ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Ὁ Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρας. (1650-1716)

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

(Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης)

Στήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος εἶναι ἕνας ἀπό τίς πιό ἀντιπροσωπευτικές μορφές. Παρότι ἦταν ξένος, διότι καταγόταν κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπό τήν Γεωργία (ἤ Ἰβηρία) ἔζησε καί ἔδρασε στήν Ρουμανία ἐπί 25 χρόνια σάν μητροπολίτης, τυπογράφος καί καλλιτέχνης. Ταυτίσθηκε μέ τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ λαοῦ γενόμενος ὁ ἴδιος ἕνας ἀληθινός πνευματικός του πατέρας.

Ἦλθε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι προσκαλεσμένος ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Μπρινκοβεᾶνο, ἡγεμόνα τῆς Ρουμανικῆς Χώρας (Οὐγγροβλαχίας) (1688-1714).

Δυστυχῶς δέν γνωρίζουμε παρά ἐλάχιστες πληροφορίες ἀπό τήν ἰδιωτική ζωή του. Στήν παιδική του ζωή εἶχε πάρει τό βαπτιστικό του ὄνομα Ἀνδρέας καί οἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Ἰωάννης καί Μαρία.

 

Τά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καί μαθητείας του

Στόν καιρό του, δηλαδή στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος καί ἀρχές τοῦ 18ου, ἡ ὀθωμανική αὐτοκρατορία εἶχε κατακτήσει τίς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, καθώς ἐπίσης καί τήν Γεωργία. Πολλοί νέοι αὐτῶν τῶν κατακτημένων κρατῶν ἐξεριζώνοντο ἀπό τίς οἰκογένειές τους καί ἐγένοντο σκλάβοι τῶν τούρκων. Αὐτό συνέβη καί μέ τόν νεαρό Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος τότε ἦταν ἡλικίας 16 ἐτῶν, γεννημένος πιθανῶς κατά τό ἔτος 1650.

Οἱ αἰχμάλωτοι μεταφέροντο πρῶτα στήν Κριμαία καί ἀπό ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολι, τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καί σέ ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου, ὅπου ἐπωλοῦντο σάν σκλάβοι στά σκλαβοπάζαρα.

Πόσο διάστημα παρέμεινε ὁ Ἀνδρέας αἰχμάλωτος στούς τούρκους καί ἀπό ποιόν ἐξαγοράσθηκε, πρίν νά γνωρισθῆ μέ τόν ἡγεμόνα Μπρινκοβεάνου, δέν ἠμπορεῖ ἐπακριβῶς νά προσδιορισθῆ, δεδομένου ὅτι τίποτε δέν ἀποκαλύπτεται στίς συγγραφές του γιά τήν νεότητά του.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι θαυμαστό σ᾿ αὐτόν ἀπό τήν ἡλικία του αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη διανοητική του εὐφυΐα, ἡ δραστηριότης καί τά ταλέντα μέ τά ὁποῖα εἶχε περικοσμηθῆ στήν ζωή του. Ἔτσι ὄντας ἀκόμη αἰχμάλωτος στήν Κωνσταντινούπολι, ἦταν φυσικό νά μάθη τήν τουρκική γλῶσσα, δίπλα στήν μητρική του, τήν γεωργιανή. Ἐνεργητικός καί ταλαντοῦχος, ὅπως ἦταν, χωρίς ἀμφιβολία, διακρίθηκε εὔκολα ἀνάμεσα στούς ἄλλους αἰχμαλώτους.

Δέν εἶναι γνωστόν, μετά ἀπό πόσα χρόνια ἐλευθερώθηκε καί κανείς δέν γνωρίζει ἀπό ποιόν ἐξαγοράσθηκε. Πολλοί βιογράφοι του διηγοῦνται ὅτι τόν ἐξαγόρασε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἄλλοι ὅμως νομίζουν, καί ἴσως νά ἔχουν δίκαιο, ὅτι αὐτός πού μεσολάβησε γιά τήν ἐλευθερία του, ἦταν ὁ Δοσίθεος, πατριάρχης Ἱεροσολύμων, εὑρισκόμενος τότε σέ ἐξορία στήν Κωνσταντινούπολι, μετά ἀπό αἴτησι πρός τούς τούρκους τῶν Ἁγίων Τόπων.

Ὁ πατριάρχης Δοσίθεος, πολύ δυνατός ἄνδρας καί μέ πολλές προϋποθέσεις, εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἕναν τέτοιο νέον σάν τόν Ἀνδρέα, μεταξύ τῶν ἄλλων θεμάτων, καί γιά τήν μετάφρασι τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Πατριαρχείου του ἀπό τήν γεωργιανή γλῶσσα.

Στό παλάτι αὐτοῦ τοῦ Πατριάρχου, ζώντας σ᾿ ἕνα περιβάλλον, ὄχι μόνο τουρκικό, ὁ νέος αὐτός μέ τό ὀξύ μυαλό του, ἔμαθε καί τήν ἑλληνική γλῶσσα, τήν ἀρχαία καί τήν νέα, ἴσως καί τήν ἀραβική. Ταυτόχρονα ἀσχολήθηκε καί μέ ἄλλες δραστηριότητες γενόμενος καλλιγράφος, διακοσμητής, ζωγράφος καί ἁγιογράφος, ξυλογλύπτης καί λιθογλύπτης καί ἕνας πολύ καλός καλλιτέχνης γιά μινιατοῦρες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ σύγχρονός του Ἀντώνιος Μάριος Κιάρος.

Λαμβάνοτας ὑπ᾿ ὄψιν τήν θεμελιώδη κουλτούρα σέ πολλούς τομεῖς, πού διέπρεψε στίς μεταφράσεις καί στίς προσωπικές του συγγραφές, μποροῦμε νά συμπεράνουμε, μετά τήν ἀπελευθερωσίν του ἀπό τήν δουλεία, εὑρισκόμενος πλησίον τοῦ πατριάρχου Δοσιθέου καί προικισμένος μέ μία πληθωρική ἀπασχόλησι, πού τοῦ προσέφεραν οἱ ἐμπειρίες του ἀπό τά πολλά χαρίσματά του, ὁ νεαρός Ἀνδρέας, ἀκολούθησε ταυτόχρονα καί τό ἑλληνικό σχολεῖο στήν Κωνσταντινούπολι, τό ὁποῖον τόν ἐβοήθησε νά συστηματοποιήσει τό πλῆθος τῶν γνώσεών του, τῶν θρησκευτικῶν καί τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν.

Καθώς μᾶς εἶναι πολύ καλά γνωστό, ὁ πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ ἔζησε μερικά χρόνια στήν αὐλή τοῦ ἡγεμόνος Μπρινκοβεάνου, ὅπως ἔκαναν καί πολλοί ἄλλοι ξένοι, Ἕλληνες ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καί ἀπό τήν Δύσι, κυρίως ἀπό τήν Ἰταλία.

Γνωρίζοντας καλά τίς ἐπιδιώξεις καί τά ὁράματα τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος, ἀπό τήν ἀναγέννησι τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ρουμανικῆς τέχνης, δέν ἀποκλείεται ὁ Δοσίθεος νά κατεύθυνε τήν προσοχή τοῦ ἡγεμόνος ἐπάνω στόν νεαρό Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε ἐντυπωσιάσει μέ τήν δραστηριότητά του καί τά ταλέντα του.  Ἔτσι σάν ἡγεμόνας ἦταν πολύ εὔκολο νά συναντήσει αὐτόν τόν γεωργιανό νεαρό στό παλάτι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά τόν φέρει κατόπιν στήν Χώρα του, τήν Ρουμανία.

 

Ἡ ἄφιξις τοῦ Ἴβηρος Ἀνθίμου στήν Ρουμανική Χώρα

Κατά τούς βιογράφους, τούς πιό ἀντιπροσωπευτικούς, τόν Ν.Σερμπανέσκου καί τόν Γαβριήλ Στρέμπελ, ὁ Ἀνδρέας, ἦλθε στήν Ρουμανία στίς 9 Νοεμβρίου 1688,, χρονολογία ἐνθρονίσεως τοῦ Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου καί τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1691, ὁ Ἄνθιμος ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ πρώτου τυπογράφου στό ἡγεμονικό τυπογραφεῖο στήν πόλι Βουκουρέστι. Τό βιβλίο: «Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος, αὐτοκράτορος τῶν Ἑλλήνων, κεφάλαια 66 πρός τόν υἱόν του, Λέοντα τόν σοφόν», ἦταν ἕνα παραινετικό βιβλίο, μεταφρασμένο ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική στήν νέα ἀπό τόν Χρύσανθο Νοταρᾶ, ἀνεψιό τοῦ Δοσιθέου καί διάδοχό του στόν θρόνο τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.

Πρώτη δραστηριότης τοῦ νεαροῦ Ἰβηρος, ἀφ᾿ ὅτου μπῆκε στήν Ρουμανική Χώρα ἦταν νά μάθη τήν γλῶσσα τῆς νέας δευτέρας πατρίδος του. Τότε ὁ Ἀνδρέας ἦτο ἡλικίας 40 ἐτῶν.

Δύο ἐρωτήσεις δημιουργοῦνται σ᾿αὐτό τό διάστημα τῆς ζωῆς του. Ποῦ ἔμαθε τήν τέχνη τῆς τυπογραφίας καί πότε ἔγινε μοναχός καί ἱερεύς, ἔτσι ὅπως ἀναφέρεται στό πρῶτο βιβλίο πού ἐκτυπώθηκε στό ἡγεμονικό τυπογραφεῖο.

Ἀπάντησις στήν πρώτη ἐρώτησι εἶναι δύσκολο νά δοθῆ, διότι οἱ ἐρευνητές μέχρι τώρα δέν ἔφθασαν στό ποθούμενο ἀποτέλεσμα. Ἔτσι, οἱ εἰκασίες ὅτι ὁ νεαρός Ἀνδρέας-Ἄνθιμος θά διδάχθηκε τήν τέχνη τῆς τυπογραφίας στήν Κωνσταντινούπολι, στό Κίεβο, στήν Μολδαβία, στήν Βενετία εἴτε στήν Τυφλίδα χωρίς ὅμως νά ὑποστηρίζεται αύτό μέ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα.

Ὁ ἐρχομός του στήν Ρουμανία ἔγινε μεταξύ τῆς περιόδου ἀπό Νοέμβριο 1688 καί Ὀκτώβριο 1691, περίοδο στήν ὁποία τό ἡγεμονικό τυπογραφεῖο ἐκυβερνᾶτο ἀπό τόν Μητροφάνη, τόν πρώην ἐπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας Χούς.

Ἠμποροῦμε ἐπί πλέον νά ἐρωτήσουμε: Γιατί δέν μποροῦμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι στήν διάρκεια αὐτῶν τῶν τριῶν χρόνων, ὁ Ἀνδρέας-Ἄνθιμος, ὁ πολυτάλαντος καί ὀξυνούστατος, θά ἠμποροῦσε νά εἶχε διδαχθῆ τήν τυπογραφική τέχνη ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη; Δεδομένου ὅτι ὁ Μητροφάνης ἦταν ὑποψήφιος γιά τήν ἐπισκοπή τοῦ Μπουζέου, (ὅπου καί μετέβη στίς 10 Ἰουνίου 1691), ἔπρεπε νά ἄφηνε ἕνα διάδοχό του στήν διεύθυνσι τοῦ τυπογραφείου, ὅπως φυσικά μᾶλλον καί θά συνέβη.

Αὐτή ἡ ὑπόθεσις ὅτι ὁ Ἀνδρέας-Ἄνθιμος διδάχθηκε τήν τέχνη τῆς τυπογραφίας στήν Χώρα ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη, ὑποστηρίζεται καί ἀπό τόν καθηγητή Μίρτσεα Pacurariu, ἀλλά καί ἀπό ἄλλους βιογράφους του.

Τυπώνοντας τό πρῶτο ἀνωτέρω βιβλίο του γιά τόν Βασίλειο τόν Μακεδόνα, ὑπογράφει ὁ ἴδιος: Ἱερομόναχος Ἄνθιμος».

Στήν δεύτερη ἐρώτησι ποῦ ἔλαβε ὁ Ἀνδρέας συγκεκριμένα τήν κουρά του καί ποῦ χειροτονήθηκε, ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλή: Στήν μητρόπολι τοῦ Βουκουρεστίου. Ὑπό τήν ἐπίδρασι τοῦ ἱερομονάχου Μακαρίου, μεγάλου ἐκκλησιάρχου τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ καί μέ τήν προτροπή τοῦ μητροπολίτου Θεοδοσίου, εἰσῆλθε στόν μοναχισμό καί μετ᾿ ὀλίγον ἔγινε καί ἱερεύς.

Αὐτοί οἱ δύο κληρικοί, ὁ ἱερομόναχος Μακάριος καί ὁ μητροπολίτης Θεοδόσιος εὑρίσκονται μόνιμα στό προσωπικό του σημειωματάριο, μετά τούς γονεῖς του, Ἰωάννη καί Μαρία.

Πρίν ἀκόμη περιγράψουμε τήν δραστηριότητα τοῦ Ἀνθίμου στό Βουκουρέστι καί στήν μονή Σναγκώβ (πλησίον τοῦ Βουκουρεστίου) εἶναι ἀπαραίτητο νά γράψουμε πρῶτα τήν πολιτιστική καί κοινωνική κατάστασι τῆς Ρουμανικῆς Χώρας ἐκείνου τοῦ καιροῦ, στήν ὁποία ἀναφέρεται συχνά ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος στίς διδαχές του.

 

Ἡ πολιτιστική κατάστασις τῆς Ρουμανικῆς Χώρας κατά τήν ἄφιξι τοῦ Ἀνδρέου-Ἀνθίμου στήν ἡγεμονική κατοικία τοῦ Βουκουρεστίου.

Ἡ πολιτιστική κίνησις, πού εἶχε ἀρχίσει ἀπό τόν ἡγεμόνα Σερμπᾶνο τόν Κατακουζηνό, συνεχίσθηκε καί διωργανώθηκε σέ βάθος ἀπό τόν ἡγεμόνα Μπρινκοβεάνου, μέ διδασκάλους καί ἀνθρώπους τῆς τέχνης, πού συναθροίζοντο στήν κατοικία τοῦ ἡγεμόνος. Συναντῶντο ἐκεῖ δύο πολιτιστικά ρεύματα μέ τήν ἐπίδρασι τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, ἰδιαίτερα ἀπό Ἕλληνες καί Ἰταλούς.

Οἱ πρῶτοι ἐκπρόσωποι ἦταν τοῦ Δοσιθέου πατριάρχου Ἱεροσολύμων καί Χρυσάνθου Νοταρᾶ, ἀνεψιοῦ του καί διαδόχου στόν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων.Ἦταν: οἱ Γεράσιμος Παλλάδας, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, Ἀθανά-σιος ὁ 4ος Δάμπας, πατριάρχης Ἀντιοχείας, Ἰωάννης Καρυοφίλλης, Ἰωάννης Κομνηνός, ὁ καθηγητής Σεβαστός Κυμιντίτης καί ἄλλοι. Τό πνεῦμα τῆς Δύσεως ἀντιπροσωπεύετο ἀπό τούς μέσῳ τοῦ Ἀντωνίου Μαρίου Κιάρου, τόν γραμματέα τοῦ ἡγεμόνος Μπρινκοβέανου, γιά τίς γλῶσσες τίς Δύσεως, τόν ἰατρό Ἰάκωβο Πυλαρινό, τόν Γεώργιο Μαϊότα, τόν ἱερέα π. Ἰωάννη Ἀβραμίου, πού ἦταν κήρυκας στήν ἡγεμονική κατοικία καί ἄλλοι.

Οἱ ἑλληνικές πολιτιστικές ἐπιδράσεις ἦταν πολύ εὐεργετικές γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς ρουμανικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία εἶχε ταλαιπωρηθῆ τότε ἐξ αἰτίας τῆς καλβινικῆς διδασκαλίας καί προπαντός ἀπό τίς ἐπίμονες ἀντιδράσεις τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν βοήθεια τῶν διοικητῶν τῆς Αὐστροουγγαρίας, εἶχαν ἑνώσει ἕνα μέρος τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανίας ἀπό τήν Τρανσυλβανία μέ τήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης.

Πρός ἐνίσχυσιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ρουμανικοῦ πολιτισμοῦ ὁ ἡγεμών Κωνσταντῖνος Μπρινκοβεᾶνος διωργάνωσε καί συντηροῦσε στό Βουκουρέστι μερικά σχολεῖα: Τήν ἡγεμονική Ἀκαδημία, πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν θεῖο του, τόν Σερμπᾶνο Καντακουζηνό στά κελλιά τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα, τήν σχολή στήν σλαβωνική γλῶσσα πού λειτούργησε στήν παλαιά ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί τήν σχολή στό μοναστήρι  Κόλτσεα.

Στίς πρῶτες ἐποχές οἱ ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες ἐγένοντο στήν σλαβωνική γλῶσσα. Ὅταν ἀδυνάτισε ὁ Σλαβισμός, τόν διαδέχθηκε ἡ ἑλληνική γλῶσσα. Αὐτές οἱ δύο γλῶσσες ὅμως δέν ἦσαν κατανοητές ἀπό τόν λαό καί μάλιστα οὔτε οἱ λειτουργοί ἱερεῖς, πού τίς χρησιμοποιοῦσαν, δέν τίς κατανοοῦσαν. Ἀπ᾿ αὐτή τήν λυπηρά κατάστασι λυτρώθηκαν οἱ ἱερεῖς καί ὁ ρουμανικός λαός μέ τήν εἰσαγωγή τῆς ρουμανικῆς γλώσσας στήν λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ἀμέριστη φροντίδα τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Μπρινκοβεάνου, πού βοηθήθηκε κατά ἕνα μέγιστο ποσοστό ἀπό τόν ἅγιο Ἄνθιμο, σάν μεταφραστή, τυπογράφο καί ἱεράρχη, καθ᾿ὅσον ἐγνώριζε τίς ἐλλείψεις καί τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν.

