ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Τὸ μπάζωμα τοῦ νοῦ.


Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 6 Μαρτίου 2025.

Στὴν καθημερινὲς προσευχὲς ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ παρατηροῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν καὶ τὴν ἀγνότητα τῶν σωμάτων, παρακαλοῦμε γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν λογισμῶν καὶ τὸ ξεκαθάρισμα τῶν ἐννοιῶν. Ὁ κάθε ἕνας μας, λόγῳ συνειδήσεως -ἄν ἐξακολουθῇ νὰ ὑπάρχει- καταλαβαίνει  ὅ,τι ἄν εἶναι μαύρη ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰ διάφορα ψυχικὰ πάθη (φιλοδοξία, κενοδοξία, ἀρχομανία, ζήλεια, φθόνος, ἐγωϊσμὸς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἄπειρα ποὺ ἔχουμε) ἤ τὰ σώματα μαστίζονται ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη, ὑπάρχει προβλημα. (Ἄν βέβαια τὸ ἀντιλαμβάνεται ἔτσι, διότι συνήθως πλέον τὰ πάθη –καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἐγκλήματα ποὺ κάνουμε, ἀπὸ τὶς δολοφονίες τῶν ἀγεννήτων μέχρι τὴν ἐξόντωσι τῶν ζώντων διὰ τῆς ἐκμεταλεύσεως- τὰ ἐννοοῦμε καὶ τὰ θεωροῦμε «δικαιώματα», τὰ παρουσιάζουμε δημοσίως παρελαύνοντες ὑπερηφάνως, καὶ διὰ τῶν ἀρχόντων-τυράννων τὰ νομιμοποιοῦμε καὶ τὰ ἐπιβάλλουμε). Ὅμως, παρὰ ταῦτα, καθημερινῶς ἀκούγεται ἡ δέησις:

«Τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἁγίασον, τὰ σώματα ἅγνισον , τοὺς λογισμοὺς διόρθωσον, τὰς ἐννοίας κάθαρον...»

Ἵσως τὸ «παράξενο» ἤ τὸ λιγώτερο ἀντιληπτό (γιὰ ὅσους ἀντιλαμβάνονται ἤ θέλουν, πλέον, νὰ ἀντιλαμβάνονται) εἶναι αὐτὸ τὸ «τὰς ἐννοίας κάθαρον». Ἡ ἔννοια εἶναι, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ ἡ ἴδια «ἡ σκέψις, τὸ νὰ συλλογᾶται κάποιος», ἀλλὰ καὶ ἡ «ὑπὸ τῆς διανοίας ἀντίληψις τοῦ περιεχομένου ὄντος τινὸς ἤ φαινομένου», καὶ «τὸ πραγματικὸν, τὸ οὐσιαστικὸν, ἀληθὲς, ἀκριβὲς νόημα ἐκφράσεως, ἤ ἰδιότητος, καταστάσεως ἤ γεγονότος», ὅπως καὶ  «βάσιμος κρίσις, ἔλλογος ἐκτίμησις  καὶ ὀρθὴ ἀντίληψις».

Μὴν βιαστεῖ κάποιος γιὰ εὐκολία νὰ πῇ ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν, εἶναι σχολαστικὰ, εἶναι γιὰ διανοούμενους ἤ «κουλτουριάρηδες», ὅπως συνηθίζεται νὰ λέγεται, ἐμεῖς προσέχουμε τὴ ζωή μας, κάνουμε ὑπακοὴ καὶ δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τέτοια. Γιατί,  τότε, τὸ «τὰς ἐννοίας κάθαρον» ἐπαναλαμβάνεται καθημερινὰ στὴν πλέον συνήθη προσευχή, στὸ ἀπόδειπνο; (καὶ ὄχι μόνον ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ στὶς Ὧρες κλπ στὸ «Ὁ ἐν παντί καιρῷ...»).  Ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτε ἄλλο νὰ ποῦν οἱ πατέρες; Βαττολογία εἶναι;

