ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Οἱ «καραμελίτσες» τοῦ Θεοῦ!

Αὐτή τή φορά εἶχε κάποιο εἰδικό σκοπό, καί γι’ αὐτό πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ κύριος λόγος ἦταν ἡ κουρά ἑνός ἀδελφικοῦ του φίλου. Ὁ δευτερεύων ἀλλά καί αὐτός σημαντικός, ἡ συνάντηση μέ δύο μοναχούς, τόν πατέρα Νικόδημο καί τόν πατέρα Διονύσιο. Μέ τόν πρῶτο, ἤθελε νά συζητήσει κάποια συγκεκριμένα θέματα πού τόν ἀπασχολοῦσαν· ἀπό τόν δεύτερο εἶχε νά παραλάβει κάτι σημαντικό. Ἀφοῦ ἔζησε τήν χαρά, τήν λαμπρότητα καί ταυτόχρονα τήν ἁπλότητα τῆς ἁγιορείτικης ἀγρυπνίας, τή συγκινητική κουρά τοῦ φίλου του, ἀκολούθησε ἡ τράπεζα καί ἦρθε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου, τῆς ἐπιστροφῆς στόν κόσμο.

Ὑπῆρχε ὅμως ἕνα μικρό ἀγκαθάκι, πού σκάλιζε τούς λογισμούς του: δέν συνάντησε τούς δυό μοναχούς. Μιά συνάντηση πού τήν περίμενε δύο χρόνια περίπου. «Ἄς εἶναι... νά εἶναι εὐλογημένο», σκέφτηκε καί πῆγε στό κελλί νά ἑτοιμαστεῖ γιά τήν ἀναχώρηση.

Ἔφυγε τελευταῖος ἀπό τό κελλί. Οἱ δύο ἄλλοι, μέ τούς ὁποίους τό μοιράσθηκε, εἶχαν ἤδη φύγει νά προλάβουν τό καραβάκι. Στήν κρεμάστρα εἶχε μείνει κρεμασμένο ἕνα πουκάμισο. «Νά εἶναι ἄραγε κάποιου ἐκ τῶν δύο;», ἀναρωτήθηκε. Κατηφόρισε καί αὐτός γιά τόν ἀρσανά τῆς μονῆς. Ρώτησε πρῶτα τό Θεοδόση γιά τό πουκάμισο. «Ἀμάν, δικό μου εἶναι, πάω νά τό πάρω...», ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ὑπολόγισε στά γρήγορα τήν ἡλικία τοῦ Θεοδόση, τήν ἀπόσταση ἀπό τή μονή, τήν ἀνηφόρα καί τόν χρόνο πού ἦταν περιορισμένος, καί τοῦ εἶπε, «ἄσε Θεοδόση, θά πάω ἐγώ».

Ὁ τριανταπεντάχρονος Δημοσθένης, ἔβαλε τά «πόδια στόν ὦμο» καί γρήγορα ἔφθασε στό κελλί. Πῆρε στά γρήγορα τό πουκάμισο, καί βγῆκε ἀπό τήν πύλη τῆς μονῆς. Ἐκεῖ τόν περίμενε μία εὐχάριστη ἔκπληξη· συνάντησε τόν πατέρα Νικόδημο. Χάρηκε. Εἶπαν αὐτά πού εἶχαν νά συζητήσουν, τόν ἀποχαιρέτησε καί συνέχισε τόν δρόμο του. Μόλις βγῆκε λίγο παραέξω, τόν περίμενε ἄλλη μία εὐχάριστη ἔκπληξη· συνάντησε τόν πατέρα Διονύσιο. Ἡ χαρά του διπλασιάστηκε. Συζήτησαν, τοῦ ἔδωσε αὐτό πού ἦταν νά τοῦ δώσει καί ἔφυγε, κατηφορίζοντας εὐχαριστημένος γιά τόν ἀρσανά. Ἔδωσε τό πουκάμισο στόν Θεοδόση· ἐκεῖνος συγκινημένος τοῦ εἶπε, «ἦταν τοῦ ἀδελφοῦ μου, πού σκοτώθηκε... σ’ εὐχαριστῶ...».

Ἐπέστρεψε στό χωριό του, καί διηγήθηκε τήν σύντομη, μικρή ἱστορία, ἴσως ἀδιάφορη γιά τούς πολλούς, σέ ἕναν καλό του φίλο, τόν Νεκτάριο. Ἤθελε νά τή μοιραστεῖ μέ κάποιον πού μιλοῦσαν στήν ἴδια «συχνότητα»· ἔνοιωθε πώς ὅ,τι συνέβη δέν ἦταν τυχαῖο. «Τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο στή ζωή μας», τοῦ ἀπάντησε. «Μήν ξεχνᾶς ὅτι ἀκόμη καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας, τίς ἔχει ἀριθμημένες ὁ Θεός[1]. Αὐτές οἱ δυό συναντήσεις ἦταν οἱ ‘‘καραμελίτσες τοῦ Θεοῦ’’, γιά τό μικρό καλό πού ἔκανες...».

Φιλήμονας 



[1] «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί», Ματθ. 10, 30