 

Ἡ κοινωνική κατάστασις τῆς Ρουμανικῆς Χώρας στήν μπρινκοβεάνικη ἐποχή

Γύρω στό ἔτος 1700, μερικές ἀρχοντικές οἰκογἐνειες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Καντακουζηνούς, κατέλαβαν μεγάλες ἰδιοκτησίες ἀπό τό ἔδαφος τῆς Χώρας. Οἱ ἡγεμόνες ἐνέκριναν τά προνόμια αὐτῶν τῶν ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν, εἰς πεῖσμα τῶν σκλαβωμένων χωριῶν καί τῶν χωρικῶν, οἱ ὁποῖοι, πτωχοί καί ταλαίπωροι, φορτώθηκαν τώρα μέ βαρειές φορολογίες, τῶν ὁποίων τό νούμερο ἔφθανε στόν θαυμαστό ποσό τῶν 42 πουγγιῶν (;). Σ᾿ αὐτά προστέθηκαν καί οἱ καταχρήσεις τῶν εἰσφοροπρακτόρων.

Πῶς ἐχρησιμοποιοῦντο τά πελώρια αὐτά ποσά πού ἔμπαιναν στό θησαυροφυλάκιο τῆς Ἡγεμονίας;

Ἕνα ἱκανό μέρος ἀπ᾿ αὐτά ἐδαπανᾶτο στήν ὁδό τοῦ λιμανιοῦ, γιά τήν ἀγορά ὀψωνίων καί γιά τό χαράτσι.

Ἄλλο μέρος ἐχρησιμοποιεῖτο γιά τό νοικοκυριό τῆς Χώρας καί γιά τά πολλά μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς ἡγεμονίας. Ἐπίσης γιά τήν μεγάλη ἀξία τῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί τῆς ἁγιογραφίας. Πολλά ἐξ ἄλλου ἐδαπανῶντο γιά τήν συντήρησι καί λειτουργία τῶν σχολείων, τά περισσότερα τῶν ὁποίων ἦσαν στό Βουκουρέστι.

Ἐπίσης ἐβοηθοῦντο καί τά πτωχά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τά ὁποῖα ἦσαν ὑπό τήν δουλική ἐξουσία τῶν τούρκων.

Τέλος, ἕνα μεγάλο μέρος ἀπ᾿ αὐτά ἐδαπανῶντο γιά τήν συντήρησι ἱκανοῦ ἀριθμοῦ οἰκογενειῶν τοῦ Μπρινκοβεάνου καί τῶν προσωπικοτήτων ἀπό Ἀνατολή καί Δύσι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μέ ἔξοδα τοῦ Ἡγεμόνος.

 

Ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος τυπογράφος στό Βουκουρέστι καί στό Σναγκώβ

Τά τρία πρῶτα χρόνια ἀπό τῆς ἀφίξεώς του στήν Χώρα, παράλληλα μέ τήν ἐκμάθησι τῆς ρουμανικῆς γλώσσας, ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος ἔλαβε τήν διεύθυνσι τοῦ τυπογραφείου ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη καί θέτοντάς το σέ λειτουργία, ἐτύπωσε 4 βιβλία:

1)   Τό 1691, στά ἑλληνικά, τό ὁποῖον περιέχει διδασκαλίες τοῦ Ἕλληνος αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος πρός τόν Υἱόν του Λέοντα τόν Σοφόν.

2)   Τό 1692 ὁμοίως στά ἑλληνικά, πού περιέχει τήν Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Παρασκευῆς τῆς Ἐπιβατινῆς καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου.

3)   Τό 1693 τό ἑλληνορουμανικό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖον εἶναι τό πιό μνημειῶδες ἔργο μέσα ἀπό ὅλη τήν τυπογραφική δραστηριότητα τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου.

4)   Τό Ψαλτήριο, στήν ρουμανική γλῶσσα μέ ὅλες τίς ἐπεξηγήσεις του, τό ὁποῖον τυπώθηκε τό 1694.

Ἐάν στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του παρακαλεῖ ὁ Ἄνθιμος νά τύχει συγχωρήσεως γιά τά λάθη του, δεδομένου ὅτι δέν ἔχει εἰδικευθῆ καλά στήν γνῶσι τῆς ρουμανικῆς γλώσσας, μετά ἕνα χρόνο, τό 1694, μετά τήν ἐκτύπωσι στά ρουμανικά τοῦ βιβλίου τῶν Ψαλμῶν, πού προωριζόταν νά διανεμηθῆ σάν δῶρο «γιά μεγάλη ὠφέλεια καί πνευματική σοφία τῶν ἀναγνωστῶν», φαίνεται ὅτι εἶχε κατακτήσει τήν ρουμανική γλῶσσα, ἀφοῦ εἶχε γράψει καί ἐπεξηγήσεις καί ἐρμηνεῖες στό τέλος τοῦ βιβλίου τῶν Ψαλμῶν.

Τό ἔτος 1694 ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος μετέβη στό μοναστήρι Σναγκώβ, παίρνοντας μαζί του ἕνας μέρος ἀπό τά τυπογραφικά του ἐργαλεῖα ἀπό τό Βουκουρέστιο.

Δύο ἔργα εἶχε νά ἐκτελέσει στό Σναγκώβ: Νά ἱδρύσει ἕνα τυπογραφικό κέντρο γιά τήν βοήθεια τῶν χριστιανῶν, πού ἦσαν κάτω ἀπό τήν τουρκική κυριαρχία καί νά ἀξιοποιήσει τό μοναστήρι, πρώην τόπο ἐξορίας γι᾿ αὐτούς πού ἔσφαλλαν ἀπέναντι στόν ἡγεμόνα, μέ σκοπό νά τό ἐπισκευάσει καί νά τό ἀπαλλάξει ἀπό τά ἐρείπιά του, μέσα στά ὁποῖα ὑπῆρχε.

Στήν ἀρχή βοηθήθηκε ἀπό τόν Ἡγεμόνα ἀλλά καί μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του ὁ π. Ἄνθιμος ἀνώρθωσε κτιριακῶς τό μοναστήρι μέσα σέ ἑπτά χρόνια,ἀφοῦ ἐκοπίασε σάν ἡγούμενος μέ μία μεγάλη ἄνθησι, περιγράφοντας τίς ὡραιότερες σελίδες σ᾿ ὁλόκληρη τήν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ Καθιδρύματος, μετά τούς πρώτους Κτίτορες.

Ἵδρυσε ἐδῶ μία σχολή τυπογραφίας, ὅπου διδάχθηκαν τήν τέχνη ὁ Γεώργιος Ραντοβίτσι, ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος Φλώρου καί ὁ Μιχαήλ Ἰστβανοβίτσι καί ὅπου τυπώθηκαν 14 βιβλία, μερικά ὑπογεγραμμένα ἀπ᾿ αὐτούς τούς μαθητές του. Ἑπτά ἀπ᾿ αὐτά εἶναι στήν ἑλληνική γλῶσσα, τέσσαρα στήν ρουμανική, ἕνα στήν σλαβωνική, ἕνα στήν ἑλληνορουμανική (βλάχικη) καί ἕνα στήν ἐλληνοαραβική. Ἡ ἀραβική γραφή δημιουργήθηκε σέ ψηφίδες ἀπό τόν ἴδιο τόν π. Ἄνθιμο.

Ἀνάμεσα στά ἄλλα τυπογραφικά βιβλία στό Σναγκώβ εἶναι καί τό ἀξιοσημείωτο βιβλίο: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία», στήν ἑλληνική γλῶσσα, πού εἶναι ἕνα ἑλληνικό ἀνθολόγιο, ὅπου περιέχονται ἡ Παρακλητική, τό Μέγα Ὠρολόγιο, τό Τριώδιο καί τό Πεντηκοστάριο, ἄνθη χαρισματικά τά ὁποῖα διεδραμάτισαν ἕνα μεγάλο ρόλο στήν ἱστορία τοῦ ρουμανικοῦ πολιτισμοῦ, καθώς καί τό ἑλληνοαραβικό Ἱερατικόν, ἕνα ἀπό τά πιό σπουδαῖα βιβλία ἀπ᾿ ὅσα ἐκτυπώθηκαν στό τυπογραφεῖο τοῦ Ἀνθίμου.

Ἀπό τό ἔτος 1701, πολύ καρποφόρο στήν τυπογραφική διακονία, ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος, ὄντας εὐχαριστημένος ἀπό τήν ἡγουμενική του διακονία στό Σναγκώβ, μεταφέρθηκε στό Βουκουρέστι, ἀναδιωργάνοντας τό ἔργο τοῦ τυπογραφείου, πού εἶχε σταματήσει στήν πόλι ἀπό τό 1694.

Οἱ πραγματικές αἰτίες τῆς ἐπιστροφῆς του στό Βουκουρέστι δέν μᾶς εἶναι ἀκριβῶς γνωστές, ἀλλά πιθανολογεῖται ὅτι ἔγινε λόγος γιά ραδιουργίες, στίς ὁποῖες, λέγουν, ὅτι συμμετεῖχε καί ὁ ἀθῶος Ἄνθιμος, σχετικά μέ τήν προστασία τοῦ ἡγεμόνος Μπρινκοβεάνου, τήν 13ην Ἰανουαρίου 1712.  «.....οὔτε τό μοναστήρι τοῦ Σναγκώβ τό κατέλαβα μέ τήν βία. Ἰδού τί ἐργάσθηκα ἐκεῖ ἐπί ἑπτά χρόνια, τί ἔργα ἔκαμα (ὄχι μόνο ἀπό τά ἔσοδα τῆς κατοικίας, άλλά κι ἀπό τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μου), ἔργα τά ὁποῖα μαρτυροῦν σέ ὅλους, μακάρι καί στήν Ὑψηλότητά σου, ὅτι δέν βγῆκε κάτι ἀπό ἐκεῖ γιά τήν τσέπη μου, ἀλλά οἱ αἴτιοι τῆς ἐξόδου μου, θ᾿ ἀπολογηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξῆλθα ἀπό τήν μονή μέ τιμή καί σέ κανέναν δέν ἔδωσα κάποια ἀφορμή, διότι εἶναι φανερό τί ἔργα ἔκαμα καί μόνο προσέθεσα. Δέν κατέστρεψα τίποτε, ἀλλά οὔτε καί χρέη ἄφησα».Ὥριμος πιά ἄνδρας ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος ἔμεινε ἡγούμενος στό Σναγκώβ ἑπτά χρόνια, ἐνῶ ἀπό τό 1701 δέν ἐργαζόταν αὐτός ἐδῶ, ἀλλά στό τυπογραφεῖο τοῦ Βουκουρεστίου. Τό τυπογραφεῖο τοῦ Σναγκώβ εἶχει παύσει νά λειτουργεῖ καί τό 1705 διαλύθηκε.

Ἐπιστρέφοντας στό Βουκουρέστι ὁ ἄξιος Ἄνθιμος ἐδημιούργησε μέσα στήν περίοδο 1701-1705 μία καρποφόρα δραστηριότητα. Εἶναι μία φωτεινή περίοδος, στήν ὁποία ἀναγνωρίσθηκε ἡ μεγάλη του θεολογική καί πολιτιστική κατάρτισι καί στήν ὁποία κερδίζει τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἡγεμόνος, τῆς Αὐλῆς ὅλων τῶν διανοουμένων, κυρίως τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στήν αὐλή τοῦ Ἡγεμόνος.

Σ᾿ αὐτά τά χρόνια, στό τυπογραφεῖο τοῦ Βουκουρεστίου ἐξεδόθησαν 15 βιβλία, ἀπό τά ὁποῖα τά 11 εἶναι στήν ἑλληνική γλῶσσα, 2 στήν ρουμανική, 1 στήν σλαβορουμανική καί 1 στήν ἑλληνοαραβική. Ἀπό τά δύο βιβλία τῆς ρουμανικῆς γλώσσης, ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ πρώτη ὁλοκληρωμένη ἔκδοσις, πού διανεμήθηκε στήν Ρουμανική Χώρα.

Μέ τίς πιέσεις πού ἀσκήθηκαν ἀπό τό περιβάλλον τῆς καθολικῆς έκκλησίας εἰς βάρος τῆς ρουμανικῆς Ὀρθοδοξίας, γύρω στό ἔτος 1701, ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων τῆς ἐπαρχίας Ρίμνικου-Βίλτσεα κατηγορήθηκε καί καταδικάσθηκε γιά καταπάτησι ἐκκλησιαστικῶν Κανόνων καί γιά τήν συμπάθειά του πρός τούς Καθολικούς, γιά τά ὁποία ἔχασε τήν ἀξιοπρέπειά του.

 

Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρας, ἐπίσκοπος Ρίμνικου τῆς ἐπαρχίας Βίλτσεα

Σ᾿ ὅλη τήν δραστηριότητά του μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνος ὁ Ἄνθιμος εἶχε ἀναδειχθῆ σάν ἕνας ἀπό τούς πιό ἐκλεκτούς ἐκπροσώπους τοῦ πολιτισμοῦ, ὡς ἕνας ἔμπειρος τυπογράφος καί καλλιτέχνης καί, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀναγέννησι τῆς μονῆς Σναγκώβ, ὡς ἕνας καλός νοικοκύρης.

Ἦταν πολλά τά μάτια πού ἔβλεπαν τά πραγματοποιούμενα ἔργα, πού ἐξήρχοντο ἀπό τήν ὁμάδα τοῦ ἀξίου πατρός Ἀνθίμου.

Ἡ χαρά καί ἡ ὁμόφωνη τιμή πρός τόν Ἄνθιμο ἐκ μέρους τοῦ Ἡγεμόνος, τῆς Αὐλῆς του, τοῦ Γέροντος Πατρός του καί τοῦ σοφοῦ Μητροπολίτου Θεοδοσίου, ὡδήγησαν τά πράγματα στήν ἐκλογή τοῦ Ἀνθίμου σέ ἐπίσκοπο τοῦ Ρίμνικου, σάν διαδόχου τοῦ Ἱλαρίωνος. Ἔτσι, στίς 17 Μαρτίου 1705 χειροτονήθηκε ἀρχιερεύς.

Ἔτσι, ἦταν ὁ πιό κατάλληλος καί ἀξιόθεος νά καταλάβη αὐτή τήν ἱεραρχική διαβάθμισι στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία αὐτός ὁ ταπεινός Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος δέν ἐπεδίωξε καί δέν ἐπεθύμησε μία τέτοια τιμητική θέσι. Τό μαρτυρεῖ αὐτός ὁ ἴδιος στήν ἀπολογία του πρός τόν Ἡγεμόνα Μπρινκοβεάνου στίς 13 Ἰανουαρίου 1712: «Στήν ἐπισκοπή τοῦ Ρίμνικου, ἀδιάψευστος μάρτυς μου ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τά κρυπτά τῆς καρδίας μου, ὅτι οὔτε στό ὄνειρό μου δέν φαντάσθηκα νά γίνω ἀρχιερεύς, γνωρίζοντας καλά τόν ἑαυτό μου ὅτι εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος, περισσότερο άπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς. Ἀλλά ἀπό ἐνωρίτερα ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶ τά πάντα πρός τό καλλίτερο, Αὐτός ἤθελε νά μέ ἀνυψώσει ἐμένα τόν πτωχό ἀπό τήν γῆ καί ἀπό τήν λέρα καί νά μέ θέσει ποιμένα τοῦ λαοῦ του. Ἐγώ τί ἠμποροῦσα κατόπιν νά κάνω; Ὑποτάχθηκα στόν Κύριο καί τόν παρεκάλεσα νά μέ βοηθήσει. Ἐγκαταστάθηκα ἐκεῖ καί έργάσθηκα περίπου τρία χρόνια. Ὅ,τι ἔκαμα ἐκεῖ (ὄχι ἀπό τά ἔσοδα τῆς Ἡγεμονίας ὅσο ἀπό τούς δικούς μου ἱδρῶτες), εἶναι φανερό σέ ὅλους. Ἡ ἔξοδός μου ἀπό τήν ἐπισκοπή δέν ἔγινε μέ τήν θέλησί μου. Ἤμουν ἐκεῖ ἀναπαυμένος, ἔστω καί μέ τίς τόσες δοκιμασίες πού περνοῦσα. Ὅμως ἐξῆλθα μέ τιμή καί δέν μέ κατηγόρησε κανείς, οὔτε χρέη ἄφησα, ὅπως ἔκαναν ἐκεῖνο τόν καιρό.

Ἀφοῦ δέχθηκε τήν διαποίμανσι τῆς ἐπισκοπῆς Ρίμνικου ὁ ἄξιος ἐπίσκοπος Ἄνθιμος πρῶτα πρῶτα ἐφρόντισε νά ἀπομακρύνει ὁριστικά τήν ἐπίδρασι τοῦ καθολικισμοῦ, πού προϋπῆρχε ἀπό τούς προκατόχους του. Κατόπιν ἀγωνίσθηκε μέ ὅλες τίς δυνάμεις του γιά τήν εἰσαγωγή ἐκμαθήσεως ξένων γλωσσῶν, τῆς σλαβωνικῆς καί τῆς ἑλληνικῆς, ἐνῶ στίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες εἰσήγαγε τήν ρουμανική, τήν ὁποίαν κατανοοῦσε ὁ λαός καί αὐτή ἡ κατανόησίς της μποροῦσε καί πνευματικά νά βοηθήση τόν λαό διότι τά κακά πάθη μόνο κι ἀπό τήν ἀκοή φονεύονται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Γιά τήν πρόοδο αὐτῶν τῶν σπουδαίων ἔργων, τό πρῶτο ἔτος τῆς ἐπισκοπῆς του ἐγκατέστησε στό Ρίμνικου τυπογραφεῖο μέ ψηφίδες τοῦ ρουμανικοῦ καί ἑλληνικοῦ άλφαβήτου, χρησιμοποιῶντας ἕνα μέρος ἀπό τά ἐργαλεῖα τοῦ τυπογραφείου τοῦ Σναγκώβ, πού ἦταν καρπός τῶν κόπων του, ὅπως συνήθιζε νά λέγει.

