«Στον γιατρό», ζωγράφος: Μαρίνα Ιβάνοβα |
Η ταπεινοφροσύνη είναι μία από τις σημαντικότερες χριστιανικές αρετές. Όταν ήρθα κοντά στην πίστη και εκκλησιαζόμουν, μου φαινόταν ότι αυτή η αρετή έρχεται από την αδυναμία, την απροθυμία και την ανικανότητα κάποιου να αγωνιστεί, να αντιμετωπίσει, να ανταπαντήσει στην αδικία.
Και μόνο μερικές αληθινές ιστορίες με έκαναν να καταλάβω με την καρδιά μου και να «συλλάβω» ότι η δύναμη αυτή βρίσκεται στην ταπεινότητα, στην ικανότητα να αποδεχτείς το θέλημα του Θεού, στην πίστη και στο έλεός Του.
Όταν σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, ζούσα στο κεντρικό κτήριο του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας στο Βορομπιόβι Γκόρι. Στο διπλανό δωμάτιο έμενε η Νίνα, μια υποψήφια διδάκτωρ από τη Γεωργία. Ήταν καλή και δεν καβγάδιζε με κανέναν, αλλά κάτι με ενοχλούσε σε αυτή, φαινόταν τόσο σωστή και ήρεμη, ήθελα να την κοροϊδέψω, ακόμα και να την πληγώσω. Συχνά την επισκέπτονταν συγγενείς, και μετά το δείπνο τραγουδούσαν γεωργιανά τραγούδια. Εγώ με τους φίλους μου διασκεδάζαμε, αρχίζαμε να φωνάζουμε δυνατά πάνω στις φωνές τους, να τους παρωδούμε. Οι γείτονες μπερδεύονταν και το τραγούδι σταματούσε. Τότε ήμασταν σίγουροι για την «παντοδυναμία» μας, ότι εύκολα μπορούμε να κάνουμε κάποιον να σωπάσει και να χαλάσουμε γρήγορα την διάθεση. Μια φορά, η Νίνα ήρθε σε μένα, όταν επέστρεφα από πρωινό τρέξιμο και μου έδωσε μια τσάντα με τεράστια, ζουμερά μήλα.
- Σπουδάζεις και δουλεύεις πολύ. Σε είδα στην τηλεόραση στη συνέντευξη Τύπου, πάρε, είναι αληθινές βιταμίνες…
Ντράπηκα. Κάνω άκομψα αστεία, παραποιώ τα συγκινητικά γεωργιανά τραγούδια, θεωρώντας το επίτευγμα, και η γυναίκα αντί να μου φωνάξει ή τουλάχιστον να κάνει μια παρατήρηση ή το λιγότερο, να προσβληθεί και να μη μου μιλάει, με κερνάει μήλα. Σταμάτησα μπροστά στην πόρτα, τραβώντας την τσάντα, ήθελα να ζητήσω συγγνώμη, προσπαθούσα να βρω τις λέξεις, αλλά η Νίνα έφυγε γρήγορα. Φυσικά, δεν ξαναενοχλήσαμε το τραγούδι της γειτόνισσας.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, την Πρασκόβια Προκόπιεβνα. Για μένα εκείνη ήταν παράδειγμα πίστης, καλοσύνης, ταπεινότητας και αγάπης για τους ανθρώπους. Στη θέση της Νίνας θα είχε κάνει το ίδιο: θα είχε ενεργήσει με αγάπη, και όχι με κακία. Η ικανότητά της να συγχωρεί και να είναι ταπεινή, να πιστεύει στο έλεος του Κυρίου, ήταν εκπληκτική. Μια μέρα, σε ένα μαγαζί έκλεψαν το πορτοφόλι της μητέρας μου με όλο της τον μισθό. Γυρίσαμε σπίτι με άδεια χέρια, και κλαίγαμε απ’ τη δυσαρέσκεια και την αδικία, και μόνο η γιαγιά μας παρηγορούσε:
- Ο Κύριος δεν μας αφήνει. Σημαίνει ότι τα χρήματα τα χρειαζόταν περισσότερο κάποιος, μπορεί ο κλέφτης να είναι ένα παιδί που έχει άρρωστη μητέρα. Είναι άσκοπο να απευθυνθείτε στην αστυνομία, έτσι και αλλιώς δεν μπορείτε καν να περιγράψετε τον κλέφτη.
