ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Θρησκευτικές πεποιθήσεις τῶν Ἀφρικανῶν

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἀφρική, παρά τήν εἴσοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέσω τῶν Ἱεραποστολῶν τῆς Εὐρώπης, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὁ Ἀνιμισμός (Ψυχοκρατία). Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία του ὅλα τά ὄντα καί τά φυσικά φαινόμενα εἶναι ἐμψυχωμένα ἀπό πνεύματα. Ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἀφρικῆς διακρίνεται σέ δύο κυρίως ἐποχές: Στήν Ἀποστολική-Πατερική, ἡ ὁποία διαδόθηκε κυρίως στήν βόρειο Ἀφρική, ἀπό τήν Αἴγυπτο μέχρι τό Γιβραλτάρ καί στήν Νεώτερη, στήν ὁποία γεννήθηκαν οἱ Χριστιανικές ἱεραποστολικές Κοινότητες Καθολικῶν και Προτεσταντῶν, κατά τήν ἀποικιακή ἐξάπλωσί τους στίς εὔφορες χῶρες τῆς Κεντρικῆς καί Νοτίου Ἀφρικῆς. Ἡ Βόρειος Ἀφρική, ἐπειδή ἦτο γειτονική μέ τήν Παλαιστίνη δέχθηκε ἀπό τούς πρώτους κιόλας χρόνους τόν Χριστιανισμό.

 Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῆς και διοικητικῆς, κατέστη δεύτερη πόλις τῆς οἰκουμένης, μετά τήν Ρώμη. Ὅταν ἀναδείχθηκε ἡ Κωνσταντινούπολις Νέα Ρώμη, ὁ θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τήν τρίτη θέσι, μετά τίς Ἐκκλησίας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, στήν σειρά τῶν μεγάλων Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλο ἐκκλησιαστικό κέντρο τῆς βορειοδυτικῆς Ἀφρικῆς ἀπετέλεσε ἡ Καρχηδόνα μέ τήν ἡγετική μορφή τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἐπισκόπου Κυπριανοῦ. Στήν περίοδο ἐξάρσεως τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ τά μοναδικά κέντρα πού ἀντετάχθηκαν μέ κύριο ἐκπρόσωπο τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή, ἦσαν ἡ Ρώμη και ἡ βορειοδυτική Ἀφρική. Μέ τήν κατάληψι τῆς βορείου Ἀφρικῆς ἀπό τούς Ἄραβες και τήν ἐπέκτασι τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, ἐξαφανίσθηκε πλέον τό κέντρο τοῦτο τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων.

 Μέ τήν κυριαρχία τῶν Ἀράβων μουσουλμάνων ἀπό τόν 7ον αἰῶνα, δέν παρουσιάσθηκε μέχρι τόν 19ον αἰῶνα καμμία ἱεραποστολική χριστιανική προσπάθεια. Πρώτη προτεσταντική προσηλυτιστική δρᾶσις ἐμφανίσθηκε στην Αἴγυπτο το 1815 διά τοῦ W. Jowett. Ἱεραποστολικές δραστηριότητες νοτίως τῆς Σαχάρας, σημειώθηκαν  ἀπό Εὐρωπαίους ἀποικιοκράτες, οἱ ὁποῖοι παράλληλα μέ τήν ἐκμετάλλευσι τοῦ φυσικοῦ πλούτου τῶν χωρῶν πού κατοικοῦσαν ἐργάσθηκαν παντοιοτρόπως καί γιά τόν ἐκχριστιανισμό τῶν ἰθαγενῶν. Μέ τήν συμμετοχή τῶν χριστιανικῶν ἱεραποστολῶν στά βασικά προβλήματα ἐπιβιώσεως τῶν ἰθαγενῶν τῆς Ἀφρικῆς, ἐδόθησαν μεγάλες εὐκαιρίες ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου τους. Ἱδρύθηκαν σχολεῖα, νοσοκομεῖα, ἱεραποστολικά κέντρα και βοήθησαν σημαντικά στήν πολιτιστική ἐξέλιξι τῶν Ἀφρικανῶν. Αὐτή ἡ ἀφύπνισις τῶν ἰθαγενῶν εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν μεταξύ τους διάρρηξι τῶν φυλετικῶν τους δεσμῶν καί τήν ἔξαρσι τοῦ ἐθνικιστικοῦ τους φρονήματος. 