Ὄχι βέβαια. Οὔτε περιττὰ ἔλεγαν, οὔτε λάθος ἔκαναν, οὔτε ἦσαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου, ὅπως λένε τὰ θύματα καὶ ὄργανά του. Ἤξεραν ὅτι ἄν καθαριστοῦν οἱ ἔννοιες, δηλαδὴ ἄν καθαριστεῖ ἡ ἀντιληπτικὴ μας ἰκανότης, ἄν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ πραγματικὸ, τὸ ἀληθές, καὶ ἀποκτήσουμε ὀρθὴ ἀντίληψι τῶν πραγμάτων· τότε δὲν θὰ εἴμαστε τόσο εὔκολα θύματα οὔτε τοῦ διαβόλου –τοῦ μεγίστου ἀπατεῶνος καὶ ἐγκληματία, οὔτε τῶν ὀργάνων του –σατανιστῶν, αἱρετικῶν καὶ πολιτικῶν ἀπατεώνων καὶ ἐγκληματιῶν. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς», λέγει ὁ Χριστὸς -ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια· ἀλλὰ ὅταν τὸ μυαλὸ ἔχει μπαζωθεῖ ἀπὸ τὶς δηλητηριώδεις προσχώσεις  τοῦ σατανοκινούμενου ποταμοῦ τῆς λεγομένης παιδείας, καὶ ἀπὸ τοὺς παραποτάμους τῆς «ἐνημερώσεως» (τὰ «μαζικὰ» μέσα), τῆς διασκεδάσεως, τοῦ «πολιτισμοῦ» καὶ τῆς «πολιτικῆς»· πῶς νὰ γεννηθῇ ὁ καλὸς λογισμὸς ποὺ θὰ παλαίψει τὰ πάθη καὶ θὰ ὁδηγήσῃ στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ; Ἀντιθέτως ἔρχονται οἱ δολοφονικοὶ λογισμοὶ καὶ καταπληγώνουν καὶ τὴν ψυχή καὶ τὸ σῶμα ὥστε νὰ  φωνάζῃ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὸν Μεγάλο Κανόνα του:

«Ἐξαγγέλω σοι Σωτήρ, τὰς ἁμαρτίας ἄς εἰργασάμην καὶ τὰς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου πληγάς, ἄς μοι ἔνδον μιαιφόνοι λογισμοί, ληστρικῶς ἀναπέθεσαν.» ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Μέγας Κανών. Τρίτη Α΄ ἐβδ. α΄ὥδή

Δέν δένει ἀκριβῶς μὲ τὸ «Τὰς ψυχὰς ἡμῶν ἁγίασον, τὰ σώματα ἅγνισον , τοὺς λογισμοὺς διόρθωσον, τὰς ἐννοίας κάθαρον...»; Ἀπὸ τὶς ἀκάθαρτες ἔννοιες προκύπτουν οἱ ἐγκληματικοὶ λογισμοί καὶ πᾶνε καὶ τὰ σώματα, πᾶνε καὶ οἱ ψυχὲς. Ἐξ ἄλλου τὰ ζοῦμε ὅλα αὐτά, δὲν χρειάζονται, νομίζω, πολλὰ λόγια.

Τὴν Κυριακὴ ἑορτάζουμε(;) τὴν Ὀρθοδοξία. Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δηλαδὴ τὴν σωστὴ δόξα, τὴν σωστὴ πίστι καὶ πράξι, τὶς σωστὲς ἔννοιες, τὶς σωστὲς διατυπώσεις, τὸ πραγματικὸ, τὸ οὐσιαστικὸ, τὸ ἀληθὲς καὶ ἀκριβὲς νόημα τῆς πίστεως.  Στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ ὁποῖο (ἔπρεπε νὰ) διαβάζεται (ἀλλὰ δὲν διαβάζεται) στὶς ἐκκλησίες παρατηροῦμε ὅτι ὅλα ὅσα ἀναφέρονται ὡς αἱρέσεις -ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν ὀρθὴ δόξα τὴν σωστὴ πίστι- ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία, εἶναι ἀποτελέσματα  μολυσμένων ἐννοιῶν, μὲ τὸ παραπάνω περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Δηλαδὴ ἤ θὰ ὑπάρχουν οἱ κεκαθαρμένες ἔννοιες ἤ θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀκάθαρτες, οἱ μολυσμένες, αὐτὲς ποὺ μπερδεύουν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν πλάνη καὶ ἀκολούθως στὸ ἔγκλημα. Φτάνει νὰ ἀλλάξει τὸ νόημα μιᾶς λέξεως καὶ τὸ ἀποτέλεσμα μπορεῖ νὰ γίνει καταστροφικό, εἴτε φαίνεται ἐξ ἀρχῆς, εἴτε ὄχι. Φτάνει ἕνα ἱώτα γιὰ νὰ ἀντιστραφοῦν τὰ πάντα. Ἀπὸ τὸ «ὁμοούσιος» μέχρι τὸ «ὁμοιούσιος» ἡ διαφορὰ εἶναι ἕνα γιώτα. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ «διαφορά» εἶναι ἡ ἄβυσσος μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως.