Προσπαθήσαμε να καβγαδίσουμε, λέγαμε φοβερά λόγια για τον κλέφτη, του ευχόμασταν μια σκληρή τιμωρία. Η γιαγιά μας σταμάτησε: κανείς δε χρειάζεται να ευχηθεί το κακό, δεν πρέπει να καταραστείς κανέναν. Το αγαπημένο της επιχείρημα:
- Όταν σταύρωσαν τον Κύριο, οι άνθρωποι -τους οποίους είχε βοηθήσει- γελούσαν, λέγοντας: σώσε τον εαυτό σου. Αλλά λέτε ο Κύριος να κάκιωσε, να έριχνε κατάρες; Ο θυμός φαίνεται τόσο δυσάρεστος στα νεαρά και όμορφα πρόσωπά σας…
Εγώ και η μητέρα μου αρχίσαμε να παραπονιόμαστε ότι θα μείνουμε χωρίς φαγητό για τις επόμενες μέρες, γιατί θέλαμε να μαγειρέψουμε μπορς σε ζωμό κρέατος μια βδομάδα πριν, σταθήκαμε στην ουρά για να αγοράσουμε βοδινό, αλλά το πορτοφόλι εξαφανίστηκε απ’ την τσάντα…Η γιαγιά χαμογέλασε: δε θα λιμοκτονήσουμε.
Το βράδυ ήρθε χωρίς να την περιμένουμε μια παλιά ασθενής της γιαγιάς. Η Προσκόβια Προκόπιεβνα εργαζόταν πολλά χρόνια ως μαία στο Μπακού. Η απρόσμενη επισκέπτρια πριν από 20 χρόνια είχε μια δύσκολη γέννα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να έρθει στη ζωή ένα αγόρι-παλικάρι 4 κιλά. Αυτή η γυναίκα ήρθε με τον άντρα της και τον ενήλικο πια γιο της από το Αζερμπαϊτζάν. Ο γιος υπηρέτησε στον στρατό και επρόκειτο να παντρευτεί και οι γονείς του βρήκαν τη διεύθυνσή μας στη Μόσχα θέλοντας να ευχαριστήσουν τη γιαγιά για τη συνετή δουλειά και τη ζεστή σχέση της με τους ασθενείς. Στο σπίτι μας ήρθαν πολλά καλάθια με φρούτα, ώριμες ντομάτες, έτοιμα ντολμαδάκια, και διάφορα ανατολίτικα επιδόρπια, σε διάφορες επισκέψεις. Ξεχωριστά για τη γιαγιά έφεραν ένα πολυτελές χειροποίητο χαλί. Υπήρχαν αρκετά δώρα, όχι για μια βδομάδα αλλά μέχρι την επόμενη πληρωμή του μισθού. Κι εμείς ήμασταν θυμωμένες και κλαίγαμε που δεν φτιάξαμε μπορς…Οι συμφοιτητές μου βλέποντας τα ώριμα αχλάδια και τα κυδώνια αστειεύονταν: «Δεν μπορεί να γίνει κάτι, ώστε οι επισκέπτες από τον Καύκασο να έρχονται ξαφνικά πιο συχνά;»
Ήταν πολλά τα περιστατικά, όπου η γιαγιά με την ταπεινοφροσύνη της αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο.
Ο αδερφός μου είχε συγγενή καρδιοπάθεια και η παιδίατρος της περιοχής υποσχέθηκε να του κάνει επέμβαση. Ισχυριζόταν ότι ήταν και θαύμα που έζησε μέχρι τα εφτά του χρόνια, αλλά δεν έπρεπε να το ρισκάρει άλλο. Πήγαμε σε όλους τους γιατρούς, από νευρολόγο μέχρι οφθαλμίατρο, έκαναν εξετάσεις, αλλά ο επικεφαλής γιατρός δεν ενέκρινε την επέμβαση, αρνιόταν. Ανησυχούσαμε, προσπαθώντας και με λόγια και με γλυκά και μέσω γνωστών, ακόμα και με ένα φάκελο με χρήματα να πάρουμε την έγκριση του γιατρού. Μάταια.