Στά τρία χρόνια, πλήν δύο μηνῶν τῆς διακονίας του στό Ρίμνικου τυπώθηκαν μέ τήν προσωπική του φροντίδα 10 βιβλία. Τό πρῶτο ἐλέγετο: «Ὁ τόμος τῆς χαρᾶς», στά ἑλληνικά, πολύ σπουδαῖο ἔργο μέ δογματικό περιεχόμενο, τό ὁποῖον ἀνάμεσα στά ἄλλα καταπολεμεῖ ἐκ θεμελίων τό πρωτεῖο τοῦ πάπα. Αὐτό, πράγματι, εἶναι τό δεύτερο τυπωμένο βιβλίο ἐναντίον τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Μετά τό βιβλίο: «Φῶς», στήν ρουμανική γλῶσσα γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, πού ἐκδόθηκε στό Σναγκώβ τό 1699.

Ἀκόμη στήν ἐπισκοπή τοῦ Ρίμνικου τυπώθηκε ἕνα Ἀνθολόγιο, τό ὁποῖον περιέχει ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες γιά ὅλο τό ἔτος. Ἀκόμη περιέχει διδασκαλία γιά τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί μία ἄλλη ἐργασία γιά τούς ἱερεῖς πολύ βοηθητική γιά τήν Ἱερά ἐξομολόγησι καί τό Εὐαγγέλιο.

Ὁμοίως πολύ σπουδαῖο εἶναι καί τό ρουμανικό Εὐχολόγιο, μεταφρασμένο ἀπό τά ἑλληνικά ἀπό τόν Θεοφιλέστατον ἐπίσκοπο Ἄνθιμο καί τυπωμένο ἀπό τόν λόγιον Μιχαήλ Istvanovici καί εἰδικά προωρισμένο γιά τούς ἱερεῖς. Αὐτό τό βιβλίο προστέθηκε κοντά στά ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία τῆς ρουμανικῆς γλώσσης καί τυπώθηκε τό 1706.

Ἀπό τόν πρῶτο καιρό τῆς ποιμαντορίας του ὁ ἅγιος Ἄνθιμος ἀπορροφήθηκε πολύ ἀπό τήν διοικητική όργάνωσι τῆς ἐπαρχίας του, ἀπό τήν ἐπίβλεψι τοῦ τυπογραφείου του, τό ὁποῖον καί ἐμπιστεύθηκε στόν μαθητή του τόν ὑποδιάκονο Μιχαήλ Istvanovici. Ἐκτυπώθηκαν ἔτσι στήν ρουμανική γλῶσσα, ἐκτός ἀπό τό Εὐχολόγιο, ἡ Ἀκολουθία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μέ τόν Παρακλητικόν της Κανόνα γιά τούς Πιστούς, ἡ Παρακλητική στήν σλαβορουμανική γλῶσσα τό 1706-1707. Ἐπίσης ἐκδόθηκε τό βιβλίο: «Λόγος στό σωτηριῶδες Πάθος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἕλληνος λογίου Γεωργίου Μαΐότα, διδασκάλου τῶν παιδιῶν τοῦ Ἡγεμόνος.

Ἡ σκέψις νά βοηθήση στήν ἐπικράτησι τῆς ρουμανικῆς γλώσσης στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τίς τυπογραφικές του δραστηριότητες στό Σναγκώβ, ἄρχισαν νά καρποφοροῦν.

Καί στήν Τρανσυλβανία, ὁ Σάββας Brancovici ἐπιθυμώντας νά διαφύγει ἀπό τήν ξένη ἐπίδρασι τῶν ἑλληνορύθμων (οὐνιτῶν) χρησιμοποίησε παρόμοια μέτρα ἐν ὄψει τῆς μικροσυνόδου τοῦ 1675.

Μετά τό 1706, ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἄνθιμος θυσίασε πολύ χρόνο νά μεταφράσει βιβλία ἀπό τά ἑλληνικά, τά ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ ἔδινε στούς μαθητές του νά τά ἐκτυπώσουν. Εἶναι ὅμως πολύ ἀπησχολημένος καί μέ τίς ἀνάγκες τῆς Ἐπισκοπῆς του, γιά τήν ἀξιοποίησι τῆς περιουσίας της, τήν ἀγορά ἄλλων γαιῶν, δασῶν, ἀμπέλων ἀπό τά ἔσοδα τῶν ὁποίων μποροῦσε πλέον νά ἐπισκευάσει ἐκκλησίες καί νά οἰκοδομήσει καινούργιες.

Τήν περίοδο τῆς ποιμαντορικῆς του διακονίας ἔλαβε χώρα καί ἡ ἐπισκευή καί ἁγιογράφησις τῶν μονῶν Κόζια καί Γκόβορα. Ὁ ἴδιος προσωπικά ἐκοπίασε, ἐπίσης καί γιά τήν ἀνακατασκευή τῆς μονῆς Σουρπάτελε καί τῆς ἐκκλησίας τῆς σκήτης Χοταράνι.

Στήν μονή Γκόβορα ἀναμνηστική μορφή τοῦ ἐπισκόπου Ἀνθίμου εἰκονίζεται στόν νότιο τοῖχο τοῦ νάρθηκος μέ ἀρχιερατικό μανδύα, πού λέγεται, ὅτι εἶναι ἡ παλαιότερη ἀπεικόνισις τῆς μορφῆς του.

Ἐάν θά παρέμενε ἐπίσκοπος στό Ρίμνικου ὁ ἅγιος, θά ἐφρόντιζε γιά τήν ἀρτιώτερη λειτουργία τοῦ τυπογραφείου του, ἀλλά καί θά ὡλοκλήρωνε καί τήν ὀργάνωσι τῆς ἐπαρχίας του μέ τίς καλλίτερες προϋποθέσεις. Παρουσιάζεται ὅμως τήν ἐποχή αὐτή μία αἰτία ἕνεκα τῆς ὁποίας ἀναγκάζεται νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τό Ρίμνικου, χωρίς τήν θέλησί του, μετά ἀπό δύο χρόνια καί δέκα μῆνες διακονίας.

Τί εἶχε συμβῆ; Εἶχε πεθάνει ὁ γέροντας μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας Θεοδόσιος καί εἶχε ἀφήσει διαθήκη του ὅτι θέλει ὡς διάδοχόν του τόν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο.

 

Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρας μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας

Τό Χρονικό τοῦ λογοθέτου Ράδου Greceanu μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἡγεμών Κωνσταντῖνος Μπρινκοβεᾶνος ἔστειλε τόν Γρηγορέσκου στό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά νά ζητήσει ἔκδοσι ἀποφάσεως γιά τήν μετάθεσι τοῦ Ἀνθίμου ἀπό τό Ρίμνικου στό Βουκουρέστι σάν μητροπολίτου. Αὐτό τό ἔγγραφο τῆς μεταθέσεως ὑπογεγραμμένο ἀπό τόν πατριάρχη Κυπριανό τόν Φεβουάριο τοῦ 1708 ἐστάλη στήν  διεύθυνσι τοῦ Ἀνθίμου, ἐν ἀντιθέσει μέ τό πατριαρχικό γράμμα τῆς πτώσεώς του ἀπό τήν άρχιερωσύνη, τό 1716. Ἀλλά γι᾿ αὐτό τό ἀφοριστήριο Γράμμα καί γιά τό μαρτυρικό τέλος τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου θά ὁμιλήσουμε ἀργότερα. Τώρα εἶναι καιρός τῆς ἐνθρονίσεώς του σάν μητροπολίτου τῆς Οὐγγροβλαχίας.

Ὁ ἴδιος χρονογράφος, Ράδος Greceanu, λέγει ὅτι: «Στίς 22 φεβρουαρίου, ἀφοῦ ἡ ὑψηλότης του ὁ ἡγεμών ἐξῆλθεν ἀπό τήν Λειτουργία...ἦταν ἡ πρώτη Κυριακή τῆς Νηστείας, ἡ ὁποία λέγεται στά ἑλληνικά τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔστειλε ἡ ὑψηλότης του τόν ἄρχοντα Στέφανο Καντακουζηνό, μεγάλο ταχυδρόμο μέ τήν πιό ἐπίσημη ἡγεμονική καρότσα καί μέ σπουδαία πομπή νά ὑπάγουν στήν μητρόπολι καί νά τόν προσκαλέσουν (Ἄνθιμο) νά ἔλθη στήν μεγάλη αὐλή, ὅπου συγκεντρώνοντο στήν μεγάλη σκάλα, καί γινόταν ἡ συνάντησις μέ τήν ὑψηλότητά του, τόν ἡγεμόνα. Ἐκεῖ ἡ ὑψηλότης του, ἀσπάσθηκε τό χέρι τοῦ ἐπισκόπου, τόν προσεφώνησε μέ ἕνα ὡραῖο λόγο καί τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια νά ἔλθει πλέον στό Βουκουρέστι σάν μητροπολίτης.

Ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος ἀπήντησε μ᾿ ἕνα θαυμαστό λόγο, τόν ὁποῖον ἐδιάβασε στά ρουμανικά, ἕνα σπουδαῖο κείμενο γιά ἐκεῖνον τόν καιρό. Ἐνώπιόν του τόν ἄκουαν δύο πατριάρχες, πολλοί ἕλληνες ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι καί ἐξεπλάγησαν διότι ἡμποροῦσε ὁ γεωργιανός ἐπίσκοπος Ἄνθιμος νά ἐκφράζει στά ρουμανικά τά ὑψηλά του αἰσθήματα.

Στόν λόγο του αὐτόν, πού ἦταν  γεμᾶτος ἀπό πνευματική γνῶσι, ταπείνωσι καί σοφία, ὁ νέος μητροπολίτης ἀνέφερε: «Ὁ Θεός μέ ἀνεζήτησε, παρά τήν μικρότητά μου καί ἄχρηστη ζωή μου, χωρίς νά ἐνθυμηθῆ τήν πτωχεία μου καί τήν ξένη καταγωγή μου...ἀλλά μέ ἐκάλεσε τό πλούσιο καί ἀπέραντο ἔλεός Του....καί μέ ἀνύψωσε, ἐμέ τόν ἀνάξιο σ᾿ αὐτό τό μεγάλο ὕψος τῆς ἀρχιερωσύνης. Καί ἐστάλην στήν ὑψηλότητά σας γιά νά εἶμαι ποιμήν, πατήρ πνευματικός, ἱκέτης πρός τόν Κύριον γιά τήν καλή ὑγεία καί τήν σωτηρία σας...νά φροντίζω γιά τίς ἀνάγκες σας καί νά εἶμαι ὁ παρηγορητής στήν ἔξοδό σας ἀπό τήν φρικτή βαβυλωνιακή δουλεία τοῦ κόσμου αύτοῦ...καί μαζί μέ τήν ὑψηλότητά σας νά ἀντιμετωπίσουμε ὅλα τά κακά πού φέρει ἡ ὥρα καί ὁ χρόνος, ἔργο γιά τό ὁποῖον ἔχω καθῆκον νά ἀγρυπνῶ μέ προσοχή καί χωρίς ὀκνηρία, ἡμέρα καί νύκτα καί σέ κάθε στιγμή...ἀκόμη ἔχω καθῆκον νά σᾶς διδάσκω καί νά σᾶς κατευθύνω μέ φόβο Θεοῦ στήν εὐθεῖα ὁδό.

Καί ἡ Ὑψηλότης σας ἔχετε καθῆκον, αὐτά τά ὁποῖα θά μάθετε καί θά γνωρίσετε, ἐκτός ἀπό τήν ὑποκρισία καί τήν πονηρία, σᾶς προτρέπω νά τά δεχθῆτε καί νά τά ἐφαρμόσετε γιά τήν προσωπική σας πνευματική ώφέλεια καί τῶν ὑπηκόων σας, διότι αὐτή τήν ὑπακοή πού κάνετε σέ μένα, τήν κάνετε στόν Ἴδιο τόν Χριστό».

Αὐτό εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπό τό ἀξιοτίμητο κείμενο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διαφωτιστικό γιά τήν ποιότητα τῆς ἀρετῆς τοῦ νέου μητροπολίτου, πού διαλαλεῖ γιά τήν ἀλήθεια καί τήν χάρι του.

Στό τέλος τοῦ λόγου του ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος ὀνομάζει τόν ἡγεμόνα Κωνσταντῖνο «δικό μας ἡγεμόνα, εὐεργέτη τοῦ λαοῦ μας» καί τοῦ εὔχεται «νά ὑποτάξει ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια τῆς Ὑψηλότητός του», ἐνῶ στούς ὑπηκόους του εὐχήθηκε «τίμια καί καθαρή ζωή μέ εἰρήνη καί ὑγεία».

Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν ἑορτή ὁ νέος μητροπολίτης τῆς Ρουμανικῆς Χώρας ἄρχισε τήν καλή ποιμαντική του δραστηριότητα, μέ ὅλες τίς δυνάμεις καί τήν εὐφυΐα του σάν διευθυντής τῶν ἐκτυπώσεων, μεταφραστής λειτουργικῶν βιβλίων καί ὑπέρμαχος γιά τήν πλήρη ἐπικράτησι τῆς ρουμανικῆς γλώσσης στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διδάσκαλος τῶν κληρικῶν, καλός διακυβερνήτης τῆς περιουσίας τῆς Μητροπόλεως, κτίτορας, ἐθνικός πατριώτης καί πολιτικός ἄνθρωπος.

Σάν μητροπολίτης εἶχε δύο ἕδρες, ὅπως καί ὁ ἡγεμών Μπρινκοβεάνου εἶχε δύο πρωτεύουσες: Τό Βουκουρέστι καί τήν Τιργκόβιστα.

Στήν ἀρχή τῆς νέας ἀξιοπρεποῦς μητροπολιτικῆς ποιμαντορίας του ὁ Ἄνθιμος μετεκόμισε τό ἐργαστήριο τῆς τυπογραφίας ἀπό τό Ρίμνικου στήν Τιργκόβιστα. Τόν ἴδιο καιρό ἐπίσης, μέ τήν σύμφωνη γνώμη καί τοῦ Ἡγεμόνος, ἔστειλε τόν Μιχαήλ Istvanovici, τόν πιό ἀφοσιωμένο μαθητή του, στήν Γεωργία γιά νά ἐγκαταστήσει ἐκεῖ ἕνα τυπογραφεῖο, τότε πού βασιλεύς ἦταν ὁ Vachtang ὁ 4ος καί ἐξετύπωσε γιά τούς ἐκεῖ χριστιανούς δύο βιβλία: Τό 1709 ἕνα Εὐαγγέλιο, περικεκοσμημένο μέ γκραβοῦρες, πού μᾶλλον εἶναι ἔργο ἀπό τό χέρι τοῦ Ἀνθίμου καί τό 1710 ἄλλο βιβλίο: Τό λειτουργικό. (Ἱερατικόν).

Σπουδαῖα γεγονότα σημειώνονται ἐκεῖνο τόν καιρό. Αὐτά εἶναι ἡ τυπογραφική δραστηριότητα τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου, ἡ σύγκρουσίς του μέ τόν Ἡγεμόνα καί ἡ φιλονεικία του μέ τόν Χρύσανθο  Νοταρᾶ, πατριάρχη Ἱεροσολύμων.

 

Ἡ σύγκρουσις τοῦ Μητροπολίτου μέ τόν ἡγεμόνα Κωνσταντῖνο

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ μητροπολίτης ἀπεχθανόταν τούς τούρκους, διότι πολλές φορές αὐτοί ἐρήμωσαν μέ τόν στρατό τους τήν πατρίδα του, τήν Γεωργία κι αὐτός ὁ ἴδιος ὑπέφερε στήν δουλεία τους. Εὑρισκόμενος τώρα στήν Ρουμανική Χώρα ἔβλεπε τήν λαιμαργία τους: ὅτι δέν ἠμποροῦν νά χορτάσουν μέ τά ἀμέτρητα πουγκιά ἀπό χρυσό πού ἔπαιρναν ἀπό τό χαράτσι καί ἀπό τούς βαρεῖς φόρους πού ἔβαζαν στά προϊόντα τους.

Ἀπό τό ἄλλο μέρος, στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, μέ τσάρο τόν Μέγα Πέτρο, ὑψωνόταν ἡ μεγάλη χριστιανική δύναμις τῶν Ρώσσων. Τό καλοκαίρι τοῦ 1711, ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος κι ἕνα μέρος ἀπό τούς συνεργάτες του ἀπεφάσισαν νά συμμαχήσουν μέ τούς Ρώσσους σέ ὑπάρχοντα πόλεμο κατά τῶν τούρκων. Ἡ στάσις τοῦ Μπρινκοβεάνου ἦταν διφορούμενη, περιμένοντας  ἀπό ποιό μέρος θά πάει ἡ ζυγαριά τῆς νίκης στόν πόλεμο. Σέ μία νύκτα, ὁ σπαθάριος Θωμᾶς Καντακουζηνός, γενναῖος ἀξιωματικός τοῦ ἡγεμόνος Κωνσταντίνου, ἐπέρασε μέ ἕνα τμῆμα ἱππέων ἀπό τά βουνά Βράντσεα στήν Μολδαβία πρός τό μέρος τῶν Ρώσσων. Ὁ ἡγεμόνας πεπεισμένος γιά τίς ραδιουργίες πού τοῦ ἐμηχανεύοντο στό παλάτι ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου, ὅτι μέ τήν συμβουλή τοῦ Ἀνθίμου ὁ Θωμᾶς ἐπρόδωσε τόν Ἡγεμόνα του καί δραπέτευσε πηγαίνοτας στούς Ρώσσους, διέταξε νά ἐκθρονίσουν τόν Μητροπολίτη ἀπό τόν θρόνο του.

Σ᾿ αὐτή τήν δύσκολη κατάστασι, ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος κατά βάσιν ἤθελε τό καλό τῆς Χώρας καί εἶχε ἁγνές σκέψεις ἀπέναντι στόν Ἡγεμόνα, μή θέλοντας νά καταδικασθῆ ἀδίκως, σ᾿ αὐτή τήν ἱστορικά δύσκολη στιγμή, πού θά ἐπρόκειτο νά γίνη ἐχθρός τοῦ Ηγεμόνος, ἐτόλμησε κι ἔγραψε τίς ἑπόμενες ἐπιστολές, τίς ὁποῖες προσεκόμισε προσωπικά στόν ἴδιο τόν ἡγεμόνα.