Εἴδαμε στὶς μέρες μας τὴ  σατανοκινούμενη ἐξουσία τῶν ἐγκληματιῶν νὰ προσπαθῇ νὰ ἀλλάξῃ ἄρδην κάθε ἔννοια, κάθε φυσικὴ καὶ φυσιολογικὴ λειτουργία. Οἰκογένεια, ἀπὸ συμβίωσις ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς, θεωρήθηκε ὁ συμφυρμὸς ἀρσενοκοιτῶν μετὰ κιναίδων, γυναίων μετὰ γυναίων, καὶ παντὸς ἄλλου προσδιορισμοῦ ἐκφύλων καὶ διεστραμένων. Ἐκτὸς  ἀπὸ ἄρσεν καὶ θήλυ θεωρήθηκε φύλο κάθε διαστροφὴ καὶ κάθε ἀνωμαλία καὶ κάθε ψυχοπάθεια. Γιατί ἄραγε; Γιατὶ αὐτοὶ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι ποὺ διαγκωνίζονται νὰ μποῦν στὴν Βουλὴ γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν πατρίδα καὶ τὸν λαό προβαίνουν σὲ τέτοια ἐγκλήματα; Ἀκριβῶς διότι εἶναι σατανοκίνητοι, καὶ ὡς σατανοκίνητοι εἶναι ἐγκληματίες καὶ ψεῦτες, διότι ὁ πατέρας τους ὁ διάβολος ἦτο «ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος» καὶ «πατὴρ τοῦ ψεύδους». Μὴν βλέπετε μόνον τὸν ἀφορισμένο ποὺ παριστάνει τὸν πρωθυπουργό. Οἱ ἄλλοι μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν ἀφοριστεῖ ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλὰ μήπως δὲν εἶναι οὐσιαστικῶς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας; Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τεκμηριωθῇ, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καὶ ἐξ ἄλλου χρειάζεται; Δὲν φαίνεται ἀπὸ μακρυά; Καὶ ὡς σατανοκίνητοι στόχο ἔχουν νὰ ἀνατρέψουν τὸ ὑγιὲς δόγμα. Ποιό εἶναι τὸ ὑγιὲς δόγμα; Αὐτὸ ποὺ παρουσίασε στοὺς ἀνθρώπους ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ μόνος Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ βιώνεται στὸ σῶμα του, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὴν ὁποία πολεμοῦν ὅλοι αὐτοί, καὶ ποὺ Αὐτὸς –καὶ μόνον Αὐτὸς- εἶναι ἡ κεφαλή του, (τοῦ Σώματος) καὶ κανεὶς ἄνθρωπος, Πάπας ἤ Πατριάρχης, ἀλάθητος ἤ πρῶτος ἄνευ δευτέρου.

Ἀλλάζουν τὴν χρήσι τῶν ὀνομάτων –νομίζω ὅτι τὄχουμε ξαναπεῖ- διότι ἄν διαφυλαχθῇ ἡ συνήθης χρήσι τους δὲν θὰ μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς ὑγιοῦς θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, τοῦ ὑγιαίνοντος δόγματος.

«εἰ μὲν ἐπὶ τῆς συνηθείας φυλαχθείη τῶν ὀνομάτων ἡ χρῆσις, οὐδεμίαν ἰσχὺν εὑρήσει πρὸς ἀνατροπὴν τοῦ ὑγιαίνοντος δόγματος»  ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ PG45.449

Ἄν ὅμως μετακινηθοῦν οἱ λέξεις καὶ τὰ νοήματα ἀπὸ τὴν συνήθη κοινὴ καὶ γνωστὴ χρῆσι, εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀνατραπῇ ἡ ὑγιὴς θεώρησις τῶν πραγμάτων, τὰ ὀρθὰ δόγματα.

 «εἰ δὲ τῶν κοινῶν καὶ νενομισμένων διανοημάτων παρακινηθείη τὰ ῥήματα, τῇ περὶ τὴν φωνὴν κακοτροπίᾳ ῥᾳδίως δύνασθαι συγκακουργήσειν τὰ δόγματα». ὅ.π.

Καὶ μπαίνουμε μετὰ σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο, ὅπου ἀπὸ τὶς ἀκάθαρτες ἔννοιες καὶ τοὺς μολυσμένους λογισμοὺς, τὰ πονηρὰ δόγματα, φτάσαμε στὸν τραυματισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, δηλαδὴ στὸν ἀκάθαρτο βίο, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, καὶ μετὰ ὁ ἀκάθαρτος βίος γεννᾶ καὶ αὐξάνει τὰ πονηρᾶ δόγματα.

«Ὥσπερ γὰρ δόγματα πονηρὰ βίον ἀκάθαρτον εἰσάγειν εἴωθεν, οὔτω καὶ διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογμάτων πολλάκις ἔτεκεν» ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 51,252

Καὶ τελικῶς ὁ πονηρὸς βίος, ἡ μαύρη ψυχὴ καὶ τὰ λυσσώντα πάθη κάνουν χώμα, σκόνη τὸν νοῦ.

«Ἠμαύρωσα, τῆς ψυχῆς τὸ ὡραῖον, ταῖς τῶν παθῶν ἡδοναῖς, καὶ ὅλως ὅλον τὸν νοῦν, χοῦν ἀπετέλεσα». ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Μέγας Κανών. Δευτέρα Α΄ ἐβδ. ᾨδὴ β'

Ἕνας νοῦς σκόνη εἶναι χρήσιμο ὑλικὸ γιὰ νὰ χτίσουν τὴν νέα Βαβέλ οἱ σύγχρονοι Βαβυλώνιοι. Ἔτσι ἐπιπλέουν  καὶ ἐπικρατοῦν οἱ δοκοῦντες ἄρχειν καὶ τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖο εἶναι  καὶ τὸ μεγάλο σύγχρονο δράμα μας. Οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ποὺ κάθονται στὶς ἐπισκοπικὲς ἔδρες, καθημερινὰ δοκιμάζονται καὶ ἀποδεικύονται, οἱ περισσότεροι, ψεύτικοι:

«καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς ἀποστόλους εἶναι, καὶ οὐκ εἰσί, καὶ εὗρες αὐτοὺς ψευδεῖς·» ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 2,2

Δὲν μιλοῦν γιὰ τοὺς κιναιδονόμους, δὲν διαμαρτύρονται γιὰ τοὺς φόνους τῶν ἀνθρώπων παντοῦ, μέσα ἀπὸ τὶς κοιλιὲς τῶν γυναικῶν μέχρι τὰ τραίνα, μὲ τὴ φτωχοποίησι τους ἤ τὸ μπόλιασμά τους ἀπὸ τοὺς δαιμονιάρηδες. Ἔχουν γίνει ἕνα μὲ τοὺς τυράννους, ἕνα μὲ τὴν ἐξουσία, καὶ ἔχουν ὑποτάξει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὰ ἐνεργούμενα τοῦ σατανᾶ, στοὺς προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου. Τιμοῦν καὶ συναγελάζονται, ὑποδέχονται καὶ λιτανεύουν εἰκόνες μὲ τοὺς ἐξοχωτάτους βουλευτὰς, ποὺ ψήφισαν τοὺς ἀντίχριστους νόμους. Μὲ τὰ ἔργα τους δείχνουν ὅτι εἶναι νεκροὶ, ὡς πρὸς τὴν πίστι.

«οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ.» ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 3,1

Καὶ ὅμως ὅταν ὁ νοῦς γίνει χώμα, ὅταν οἱ ἔννοιες ἀμαυρωθοῦν καὶ διαστραφοῦν τότε νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι πλούσιος, ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν Θεὸ. Δὲν θὰ ἀργήσει νὰ ἀκούσῃ τὴ φωνὴ ποὺ θὰ τοῦ πῇ:

«λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός.» ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 3,17

Οἱ νεόπλουτοι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, τῆς πολιτικῆς ὀρθότητος καὶ τῆς «σωστῆς πλευρᾶς τῆς ἱστορίας». Ὁ «ἀφρὸς τῆς μωρίας καὶ τῆς ἀγυρτείας» ποὺ αἰκίζεται σὲ πρωθυπουργικὲς ἔδρες, σὲ ἐπισκοπικοὺς θρόνους ἤ σὲ πανεπιστημιακοὺς θώκους καὶ δὲν νοιάζεται μήπως οἱ  τεκτονικὲς πλάκες στὶς ὁποῖες ἐδράζεται κουνηθοῦν ἀπότομα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι, οἱ ἐλεεινοὶ, οἱ πτωχοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ γυμνοί. Καὶ ὅμως αὐτοὶ ὅλοι, ὅποιον δὲν προσκυνᾶ σιωπηλὸς τὰ ἔργα τους, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸν σκοτώνουν, καὶ δὲν ἀποδέχεται τὶς ἔννοιες καὶ τὶς ἀξίες τους, ἀκόμα καὶ ὅταν διαστρέφουν ὁτιδήποτε φυσιολογικὸ, τὸν ἀποκαλοῦν ψεκασμένο καὶ συνωμοσιολόγο καὶ σκοταδιστή... Καὶ ὅμως ὅλοι αὐτοὶ ἐπιβραβεύονται καὶ ψηφίζονται ἀπὸ μᾶς τοὺς ἰδίους...  

