Μια αλεπού έτρεχε λαχανιασμένη μέσα στο δάσος, γιατί πίσω της ακολουθούσαν σκυλιά που την κυνηγούσαν…
– Καλέ, τι έπαθε η κυρα – αλεπού και τρέχει αλαφιασμένη; Πιάστηκε η ψυχή μου μόνο που τη βλέπω!
– Καλά, δε βλέπεις σπίνε μου, δεν ακούς κιόλας τι χαμός γίνεται απ΄ τα γαβγίσματα των σκύλων; Έκλεψε την κότα του κυρ Γιώργη η δικιά σου και τα σκυλιά του την πήραν στο κατόπι… Και με ξύπνησαν εκεί που χουζούρευα στην κουφάλα του δέντρου. Με τι κουράγιο θα βγω να κυνηγήσω το βράδυ κι έχω και τα κουκουβαγάκια μου, που τα περιμένουν όλα από μένα!
Η κουκουβάγια μας η ανοιχτομάτα παρακολουθούσε με αγωνία το τρεχαλητό της αλεπούς και πέταξε νωχελικά πάνω στο ψηλότερο κυπαρίσσι του δάσους…
– Από δω, κυρ Σπίνε μου, τα βλέπω όλα… Τρύπωσε η παμπόνηρη μέσα σε βάτο φουντωτό, γεμάτο αγκάθια…
– Μα θα ξεσχίσει τη γούνα της και θα ματώσει, είπε ο σπίνος αλαφιασμένος, που παρακολουθούσε κι αυτός με μεγάλη περιέργεια.
Πράγματι η αλεπού μας χωνόταν όλο και πιο βαθιά στον βάτο, ξέροντας πως τα σκυλιά δε θα πατούσαν ποτέ εκεί μέσα κι αν χώνονταν θα μάτωναν τη μύτη τους. Καθώς όμως φρόντιζε πώς θα κρυφτεί καλύτερα, ένα αγκάθι χώθηκε στο δικό της πόδι και την πλήγωσε πολύ.
– Άντε από κει, παλιάγκαθο, εγώ σου ζητώ βοήθεια και συ μ΄ αγκυλώνεις!
Η αλεπού φώναζε θυμωμένα, ουρλιάζοντας από τον πόνο. Και τα ουρλιαχτά και οι φωνές της έφταναν μέχρι ψηλά, στο κυπαρίσσι, όπου ήταν το παρατηρητήριο της κουκουβάγιας.
– Για στάσου κυρα-αλεπού μου! Ποιος σου είπε να ζητήσεις βοήθεια από τον βάτο; Δεν ήξερες πως έχει αγκάθια κι αγκυλώνει όλο τον κόσμο; Εσύ δεν ευχόσουνα να ματώσουν τη μύτη τους τα σκυλιά στα αγκάθια του; Tώρα όμως που τρυπήθηκες εσύ, γκρινιάζεις! Τι εγωισμός, θεούλη μου!
Η κυρα-κουκουβάγια η ανοιχτομάτα της τα είπε της αλεπούς και ξέσπασε, αν και μέσα της δεν ήταν σίγουρη ότι θα μιλούσε έτσι, αν η αλεπού δεν ήταν μπλεγμένη στο βάτο με τ΄ αγκάθια.
– Μα στον εγωιστή όλοι φέρονται εγωιστικά, το ξέρουμε δα, είπε ο σπίνος και πέταξε μακριά…
Απόδοση: Δ.Σ.
https://www.pemptousia.gr/2021/11/enas-vatos-gia-tin-alepou/