 

Ἐπιστολή τοῦ Ἄνθίμου στόν ἡγεμόνα,

 γραφεῖσα στίς 13 Ἰανουρίου τοῦ 1712

Τήν Κυριακή τό βράδυ, ὁ πολυφωτισμένος ἡγεμόνας Κωνσταντῖνος Μπασαράμπ Μπρινκοβεᾶνος, ἔχοντας προετοιμασθῆ γιά διάφορα περιστατικά πού τοῦ συνέβησαν αὐτόν τό  καιρό, πῶς δηλαδή νά τά ἀντιμετωπίσει μέ τήν διδασκαλία καί τήν δική μας συμβουλή καί ὄντας ἡ ὑψηλότης του πιεζόμενος ἀπό μερικά μεγάλα ἐκκλησιαστικά καί λαϊκά πρόσωπα, γεμᾶτα ἀπό ἀντιζηλία καί κακία ἔστειλε σ᾿ ἐμᾶς μήνυμα μέ τήν ἐντολή τοῦ Πνευματικοῦ του, ἐπισκόπου Νύσσης κ. Μητροφάνη Θασίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν ἁγιορείτης ἀπό τήν Μονή Διονυσίου νά παραιτηθῶ μέ τήν θέλησί μου καί νά ἐγκαταλείψω τόν θρόνο καί νά ἐξέλθω ἤ ἐάν δέν δέχομαι, θά ἔλθη ὁ ἴδιος νά μέ ἐκθρονίσει διά τῆς βίας καί νά γράψει στήν Μεγάλη Χώρα (Κωνσταντινούπολι) νά μέ καθαιρέσουν.

Γι᾿ αὐτή τήν ὑπόθεσι ἐγώ, πηγαίνοντας στήν αὐλή του τήν Τρίτη τό βράδυ καί συνομιλώντας μυστικά μέ τήν Ὑψηλότητά του, τοῦ εἶπα ὅτι παραιτοῦμαι ἀπό τήν θέσιν μου μέ τό θέλημά μου καί τήν ἴδια ὥρα τοῦ ἔδωσα καί ἐπιστολή μέ 12 μικρά κεφάλαια, τήν ὁποίαν ὑπέγραψα ἐδῶ γιά νά ὑπάρχει καί στούς διαδόχους, γιά ἀνάμνησι καί γιά νά γνωρίζουν τά τεκταινόμενα καί τήν ἀθωότητά μου. Ὁ Κύριος  εἶναι ὁ φωτισμός μου καί ὁ Σωτήρας μου (Ψαλμ.26).

Αὐτή τήν ἐπιστολή τήν ἐναποθέτω στήν διάκρισι τῆς Ὑψηλότητός σου καί παρακαλῶ σάν ἕνας ἐλεήμων καί ἐραστής τοῦ Θεοῦ πού εἶσαι νά τήν διαβάσεις χωρίς βιασύνη, μέ πραότητα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πραοτάτου Χριστοῦ μας καί ὅλα τά γραφόμενά μου νά τά κρίνεις μέ ἀμεροληψία, μέ δικαιοσύνη γιά νά εὕρης τήν πραγματική ἀλήθεια καί νά βγάλεις ἀπό τήν καρδιά τῆς Ὑψηλότητός σου αὐτό τόν «γύψο» διότι δέν εἶμαι (ξέρει ὁ Κύριος) ὅπως μέ κατηγοροῦν στήν Ὑψηλότητά σου καθώς μέ σχολιάζουν στούς ἐχθρούς μου καί ἔχω τήν ἐλπίδα στόν Θεό ὅτι θά ἀποκαλύψει τήν δικαιοσύνη μου χωρίς ἀργοπορία ὅτι ἐγώ ἐν μέσω ἀδικίας Κύριε, εὑρέθηκα, ἀλλά Σύ, ἐλέησόν με. Γνωρίζω ὅτι οἱ ἐχθροί μου, ὁμιλοῦν ἀδίκως ἐναντίον μου, ἐναντίον τοῦ εὐεργέτου μου, πού εἶσθε Ὑμεῖς Ὑψηλότατε, καί ὅλα αὐτά τά λέγω χωρίς νά παραμορφώνω τήν ἀλήθεια:

1)Ἐάν ἐγώ ἐσκέφθηκα πονηρά γιά τήν Ὑψηλότητά σου ἤ γιά τά μέλη τῆς οίκίας σου ἤ ἔχω κάποιο κακό λογισμό νά πράξω (ὅσο ἐπιτρέψει ὁ Πολυέλεος Κύριος νά ζήσω ἐπί τῆς γῆς) στήν ζωή τῆς Ὑψηλότητός σου ἤ μετά τήν πολύχρονη (εὔχομαι) περίοδο τῆς ἡγεμονίας σου, νά εἶμαι ἐγώ ὑπό τόν σκληρόν δεσμόν τοῦ ἀφορισμοῦ. Ἐάν δέν ἔχω κάνει τέτοια παράνομα ἔργα, πού ἀνέφερα, τότε νά εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ὡμίλησαν κακῶς ἐναντίον τῆς Ὑψηλότητός σου (ἐπάνω στήν ἀθωότητά σου) ἀπό πεῖσμα καί περιφρόνησι.

2)Ἐάν ἐγώ ὡμίλησα στήν ἐκκλησία (κηρύττοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ) ἤ ἔξω σέ Μυστήριο ἤ ἐνώπιον τῆς Ὑψηλότητός σου ἤ σέ κάποια ἄλλη δεδομένη στιγμή λόγο πού ἦταν ἐνάντια στήν Ὑψηλότητά σου, τό ἔκαμα ἀπό τό καθῆκον μου, καί ὄχι ἀπό πονηρία γιά νά σέ πληγώσω, σωματικά ἤ ψυχικά.

3)Ἐγώ δέν ἦλθα στήν Ρουμανική Χώρα μέ τήν θέλησί μου, οὔτε ἀπό κάποια ἔλλειψι ἤ δυστυχία καί πτωχεία μου, οὔτε μπῆκα στό μοναστήρι τοῦ Σναγκώβ μέ τήν βία. Ἰδού ἄλλωστε τί ἔπραξα στά ἑπτά χρόνια στά ὁποῖα ἔμεινα ἐκεῖ (ὄχι τόσο ἀπό τά ἔσοδα τῆς ἡγεμονίας σου, ὅσο ἀπό τούς προσωπικούς μου ἱδρῶτες). Αὐτά τά ἔργα μαρτυροῦν σέ ὅλους, εἴθε καί στήν ὑψηλότητά σου, νά μήν ἐξέλθης ἀπό ἐδῶ ἐάν δέν τά γνωρίσεις, καί ὅσοι ἦταν ἐναντίον ἐμοῦ καί τοῦ ἔργου μου, ν᾿ ἀπολογηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἰδού τώρα ἐξέρχομαι μέ τιμή καί σέ ἄλλο τίποτε δέν δίνω σημασία, διότι εἶναι φανερό τό τί ἔκαμα καί τί προσέθεσα, δέν ἐγκρέμισα, οὔτε τά καθήκοντά μου ἄφησα.

4)Στήν ἐπισκοπή τοῦ Ρίμνικου, ἀψευδής μάρτυς μου εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τά κρυπτά τῆς καρδίας μου ὅτι οὔτε στό ὄνειρό μου δέν φαντάσθηκα νά γίνω ἀρχιερεύς, γνωρίζοντας τόν ἑαυτό μου ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀφ᾿ ὅτου ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶ καί ὀργανώνει τά πάντα πρός τό καλλίτερο, ἤθελε ἔτσι νά γίνει τό θέλημά του, θά ἐγερθῶ ἐγώ ἀπό τό χῶμα ὁ πτωχός καί βρωμισμένος νά ἀντιδράσω; Ἀφοῦ Αὐτός μέ ἔβαλε νά εἶμαι ποιμένας τοῦ λαοῦ του, τί θά ἠμποροῦσα νά κάνω; Ὑποτάχθηκα στό θέλημά του καί τόν ἱκέτευσα νά μέ βοηθήση.

Ἔμεινα ἐκεῖ τρία χρόνια, ἐκτός δύο μηνῶν. Τί ἔργα ἐκαμα ἐκεῖ (ὄχι τόσο μέ χρήματα τῆς ἡγεμονίας σου, ὅσο μέ προσωπικούς μου κόπους καί ἱδρῶτες) εἶναι γνωστά σέ ὅλους.

Ἡ ἀπομάκρυνσίς μου ἀπό τό Ρίμνικου δέν ἔγινε μέ τό θέλημά μου. Ἤμουν ἀναπαυμένος μέ ὅσα ἔκαμα καί μοῦ ἀρκοῦσαν οἱ στενοχώριες πού συναντοῦσα καθημερινά. Ἀπομακρύνθηκα μέ τιμή, χωρίς νά δώσω δικαίωμα σέ κανέναν, οὔτε ἄφησα τά καθήκοντά μου καί ἔτσι ὑπηρέτησα στό διάστημα αὐτό.

5)Τήν Μητρόπολι Οὑγγροβλαχίας δέν τήν κατέλαβα μέ τήν βία, οὔτε μέ δωροδοκίες, οὔτε μέ παρακλήσεις καί προσευχές. Ἐκπληρώθηκε σέ μένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά μεσολαβήσει κάποιος ἄλλος. Αὐτό ἦταν εὐάρεστο νά γίνει ἐνώπιον  τοῦ Δεσπότου Θεοῦ καί ἐφώτισε τήν Ὑψηλότητά σου καί ἔγινες ἐσύ ὄργανο μεσολαβητικό, πού μέ μετακίνησες ἀπό τόν ἕνα ἀρχιερατικό θρόνο στόν ἄλλο. Καί, γνωρίζοντας, αὐτά τά πνευματικά βήματα, ἔθεσα κόπους ἐπάνω σέ ἄλλους κόπους καί ἐκοπίασα ἡμέρα καί νύκτα νά πολλαπλασιάσω τό τάλαντο τοῦ Κυρίου μου γιά νά μή συναριθμηθῶ στήν σειρά μέ τούς ὀκνηρούς δούλους. Καί ἐκοπίασα κατά τήν δύναμί μου καί κατά τήν βλαμμένη διάνοιά μου καί ἐργάσθηκα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅπως αὐτός πού ἤλθε τά μεσάνυκτα, ἀλλά σάν αὐτός πού ἦλθε τήν ἑνδεκάτην ὥρα καί ἐλπίζω ὅτι θά λάβω ἀπό τόν Δεσπότη μου πλήρη τόν μισθό μου διότι «τό θέλημα αὐτοῦ γενέσθω». Καί αὐτά εἴτε τά ἔκαμα μέ τά χέρια μου, εἴτε τά ἔπραξα μέ τήν γλῶσσα μου, ποιός θά θελήσει νά τά κρίνει μέ δίκαιο λογισμό, ἐκτός μόνο ἀπό τόν Θεό. Κανένα ἔργο μου δέν ἔγινε πού νά μή ἦταν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν τιμή τῆς Ὑψηλότητός σου καί γιά τήν ὠφέλεια τῆς Χώρας.

6) Ἡ κακία καί ἡ ἀντιζηλία τοῦ κόσμου δέν ἔλειψαν, οὔτε θά ἐλλείψουν, διότι παρασύρεται ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτά ἀπό τήν νεότητά του πρός τά πονηρά καί δέν σταματᾶ νά ζηλεύει τό καλό καί τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Καί γι᾿ αὐτό γνωρίζω ὅτι πολλοί ἀγωνίσθηκαν νά καταστρέψουν μέ τά δηλητηριώδη λόγια τους τά καλά σου ἤθη καί προσπαθοῦν μέ πονηρίες νά προτρέψουν τήν Ὑψηλότητά σου νά κάνεις ἐκεῖνα πού δέν ἔκανες στήν νεότητά σου πρός ψυχικό σου τραυματισμό καί πρός συκοφάντησιν ὑπό τῶν ἀνθρώπων.

7) Αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ αἴτιοι τῶν διαβολῶν, τούς ξέρω ποιοί εἶναι, ὅπως ξέρω ἐγώ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό μου: Μερικοί ἀπό ἐδῶ καί ἄλλοι ἀπό ἄλλα μέρη, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπαράλλακτοι στό κακό. Θά ἤθελα νά σταθῶ ἐνώπιόν τους καί ἐνώπιον τῆς Ὑψηλότητός σου καί ἐνώπιον πολλοῦ κόσμου καί νά μοῦ δείξουν τά ἀξιοκατάκριτα ἔργα μου, γιά τά ὁποῖα ματαίως κατ᾿ αὐτούς ἀγωνίσθηκα. Καί μολονότι δέν θά εὑρεθοῦν τέτοια ἔργα σέ μένα, σ᾿ ἕνα ἀρχιερέα, ἄς κράξουν οἱ κατηγοροί μου γιά ἄλλα κακά μου εἴτε νά μέ καταγγείλουν, άλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά ἀποδειχθοῦν τά ἀντίθετα καί θά ἐντροπιασθοῦν.

8) Ἀνάμεσα στίς ἄλλες «ἀγοραπωλησίες» πού μοῦ κάνουν, ὅπως ὁ Ἰούδας τόν Χριστό, εἶπαν πρός τήν Ὑψηλότητά σου, αὐτά πού ἄκουσαν, ὅτι ἔχω ἐτοιμάσει 24 κεφάλαια ἐναντίον σου καί τί θέλω νά κάνω. Ρώτησε τόν πατέρα ἅγιο Νύσσης νά σοῦ εἰπῆ αὐτά τά κεφάλαια τί περιέχουν, τοῦ τά ἐδιάβασα αὐτή τήν ὥρα, τά ὁποῖα κεφάλαια ἐγώ θέλω νά τά δείξω στήν Ὑψηλότητά σου καί σοῦ ζητῶ τήν ἄδεια νά μ᾿ἀφήσεις νά τούς ἀφορίσω, αὐτούς πού ἐφευρίσκουν τέτοια ἐπινοήματα. Ἐάν δέχεσαι ἡ Ὑψηλότης σου νά σοῦ τά στείλω νά τά διαβάσεις, θά ἰδεῖς τί «τιμή» μοῦ κάνουν τά πνευματικά μου παιδιά καί τί ὁμιλοῦν γά μένα. Ἀλλά λέγοντας ἐγώ σ᾿ αὐτούς τί εἶπα σέ σένα, ὅτι παρεσύρθησαν ἀπό τήν φύσι τους, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί πώς ὅλα αὐτά τά κεφάλαια τά ὑπέγραψα καί μή θέλοντας νά τά διαβάσουν, διότι δέν ἔχουν χρόνο, δέν μοῦ εἶναι εὐχάριστο νά τούς ἀκούω πλέον. Ἀκόμη εἶπαν πρός τήν Ὑψηλότητά σου τό κοντράρισμα πού κάνω ἐναντίον σου. Ὁ Θεός νά πληρώσει τόν καθένα κατά τά ἔργα του. Ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος γιά ὅλα.

9) Ἀκόμη γιά τήν παραίτησι, λέγουν ὅτι, ἦλθαν ἐντολές άπό τήν Ὑψηλότητά σου, νά τήν κάνω, ὅμως δέν τολμῶ διότι λαμβάνουμε τήν Παρακαταθήκη αὐτή γιά νά γίνουμε άρχιερεῖς ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό, ὅταν χειροτονούμεθα (καθώς καί μέ τό χέρι γράφουμε στόν κώδικα, σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική τάξι καί τήν ὑπογράφουμε ἐνώπιον αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι θά μᾶς χειροτονήσουν). Μποροῦμε νά παραιτηθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τό θέλημά μας, διότι καταπατήσαμε κάποια έντολή ἤ τήν Παρακαταθήκη, διότι ὁ Θεός δέν ἀστειεύεται. Διότι λέγει ὁ μέγας Παῦλος: «ἕκαστος ἐφ᾿ ὧ ἐκλήθη ἐκεῖ καί μενέτω». Ἐνῶ γιά τήν ἀγάπη τῆς Ὑψηλότητός σας, ἐάν θά μᾶς διατάξετε, θά τό κάνουμε γιάν νά μή νομίσης ὅτι εἴμεθα ἐναντίον σου. Μόνον ἡ Υψηλότης σου κάνε τό κάθε τι μέ διάκρισι καί μέ φόβο Θεοῦ. Ἐάν εἶναι δίκαιο νά λέγει κάποιος σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο «ἀπομακρύνσου ἀπό τήν γυναῖκα σου καί φύγε ἀπό τό σπίτι σου καί ἀπό κάθε ἐργασία σου, χωρίς καμμία ἐνοχή γιά τούς ὁποίους κατόπιν λέγει (ὄχι μόνο γιά τήν σωματική σχέσι καί κοινωνία) «αὐτούς πού ἕνωσε ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος νά μή τούς χωρίζει». Ἀλλά καί ὁ πιό ἐνάρετος νά προτρέπει ἕνα ἀρχιερέα νά ἐγκαταλείψη τήν ἐπαρχία του, χωρίς ἐνοχή καί χωρίς δίκη, ἐνῶ ἔχει δημιουργήσει πνευματική σχέσι καί κοινωνία, πού εἶναι καθῆκον του μέχρι νά χύσει ἀκόμη καί τό αἷμα του, ὅπως λέγει ὁ Χριστός: «ὁ Καλός ποιμένας θυσιάζει τήν ψυχή του γιά τά πρόβατά του. Ἰδού ὅμως ἐγώ ὅτι πιέζομαι νά κάνω τό θέλημα τῆς Ὑψηλότητός σου, χωρίς νά θέλω ὁ ἴδιος.