Τά κράτη πού ζοῦσαν κάτω ἀπό τήν κατοχή Εὐρωπαίων ἀποίκων, ἐπεδίωξαν ἐνίοτε καί μέ αἱματηρές συγκρούσεις τήν ἀπελευθέρωσί  τους. Οἱ λόγοι ἦσαν πολλοί, ὄχι μόνο οἱ φυλετικές διαφορές, ἀλλά και ὁ τεχνητός χαρακτήρας μερικῶν κρατῶν, πού προήρχοντο ἀπό τίς περιοχές κατάκτησης τῶν ἀποικιοκρατικῶν χωρῶν, χωρίς να λαμβάνουν ὑπόψη τήν ἐθνολογική σύνθεσι. Κράτησαν τήν γλῶσσα καί τήν θρησκεία τῶν ἀποίκων, διατηρώντας παράλληλα καί τίς τοπικές τους γλῶσσες, διαλέκτους και θρησκευτικές τους δοξασίες καί τελετές. Συνεχίζουν νά πιστεύουν ὅτι παντοῦ ὑπάρχει ὁ κόσμος τῶν πνευμάτων, τά ὁποῖα μόνον οἱ μάγοι ἠμποροῦν νά τά «δαμάσουν» καί νά τά χρησιμοποιήσουν ἀναλόγως τῶν περιστάσεων και τῆς ἀμοιβῆς τῶν πελατῶν τους. 

Γι᾿ αὐτούς ἡ θρησκεία δεν εἶναι ἕνα σύστημα φιλοσοφικῶν καί μεταφυσικῶν ἐννοιῶν, ἀλλά ἕνα παραδοσιακό ἐργαλεῖο ἀντιμετωπίσεως τῶν καθημερινῶν ζητημάτων τῆς ἐπιβιώσεως. Μπορεῖ νά φαίνεται ἁπλοϊκό, ἀλλά ὅλες οἱ θρησκεῖες, χωρίς ἐξαίρεσι, ἔχουν μία καθημερινή πλευρά ἱεροτελεστιῶν και διαδικασιῶν, δηλαδή ἕνα ὁλόκληρο σύστημα μεταφυσικῶν ἀναζητήσεων, τό ὁποῖον ἀποβλέπει στήν προσαρμογή ἤ τήν ἀνακούφισι ἀπό τίς δυστυχίες πού ἐπιφυλάσσει στόν ἄνθρωπο ἡ ζωή. Ἡ Ἀφρική αὐτή τήν στιγμή ὁμοιάζει μ᾿ ἕνα γίγαντα, σέ ἀσταθῆ ἰσορροπία, πού προσπαθεῖ με ἐσωτερικές ἀνακατατάξεις νά πάρη τήν τελική του μορφή.

Ἡ Ἱστορία καί ἡ ἐξάπλωσις τῆς Μαγείας στόν κόσμο.         Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσι Θεοῦ». Αὐτό σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ἔχει σάν ἀρχέτυπό του τόν Θεό Λόγο σαρκωθέντα. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας λέγει πώς, ἄν ἀφαιρέσουμε τό αὐτεξούσιο ἀπό τόν ἄνθρωπο, τότε παύει νά ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄνθρωπος, ὡς πρόσωπο ἐλεύθερο καί κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος. Οἱ Πρωτόπλαστοι μέσα στόν Παράδεισο ἔκαναν κακή χρῆσι τοῦ αὐτεξουσίου τους. Ἔκαναν ὑπακοή στόν διάβολο, διότι τούς ὑποσχέθηκε νά γίνουν θεοί δίχως τόν Θεό, μέ μαγικό αὐτόματο τρόπο, χωρίς ἄσκησι, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή καί κοινωνία μέ τόν Ἀληθινό Θεό

