ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Η υπομονή της αδικίας

Πατερικό ανθολόγιο

Κάποιος μορφωμένος, νομικός, ρώτησε έναν γέροντα ασκητή: «Επειδή θέλω να μάθω, παρακαλώ να μου εξηγήσετε τι πιστεύετε εσείς οι μοναχοί και λέτε ότι δεν πρέπει να δικάζουμε αυτούς που μας αδικούν;»

Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Το να μην αδικούμε όσους μας αδικούν είναι εντολή του Θεού, ο οποίος είπε με το στόμα του προφήτη· “Δική μου είναι η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω, λέει ο Κύριος”  (πρβ. Ιερ. 28:36), όπως επίσης και στο Ευαγγέλιο· “Συγχωρήστε, και θα συγχωρηθείτε” (Ματθ. 6:14). Αυτή η προσταγή υπάρχει σε πολλά σημεία της Γραφής. Ποιος είναι λοιπόν αυτός που έχει ορίσει πιο δίκαιους νόμους και θέλει να κρίνει πριν την ώρα τους αυτούς που αδικούν, σαν να είναι αναμάρτητος;»

Ο μορφωμένος ρώτησε τότε: «Αμαρτάνουν λοιπόν οι άρχοντες που τιμωρούν όσους αδικούν και δίνουν το δίκιο στους αδικημένους;»

Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Δεν αμαρτάνουν οι δικαστές που τιμωρούν τους άδικους, αλλά εκείνοι που τους καταγγέλλουν σε αυτούς και δεν τους αφήνουν στον Θεό. Πρώτον, επειδή κάθε δοκιμασία που τους έρχεται οφείλεται στις δικές τους αμαρτίες και έχει σκοπό να τους οδηγήσει σε μετάνοια και όχι σε εκδίκηση. Και δεύτερον, ακόμη και άδικα να έπαθαν ό,τι έπαθαν, έπρεπε να συγχωρήσουν τον άδικο, σύμφωνα με την προσταγή του Κυρίου, ώστε και οι ίδιοι να συγχωρηθούν και να μην κάνουν τις αμαρτίες τους ασυγχώρητες με την ανταπόδοση.«

» Οι άρχοντες άλλωστε, σύμφωνα με τον απόστολο, δεν προκαλούν φόβο για τα καλά έργα αλλά για τα κακά (Ρωμ. 13:3). Δεν αναγκάζουν τους πιστούς και ευλαβείς να καταγγέλλουν όσους τους αδικούν, ούτε απαγγέλλουν κατηγορία στους ανεξίκακους, επειδή δεν καταφεύγουν στα δικαστήρια όταν αδικούνται. Αποδίδουν δικαιοσύνη σε όσους θέλουν κάτι τέτοιο, εκείνους όμως που για τον Θεό δείχνουν μακροθυμία, τους τιμούν και τους αναγνωρίζουν ως πιο συνετούς. Όπως λοιπόν οι άρχοντες δεν εξαναγκάζουν όσους δεν θέλουν να ζητήσουν τη βοήθειά τους, έτσι δεν αμαρτάνουν και όταν δίνουν το δίκαιο σε εκείνους που καταγγέλλουν τον αντίδικό τους.

» Γι’ αυτό, σοφότατε, είναι ανάγκη, μετά από τους κοσμικούς λόγους και νόμους, να διδαχτείς και τον πνευματικό νόμο και να υπομένεις ως δικά σου τα λυπηρά που σου έρχονται, και εκείνους που σου τα προξενούν να μην τους εκδικείσαι, αλλά να τους αγαπάς και να τηρείς τους νόμους της αγάπης ως προς αυτούς. Γιατί η αγάπη – λέει η Γραφή – δεν λογαριάζει το κακό που της έκαναν, αλλά όλα τα δέχεται· η ελπίδα, η πίστη και η υπομονή ποτέ δεν την αφήνουν (Α’ Κορ. 13:5 και 7). Και αφού κάνει αυτά, δεν μπορεί να δικάζει εκείνον που φαίνεται πως την αδικεί. Στην αγάπη διαφέρουμε ο ένας από τον άλλον, όλοι όμως υστερούμε ως προς την πληρότητά της και ελπίζουμε στη χάρη του Χριστού, για να αναπληρώσει τις ελλείψεις μας, αν βέβαια δεν αμελήσουμε από την πλευρά μας να κάνουμε ό,τι μπορούμε.

» Γι’ αυτό, όσοι είναι σοφοί στα λόγια νομίζουν ότι αμαρτάνουν μόνο αυτοί που αδικούν· οι πνευματικά σοφοί όμως, και όταν αδικούνται, τον εαυτό τους κατηγορούν, αν δεν υπομένουν με τη θέλησή τους τις αδικίες. Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για το ότι οι θλίψεις παρουσιάζονται εξαιτίας παλιού δικού τους σφάλματος – αν και αμάρτημα από αμάρτημα διαφέρει στη βαρύτητα. Όποιος λοιπόν ζητά το δίκιο του, μοιάζει να αποδίδει έλλειψη δικαιοσύνης στον Θεό, ενώ αυτός που υπομένει σαν δική του τη θλίψη που του ήρθε, ομολογεί προηγούμενο σφάλμα του, για το οποίο και κάνει υπομονή όταν πάσχει τα δεινά».

 

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΖ’ (37), σελ. 311. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.