10) Κρίνε, ἡ ὑψηλότης σου, σάν ἕνας χριστιανός ἡγεμών, στήν ὁδό πού βρίσκομαι τώρα μέ τόσες ἀδυναμίες λόγῳ τῶν γηρατειῶν μου, νά προτιμήσω ἕνα ἀπό τά δύο: Τό ποίμνιο πού μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, σ᾿ ἕνα ἀνάξιο σάν καί μένα ἤ νά δικαιωθῶ γιά τούς κόπους καί τήν ἐργασία τῆς νεότητός μου; Διότι λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Δέν θά τιμωρηθῆς δύο φορές γιά τό ἴδιο ἔργο. Καί, ἐάν εὑρίσκεις ἡ Ὑψηλότης σου ὅτι ἔχω δίκαιο, τότε νά εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τώρα μέχρι στούς αἰῶνες.

11) Ἐάν θά εἰπῆς ἡ Ὑψηλότης σου ὅτι κατεχρέωσα τήν ἡγεμονική οἰκία σου, διότι ἔκαμα αὐτά πού ἔκαμα, ἔχω πολλά, τά ὁποῖα θά σοῦ τά γνωστοποιήσω. Αὐτά δέν εἶναι ἀπό ἀνομίες. Θά σοῦ τά παραδώσω καί θά εἰπῶ ὅτι αὐτά τά ἐδαπάνησα γιά τήν δική μου κατοικία, ὅπως δαπανᾶ κάθε νοικοκύρης γιά τό σπίτι του καί σάν μιά ἀναγκαία ποιμαντική μου ἀνάγκη. Θά τά δώσω ὄχι σάν ἕνας κλέπτης που ξέρει νά σφάζει καί νά καταστρέφει. Καί τό ἄλλο: Αὐτούς τούς καιρούς ἐπιθυμῶ νά ξέρω, ποιός δέν ἐπλήρωσε τά χρέη του καί ἀπό τί πάσχουμε σ᾿ αὐτή τήν ταλαίπωρη Χώρα μας. Διότι θά πρέπει κατά πρῶτον καί ἡ Ὑψηλότης σου νά ἀκοῦς πάντοτε καί νά λέγεις μέ ποιούς ὅρους ἕνα χρέος ἐπιστρέφεται στήν Χώρα μέ διακόσια ἤ περισσότερα πουγκιά. Ἄρα γε αὐτό τό καθῆκον σου τό κάνεις ἡ ὑψηλότης σου σ᾿ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς; Καί αὐτοί οἱ καιροί ἔφεραν καί σέ ἄλλους καί σέ μένα αὐτά τά χρέη. Παρακαλῶ τήν Ὑψηλότητά σου, μή παραμένεις σ᾿ αὐτά, οὔτε νά ἀρνηθῆς νά ἐπιδείξεις τήν ἐλεημοσύνη τῆς Ὑψηλότητός σου.

12) Ἀνάμεσα στά ἄλλα ἐπιβάλλεται κι αὐτό, καθ᾿ ὅσον εἶμαι ξένος καί δέν μοῦ ἄξιζε νά εἶμαι ἐγώ μητροπολίτης. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ ὅλοι εἴμεθα ἕνα. Καί κατόπιν δέν ἤμουν μόνο ἐγώ ἐπίσκοπος καί μητροπολίτης ξένος στήν Ρουμανική Χώρα, ἀλλά ὑπῆρχαν καί ἄλλοι πολλοί, καθώς βλέπω στόν κώδικα καί πολιτικοκρατεῖται ὅλη ἡ Ἐκκλησία καί ἡγεμόνες ἐκυβέρνησαν ἐδῶ εἴτε ἀπό αὐτή τήν Χώρα, εἴτε ἀπό ξένες καί ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Διότι ὁ Θεός ἔκαμε τόν ἄνθρωπο νά κινεῖται καί νά ζῆ ἐλεύθερα σέ κάθε τόπο. Καί ἕνα ἔργο πού δέν γίνεται, οὔτε προσφέρεται στήν ἐκκλησία ἀπό παράνομες ἐπιδιώξεις, ἤ σ᾿ ἕνα μοναστήρι, γιά τά ὁποῖα δέν ὑπάρχει ἐκκλησιαστική ἀπόφασις καί ἐάν θά συμβῆ γιά κάποια αἰτία, εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως, τά ἀρπάζουν οἱ περισσότεροι καί λέγουν ὅτι δέν εἶναι ἁμαρτία. Ἀφοῦ ὁ πιό ἐνάρετος μεταφέρει τήν κεφαλή τῆς ἐκκλησίας μιᾶς ἐπαρχίας σέ ἄλλο τόπο γιά νά μή πληγώσει πολλές ψυχές καί γιά νά μή ἀκολουθήσουν ἄλλα ἀνόσια ἔργα, ὅπως βλέπουμε νά γίνεται σέ πολλούς πλούσιους τόπους.

Καί πῶς μπορεῖς ἡ Ὑψηλότης σου νά κάνεις ὅ,τι θελήσεις κατά τήν κρίσι τῆς ὑψηλότητός σου, ἀλλά ἰδού τό ἀληθινό ἔργο. Ἐνῶ ἐγώ καί τώρα σοῦ λέγω νά κάνεις, ἀλλά κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ καί νά κρύψης βαθειά μέσα σου τίς δικές σου ἀδυναμίες καί τά λάθη τῆς Ὑψηλότητός σου, ὅπως λέγει καί ὁ Χριστός: «ἄφετε καί ἀφεθήσεται ὑμῖν».

Αὐτά ἔγραψα γιά τήν προσωπική μου δικαιοσύνη, ἐν ἀληθείᾳ καί δικαιοσύνῃ.

Γιά κάτι πού εἶπα ἐνώπιον τῆς Ὑψηλότητός σου, καί δέν ἔπρεπε ζητῶ συγγνώμη. Ὁ Θεός τῆς εἰρήνης νά εἶναι μαζί μέ τήν Ὑψηλότητά σου.

 

Κυριακή τῆς 3ης Φεβρουαρίου

 Ἐπιστολή πού ἔδωσα τήν δεύτερη φορά

Λέγει ὁ Σειράχ ὅτι νά ἐνθυμεῖσαι μέχρι τά τελευταῖα σου χρόνια ὅλα τά λόγια σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις. Πάλι γιά δεύτερη φορά στενοχωρῶ τήν Ὑψηλότητά σου μέ αὐτή τήν μικρούλα ἐπιστολή μου, πού τήν στέλλω μέ σεβασμό, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Δαβίδ: «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν». Νά λάβετε ὑπ᾿ ὅψιν (γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ) ὅτι σ᾿ αὐτό τό γράμμα πού στέλλω στήν Ὑψηλότητά σου μέ ἀγαθό λογισμό καί μέ τήν εὐχή νά εἶσθε ἀναπαυμένος καί χωρίς ψυχικά τραύματα γιά νά εἶμαι κι ἐγώ εὐχαριστημένος, παρακαλῶ νά κρίνεις συνετά καί μήν ἀφήσεις μερικοί νά σέ σπιλώσουν καί ἄλλοι ἀκούοντας αὐτά νά χύσουν σάν δηλητήριο τά λόγια τους. Διότι λέγει ὁ Δαβίδ ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ψεῦστες μέ τήν διάθεσι νά κάνουν ἀδικίες.

Ὁ ὑψηλότης σου, ὅταν ἔστειλες σέ μένα τόν Ἅγιο Νύσσης, μοῦ εἶπε μάλιστα μπροστά μου νά κάνω, ὅπως  μέ διέταξες ἡ Ὑψηλότης σου, νά κάνω τήν παραίτησί μου, ἤ μετά ἀπό 15 ἡμέρες θά κάνεις ἡ ὑψηλότης σου, ὅπως γνωρίζεις,  γιά νά βγῶ ἀπ᾿ αὐτή τήν «παγίδα»μου μέ ἀναίσχυντο τρόπο. Ἐγώ ὅμως ἐπειδή δέν ἤθελα νά γίνω πρός τήν Ὑψηλότητά σου σκανδαλοθῆρας καί νά καθησυχάσω τήν ὀργή τῆς Ὑψηλότητός σου, εἶπα πρός τήν Πανοσιότητά του ὅτι θά κάνω ὅπως μέ διατάζεις καί θά ἔλθω στήν Ὑψηλότητά σου, καθώς καί ἤδη ἦλθα. Καί σ᾿ αὐτή τήν ὥρα μοῦ δόθηκε δικαιωματικά ὅλη ἡ ἐλευθερία τῆς θελήσεώς μου νά ὁμιλήσω ζωντανά, ἀλλά καί μέ κείμενο ἐνώπιον τῆς Ὑψηλότητός σου, πιστεύοντας ὅτι θά διαβάσεις αὐτά τά 12 μικρά κεφάλαια, πού τά ἔγραψα σ᾿ αὐτό τό χαρτί καί θά μετανοήσεις καί θά ἀφήσεις τόν Ἠρώδη (τό ὁποῖον σέ προτρέπω νά τό κάνεις) διότι ἕνας ψεύστης, πού δέν ξέρει νά ψάλλει Ἀληλούϊα δέν θά εἰσέλθη στήν ἁμαρτία του καί σέ κατηγορία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐνῶ πάλι ἀπό παλαιότερα βλέπω ὅτι ἀναγκάζεσαι ἡ ὑψηλότης σου μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς σου ν᾿ ἀποτελειώσεις αὐτό τό ἔργο, ἐνῶ ἐγώ σοῦ λέγω ὅτι δέν μπορῶ νά ὑπακούσω στήν ἐντολή τῆς Ὑψηλότητός σου. Μόνο παρακαλῶ τήν Ὑψηλότητά σου νά δείξεις καλωσύνη τώρα στά γεράματά μου καί στήν ἀδυναμία μου πού ἔχω. Καί καθώς σέ φώτισε ὁ Θεός καί βρῆκες γιά τήν διακυβέρνησι τῆς Χώρας σου τά τρία πουγγιά (χρήματα) (ὅπως μοῦ εἶπε ὁ Ἅγιοσ Νύσσης) θά εὕρης καί τά ὑπόλοιπα 4 καί θά βγεῖς ἀπό τήν ταραχή τῶν χρεωφειλῶν καί θά μοῦ τά δώσεις στά χέρια μου, ὅσα μοῦ χρεωστᾶς. Ἔτσι θά κάνω καί ἐγώ γράμμα τῆς παραιτήσεώς μου, πού θά τό γράψω μέ τό χέρι μου. Κι αὐτό ὄχι γιά κάτι ἄλλο, χωρίς ὅμως νά μπῆ τέλος στά σκάνδαλα τά ὁποῖα θά ἐπιβαρύνουν τήν
Ὑψηλότητά σου, ὅτι ἐπιθυμεῖς νά πάρης ἀπό μένα χρήματα. Ἔτσι θά εἶσαι ἡ Ὑψηλότης σου χωρίς ἐνοχή καί ἁμαρτία κι ἐγώ εὐχαριστημένος καί ἀναπαυμένος καί ὅ,τι θά ἀκολουθήσει μετά ἀπό μένα, θά γίνει σύμφωνα μέ τόν νόμο καί ὄχι παράνομα, διότι τότε μόνο θά παραιτηθῶ μέ τήν θέλησί μου. Διαφορετικά, ἐάν μέ κάποιο μέσο θελήσεις νά μέ ἐκβάλλεις, τό ὁποῖον δέν θά μπορεῖς οὔτε νά τό κατονομάσεις, σκέψου, ὅτι ὁ διάδοχός μου θά ἐκλεγεῖ σύμφωνα μέ τόν  νόμο; Ἐάν θελήσεις νά κάνεις καί καθαίρεσι, ὅπως λέγεται, θά γίνει ὅ,τι ἔγινε μέ τήν ἴδια περίπτωσι τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Διότι δέν ἐπιτρέπεται καθαίρεσις ἀπό λαϊκά πρόσωπα μέ ἀποτέλεσμα νά διακωμοδεῖται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί τά Ἅγια Μυστήρια, γιά τά ὁποῖα Αὐτός πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς θά «γελᾶ»καί θά τούς παιδεύσει.

Λοιπόν, ἡ ὑψηλότης σου πρᾶξε σάν ἕνας χριστιανός καί ἐλεήμων Ἡγεμών καί μήν ἐπιτρέψης νά ἐξέλθω ἀπό τόν θρόνον μου καταπικραμένος καί μέ δάκρυα στά μάγουλά μου, γιατί αὐτό θά εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Καί καθώς δέν σπεύδεις στούς πολιτικούς νά κάνεις ἐξαγορές γιά τήν τιμή τῆς ἡγεμονίας σου, ἔτσι μή σπεύδεις νά ἀνακατεύεσαι μέ τά ἐκκλησιαστικά γιά τήν δόξα καί τήν τιμή τοῦ Θεοῦ Πατρός μας. Σοῦ εὔχομαι ἀκόμη καί αὐτό, ὅπως ὁ Θεός νά σέ φωτίζει νἀ κάνεις ὅ,τι θά εἶναι πιό τιμητικό καί πιό ὠφέλιμο, τοῦ ὁποίου τό ἄπειρον ἔλεος παρακαλοῦμεν νά εἶναι πάντοτε ἐπάνω στήν Ὑψηλότητά σου.

 

Διάπυρος ἱκέτης πρός τόν Θεόν διά τήν Ὑψηλότητά σου

Ὁ Οὐγγροβλαχίας Ἄνθιμος

Μετά ἀπ᾿ αὐτά τά διαβήματα ὁ Ἄνθιμος παρέμεινε στόν θρόνο του σάν μητροπολίτης, ἀλλά οἱ σχέσεις του μέ τόν ἡγεμόνα ἐκρύωσαν πάρα πολύ.

 

Συζήτησις τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου μέ τόν Χρύσανθο Νοταρᾶ, πατριάρχη Ἱεροσολύμων

Ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς, ἀνεψιός τοῦ Δοσιθέου, γενόμενος πατριάρχης Ἱεροσολύμων, σάν διάδοχος τοῦ θείου του, ἀφοῦ εἶχε γιά πολλά χρόνια κατοικήσει μαζί στήν αὐλή μέ τόν Κωνσταντῖνο Μπρινκοβεᾶνο, ἐπέτυχε νά δοθοῦν σάν Μετόχια στόν Πανάγιο Τάφο μερικά ἀπό τά μοναστήρια τῆς Μουντένιας (ἐπαρχία τῆς Οὐγγροβλαχίας). Αὐτά τά μετόχια καί οἱ ἐκκλησίες βοηθοῦσαν μέ χρήματα τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων.

Ὁ Χρύσανθος εἶχε τήν ἀπαίτησι τά μοναστήρια αὐτά τῆς Μουντένιας νά ἐξαρτῶνται ἀποκλειστικά ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί μέ σύμφωνο καί τό πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, νά εἶναι αὐτός ὁ δεσπότης καί αὐθέντης τους ὡς πρίς τήν διοίκησί τους. Ἀκόμη εἶχε τήν ἀξίωσι να μνημονεύεται αὐτός στίς ἀκολουθίες καί οὔτε κἄν ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπος.

Ὁ μητροπολιτης Ἄνθιμος δέν ἠμποροῦσε νά εἶναι σύμφωνος μ᾿ αὐτές τίς ὑπερβολικές ἀξιώσεις τοῦ Χρυσάνθου, ἰσχυριζόμενος στίς δύο ἐπιστολές του πού ἔστειλε σ᾿ αὐτόν ὅτι παρόμοιες ἀπαιτήσεις εἶναι ἀντίθετες μέ τούς Ἱερούς Κανόνες «διότι στήν Οὐγγροβλαχία δέν ὑπάρχουν μοναστήρια πού νά ὑπάγονται κατ᾿ εὐθεῖαν στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἤ σέ ἄλλο πατριαρχεῖο...ἐπειδή ποτέ δέν ἐδόθησαν ἀπό παλαιά, οὔτε ποτέ θά ὑπάρξουν στήν Οὐγγροβλαχία μοναστήρια πού θά ὑπαχθοῦν σέ κάποιο πατριάρχη μιᾶς ἄλλης ξένης ἐπαρχίας, ἀλλά ὅλα αὐτά εὑρίσκονται ὑπό τήν ἰδικήν μας δικαιοδοσίαν. Ἐπίσης, ὅταν ἐμεῖς ἐπιτελοῦμεν τήν ἀναίμακτον Θυσίαν, ἠμεῖς καθήμεθα εἰς τόν ἀρχιερατικόν θρόνον καί ὄχι ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων.

Ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος ἔκανε παράπονα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

 Ἡ ἀπόφασις αὐτή στηρίζεται στήν σθεναρά στάσι τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου, ἀπό τήν ὁποίαν, λόγῳ τῆς μακρᾶς διακοπῆς τῶν σχέσεων μέ τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, συμπεραίνεται ὅτι ἡ ὑπόθεσις ἔληξε, χάρις στόν μητροπολίτη Ἄνθιμο.

 

Ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Τρανσυλβανία καί στήν γειτονική Ἀνατολή

Γύρω στό ἔτος 1700 οἱ χριστιανικοί λαοί τῆς Ἀνατολῆς εὑρίσκοντο ὑπό τήν ὀθωμανικήν αὐτοκρατορίαν.

Ἀπό τήν Δύσι ἐμφανίζεται ἡ πίεσις τῶν καλβινιστῶν καί τῶν ρωμαιοκαθολικῶν ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων ρουμάνων τῆς Τρανσυλβανίας, μέ σκοπό νά τούς ἐνώσουν μέ τήν Ρώμη.

Ἐκτός ἀπό τήν ἔνδοξη Ρωσία, τήν προστάτρια τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ δύο ἐπαρχίες τῆς Ρουμανίας, δηλ. ἡ Μολδαβία καί ἡ Μουντένια ἐπλήρωναν σκληρούς φόρους  στούς τούρκους καί ἦταν ἐλεύθερες σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀρθόδοξη πίστι τους. Σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι προστίθεται μία προνοϊτική ἔκβασις τοῦ Θεοῦ, ἰδιαίτερα στήν Μουντένια μέ τήν παρουσία δύο σπουδαίων προσωπικοτήτων: Τοῦ Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου καί τοῦ Ἀνθίμου τοῦ Ἴβηρος Δεσπότου καί μητροπολίτου τῆς Ρουμανικῆς Χώρας.