Ἔτσι τό ἀνθρώπινο γένος ἐξωρίσθηκε ἀπό τόν Παράδεισο, γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο. Ἐκληρονόμησε τόν θάνατο, τήν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί ὑποδουλώθηκε στόν διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι προσδοκοῦσαν κάποιο Λυτρωτή. Καί ὁ Λυτρωτής ἦτο τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.  Ἡ ἔλευσίς Του στόν κόσμο δέν ἔγινε μόνο γιά νά γνωρίσει ἡ ἀνθρωπότης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. (Ἰωάν 20,31). Ἀλλά καί γιά νά διαλύσει τό κράτος τοῦ διαβόλου. Αὐτό ἀναφέρει ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης  στήν πρώτη ἐπιστολή του (3,8) ὅτι "Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου". Ὑπῆρξε καιρός, ὅπου δέν ὑπῆρχε διάβολος, διότι, πρίν πέσει τό τάγμα τοῦ Ἑωσφόρου, ὅλοι οἱ Ἄγγελοι ἦσαν κάτω ἀπό τήν Θεία Χάρι. Ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πρό τῆς πτώσεώς τους, ζοῦσαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Τήν περίοδο ἐκείνη δέν ὑπῆρχε καί μαγεία. Γι᾿ αὐτό μαγεία ξεκινᾶ μέ τήν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, διότι εἶναι ἀποκύημα τῆς παραβάσεως αὐτῶν στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἀπηγορευμένο καρπό.     

 Ἡ μαγεία δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν Χριστιανική μας Πίστι. Δέν ἠμπορεῖ νά ἀπαλλάξη τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ποικίλον κακό, οὔτε πολύ περισσότερο ἀπό τόν θάνατο, πού εἶναι ἡ κορύφωσις τοῦ κακοῦ. Οἱ μάγοι πού εἶναι ὄργανα τοῦ σατανᾶ, συνεργάζονται μαζί του γιά τήν ἐξάπλωσι τοῦ κακοῦ στόν κόσμο. Χρησιμοποιοῦν ὡς μέσα τήν ἀπάτη, τήν ἀφέλεια καί ἄγνοια  τῶν ἀνθρώπων καί τίς ὑποσχέσεις ὅτι ἠμποροῦν νά ἱκανοποιήσουν σέ χρόνο μηδέν τίς πιό βαθειές καί ὀντολογικές ἀνάγκες καί ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου. Παρότι διαφέρουν κατά τόπους τά πρόσωπα καί τά ἀντικείμενα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ μάγοι γιά τήν ἐκπλήρωσι τῶν καταχθονίων σκοπῶν τοῦ σατανᾶ, ἡ θεωρητική τῆς μαγείας εἶναι ἡ ἴδια διά μέσου τῶν αἰώνων.

 Ἡ λέξις μάγος προέρχεται ἀπό τήν παλαιοπερσική λέξι: Magus καί Mogus, δηλαδή προσκυνητής τοῦ πυρός. Ἡ λέξις μαγεία, πού σημαίνει θεολογία τῶν μάγων καί γοητεία προέρχεται ἀπό τό ρῆμα μαγεύω, μαεύω καί μαντεύω. Σύμφωνα μέ κάποιον ὁρισμό μαγεία εἶναι τό σύνολο τῶν δεισιδαιμόνων λόγων, ἐνεργειῶν καί πράξεων, διά τῶν ὁποίων πιστεύει ὁ ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, ὅτι ἠμπορεῖ κατά ὑπερφυσικόν καί μυστηριώδη (σατανικόν) τρόπον νά προκαλέση ἤ νά ἀποτρέψη τό ἀγαθόν ἤ τό κακόν διά τόν ἑαυτό του ἤ καί διά τούς ἄλλους.  Λέγει συχνά ὁ λαός μας: «Αὐτός ξέρει νά μαντεύει τήν ἀλεποῦ», πού σημαίνει ξέρει νά τήν ἀπομακρύνει ἀπό τό κοτέτσι. Ἔτσι τό ρῆμα μαγεύω σημαίνει: Ἐξορκίζω, γητεύω, ἀπομακρύνω, θεραπεύω κάποιον πού ἔχει κυριευθῆ ἀπό τά ξωτικά πνεύματα.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου