ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

H ΥΠΟΘΕΣH ΤΗΣ A’ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ

 

Πατερικά

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 Η Κόρινθος είναι τώρα η πρώτη πόλις της Ελλάδος, κατά την παλαιάν δε εποχήν υπερηφανεύετο δια πολλά υλικά πλεονεκτήματα, και περισσότερον από όλα τα άλλα δια την αφθονίαν των χρημάτων δια τούτο και κάποιος από τους εθνικούς συγγρα­φείς1 ωνόμαζε την περιοχήν πλουσίαν διότι ευρίσκεται εις τον ισ­θμόν της Πελοπόννησου και είχε πολύ ανεπτυγμένον εμπόριον. Επί πλέον η πόλις ήτο γεμάτη από πολλούς ρήτορας και φιλοσό­φους, και μάλιστα ένας2 από τους ονομαζομένους επτά σοφούς ήτο από αυτήν την πόλιν.

Αυτά σας τα λέγω όχι δια υπερηφάνειαν ούτε δια να σας δείξω πολυμάθειαν, προς τι λοιπόν αποσκοπεί το να γνωρίζωμεν αυτά; Συντελεί εις την κατανόησιν της υποθέσεως της επιστολής. Πολλά έπαθε και ο ίδιος ο Παύλος εις αυτήν την πόλιν επίσης και ο Χριστός εις αυτήν εφάνη εις αυτόν και του εί­πε: «Μη σιωπήσης, αλλά να ομιλής, διότι έχω πολύν λαόν εις την πόλιν αυτήν»3 και πράγματι έμεινεν εκεί δύο έτη. Εις αυτήν την πόλιν εξήλθεν ο δαίμων, τον οποίον εξώρκιζον οι Ιουδαίοι και έπαθον φοβερά πράγματα από αυτόν εις αυτήν όσοι από τους μά­γους μετενόησαν συνεκέντρωσαν τα βιβλία των και τα κατέκαυσαν και η άξια των υπελογίσθη εις πενήντα χιλιάδας αργύρια4, εις αυτήν και επί ανθυπάτου Γαλλίωνος ο Παύλος εκτυπήθη επάνω εις το βήμα5.

Επειδή λοιπόν ο διάβολος έβλεπε μίαν πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον, θαυμαστήν δια τον πλούτον και την σοφίαν της, την σημαντικωτέραν πόλιν της Ελλάδος —διότι τότε η δύναμίς των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων ευρίσκετο εις αθλίαν κατάστασιν, διότι προ πολλού είχον χάσει την εξουσίαν— να δέχε­ται την αλήθειαν και επειδή είδεν ότι με πολλήν προθυμίαν εδέχθησαν τον λόγον του Θεού, τι κάμνει; Προκαλεί διαιρέσεις εις τους ανθρώπους, διότι εγνώριζεν ότι και η ισχυροτέρα βασιλεία, εάν μόνη της διαιρεθή, δεν θα ημπορέση να διατηρηθή.

Δια την επιβουλήν δε αυτήν ως αφορμήν είχε τον πλούτον και την σο­φίαν των κατοίκων. Εξ αιτίας αυτών μερικοί έκαμαν μόνοι των ομάδας και αυτοεχειροτονήθησαν αρχηγοί και προΐσταντο του πλήθους, και άλλοι μεν προσεκολλώντο εις αυτούς, άλλοι δε εις ε­κείνους, ως δήθεν περισσότερον πλουσίους ή σοφούς και περισσό­τερον ικανούς διδασκάλους, και αυτοί λοιπόν παρελάμβανον τους οπαδούς, των και εκαυχώντο ότι δήθεν εδίδασκον περισσότερα από τον απόστολον. Αυτό ακριβώς και υπαινίσσετο, όταν έλεγεν: «Δεν ημπόρεσα να σας ομιλήσω ως προς πνευματικούς ανθρώπους»6, υποδηλώνων ότι συνέβη να μη ακούσουν πολλά όχι εξ αιτίας της ιδικής του ελλείψεως αλλά εξ αιτίας της αδυναμίας εκείνων, όπως επίσης τούτο φανερώνει και το «Επλουτήσατε χωρίς εμάς»7Και αυτή η διάσπασις της Εκκλησίας δεν ήτο μικρόν γεγονός αλλά το ολεθριώτερον όλων.

Συγχρόνως με αυτά εις τον ίδιον τόπον απετολμήθη και δεύ­τερον αμάρτημα: κάποιος εδημιούργησε σχέσεις με την μητρυιάν του και όχι μόνον αυτόν δεν τον επέπληξαν αλλά και εθορύβουν και όσοι ανήκον εις την ιδίαν ομάδα με αυτόν υπερηφανεύοντο, δια τούτο λέγει: «Και όμως σεις φουσκώνετε από υπερηφάνειαν και δεν επενθήσατε μάλλον»8.

Και μετά από αυτό μερικοί πάλιν από τους δήθεν τελειοτέρους κατέστρεφον τα πάντα με το να γεύωνται τα κρέατα των θυσιών από γαστριμαργία και με το να κοιμώνται εις τα ειδωλολατρικά ιερά. Άλλοι πάλιν, επειδή είχον προστριβάς και φιλονεικίας δια χρήματα, ανέθετον τας υποθέσεις των εις τα δικαστήρια των εθνικών.

Επίσης μεταξύ αυτών εκυκλοφόρουν πολλοί με μακριά μαλλιά, αυτούς τους παραγγέλλει να κόπτουν τα μαλλιά των.

Υπήρχε και κάποιο άλλο όχι μικρόν πλημμέληματο ότι έτρωγον μόνοι των εις τας εκκλησίας και δεν προσέφερον εις όσους είχον ανάγκην. Μετά δε από αυτό διέπραττον και άλλο πλημμέ­λημα: Υπερηφανεύοντο δια τα χαρίσματά των και δια τον λόγον αυτόν υπήρχε ζηλοτυπία μεταξύ των, πράγμα το οποίον επίσης εδημιούργει μεγάλην διάσπασιν της Εκκλησίας.

Είχον επίσης αυτοί προβλήματα με το θέμα της αναστάσεως, μερικοί δηλαδή από αυτούς δεν επίστευον πολύ ότι υπάρχει ανάστασις των σωμάτων, διότι έπασχον ακόμη από την ελληνικήν μωρίαν.

Διότι πράγμα­τι όλα αυτά προήρχοντο από την ανοησίαν της φιλοσοφίας των Ε­θνικών και αυτή ήτο η μήτηρ όλων, από εδώ προήρχοντο και αι διαιρέσεις, και αυτό ακριβώς το έμαθαν από τους φιλοσόφους. Εκείνοι, ως γνωστόν, εφιλονείκουν μεταξύ των και πάντοτε ο κάθε ένας ηναντιούτο εις τας απόψεις του άλλου από φιλαρχίαν και κενοδοξίαν και προσεπάθουν να εφεύρουν κάτι επί πλέον. Αυτά τα επάθαιναν, επειδή εστήριζον την λύσιν των προβλημάτων των εις την λογικήν.

Έστειλαν δε επιστολήν εις αυτόν δια του Φουρτουνάτου, του Στεφανά και του Αχαϊκού, δια των οποίων και ο ίδιος στέλλει την επιστολήν και τούτο το εδήλωσεν εις το τέλος της επιστολής δεν του έγραψαν όμως δι’ όλα τα προβλήματά των αλλά μόνον περί γάμου και παρθενίας, δια τούτο και έλεγε: «Σχετικώς με όσα μου έγράψατε»9.

Αυτός όμως και δι’ όσα του έγραψαν και δι’ όσα δεν του έ­γραψαν τους γράφει εις την επιστολήν του, αφού έμαθε με ακρίβειαν όλα τα ελαττώματά των. Αποστέλλει δε μαζί με την επιστολήν και τον Τιμόθεον γνωρίζων ότι και η επιστολή μεν έχει πολλήν δύναμιν αλλά ότι και η παρουσία του μαθητού θα τους προσθέση πολλά.

Επειδή δε εκείνοι που εδημιούργουν διαιρέσεις εις την Εκκλησίαν από εντροπήν μήπως φανούν ότι από φιλοδο­ξίαν είχον κάμει τούτο, επενόησαν προκαλύματα του πάθους των, ότι δήθεν εδίδασκον τα τελειότερα και ότι ήσαν σοφότεροι των άλλων, ο Παύλος, αντιμετωπίζει πρώτον αυτό το νόσημα κόπτων την ρίζαν των κακών και την διχόνοιαν που ήρχισεν από εδώ και μάλιστα χρησιμοποιεί πολλήν παρρησίαν, διότι αυτοί ήσαν μαθηταί του περισσότερον από όλους, δια τούτο λέγει: «Εάν δι’ άλλους δεν είμαι απόστολος, αλλά δι’ εσάς τουλάχιστον είμαι, διότι σεις είσθε η σφραγίς της αποστολής μου»10.

Και όμως ήσαν ασθενέστεροι από τους άλλους εις την πίστιν, δια τούτο λέγει: «Δεν ωμίλησα προς εσάς ως προς πνευματικούς ανθρώπους, διότι δεν ημπορούσατε ακόμη, αλλά ούτε και τώρα, ακόμη ημπορείτε»11. Και το λέγει αυτό, δια να μη νομίσουν ότι αναφέρεται εις το παρελθόν. Δια τούτο προσέθεσεν: «αλλά ούτε και τώρα ακόμη ημπορείτε». Αλλ’ όμως ούτε ήτο φυσικόν όλοι να έ­χουν παρεκτραπή αλλά μεταξύ αυτών ήσαν μερικοί πολύ άγιοι.

Και τούτο το εδήλωσεν εις το μέσον της επιστολής με το να ειπή: «Όσον αφορά δε εμέ, μου είναι εντελώς αδιάφορον να κριθώ από εσάς», και προσέθεσεν: «Αυτά δε τα εφήρμοσα εις τον εαυτόν μου και εις τον Άπολλώ»12. Επειδή λοιπόν αυτά τα κακά προήρχοντο από παράλογον αλαζονείαν και από την πεποίθησιν ότι γνωρίζει κανείς κάτι περισσότερον, αυτήν την ασθένειαν θερα­πεύει προ των άλλων, και εις την αρχήν της επιστολής του λέγει.

 

  1. Βλ. Θουκυδ. 1,13
  2. Περίανδρος ο Κορίνθιος
  3. Πράξ. 18, 9-10
  4. αυτ. 13-19
  5. 5, αυτ. 18, 12.
  6. Α’ Κορ. 3,1
  7. αυτ. 4,8
  8. αυτ. 5,2
  9. αυτ. 7,1
  10. αυτ. 9,2
  11. αυτ. 3, 1-2
  12. αυτ. 4, 3, 6

 

 

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 18 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Α’ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ – ΛΟΓΟΙ A’ —ΚΑ’ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ — ΣΧΟΛΙΑ Υπό ΧΡΙΣΤΟΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Φιλολόγου – ΕΠΕ – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1979 – Σελ. 12-18 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΛΛΗΝΗΣ

https://www.entaksis.gr