Ὁ Μπρινκοβεάνου, ἦταν ἕνας εὐσεβέστατος χριστιανός μέ μία σπάνια θεολογική κατάρτισι καί μέ τήν φήμη ἑνός πλουσίου καί γενναιοδώρου ἡγεμόνος. Καί ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος, ἦταν ὁ μεγαλύτερος τυπογράφος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἀρχιερεύς μέ ἀποστολικό ζῆλο, βοηθούμενος οἰκονομικά ἀπό τόν ἡγεμόνα, προσέφεραν τήν μεγαλύτερη πνευματική βοήθεια στούς ρουμάνους ὀρθοδόξους τῆς Τρανσυλβανίας καθώς καί στούς ὀρθοδόξους τῆς Ἀνατολῆς, τῶν ὁποίων οἱ ἀντιπρόσωποι ἤρχοντο καί ζητοῦσαν βοήθεια ἀπό τήν Βλαχική αὐλή.

 

Ὁ Ἄνθιμος Ἴβηρας προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τούς ρουμάνους τῆς Τρανσυλβανίας

Γιά νά ἔλθη σέ βοήθεια τῶν Χριστιανῶν πού ἐπολεμοῦντο γιά τήν πίστι τους, ἦταν ἀνάγκη νά κυκλοφορήσουν βιβλία μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἰδικά γιά τούς ὀρθοδόξους τοῦ Ἀρντεάλ (Τρανσυλβανίας), ἡ ὁποία τότε διοικητικῶς ὑπαγόταν στήν Αὐστροουγγαρία.

Ἡ ἄφιξις στήν Ρουμανική Χώρα τοῦ νέου τυπογράφου Ἀνθίμου μπορεῖ νά θεωρηθῆ σάν ἕνα θεϊκό δῶρο ἐκείνη τήν ἐποχή.

Ἕνα ἀπό τά 14 βιβλία πού τυπώθηκαν στό μοναστήρι Σναγκώβ, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία», τυπώθηκε ἀπό τόν ἱερομόναχο Ἄνθιμο τό 1699. Σ᾿ αὐτό τό βιβλίο ἐκτίθεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ πλανεμένες διδασκαλίες τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί Καλβινιστῶν. Τό βιβλίο «τό Φῶς», περιέχει τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καί τά αἱρετικά δόγματα τῆς παπικῆς ἐκκλησίας, τά ὁποῖα συγγράφονται ἀπό τόν θεόσοφον διδάσκαλον ἱερομόναχον Μάξιμον τόν Πελοποννήσιον καί εἶναι γραμμένο στήν ρουμανική γλῶσσα. Τό βιβλίο αὐτό τυπώθηκε τρεῖς μῆνες μετά ἀπό τό προηγούμενο. Τά δύο αὐτά βιβλία συνεστήθησαν νά κυκλοφορήσουν μέ τήν ἄδεια τοῦ ἡγεμόνος Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος καί ἐπλήρωσε γιά τήν ἐκτύπωσίν τους.

Εἰς βοήθεια τῶν ὀρθοδόξων ρουμάνων τῆς Τρανσυλβανίας ἐστάλη στήν πόλι Ἄλμπα Ἰούλια καί ὁ Μιχαήλ Istvanovici, καταγόμενος ἐκ προγόνων ἀπό τήν Τρανσυλβανία, μαθητής τοῦ Ἀνθίμου τό 1699. Αὐτός πρῶτα ἐτύπωσε ἕνα Ἀνθολόγιο γιά παιδιά, τό ὁποῖον ἀνάμεσα στά ἄλλα περιέχει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τίς Δέκα Ἐντολές καί τήν ἐρμηνεία τῶν ἑπτά Μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀκολουθεῖ τό Κυριακοδρόμιον, μέ κηρύγματα γιά τίς Κυριακές ὅλου τοῦ ἔτους, βιβλία μεγάλης ἀξίας γιά τήν ἀνακούφισι καί τήν στήριξι τῶν χριστιανῶν.

Τόν καιρό ἐκεῖνο ἡ πονηρή προπαγάνδα τῶν Ἰησουϊτῶν εἶχε ἐπιτύχει νά παρασύρει ἕνα μέρος ἀπό τούς ὀρθοδόξους ρουμάνους, τούς ὁποίους ἥνωσε μέ τήν Ρώμη, μέ ἔγγραφο ἑνώσεως σταλμένο ἀπό τήν Βιέννη, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἀθανάσιο Ἄγγελο τήν 7ην Ἀπριλίου 1701.

Αὐτή ἡ ρωγμή στό σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας προκάλεσε μεγάλη πικρία στόν εὐσεβέστατο ἡγεμόνα Μπρινκοβεᾶνο, τόν Κλῆρο, τούς ἄρχοντες καί τόν λαό.

Ἡ πλειοψηφία τῶν ὀρθοδόξων τῆς Τρανσυβανίας, πού δέν ἑνώθηκαν μέ τήν Ρώμη, διώχθηκαν ἀπό πράκτορες τῆς αὐστριακῆς αὐλῆς καί ἀπό τήν παπική αὐλή τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀντίστασις τῶν ὀρθοδόξων τῆς ἐπαρχίας Μπρασώβ γιά τήν διατήρησι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως  εἶναι γνωστή ἀπό παλαιά χάρις στήν ἀποστολή ἐπιστολῶν ἐκ μέρους τοῦ ἡγεμόνος Κωνσταντίνου καί τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου. Σέ μία ἀπ᾿αὐτές ὁ ἡγεμών τούς ἐπαινεῖ καί τούς ἐνθαρρύνει λέγοντάς τους νά αἰσθάνωνται μεγάλη χαρά μέ τό γεγονός «ὅτι δέν ἐκράτησαν τήν πίστι τους, λόγῳ τῆς ἐντολῆς του, ἀλλά διότι ἔχουν βαθειά μέσα στήν καρδιά τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀληθινή διδασκαλία ἀπό τούς πατέρας καί τούς προγόνους τους...». Ταυτόχρονα ὁ ἡγεμών τούς διαβεβαίωσε ὅτι θά τούς προστατεύσει καί θά τούς βοηθήσει μέ κάθε τρόπο. «καί ἐμεῖς πάλι, ὅσο περνᾶ ἀπό τήν πλευρά μας θά σᾶς διαφυλάξωμεν καί θά σᾶς βοηθήσωμεν γιά κάθε τι πού ἔχετε ἀνάγκη στήν ζωήν σας...».

Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν προσφορά τοῦ Ἀνθίμου, ἔχουμε νά εἰποῦμε ὅτι χειροτόνησε ἱερεῖς γιά τούς ρουμάνους τοῦ Βελιγραδίου καί γιά αὐτούς τοῦ Μπρασώβ, ἀφοῦ ὑπεσχέθη σ᾿ αὐτούς ὅτι θά τούς βοηθήσει.

Ὡς ἐπίσκοπος τοῦ Ρίμνικ ὁ Ἄνθιμος ἐτύπωσε ἕνα βιβλίο γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, πού λέγεται: «Τόμος χαρᾶς», γιά τό ὁποῖον δέν ἔλλειψε ἡ κριτκή ἐκ μέρους τοῦ πάπα καί τῶν ἄλλων καθολικῶν ἀββάδων. Ταυτόχρονα διετήρησε μέ ἐπιστολές ἐπικοινωνία μέ τούς κατοίκους τῆς ἐπαρχίας Μπρασώβ μέχρι τό 1713, στούς ὁποίους ἔδωσε ἐντολή νά τοῦ στείλουν δύο μορφωμένους χριστιανούς, ἀξίους γιά νά τούς χειροτονήσει, τόν ἕνα διάκονο καί τόν ἄλλο ἱερέα καί ἐξομολόγο. Ἀκόμη τούς ἔστειλε Ἅγιο Μῦρο καί ὅτιδήποτε ἄλλο εἶχαν ἀνάγκη. Σέ μιά ἐπιστολή του τούς ὑποσχέθηκε νά τούς στείλη καί μερικά βιβλιαράκια λόγῳ τῆς στενοχωρίας των πού ἔχουν ἀπό τούς παπικούς. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο κατενόησε ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος ὅτι ἔπρεπε νά βοηθήσει τούς ὀρθοδόξους Ρουμάνους τῆς Τρανσυλβανίας γιά τήν διατήρησι τῆς ὀρθοδόξου Πίστεώς των.

 

Ὁ Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρας καί ὁ δεσμός του μέ τούς πιστούς τοῦ πατριαρχείου Ἀντιοχείας.

Οἱ δύσκολες συνθῆκες στίς ὁποῖες ζοῦσαν οἱ ὀρθόδοξοι αὐτῶν τῶν χωρῶν καί ίδιαίτερα ἡ ἔλλειψις ἐκκλησιαστικῶν, δογματικῶν καί διδακτικῶν βιβλίων προέτρεψαν τούς ποιμένες των νά ζητήσουν βοήθεια. Ἐκεῖνο τόν καιρό, ἡ φήμη τῆς ἀγαθοεργίας καί εὐσεβείας τοῦ ἡγεμόνος Μπρινκοβεάνου εἶχε φθάσει πολύ μακριά, ἔξω ἀπό τά σύνορά του, μέχρι τήν Ἀνατολή. Ἰδού τί λέγει ὅσον ἀφορᾶ γι᾿ αὐτή τήν φήμη του, ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος: «Γι᾿ αὐτό καί ἡμεῖς ἀπό τήν ἄκρη τῆς γῆς καί ἐκ μέρους τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἀντιοχείας, ἀκούοντας γιά τίς ἀρετές σου (τοῦ ἡγεμόνος Κωνσταντίνου), πού φωτίζονται ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐσπεύσαμε καί ἤλθαμε μέ πολλή βιασύνη σ᾿ αὐτή τήν μακάρια πόλι, γιά νά ἰδοῦμε καί νά μάθουμε γιά τά καλά ἔργα πού ἀκούσαμε, ὄντας ἐμεῖς τόσο μακριά σας...».

Μέ αὐτές τίς συνθῆκες ἦλθαν στήν αὐλή τοῦ ἡγεμόνος Μπρινκοβεάνου ὑψηλοί ἐπισκέπτες, ὅπως οἱ πατριάρχες Δοσίθεος, ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς τῶν Ἱεροσολύμων, ὁ Ἀθανάσιος Δάμπας τῆς Ἀντιοχείας, ὁ Γεράσιμος Παλλάδας τῆς Ἀλεξανδρείας, ἄλλοι ἱεράρχες καί ἄνθρωποι τῆς τέχνης, θεολόγοι διδάσκαλοι καί πολλοί ἕλληνες. Ἤρχοντο στόν μεγάλο καί εὐλαβέστατο ἡγεμόνα Κωνσταντῖνο γιά νά τούς βοηθήσει στήν δραματική πτωχεία τους κυρίως μέ λειτουργικά βιβλία, δογματικά καί ἄλλα, γιά τά ὁποῖα καί νά ἤθελαν νά τά τυπώσουν στίς χῶρες τους, δέν ἐπιτρεπόταν, διότι ἦσαν ὑπόδουλοι στούς τούρκους.

Ἡ φροντίδα τοῦ π. Ἀνθίμου γιά τήν καθαρότητα καί ἐνίσχυσι τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξαπλώθηκε καί πέραν ἀπό τούς ρουμάνους χριστιανούς μέχρι καί τούς ἕλληνες καί ἄραβες τοῦ πτωχοῦ πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας.

Ὁ πατριάρχης Ἀθανάσιος Δάμπας, πρώην ἱεροκήρυκας στήν Αὐλή τοῦ ἡγεμόνος Κωνσταντίνου καί θαυμαστής τῆς Ρουμανικῆς Χώρας, τῆς εὐφημερίας της, καθ᾿ ὅσον εἶχε μοναστήρια, ἐκκλησίες καί σχολεῖα, τά ὁποῖα ἐδιοικοῦντο ἀπό τόν Ἡγεμόνα, ἔλεγε στόν Ἡγεμόνα: «οἱ ἱερεῖς μας τῆς Συρίας σέ πολλά μέρη στεροῦνται καί τῶν ἀναγκαίων γιά τήν ζωή τους. Εἶναι πτωχοί καί δέν ἔχουν νά ζήσουν. Αὐτοί δέν ἠμποροῦν νά τελέσουν οὔτε τήν θεία Λειτουργία, κατά τήν τάξι, διότι τά ἀραβικά βιβλία εἶναι σέ χειρόγραφα καί χρειάζονται πολλά χρήματα γιά νά τ᾿ ἀγοράσουν.

Ὁ εὐλαβέστατος Ἡγεμόνας συνέστησε στόν π. Ἄνθιμο τήν ἔκδοσι, τό 1701, τοῦ βιβλίου Λειτουργικόν (Ἱερατικόν) δίγλωσσο, στήν ἑλληνική καί τήν ἀραβική, προκειμένου ἐν συνεχείᾳ νά διανεμηθῆ στούς ἱερεῖς τῆς Συρίας. Ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος ἐσκάλισε ὁ ἴδιος μέ εἰδικά ἐργαλεῖα τά γράμματα τοῦ ἀραβικοῦ ἀλφαβήτου καἰ ἐτύπωσε στά ἑλληνοαραβικά τό Ὠρολόγιο, τό 1702, ὅταν ἀκόμη εὑρισκόταν στήν μονή Σναγκώβ. Ζητᾶ συγχώρησι ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἄραβες τῆς Συρίας γιά τά λάθη πού παρεισέφρυσαν στό βιβλίο του, δεδομένου ὅτι ἡ γλῶσσα γι᾿ αὐτόν εἶναι ξένη, ἀφοῦ εἶναι γεωργιανός.

Ἡ γενναιοδωρία τοῦ Κωνσταντίνου ἡγεμόνος ἔφθασε τόσο μακριά, ὥστε πρίν τήν ἀναχώρησι τοῦ πατριάρχου Ἀθανασίου, τό ἔτος 1704, τοῦ ἐχάρισε τό τυπογραφεῖο μέ τίς ἀραβικές ψηφίδες πού φιλοτέχνησε ὁ π. Ἄνθιμος, πού εἶχε στήν μονή Σναγκώβ. Αὐτό τό τυπογραφεῖο ἐγκαταστάθηκε στήν πόλι Χαλέπιο. Ἦταν τό πρῶτο ἀραβικό τυπογραφεῖο γιά τήν ἔκδοσι ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων στήν ἀραβική γιά τό πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας. Ἐδῶ τυπώθηκαν, ἀνάμεσα στά ἄλλα, τό ἀραβικό Ψαλτήριο. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατριάρχου Ἀθανασίου Δάμπα, τό 1724, ἕνα μέρος ἀπ᾿αὐτό τό τυπογραφεῖο μεταφέρθηκε στήν μονή τοῦ Μπαλαμάντ καί τό ἄλλο μέρος στήν μονή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Saeg, νοτίως τοῦ Λιβάνου, ὅπου ἐπῆλθε ἀναγέννησις καί ἀναδιοργάνωσις μέ τήν ἔκδοσι ἐκκλησιαστικῶν καί σχολικῶν βιβλίων».

 

Ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος, βοηθός στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς τῆς πατρίδος του Γεωργίας.

Ὁ ἅγιος Ἄνθιμος δέν ξέχασε ποτέ τήν φυσική του πατρίδα, στά βουνά τοῦ Καυκάσου, καθ᾿ ὅσον διατηροῦσε ἐπικοινωνία μέ τούς συμπατριῶτες του μέσῳ ἀλληλογραφίας, καί κυρίως μέ τόν βασιλέα τους τόν Vahtang τόν 4ον     τόν ἐπωνομαζόμενο  «Δίκαιο».

Μαθαίνοντας ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα τυπογραφεῖο στήν Χώρα του, ὁ Ἄνθιμος μεσολάβησε στόν Ἡγεμόνα Κωνσταντῖνο καί ἐπέτυχε νά στείλη ἐκεῖ τόν πιστό μαθητή του Μιχαήλ μέ μία ὁμάδα τεχνητῶν καί ὑπαλλήλων τοῦ τυπογραφείου τῆς Ρουμανικῆς Χώρας. Φθάνοτας στόν προορισμόν τους, τό 1709, ἐγκατέστησαν στήν πόλι Τυφλίδα τό πρῶτο τυπογραφεῖο. Ὁ Μιχαήλ Istvanovici, θά παραμείνει ἐκεῖ σάν διευθυντής καί διοικητής τοῦ τυπογραφείου, ὅπως ὁ ἴδιος ἀργότερα ἔγραψε.

Τό 1709, ἐκτυπώθηκε τό πρῶτο βιβλίο στά γεωργιανά, τό Εὐαγγέλιο, στό ὁποῖο στό πίσω φύλλο τοῦ ἐξωφύλλου, ὅπου εἶναι ὁ τίτλος του, εἶναι γραμμένα λόγια γιά αἴτησι συγχωρήσεως ἐκ μέρους τοῦ Μιχαήλ τῆς Οὐγγροβλαχίας, γυιοῦ τοῦ Στεφάνου πρός τούς ἀναγνῶστες γιά τά τυχόν λάθη πού ἔγιναν στήν γλῶσσα τους: «Μέ ταπείνωσι, παρακαλῶ ὅλους μικρούς καί μεγάλους, μή μέ περιγελέσετε, διότι θά βρῆτε στό βιβλίο αὐτό λεκτικά ἤ γραμματικά λάθη. Ἐγώ εἶμαι ξένος στήν χώρα σας καί δέν γνωρίζω τήν γλῶσσα σας. Ὅσοι εἶναι μαθητές μου, ἐλπίζω νά εἶναι εὐγνώμονες γι᾿ αὐτό τό ἔργο. Κι ἐγώ δέν εἶχα ἰδεῖ ποτέ τήν Γεωργία, οὔτε καί οἱ βοηθοί καί συνεργάτες μου». Μερικά ἀπ᾿ αὐτά τά βιβλία πού τυπώθηκαν, ἔφθασαν καί ἀντίτυπα στά χέρια καί τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου. Δύο ἀπ᾿ αὐτά δωρήθηκαν τήν 21 Μαΐου 1710, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του, στόν ἡγεμόνα Κωνσταντῖνον μέ αὐτόγραφη ἀφιέρωσι.

