνο· τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πίστι στὸν ἀναστάντα Χριστό. Πίστευαν ἀκρά­δαντα σ᾽ αὐτόν.
Λέμε κ᾽ ἐμεῖς πὼς πιστεύουμε. Ἐάν, ἀδελφοί μου, εἴ­χαμε ἕνα γραμμάριο, ἕνα μόριο ἀ­πὸ τὴν πίστι τῶν ἁ­γίων ἀποστόλων, τότε τί χάρι θὰ εἴχαμε, τί πλοῦτο, τί ποταμὸ εὐλογι­ῶν, τί δύναμι, τί θαύματα! ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. Γιὰ τὴν πίστι αὐτὴ τῶν ἀποστόλων ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγες λέξεις.

* * *

Γιὰ τὴν πίστι μιλοῦσε τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Ματθ. 16,13-19). Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τοὺς 12 ἀποστόλους ἔ­φυγε, λέει, πολὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πρωτεύουσα, τὴ φωλιὰ τῶν Ἄν­να καὶ Καϊάφα. Συχνὰ σὲ ἀστικὰ κέν­τρα μαζεύεται ὅ,τι σάπιο καὶ πονη­ρό. Σκορπιοί, φίδια, λιοντάρια κι ἀπ᾽ αὐ­τὰ ἀγριώτερη ἦ­ταν τότε ἡ κοινωνία τῶν Ἰεροσολύμων. Ἔ­φυγε λοι­πὸν στὰ βόρεια ἄκρα· βάδισε πρὸς τὰ ἐρημικώτε­ρα, ὅ­πως εἶ­νε τὰ «μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου» (ἔ.ἀ. 16,13).
Μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τῶν πόλεων, ποὺ μπορεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν μεταβάλῃ σ᾽ ἕνα νευρόσπαστο, ἐκεῖ βρέθηκαν, πιὸ κοντὰ στὴ φύσι· κι ὅποιος εἶνε κοντὰ στὴ φύσι, εἶνε πιὸ κον­τὰ καὶ στὸ Θεό. Ἐκεῖ λοιπόν, ποὺ ἀκουγόταν μόνο τὸ θρόισμα τῶν φύλλων, τὰ ῥυάκια νὰ κελαρύζουν καὶ τὸ ἀηδόνι νὰ μελῳδῇ, μακριὰ ἀπὸ τὴ βρώμα καὶ δυσωδία τῆς πόλεως, ἐκεῖ ποὺ ὅλα ἠρεμοῦν, ἐκεῖ ὁ Κύριος ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα, ἕνα πρόβλημα.
Πρόβλημα; Τὸ δυσκολώτερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ προ­βλήματα! Ἀπὸ τὴν ἀπάντησι σ᾽ αὐτὸ ἐξαρτᾶ­ται ἡ αἰώνια εὐτυχία ἢ δυσ­τυχία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε ἐρώτημα στὸ ὁποῖο πρέπει κ᾽ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ν᾽ ἀπαντήσουμε. Δὲν εἶνε ἀπὸ ἐ­­κεῖνα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ μείνουμε ἀδι­άφοροι. Σ᾽ αὐτὸ ἀπήντησαν οἱ προηγούμενες γενεές· γύρω ἀπ᾽ αὐτὸ διεξήχθησαν πεισματώ­δεις ἀγῶνες, ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἱ­στο­ρία. Σ᾽ αὐτὸ ἡ σύγχρονη γενεὰ ἀπαντᾷ κατὰ διάφορο τρόπο. Σ᾽ αὐτὸ θ᾽ ἀπαντήσουν οἱ μελλοντικὲς γενεές· δὲν θὰ ὑπάρχῃ γενεὰ ὑπὸ τὸν ἥλιο ποὺ θὰ μείνῃ ἀδιάφορη. Καλεῖσαι λοιπὸν κ᾽ ἐσύ, Χριστιανὲ ποὺ ἀκοῦς σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ν᾽ ἀ­παντήσῃς· κι ἀπ᾽ τὴν ἀπάντησί σου θὰ ζυγιστῇς, θὰ φανῇ ἂν εἶσαι Χριστιανός.