Μας κυρίευσε απελπισία. Και μόνο η γιαγιά μας μας έλεγε: «Αν ο Κύριος έτσι το έκανε, σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε ταπεινοί και να ελπίζουμε στο έλεός Του». Οι γονείς μου ύψωσαν τη φωνή τους. «Πόση ακόμα ταπεινοφροσύνη να δείξουμε;! Μπορεί να χάσουμε το παιδί, κι εσύ μιλάς για το έλεός σου! Ακόμα πρόσθεσε, όπως αγαπάς: «Ας γίνει το θέλημά Σου!». Η γιαγιά δεν κάθισε να καβγαδίσει, αλλά έφυγε και προσευχήθηκε σιγανά. Ύστερα από ένα μήνα, οι γνωστοί μας κανόνισαν συνάντηση με έναν κορυφαίο καρδιολόγο-χειρουργό, ακαδημαϊκό. Και τότε αποδείχθηκε ότι δε χρειάζεται να γίνει εγχείριση και μάλιστα αντενδείκνυται. Ο επιστήμονας έχοντας μελετήσει το ιατρικό αρχείο, το ιστορικό, είπε ότι σε αυτή την περίπτωση η καρδιά πρέπει να θεωρηθεί ένας μυς που μπορεί και χρειάζεται να εξασκηθεί:
- Ολυμπιονίκης ή απλός αθλητής δε θα γίνει ποτέ. Ας βρει τον εαυτό του σε κάποιο άλλο πεδίο. Αλλά να κολυμπάει, να κάνει ασκήσεις θεραπευτικές με διαλείμματα για ξεκούραση, φυσικά μπορεί. Και θα ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Η γιαγιά είχε και πάλι δίκιο, ενώ εμείς θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να μαλώνουμε για τον γιατρό, να ψάχνουμε άλλους τρόπους προσέγγισής του και είναι άγνωστο πώς θα τελείωναν όλα.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν έμεινα έγκυος μετά τα 40, γνωστοί μου και μερικοί γιατροί με διαβεβαίωναν ότι δεν ήταν ασφαλές να γεννήσω σε αυτή την ηλικία και με ιστορικό ογκολογίας. Όχι με αγένεια, αλλά επίμονα μου υπέδειξαν τη «διακοπή της κύησης». Δε θεωρώ τον εαυτό μου ήρωα, παραδέχομαι ότι ήταν τρομακτικό. Υπήρχε ένα μουρμουρητό μέσα μου: «για τι να γίνει αυτό;» Φοβόμουν να δώσω αίμα και να κάνω τους προγραμματισμένους υπερήχους, φοβόμουν να ακούσω για πιθανή παθογένεια του παιδιού, ανησυχούσα ότι ο οργανισμός μου δε θα αντέξει τον τοκετό. Θυμήθηκα πώς η γιαγιά πίστευε ειλικρινά στο έλεος του Θεού, πώς ήταν ταπεινή μπροστά σε οποιεσδήποτε επιτυχίες, αποκτήματα, δυσκολίες και απώλειες, και σταμάτησα να αμφιβάλω και να γκρινιάζω. Γέννησα ένα γερό παιδί μόνη, χωρίς ιατρική παρέμβαση. Η γέννα ήταν ευκολότερη από την πρώτη, η οποία ήταν στα 22 μου χρόνια, δεν υπήρχαν οι χαρακτηριστικοί πόνοι κατά τη διάρκεια των συσπάσεων, και φτάσαμε λιγάκι αργά στο μαιευτήριο. Οι γιατροί είπαν: «συμφώνησε να μείνει έγκυος τέταρτη φορά, το κράτησε, υπέμεινε σωστά, άξιζε μια ανώδυνη γέννα»
Με στήριζαν και με ενδυνάμωναν η Εξομολόγηση και η Θεία Κοινωνία, οι εορταστικές Λειτουργίες, οι προσκυνηματικές εκδρομές στη Λάβρα του Αγίου Σεργίου. Όταν προσευχόμουν μπροστά στις εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου και άλλων αγίων για μια καλή γέννα, θυμόμουν τα λόγια της γιαγιάς: «Ας γίνει το θέλημά Σου!»
Όταν με ρωτούσαν πώς αποφάσισα να γεννήσω στα 44 μου χρόνια και δε φοβήθηκα, αστειευόμουν: όχι απλώς στα 44, αλλά στα 44 γέννησα το τέταρτο, και δε φοβήθηκα επειδή ο Κύριος είναι πάντα δίπλα.