Τό 1710 τυπώθηκε ἀπό τό τυπογραφεῖο μῆς Τυφλίδος στά γεωργιανά τό Λειτουργικόν γιά ἱερεῖς, στό ὁποῖον ἀκολουθεῖ ἡ ἑξῆς ὑποσημείωσις: «Ἐκτυπώθηκε στήν Τυφλίδα μέ τό χέρι τοῦ τυπογράφου Μιχαήλ γυιοῦ τοῦ Στεφάνου, τό ἔτος ἀπό Χριστοῦ 1710». Μετά ἐκτυπώθηκε ἀπ᾿ αὐτόν τόν μαθητή τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου καί τό βιβλίον: «Ἀπόστολος», στήν γεωργιανή γλῶσσα καί μετά ἀκολούθησαν δύο ἄλλα βιβλία περί εἰδωλολατρείας.

Ὁ τυπογράφος Μιχαήλ Στεφανέβσκι άνεχώρησε κατόπιν γιά τήν Ὀλλανδία, μέσῳ τῆς Ρωσίας καί κατόπιν ἐπέστρεψε πάλι στήν Γεωργία γιά νά μείνη ἐκεῖ γιά πάντα.

 

Βιβλία ἐκτυπωθέντα ἀπό τόν μητροπολίτη Ἄνθιμο

Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐπί 25 ἔτη ζωῆς του στήν Ρουμανική Χώρα ὁ Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρας, έτύπωσε στό Βουκουρέστι (στήν μητρόπολι, στό μοναστήρι του καί στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων), στήν μονή Σναγκώβ, στήν πόλι Ρίμνικου καί στήν Τιργκόβιστα συνολικά 65 βιβλία μέ διάφορα περιεχόμενα. Ἀπ᾿ αὐτά τά 39 δουλεύθηκαν ἀπό τόν ἴδιον, τά ὑπόλοιπα ἀπό τούς μαθητάς του: τόν Μιχαήλ, τόν ἱερομ. Διονύσιο Φλώρου, ἀλλά μέ τήν δική του ἐπιτήρησι.

Ἀπό τό σύνολον αὐτῶν τῶν βιβλίων τά 26 εἶναι στήν ρουμανική γλῶσσα, τά 30 στήν ἑλληνική, δύο στήν σλαβωνική, ἕξι εἶναι δίγλωσσα στήν σλαβορουμανική, δύο στήν ἑλληνοαραβική, ἕνα στήν ἑλληνορουμανική καί ἔνα τρίγλωσσο στήν ἑλληνοσλαβορουμανική.

Πολλές εἶναι οἱ μεταφράσεις πού ἔγιναν ἀπό τόν π. Ἄνθιμο, ὅμως τέσσαρα εἶναι τά ἰδιωτικά του βιβλία πού γράφθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν μητροπολίτη: «Συνοπτική διδασκαλία γιά τά ἑπτά Μυστήρια, ἡ ἐκκλησιαστική διδασκαλία, Κεφάλαια Διαταγῶν καί Συμβουλές σέ χριστιανούς πολιτικούς.

 

 

 

 

Τά ἔργα τοῦ π. Ἀνθίμου διατηρούμενα σέ χειρόγραφα

Ἀπό τόν μακάριο καί ἀξιομνημόνευτο μητροπολίτη Ἄνθιμο παρέμειναν καί μερικά ἔργα του σέ χειρόγραφα, ὅπως: Ὁ θησαυρός τῶν Κειμηλίων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἤ Κώδικας τῆς μητροπόλεως τῆς Ρουμανικῆς Χώρας. Λέγεται καί Κώδικας τοῦ Ἀνθίμου. Γράφθηκε τό 1695. Ἱστορία τῆς Ρουμανικῆς Χώρας ἀπό τότε πού ὑπῆρχαν οἱ δοξασμένοι χριστιανοί. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἀνθίμου τῆς Νικομηδείας (πνευματικόν του προστάτη καί πατέρα), τό 1710. Μορφές τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἕνα μέρος ἀπό τίς διδαχές του παραμένουν μέχρι σήμερα στήν μητρόπολι τοῦ Βουκουρεστίου. Διδασκαλία γιά τό ἱερό Καθίδρυμα τῆς μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων ἤ ἡ Διαθήκη του, γράφθηκε τό 1713.

Στό βιβλίο του: «Μορφές τῆς Παλαιᾶς καί τῆς καινῆς Διαθήκης ἤ  Δένδρο Γενεαλογικό», ἐκτίθενται οἱ μορφές τῶν παλαιῶν ἀνθρώπων, πού ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή καί στό Εὐαγγέλιο καί περιγράφεται ἡ ζωή τοῦ καθενός και γι᾿ αὐτούς πού ἔζησαν παράνομα καί ἀνόσια, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἀδάμ καί φθάνοτας μέχρι τόν Χριστό.

Αὐτό τό χειρόγραφο δωρήθηκε στόν ἡγεμόνα Μπρινκοβεᾶνο, στήν Τιργκόβιστα, τήν 1ην Ἰουλίου 1709. «Ὡραῖο χειρόγραφο καλλιγραφημένο, πού γράφθηκε σέ 21 φύλλα καί περιέχει τήν γενεαλογία ὅλων τῶν προσωπικοτήτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού κατεβαίνουν μέχρι τόν Ἰησοῦ Χριστό. Στό κείμενο αὐτό περιέχονται καί 515 μορφές σέ μέγεθος μενταγιόν καί τρία ἔγχρωμα σκίτσα.

Οἱ μορφές, διάφορες ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, νέοι καί γέροντες μέ μεγάλη γενειάδα ἤ καί μικρή, μέ ἐμφάνισι κατά πρόσωπο ἤ πλάγια καί μερικοί εἶναι μέ τήν πλάτη. Ὅλες οἱ μορφές εἶναι φιλοτεχνημένες μέ μικρή πέννα καί μέ διάφορα χρώματα.

Καί ἀπ’αὐτές τίς μορφές ἀναδείχθηκε ὁ μακάριος Ἄνθιμος, ἐκτός ἀπό τυπογράφος καί συγγραφέας καί καλλιτέχνης σέ ξυλογραφία καί ἕνας εἰδικός ζωγράφος σέ μινιατοῦρες καί διακοσμήσεις.

Σάν ἀφιέρωμα πρός τόν Κύριον, ὁ συγγραφεύς τοῦ χειρογράφου ὁμιλεῖ, στήν συνέχεια γιά τό γενεαλογικό δένδρο καί κατόπιν γιά τό φωτεινό γένος τῶν Μπασαράμπηδων, δυναστείας πρίν ἀπό τήν δυναστεία τοῦ Μπρινκοβεάνου ἀπό τήν ὁποία κληρονόμησε αὐτή τήν σπάνια εἰδικότητα...». Ἀπό τόν ἕνα κληρονόμησε τήν εὐλάβεια, ἀπό τόν ἄλλον τήν πίστιν καί τόν θεϊκόν ζῆλον,...ἀπό τόν ἄλλον τήν πραότητα, ἀπό τόν ἄλλον τήν έλεημοσύνη καί τήν ἀγάπη πρός τούς πτωχούς...ἀλλά ὁ πιό γλυκός καί πιό ἅγιος εἶναι ὁ Γλυκύτατός μου Ἰησοῦς, ἡ ἀπέραντη ταπείνωσις...».

 

Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Ἀνθίμου

Ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος διεπέρασε τήν ζωή του καί τήν κάθε δραστηριότητά του κοντά σέ τρεῖς ἡγεμόνες: Στόν Κωνσταντῖνο Μπρινκοβεᾶνο, στόν Στέφανο Καντακουζηνό καί στόν Νικόλαο Μαυρο-κορδᾶτο. Ὁ τελευταῖος προερχόταν ἀπό τούς φαναριῶτες τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου καί ἦταν ἡγεμόνας στήν ρουμανική μας Χώρα, πού ἦταν ὑπόδουλη στούς τούρκους μέ τήν πληρωμή φόρων.

Στήν ἡγεμονία τοῦ Κωνσταντίνου ἐργάσθηκε σάν τυπογράφος καί σάν ἱεράρχης ἀπό τό 1691 μέχρι τό 1714. Μετά τόν ἔνδοξο θάνατο τοῦ Ἡγεμόνος καί τῶν τεσσάρων υἱῶν του, στόν θρόνο του έγκαταστάθηκε ὁ Στέφανος Καντακουζηνός, τοῦ ὁποίου τελείωσε ἡ σύντομη ἡγεμονία του μέσα σέ 20 μῆνες. Στίς 21 Ἰανουαρίου 1716, σκοτώθηκε ἀπό τούς τούρκους διά πνιγμοῦ μαζί μέ τόν πατέρα του. Στόν καιρό τῆς ἡγεμονίας του, ὁ ἅγιος μητροπολίτης Ἄνθιμος ἐτελείωσε τήν ἀνοικοδόμησι τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων.

Αὐτοί οἱ αἱματηροί θάνατοι τῶν ἡγεμόνων ηὔξησαν τήν εὐαισθησία τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου ἐναντίον τῶν τούρκων, τήν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει ἀπό τήν νεότητά του, ἀπό τόν καιρό πού ὄντας στήν Γεωργία εἶχε πέσει σάν αἰχμάλωτος στά χέρια τους.

Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε τί πόνους κρατοῦσε στήν καρδιά του ὁ ἅγιος Ἄνθιμος, ὅταν ἔμαθε τό τραγικό τέλος τοῦ ἡγεμόνος Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε φέρει στήν Χώρα ὅπου καί ἐργάσθηκε μέ ζῆλο κοντά του ἐπί 23 χρόνια.

Πρός τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, συνέχισε τίς ἐργασίες του γιά τήν μητρόπολι καί τό τυπογραφεῖο, ἀπησχολημένος ὑπερβολικά γιά τήν ἵδρυσι τῆς μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, στό ὁποῖο, ἀκόμη κι ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ ἔτους 1713 εἶχε ἀρχίσει τήν σύνταξι τῆς διαθήκης του.

 

Μεταφράσεις καί ἐκτυπώσεις του στήν περίοδο ἀπό τό 1712 μέχρι τό 1716

Τό μεγαλύτερο μέρος ἐκ τῶν μεταφράσεων καί ἐκδόσεων τοῦ μητροπολίτου εἶχε γίνει στήν Τιργκόβιστα ἀπό τόν Γεώργιο Ραντοβίτσι. Ἐγένοντο κατά τρόπο ἐξειδικευμένο στήν ρουμανική καί στίς ξένες γλῶσσες, πού ἦταν ἀναγκαῖα τά βιβλία αὐτά τόσο στήν Ρουμανική Χώρα, ὅσο καί στά ἀναλόγια καί στά ἱερά Βήματα τῶν ἐκκλησιῶν.

Ἀπό τόν Νοέμβριο τοῦ 1710, ὁ Ἄνθιμος ἄρχισε σ᾿ αὐτή τήν πόλι, τήν σειρά τῶν ρουμανικῶν ἐκδόσεων μέ τό βιβλίο «ἐκκλησιαστική διδασκαλία», ὅπου μνημονεύεται στό ἐσώφυλλο νά δοθῆ σάν δῶρο στούς ἱερεῖς. Μετά ἐκτυπώθηκε τό Ψαλτήριο τοῦ βασιλέως Δαβίδ. Τό φθινόπωρο τοῦ 1712 μέ τόν προσωπικό κόπο τοῦ Γεωγίου Ραντοβίτσι ἐκτυπώθηκε γιά πρώτη φορά στήν ρουμανική γλῶσσα ἡ Παρακλητική, πού εἶχε μεταφρασθῆ ἀπό τόν Μητροπολίτη καί ἐκτυπώθηκε μέ δικά του χρήματα. Ἐπίσης ἐκδόθηκε τό βιβλιάριο: «Προσευχητάριο γιά ὅλη τήν ἑβδομάδα», τό ὁποῖο δόθηκε σάν δῶρο σέ ὅλους τούς χριστιανούς. Τό 1713 τυπώθηκε στά ρουμανικά τό βιβλίο: «Ἀλεξάνδρεια», γιά τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα ἀντίτυπον. Μετά τυπώθηκε τό βιβλίο: «Θεῖες καί ἅγιες Λειτουργίες μέ ἔξοδα τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου. Μετά τό βιβλίο: Φιλοσοφικά πρότυπα», οἱ «Καταβασίες», στήν σλαβορουμανοελληνική, τό Μέγα Εὑχολόγιον, δεύτερη ἔκδοσις στά ρουμανικά μεταφρασμένο ἀπό τόν μητροπολίτη Ἄνθιμο, ὅταν εὑρισκόταν στό Ρίμνικου καί τό ἐξετύπωσε μέ προσωπικά του ἔξοδα.

Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Μπρινκοβεάνου, στόν καιρό τῆς ἡγεμονίας τοῦ Στεφάνου Καντακουζηνοῦ, ὁ ὁποῖος βοήθησε πολύ τόν ἱερό Κλῆρο, τυπώθηκαν στά ρουμανικά τό βιβλίο: «Κεφάλαια Διαταγῶν», καί μοιράσθηκε σέ ὅλους τούς ἱερεῖς καί διακόνους δωρεάν. Μετά τό Ὠρολόγιο στά σλαβορουμανικά καί ἡ πρώτη ἔκδοσις τοῦ βιβλίου τῶν Καταβασιῶν.

Τό Ὠρολόγιο εἶναι ἡ πρώτη μετάφρασις τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου καί τυπώθηκε μέ δικά του χρήματα. Ἀπ᾿ αὐτόν τυπώθηκε πάλι καί τό βιβλίο τῶν Καταβασιῶν στά ρουμανικκά τό 1715. Τά δύο αὐτά βιβλία εἶναι τά τελευταῖα τῆς μεταφραστικῆς δραστηριότητος τοῦ μητροπολίτου τά ὁποῖα καί ἐκδόθηκαν καί στήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἄλλο βιβλίο τό «Διά τούς μεγάλους θρησκευτικούς ἀξιωματούχους, τούς Κληρικούς καί τούς ἐκπροσώπους τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ πατριάρχου ἱεροσολύμων Χρυσάνθου». Τυπώθηκε στήν Τιργκόβιστα τό 1715 δημιουργώντας διαθέρμανσι στίς σχέσεις τῶν δύο ἱεραρχῶν. Ἐπίσης τυπώθηκε τό βιβλίο: «Συμβουλές σέ χριστιανούς πολιτικούς» πρός τόν ἡγεμόνα Στέφανο Καντακουζηνό. Τό ἔτος 1716 τυπώθηκε στήν μητρόπολι Βουκουρεστίου τό βιβλίο: «Ἱερά Ἱστορία, δηλαδή Ἰουδαϊκή, τοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.

 

Ἡ σύγκρουσις μεταξύ τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου καί τοῦ ἡγεμόνος Νικολάου Μαυροκορδάτου

Μέ τόν φόνο τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου Καντακουζηνοῦ, στίς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1716, οἱ τούρκοι ἔχασαν τελείως τήν ἐμπιστοσύνη τους στούς ντόπιους ρουμάνους ἡγεμόνες καί, μετά ἀπό ἀπόφασίν τους, ἀπέστειλαν τόν φαναριώτη Νικόλαο Μαυροκορδᾶτο ἀπό τήν Μολδαβία πού ἦταν στήν Ρουμανική Χώρα. Αὐτός εἰσῆλθε στό Βουκουρέστι στίς 10 Φεβρουαρίου τοῦ 1716. Μέ τόν Νικόλαο ἀρχίζει μία περίοδος Φαναριωτῶν ἡγεμόνων στήν Ρουμανική Χώρα (Οὐγγροβλαχία), ἑλιγμοί τῆς ὑψηλῆς τουρκικῆς Πύλης.

Δίπλα στήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία, δύο ἄλλες μεγάλες δυνάμεις ὑπάρχουν τόν ἴδιο καιρό, πού ἔχουν μεγάλο ρόλο νά παίξουν γιά τήν Ἀνατολική Εὐρώπη. Εἶναι: Ἡ Ρωσία μέ τόν τσάρο Πέτρο τόν Μέγα καί ἡ Αὐστροουγγαρία.

Οἱ χωρικοί τῆς Ρουμανικῆς Χώρας δέχθηκαν τόν Νικόλαο Μαυροκορδᾶτο, λόγῳ διαταγῆς τῶν τούρκων, διότι ἐγνώριζαν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τῶν τούρκων καί ὄχι φίλος τῆς Χώρα των. Γι᾿ αὐτό προσπάθησαν νά συνδεθοῦν πολιτικά μέ μεγάλες χριστιανικές Δυνάμεις. Μερικοί, ἔχοντας δίπλα τους τόν ἐπίσκοπο Ἄνθιμο, ἐπῆγαν μέ τό μέρος τῶν Ρώσων, ἄλλοι μέ τό μέρος τῶν Αὐστριακῶν, προπαντός μέ τούς Καντακουζηνούς, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν νά βάλουν ἡγεμόνα ἀντί τοῦ Μαυροκορδάτου, τόν Γεώγιο Καντακουζηνό, υἱό τοῦ Στεφάνου, πού εὑρισκόταν ἤδη γιά πολύ χρόνο στήν Τρανσυλβανία. Ἐπέρασαν τότε πρός τό μέρος τῶν Αὐστριακῶν πολλοί χωρικοί μέ τήν ἐλπίδα νά λυτρωθοῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν τούρκων.

Ἦταν ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ ἔτους 1716, ὅταν, κατά τό Χρονικό τοῦ Ράδου Ποπέσκου, ἔγινε ἡ εἴσοδος τῶν Αὐστριακῶν στήν Ρουμανική Χώρα. Λέγει τό Χρονικό ὅτι ἔφθασαν μέχρι τήν πόλι Πιτέστι καί ἐσκέπτοντο νά μποῦν τά στρατεύματά τους στό Βουκουρέστι. Αὐτή ἡ εἴδησις εἶχε φθάσει στήν πρωτεύουσα ἀπό τούς τελῶνες τῶν συνόρων τήν Τρίτη ἡμέρα μετά τήν γιορτή τῆς Παναγίας, ὅπως ἀναφέρεται στό Χρονικό. Ἀπό τόν χρονογράφο Κιάρου σημειώνεται ὅτι τήν Παρασκευή ἡμέρα, μία ὥρα πρίν τήν δύσι τοῦ ἡλίου, ὁ κόσμος ἔτρεχε στά δρομάκια τῆς πόλεως τοῦ Βουκουρεστίου νά κρυφθῆ καί ἐκραύγαζε:  Γερμανοί, Γερμανοί....».