Ἐκεῖ στὸ ἐρημικὸ μέρος θέτει στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, καὶ σὲ ὅλους μας, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος τὸ ἐρώτη­­­μα· –«Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (ἔ.ἀ. 16,13), τί ἰδέα ἔχει γιὰ ᾽μένα ὁ κόσμος; ῾Ρώτησε τοὺς Δώδεκα. Οἱ μαθηταὶ ἦταν παιδιὰ τοῦ λαοῦ, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του. Ὅπως ὁ σκύλος ἔχει τ᾽ αὐτί του κοντὰ στὸ χῶμα κι ἀ­κούει τὸν ἦχο τοῦ ἐδάφους, ἔ­τσι αὐ­τοί, παιδιὰ τοῦ λαοῦ, εἶχαν τ᾽ αὐτί τους κοντὰ στὰ πλήθη, ἄκουγαν τὶς ἐντυπώσεις, τὴν ἀπήχησι ποὺ εἶ­χε στὰ λα­ϊκὰ στρώματα τὸ πρόσωπο καὶ ὁ λό­γος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε δημόσιος ἄν­δρας ἔτσι κι ἀλλιῶς κρίνεται, θὰ δεχθῇ κριτική· εἶνε ἀδύνατον ν᾽ ἀποφύγῃ τὰ σχόλια.
Καὶ ἀπήντησαν. Διδάσκαλε, λένε, ἀκοῦμε κ᾽ ἐ­μεῖς τὶς γνῶμες. –Ὁ λαὸς σὲ θεωρεῖ ὄχι ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ὅπως τόσα ἄλλα ποὺ πέρασαν, ἀλλὰ σὰν ἕνα μεγάλο ἄνδρα. Λένε ὅτι εἶ­σαι ἕνας Ἰωάννης βαπτιστής, ἢ ἕνας Ἠλίας, ἢ ἕνας Ἰερεμίας, ἢ ἕνας μεγάλος προφήτης.
Ἱ­κανοποιήθηκε ἀπ᾽ αὐτὰ ὁ Χριστός; Ὄχι. Καὶ κάνει τώρα τὸ κυριώτερο ἐρώτημά του· –Ἐσεῖς οἱ μαθηταί μου τί μὲ θεωρεῖτε; Κα­λὰ ὁ κόσμος τέτοια λέει γιὰ μένα· ἐσεῖς τί λέτε; Ἄκρα σιγὴ μέσα στὸ δάσος. Καὶ τότε δόθηκε ἡ ἀπάντησι, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο, τὸ βράχο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στέκεται εἰς αἰῶνας αἰώνων τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μαθηταὶ σιωποῦν· ῥῖγος τοὺς συγκλονίζει. Ἀπαν­τοῦν ὄχι ὅλοι μαζί. Δὲν εἶ­νε μιὰ ἀναρ­χούμενη μᾶζα, εἶνε πειθαρχημένη ἀδελφότης. Ἀπαντᾷ ἐκ μέρους ὅλων ὁ πρω­τοκορυφαῖ­ος Πέτρος, τὸ στόμα τῶν ἀποστόλων· –Ἐμεῖς, Κύριε, δὲν σὲ θεωροῦμε ἕναν ἁ­πλῶς μεγάλο ἄν­δρα· σὲ θεω­ροῦμε κάτι ἀνώτερο, πάνω ἀπὸ τοὺς με­γάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης καὶ ὅλης τῆς ἱστορίας· ἐμεῖς ὁμολογοῦμε, ὅτι –«Σὺ εἶ­σαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ἔ.ἀ. 16,16).
Τότε ὁ Χριστὸς «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι», ὅπως λέει ἀλλοῦ ἡ Γραφή (Λουκ. 10,21). Ἔνιωσε ἀ­γαλλίασι· ἐπιδοκίμασε καὶ ἐπαίνεσε τὴν ἀπάν­τησι αὐτὴ λέγοντας· –Μακάρι­ος εἶ­σαι, Πέτρε. Ἐσὺ ὁ ψαρᾶς, ποὺ ἀσχολεῖσαι μὲ τὰ δίχτυα καὶ δὲν διάβασες βιβλία φιλοσο­φίας καὶ ἱστορίας, βρῆκες τὸ κλειδὶ ποὺ λύνει τὸ πρόβλημα τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Καὶ τὸ κλειδὶ εἶνε ἡ πίστι στὸ Χριστό. Σὲ μακαρίζω, γιατὶ αὐτὸ ποὺ λὲς τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ ποὺ μεθαύριο θὰ γί­νῃ ἡ πέ­τρα καὶ ὁ βράχος ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ στηριχθῇ τὸ οἰκοδόμη­μα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν βγῆκε ἀπὸ ἀνθρώπινη σκέψι· εἶνε ἔλλαμψις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀποκάλυψις τοῦ Πατρός μου· «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριω­νᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷ­μα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» (ἔ.ἀ. 16,17). Τί λόγια εἶν᾽ αὐτά! Ἄχ, ὅποιος διαβάζει τὸ Εὐ­αγγέ­λιο καὶ δὲν δακρύζει, δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται ἄν­θρωπος· καὶ ὅποιος δὲν αἰσθάνεται τὸ μεγα­λεῖο τοῦ Θεανθρώπου, δὲν ἀξίζει νὰ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς. «Πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴν πέτρα», Πέτρο, τὴν ὁ­μο­λο­γία τῆς πίστεως σ᾽ ἐ­μένα, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου, «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύ­σουσιν αὐτῆς», τοῦ ᾅ­δου οἱ δυνάμεις δὲν θὰ τὴ νικήσουν (ἔ.ἀ. 16,18).

* * *

Μία οἰκοδομή, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχει μόνο τοίχους καὶ στέγη· ἡ ἀξία της κρίνεται πρῶτα ἀπὸ τὰ θεμέλια· σπίτι ποὺ ἔχει γερὰ θεμέλια δὲν φοβᾶται τὸ σεισμό, τὴ θύελλα, τὰ ποτάμια. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶνε μία οἰκοδομή· τὴν ἔ­χτισε ὁ Θεὸς καὶ θεμέλιό της εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λφα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶ­τος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀπ. (22,13). Αὐτὸς εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος ἐν πλήρει τελειότητι, ἀλλὰ ὁ Θεάνθρωπος· εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ παντός, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγ­γέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Δεῦτε, ἁμαρτω­λοὶ καὶ ταπει­νοὶ τῆς γῆς, πᾶσα φυ­λὴ καὶ γλῶσσα, σκῦψτε καὶ προσκυνῆστε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖ­ος εἶνε ἡ τελειότης, ἡ ἔκφρασις τοῦ ἀπολύτου, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς Θεότητος.
Ἐπάνω στὴν θεμελιώδη αὐτὴν ἀλήθεια –ὄχι ὅπως παρερμηνεύουν τὸ χωρίο κατὰ Ματθαῖον 16,18 οἱ παπικοὶ θέλοντας νὰ στηρίξουν τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἑρμήνευσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας– στηρίζεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας· ἡ πίστις, αὐτή εἶνε ἡ πέτρα ἐπάνω στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία.
Μὰ ποιά εἶνε ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησιὰ λέμε συχνὰ τὸ ναό. Κυρίως ὅμως Ἐκκλησία δὲν εἶ­νε τὸ κτίσμα, τὸ κτήριο, τὰ ντουβά­ρια, τὰ ὁ­ποῖα αὔριο ἢ ἕνας σεισμὸς ἢ οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι μπορεῖ νὰ τὰ κάνουν ἐρείπια. Ποιά εἶ­νε ἡ Ἐκκλησία; Βλέπεις τὴ μάνα νὰ κρατάῃ στὰ στήθη της τὸ νήπιο ποὺ ψελλίζει «Χριστέ», «Κύριε, ἐλέησον»; βλέπεις τὸ νέο ποὺ ὁμολογεῖ τὸ Χριστό; βλέπεις τὸν ἀσπρομάλλη γέρο ποὺ μπαίνει στὴν ἐκκλησιὰ μὲ τρεμάμενα γόνατα; βλέπεις τὸν ἐργάτη, τὸ χωρικό, τὸν ἐπιστήμονα, τὸν καθηγητή, τὸν ἀξιωματικό, τὸν ἄρχοντα, ποὺ δὲν ντρέπον­ται νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους; Ὅποιος βαπτίσθηκε στὸ ὄ­νομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅποιος πιστεύει καὶ ζῇ ὀρθοδόξως, ἄντρας ἢ γυναίκα, νά ἡ Ἐκκλησία! Ἡ Ἐκ­κλησία δὲν εἶνε σὲ θρόνους· εἶνε θρονιασμένη στὶς καρδιὲς κ᾽ ἔχει ῥίζες βαθειές. Δὲν φοβᾶται διωγμοὺς καὶ πολέμους. Κι ἂν ἀκόμα ἀνοίξῃ ἡ κόλασι καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμονες, κι ἂν ὁ διάβολος κάνῃ γενικὴ ἐπιστράτευσι ἐναν­τίον της, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμείνῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων. Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν, θὰ γίνουν κοσμογονικὲς μεταβολές· ἀλλὰ νὰ εἶ­στε βέβαιοι, ὄχι 100% ἀλλὰ 101%, ὅτι θὰ μεί­νῃ ἄσειστη, σὰν ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο, γιὰ νὰ καλῇ ὅλους «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» (τελ. Ἀνσστ.).

* * *

Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ποὺ τὸ πιὸ σπάνιο πρᾶγμα δὲν εἶνε ὁ χρυ­σὸς ἢ ὁ ἄργυρος ἢ τὰ διαμάντια· τὸ σπάνιο σήμερα εἶνε ἡ πίστις· πολὺ σπάνιος θησαυρός. Γιὰ τέτοιες ἡμέρες εἶπε ὁ Χριστός· «Σὰν ξανάρθω, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι πάνω στὴ γῆ;» (Λουκ. 18,8).
Ἀμφισβητεῖται ἡ ἀξία τῆς πίστεως. Μέσα στοὺς ἑκατὸ εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας πιστεύῃ ὅ­πως διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄλλα πιστεύω ἐ­πικρατοῦν· ἀνθρώπινες θεωρίες καὶ ἰδεολογίες, μὲ φανταχτερὰ ὀνόματα. Διάφορα πιστεύω ἔχουν καὶ πρεσβεύουν οἱ ἄνθρωποι· ἀλλ᾽ ἀνάμέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ ψευδῆ καὶ ἀπατηλὰ πιστεύω σὰν οὐράνιος φάρος ὑψώνεται τὸ Πιστεύω τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας, τὸ Σύμβολο Πίστεως τῶν ἁγί­ων πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ ἀσπάζον­ται κι ὁμολογοῦν ὅλοι ὅσοι εἶνε «τεταγμένοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Πράξ. 13,48).
Λένε γιὰ τὸν φυσικομαθηματικὸ Πασκάλ (1623-1662), ποὺ ἦταν ἰδιοφυΐα, ὅτι στὴν ἀρχὴ δὲν πίστευε. Πίστεψε πότε· ὅταν πῆγε σ᾽ ἕ­να χωριὸ τῆς Βρεττάνης (ἐπαρχίας τῆς Γαλλίας), στάθηκε σὲ μιὰ γωνιὰ στὴν ἐκκλησία καὶ εἶδε ἕνα χωρικὸ ποὺ μπαίνον­τας μέσα δάκρυσε. Αὐτὸ θαύμασε τότε καὶ εἶπε· Δός μου, Χριστέ, τὴν πίστι τῶν χωρικῶν τῆς Βρεττάνης. Αὐτὸ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς.
Χριστέ, δὲν θέλουμε τὶς φιλοσοφίες τοῦ κόσμου – τὰ ξυ­λοκέρατα, τὰ πλούτη – τὴ ματαιότητα. Δός μας, Χριστέ, τὴν πίστι τῶν ἀποστόλων σου, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τὴν πίστι τῶν ἁγνῶν καὶ γενναίων προγόνων μας. Κύριε, «πρόσ­θες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5). Μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς ἀέρα, χωρὶς ἥλιο, χωρὶς νερό, ἀλλὰ χωρὶς τὴν πίστι δὲν ζοῦμε.
Στὸ ἐρώτημα, ποὺ ἀπευθύνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς σήμερα «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;», ἂς ἀπαν­­τήσῃ μόνη της καθεμιὰ ψυχή. Γυρίστε στὸ σπίτι, ἀνοῖξτε τὰ εὐαγγέλια, τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπαντῆστε. Κ᾽ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος κ᾽ ἐσὺ ν᾽ ἀπαντήσουμε ὅπως ὁ Πέτρος· Ναί, Κύριε, πιστεύω ὅτι «σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», τοῦ ἀληθινοῦ· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. ἀποστόλων Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου τὴν 30-6-1969 Δευτέρα πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 18-5-2025.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=118436#more-118436