Ἐπειδὴ αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν μόνον τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς παπάδες, ἀλλὰ καὶ ὅλους ἐμᾶς τοὺς καλοὺς χριστιανοὺς καὶ πατριῶτες, τῆς πλάκας καὶ τοῦ βολέματος, ἀντιλαμβανόμαστε γιατὶ κανεὶς πλέον δὲν θέλει νὰ ἀκούγονται στὶς ἐκκλησίες τὰ ἀναθέματα καὶ οἱ αἰτιολογίες τους κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, οὔτε ἡ αἰωνία μνήμη ὅσων ἀντιστάθηκαν καὶ προμάχησαν γιὰ τὴν πίστι. Θὰ ἦτο σὰν νὰ ἀναθεματίζουμε τοὺς ἐαυτούς μας γιὰ ὅσα κάνουμε, (αὐτὰ ποὺ ἔκαναν καὶ οἱ αἰρετικοί) καὶ νὰ τοὺς κατηγοροῦμε γιὰ ὅσα δὲν κάνουμε (αὐτὰ ποὺ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες). Ἀλλὰ ποιό εἶναι τὸ πρόβλημα; Τὰ λόγια ἤ τὰ πράγματα, τὰ γεγονότα; Τί νὰ τὸ κάνεις τὸ ὄνομα ὅτι ζεῖς, ὅταν εἶσαι νεκρός; Εἴμαστε τελικῶς κάτι σὰν τὸν Εὔξεινο Πόντο, ἤ τὴν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία.

Μὲ θλίψι βλέπουμε τὴν κατάντια μας. Κορεστήκαμε ἀπὸ τὸ ψέμα. Ἄλλαξαν τὶς ἔννοιες καὶ προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι θὰ ξεδιψάσουν οἱ ψυχές μας ἀπὸ τὰ βρωμόνερα ποὺ κερνοῦν οἱ δειλοὶ, οἱ ἄπιστοι, οἱ βρωμεροὶ φονιάδες καὶ πόρνοι καὶ δηλητηριαστὲς-ἐμβολιαστὲς καὶ οἱ εἰδωλολάτρες  καὶ ὅλοι οἱ ψεῦτες. Ἡ θέσις ὅλων αὐτῶν εἶναι στὴν λίμνη τὴν καιομένη μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι. Στὸν δεύτερο καὶ αἰώνιο θάνατο.

«Τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.» ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 21,8

Μ᾿ αὐτούς θὰ πᾶμε; Θὰ πᾶμε μὲ αὐτοὺς; Μὲ τοὺς ἀπατεῶνες; «Γι᾿ ἄλλα διψᾶ ἡ ψυχή μας γι᾿ἄλλα κλαίει». Διψᾶ γι᾿ ἄλλα; Ἄν διψᾶ γιὰ ἄλλα, τότε Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, λέει: Ἐγὼ σὲ ὄποιον διψᾷ θὰ τοῦ δώσω δωρεᾶν ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ὔδατος τῆς ζωῆς.

«Ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν.» ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 21,6

Μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ψεῦτες καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Γιατὶ νὰ τοὺς φοβώμαστε; Τί θὰ μᾶς κάνουν;

«Τὸν δὲ φόβον αὐτῶν οὐ μὴ φοβηθῶμεν, οὐδ᾿ οὐ μὴ ταραχθῶμεν ὅτι μεθ᾿ ἠμῶν ὁ Θεός.» ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ.

Ἔτσι δὲν λέμε τὴν περίοδο αὐτὴ κάθε μέρα; Ὁ δεύτερος θάνατος εἶναι ὁ σημαντικός. Ὁ πρῶτος, ὅπως αὐτὸν ποὺ ἐπέβαλαν σ᾿ αὐτοὺς ποὺ «θυσίασαν» στὰ Τέμπη, εἶναι ἀναπόφευκτος εἴτε εἶναι δολοφονία, εἴτε τιμωρία, εἴτε φυσιολογικός, εἴτε ἐπιλογή λόγῳ πίστεως.  

«Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς.» ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 2,10

Ὁ δεύτερος, ὅπως λέγει παραπάνω ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν εἶναι ὁ πραγματικὸς καὶ αἰώνιος. Ὁ ἄλλος εἶναι πέρασμα, τὰ δύο δευτερόλεπτα ποὺ λένε αὐτοὶ ποὺ ξέρουν. Εἶναι διάβασις, εἶναι Πάσχα, πρὸς τὸ ὁποῖο πορευόμεθα.

Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 6 Μαρτίου 2025.