Ὁ ἡγεμών Νικόλαος Μαυροκορδᾶτος ξαφνιάσθηκε. Ἑτοίμασε τά πράγματά του καί τήν οἰκογένειά του. Ἐπῆρε μαζί του τούς χριστιανούς ἄρχοντές του καί, παρά τίς ἀντιρρήσεις του, καί τόν μητροπολίτου Ἄνθιμο, καί ξεκίνησαν γιά τήν πόλι Τζιουρτζίου, πλησίον τῶν συνόρων μέ τήν Βουλγαρία. Κατά τό μεσονύκτιο, γράφει ὁ Κιάρου, γιά νά ξεκουρασθοῦν λίγο τ᾿ ἄλογά τους, ἐστάθμευσαν σ᾿ ἕνα χωριό πού λέγεται Ὀντάϊα. Σταμάτησαν ἔξω ἀπό μία καλύβα καί ἀπό ἕνα χωρικό ἐζήτησαν λίγο νερό. Ἐκεῖ ἄρχισε μία μακρά συζήτησις μεταξύ τοῦ Ἡγεμόνος καί τοῦ Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος δέν ἤθελε νά τόν ἀκολουθήσει, ὑποστηρίζοντας ὅτι δέν εἶναι καθόλου τιμητικό νά ἐγκαταλείψει τό ποίμνιό του, ἰδιαίτερα τώρα πού τό περιεκύκλωσαν ἀτυχίες σάν αὐτή, ὁπότε μπορεῖ νά δημιουργηθῆ κάποια ἐξέγερσις, ἀφοῦ ἀπουσιάζουν ὁ Ἡγεμών καί ἡ Μητροπολίτης. Κατά τήν ὥρα τῆς φλογερᾶς συζητήσεως, προσκαλέσθηκε ἔξω ἀπό τήν καλύβα καί τοῦ δόθηκε μία ἐπιστολή πού ἦλθε ἀπό τό Βουκουρέστι, ἀπό τόν ἱερέα Ἰωάννη Ἀβραμίου. Ἀφοῦ τήν ἐδιάβασε,  μπῆκε στήν καλύβα καί ἀπευθύνθηκε μέ τά ἑξῆς λόγια πρός τόν Ἡγεμόνα: «Ἡ Ὑψηλότης σου δέν ἔχει καιρό νά χάνει τώρα ἐδῶ. Ἔρχεται γρήγορα ὁ Γεώργιος, ὁ γυιός τοῦ πρώην Στεφάνου Καντακουζηνοῦ ἀπό τήν Τρανσυλβανία μέ 12.000 γερμανούς στρατιῶτες μέ σκοπό νά καταλάβη τό Βουκουρέστι καί ὅλη τήν Οὐγγροβλαχία.

Ὁ Μαυροκορδᾶτος, κυριεύθηκε ἀπό ἔκπληξι καί διέταξε γρήγορα νά ἑτοιμάσουν τά ἄλογα. Καί πάλιν διέταξε τόν μητροπολίτη νά τόν ἀκολουθήσει, σκεπτόμενος, ὅπως γράφει ὁ Κιάρου, ὅτι ἡ ἐπιστροφή του στό Βουκουρέστι δέν θά ἔχει ἄλλο σκοπό παρά τήν ἐνθρόνισι τοῦ νέου ἡγεμόνος Γεωργίου». Ἀπείλησε  τούς πάντες ὅτι μετά ἀπό λίγες ἡμέρες θά ἐπιστρέψει στήν Ρουμανική Χώρα μέ μία μεγάλη στρατιά ἀπό τούρκους καί τατάρους, οἱ ὁποῖοι θά διαλύσουν τούς ἀντάρτες στό Βουκουρέστι.

Ὁ μητροπολίτης, σκεπτόμενος ὅτι ὁ Μαυρτοκορδᾶτος δέν θά ἰδῆ πάλι τήν Ρουμανική Χώρα, ἐπέστρεψε στό Βουκουρέστι. Τό ἑπόμενο πρωΐ τοῦ Σαββάτου, πρός τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, ἡ ὁμάδα τοῦ Μαυροκορδάτου ἔφθασε στήν περιοχή τῆς πόλεως Τζιουρτζίου. Οἱ τοῦρκοι ἐξεπλάγησαν ἀπό τούς ἀπροσδόκητους ταξιδιῶτες. Ἐπίστευσαν ὅτι οἱ Γερμανοί εἶναι πλησίον τους καί ἄρχισαν νά σκορπίζωνται, ἄλλοι πρός τό φρούριο, ἄλλοι συγκεντρώθηκαν κοντά στόν Δούναβι γιά νά περάσουν στήν Βουλγαρία. Λόγῳ τῆς βιασύνης τῆς φυγῆς τους, μπῆκαν σέ μικρές βάρκες πού βρῆκαν ἐκεῖ 25-30 ἄτομα μέ ἀποτέλεσμα νά πνιγοῦν. Ὅσοι διεσώθησαν μέ κολύμβι πέρασαν ἀπέναντι στήν βουλγαρική πόλι Ρουσκίυκ. Ὁ Μαυροκορδᾶτος ἔφθασε μέ τά ἄλογά του καί τά πολύτιμα πράγματά του στήν ἴδια πόλι καί μετά γρήγορα κατευθύνθηκε πρός τήν Κωνσταντινούπολι. Ἐκεῖ πολλοί τοῦρκοι ἦλθαν νά τόν ἰδοῦν καί νά μάθουν τόν λόγο τῆς ξαφνικῆς του ἀναχωρήσεως ἀπό τήν Ρουμανική Χώρα.

Στήν πόλι Τζιουρτζίου ἤδη εἶχαν φθάσει ταχυδρόμοι ἀπό τό Βουκουρέστι καί εἶχαν φέρει τήν εἴδησι ὅτι δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ οὔτε ἕνας γερμανός στρατιώτης. Εἶπαν ἀκόμη ὅτι μία ἐπιπόλαια εἴδησις ἐδημιούργησε στόν λαό πανικό, πού ἀπό τόν φόβο τους, ἐγκατέλειψαν τά σπίτια ἀναζητῶντας προστασία καί στέγη στά πανδοχεῖα τοῦ ἡγεμόνος Σερμπάνου, στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί στό μοναστήρι Κοτροτσένι. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, βάσει ἑνός σουλτανικοῦ φιρμανίου ἐδημιούργησε γρήγορα μία ὁμάδα ἀπό  μερικές ἐκατοντάδες τούρκους καί τατάρους μέ τούς ὁποίους ξεκίνησε γιά τό Βουκουρέστι. Ἔφθασε ἐκεῖ στίς 10 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Πέμπτη. Ἐστάθμευσε στήν θέσι πού λέγεται «τό πηγάδι τοῦ ἡγεμόνος Ράδου», καί διέταξε νά «κοπῆ σέ κομμάτια» ὁ Πατράσκο Μπρεζογιάνου, ὁ ὁποῖος εἶχε χρισθῆ ἡγεμών στήν Μητρόπολι. Τότε κυρίευσε μεγάλος φόβος τούς κατοίκους, ἰδιαίτερα οἱ ἄρχοντές του, πού τόν ἀκολουθοῦσαν.

 

Ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ μητροπολίτου Ἀνθίμου

Ὅταν ἔφθασε στήν Ὑψηλή Πύλη τοῦ σουλτάνου ὁ Μαυροκορδᾶτος, διέταξε τόν σουλτᾶνο νά προσκαλέσει τόν μητροπολίτη Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος καί ἀπεφάσισε νά ἀκούση στήν σουλτανική διαταγή. Ἦταν ἕτοιμη ἡ ἀπόφασις νά τόν σκοτώσουν οἱ τοῦρκοι στρατιῶτες, τήν στιγμή πού θά κατέβαινε ἀπό τήν καρότσα καί θά ἑτοιμαζόταν νά ἀνέβη τά σκαλιά τοῦ παλατίου τοῦ σουλτάνου. Ἀλλά δέν ἦλθε ἐνώπιόν του ὁ Μαυροκορδᾶτος, διότι ἦταν σέ αὐστηρό περιορισμό μαζί μέ τόν ἱερέα Ἰωάννη Ἀβραμίου. Αὐτός ὁ ἱερεύς ἦταν ἕλληνας ἀπό τήν Κρήτη καί λειτουργός τῆς ἑλληνικῆς Κοινότητος τῆς Βενετίας, κατόπιν ἱεροκήρυκας στήν αὐλή τοῦ Μπρινκοβεάνου. Αὐτός εἶχε πληροφορήσει τόν Ἄνθιμο γιά τήν ἄφιξι τοῦ πρίγκηπος Γεωργίου Καντακουζηνοῦ σάν ἡγεμόνος στήν θέσι τοῦ Μαυροκορδάτου.

Ὁ Μητροπολίτης κλείσθηκε στίς φυλακές τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. Ἐκεῖ ἐξαναγκάσθηκε μέ ἀπειλές νά δώσει τήν παραίτησί του στήν Ἀρχιεπισκοπή (Κωνσταντινουπόλεως) καί στήν θέσι του νά πάει αὐτός πού ἤδη ἐξελέγη ἀπό τόν ἡγεμόνα, ὁ Μητροφάνης, πρώην Πνευματικός τοῦ Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου καί ἄσπονδος ἐχθρός τοῦ Άνθίμου.

Ὁ Ἅγιος κατόπιν κατηγορήθηκε γιά μαγεῖες καί ἀπάτες. Καθαιρέθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τοῦ ἀφαιρέθησαν τά ἀρχιερατικά του ἐμβλήματα καί τοῦ ἔβαλαν κόκκινο σκοῦφο ἀντί τῆς ἐπισκοπικῆς του μίτρας. Τοῦ ἀφήρεσαν τό μοναχικό του ὄνομα Ἄνθιμος καί τοῦ ἐπανέφεραν τό λαϊκό ὄνομά του, Ἀνδρέας. Τοῦ ἐδιάβασαν κατόπιν τήν καταδικαστική ἀπόφασι καί τήν ἀπομακρύνσί του σάν ἐξορία στό μοναστήρι τοῦ ὄρους Σινᾶ. Τήν νύκτα ξεκίνησε μέ τήν καρότσα συνοδευόμενος ἀπό μερικούς τούρκους. Ἔφθασαν στήν Καλλίπολι, ἐπέρασαν τόν ποταμό Τούντζια, παραπόταμο τοῦ ποταμοῦ Μαρίτσα πού διέρχεται μέσα ἀπό τήν Ἀδριανούπολι. Ἐκεῖ φονεύθηκε καί ρίχθηκε στόν ποταμό.

Ἔτσι ἐτελείωσε ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ μεγάλου καί ἁγίου μητροπολίτου Ἀνθίμου τοῦ Ἴβηρος.

Ἡ ἐξιστόρησις τῆς συλλήψεώς του, οἱ ἐξευτελισμοί του καί οἱ ταπεινώσεις του στίς ὁποῖες ὑποβλήθηκε, καθώς καί ὁ μαρτυρικός θάνατός του, παρουσιάζονται ἀπό τόν σύγχρονό του Ἀντώνιο Μαρία τοῦ Κιάρου, ὁ ὁποῖος σάν γραμματεύς τοῦ Μπρινκοβεάνου καί εἰλικρινής θαυμαστής τῶν ταλέντων καί τῶν χαρισμάτων τοῦ Μητροπολίτου, τόν ἀκολούθησε μέ φροντίδα καί πόνο μέχρι τό τραγικό τέλος τῆς ζωῆς του.

Οἱ ἐχθροί μέχρι θανάτου τοῦ Ἀνθίμου ἔκαμαν τό καθῆκον τους μέχρι τό τέλος. Δέν τόν ἄφησαν νά φθάσει σάν ἐξόριστος οὔτε στό Ὄρος Σινᾶ, ὅπου εἶχε καταδικασθῆ νά ζήσει, ἀλλά τόν συνέλαβαν βιαστικά, κατ᾿ ἐντολήν προφανῶς τοῦ σουλτάνου, γιά νά ἐκτελέσουν τήν εἰς θάνατον καταδικαστική του ἀπόφασι.

Γέροντας, ἀσθενής καί βασανισμένος διανύοντας τόν ἔσχατο δρόμο τῆς ζωῆς του, φονεύθηκε μέ ἀπάνθρωπο τρόπο, κατόπιν τεμαχίσθηκε σέ κομμάτια καί πετάχθηκε στά νερά τοῦ ποταμοῦ Τούντζια. Τό μνῆμα του, πού εἶχε ἐτοιμάσει στήν ἐκκλησία Πάντων τῶν Ἁγίων, στήν Ρουμανική Χώρα, ὅπου ἤλπιζε ἐκεῖ νά ταφῆ, θά παραμένει ἄδειο καί θά εἶναι τό τελευταῖο κτίσμα σέ τούτη τήν ζωή του.

 

Ἡ δικαίωσις τοῦ ἐγκλήματος

Διά λόγους τώρα τυπικούς θά πρέπει νά κριθῆ ὁ θάνατος τοῦ ἁγίου μητροπολίτου.

Σ᾿ αὐτό τό γεγονός φαίνεται καθαρά ἡ ἐνοχή τοῦ Μαυροκορδάτου ὁ ὁποῖος μέ μηχανορραφίες, χωρίς καθυστέρησι, καί μέ τίς συμβουλές τῶν ἀρχόντων του, ἀνεκοίνωσε τά πάντα στόν Οἰκουμενικό πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτός ἀμέσως συνεκάλεσε ἕνα συμβούλιο ἀπό 11 ἀρχιερεῖς, στό ὁποῖο προήδρευσε ὁ ἴδιος πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ 3ος.

Αὐτός, ἐπειδή δέν ἦταν παρών ὁ κατήγορός του, κατήρτισε γράμμα μέ ἡμερομηνία, Αὔγουστος τοῦ 1716 στό ὁποῖο κατηγορεῖται ὁ Μητροπολίτης, ὁ «κακός Ἄνθιμος» ἔνοχος ὡς ἐπαναστάτης, δημεγέρτης καί ὑπαίτιος καί κόντρα στήν ἐξουσία τῆς Βασιλείας καί στόν μεγαλειότατον Ἡγεμόνα ὅλης τῆς Οὐγγροβλαχίας. Ἀκόμη στό γράμμα αὐτό κατηγορήθηκε γιά μάγος, συνένοχος γιά πολλά ἐγκλήματα καί «σατανιστικές δουλειές...».

Μέ βάσι αὐτές τίς βαρειές καί ἄδικες κατηγορίες, ὁ ἅγιος Ἄνθιμος καθαιρέθηκε καί ἔχασε ὅλα τά δικαιώματά του σάν ἀρχιερεύς καί μητροπολίτης. Τόν ἐπανέφεραν στήν τάξι τῶν μοναχῶν καί ἔμεινε γνωστός μέ τό χαρακτηριστικό ὄνομα: Μοναχός Ἄνθιμος».

 

Τό φῶς τῆς ἀληθείας

Τό φῶς τῆς ἀληθείας δέν μπορεῖ νά κρυφθῆ  κάτω ἀπό τό μόδιο τοῦ μίσους καί τῆς λήθης.

Μόλις μετά ἀπό 250 χρόνια ἦλθε ὁ καιρός νά ἀποδειχθῆ ἡ ἄδικος καθαίρεσίς του, τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1716, πού ἔγινε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐν ὄψει τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.

Ἡ κανονική ἀπάντησις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἦταν αὐτή: «Ἐθεώρησα σκόπιμο νά ἄρωμεν τήν καθαίρεσί του, πού εἶχε γίνει κάποτε ἀπό τήν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, δηλαδή ἀπό ἐμᾶς, ἐν ὄψει τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς μνήμης του στήν Ἐκκλησία».

Ὁ Θεός οὐδέποτε μένει χρεώστης καί μάλιστα σέ κάποιον πού τόν ὑπηρετεῖ εὐκαίρως ἀκαίρως καί μέ ὅλη τήν καρδιά του, ὅπως Τόν ὑπηρέτησε ὁ ἀξιομνομόνευτος μητροπολίτης Ἄνθιμος ὁ Ἴβηρας.

Γι᾿ αὐτό, ἔτσι ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους, γιά τήν ἁγιωσύνη του, γιά τό φῶς πού ἐσκόρπισε μέ τά τυπογραφεῖα του καί τούς λόγους του, μέ τήν ἀγιότητα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἡ ὁποία ἐπισφραγίσθηκε μέ τόν μαρτυρικό θάνατό του, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (Ρουμανικό πατριαρχεῖο) τόν ἀνεκήρυξε Ἅγιο καί τόν κατέταξε μεταξύ τοῦ καταλόγου τῶν Ἁγίων της, μέ ἡμερομηνία τῆς μνήμης του τήν 27ην Σεπτεμβρίου, ἑκάστου ἔτους.

Ἀποδίδοντας σ᾿ αὐτόν τόν Ἅγιο τιμή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί πολύ περισσότερη τιμή γιά τόν ρουμανικό μας λαό, τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν παρακαλοῦμε ἐκεῖ πού εὑρίσκεται μαζί μέ ὅλους τούς «Φίλους τοῦ Θεοῦ» νά προσεύχεται καί γιά τήν σωτηρία, τήν προστασία καί κάθε καλό τῆς Χώρας μας καί ὁλοκλήρου τοῦ ρουμανικοῦ μας ἔθνους.

Κύριε, ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, ἀνάπαυσον μετά δικαίων, ἐν φωτί καί μακαρία μνήμῃ τόν κοιμηθέντα δοῦλον σου, μητροπολίτη καί μάρτυρα Ἄνθιμο τόν Ἴβηρα, κτίτορα ἱερῶν μοναστηριῶν μας. Ἀμήν.

 

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά

ἀπό τόν μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

16 Μαΐου 2010.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου