«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ό κόσμος αὐτός δέν εἶναι ἔνοχος. Ἐμεῖς εἴμεθα ένοχοι, διότι δέν ξέρουμε νά τόν ἀγαπᾶμε καί νά τόν εκτιμήσουμε! Τί έκάναμε έμεῖς γι' αὐτό τόν κόσμο, έάν γίνεται λόγος νά εισέλθουμε λεπτομερώς στόν δρόμο της σωτηρίας μας; Τί έκάναμε έμεῖς γι᾿ αύτό τόν κόσμο; Αύτό είναι τό ζητούμενο!
Ἕνα ίδρυμα, όπως καί ένα έθνος, ζούν μέσῳ αύτών τῶν ανθρώπων πού προέρχονται άπ' αυτά, διότι μένουν επάνω στόν σταυρό τοῦ καθήκοντος, χωρίς νά υποχωρούν ή νά κλονίζεται ἡ ἀγάπη τους. Μιά μεγάλη άγάπη γιά τόν Θεό άπαιτεῖ μιά παντοτεινή θυσία. Δέν ημπορούμε ποτέ νά ζήσουμε, χωρίς προβλήματα καί χωρίς βέλη κατευθυνόμενα εναντίον μας! Δέν άκοῦτε τί μᾶς λέγει ἡ Χριστιανική διδασκαλία; «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν είρήνην ἐπί τῆς γῆς, άλλά μάχαιραν... καί εχθροί τοῦ ανθρώπου οἱ οικιακοί αύτοῦ...» (Ματθ. 10, 36). Άλλά όλα αύτά δέν πρέπει νά απελπίζουν μέ κανένα τρόπο τόν άνθρωπο. Άκόμη κι όταν ό άνθρωπος προσβάλλεται συχνά άπ' αυτές τίς δυστυχίες, αύτό δέν σημαίνει ότι θά άπελπισθή στόν άγώνα του. "Οχι! Ό Θεός γνωρίζει τήν στενοχώρια σου καί μ αύτές τίς συμφορές σέ δοκιμάζη, γιά νά σέ καταστήση άξιο νά στέφανωθής μέ τήν πλούσια καί αίώνια χάρι Του. Αύτό ποθεί ό Θεός νά κάνη στήν ζωή σου. Νά σέ στεφανώση μέ τά αμάραντα άνθη τοῦ παραδείσου άπ' αύτή τήν ζωή.
Δέν μπορούμε νά φαντασθούμε ένα άνθρωπο πού θέλει νά σωθή, άλλ' όμως χωρίς άρετές. Άπό πού προέρχονται αύτές οί άρετές; Προέρχονται άπό τήν μάχη τών δοκιμασιών, διότι χωρίς μάχη δέν ήμπορεῖ νά ύπάρχη θυσία! Ό Σταυρός έσωσε τό άνθρώπινο γένος. "Οχι ή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, οὔτε τά θαύματα Του, άλλά ό Σταυρός! "Οταν ό Ιησούς σταυρώθηκε, τότε ένίκησε τόν διάβολο. Ό Σωτήρ έθριάμβευσε επί τοῦ Σταυρού, ενώ ό διάβολος νικήθηκε κατά κράτος. Επομένως ούδείς χριστιανός είναι άπαλλαγμένος, γιά οποιοδήποτε λόγο, άπό τόν σταυρό του, διότι ή δοκιμασία, άγαπητοί μου, είναι δώρο τοῦ Θεοῦ. Δέν είναι οποιαδήποτε μία παίδευσις τού Θεοῦ. Άλλά κι άν άκόμη είναι μία παίδευσις καθ' εαυτή, ή σημασία της έγκειται στήν δυνατότητα επιστροφής τοῦ άνθρώπου πρός τό καλλίτερο.
Διαπιστώνει ό καθένας μας ότι δέν έρχεται πολύς κόσμος στήν εκκλησία. Άλλά ό έκκλησιασμός δέν πρέπει νά είναι κάποιο καταναγκαστικό έργο, οὔτε νά άποτελεῖ μιά εύκαιρία, όπως οί άλλες άπασχολήσεις τής ζωής μας. Τέτοιος έκκλησιασμός, αντί νά ένισχύη, άποδυναμώνει τήν πίστι καί τόν ψυχικό δυναμισμό τοῦ άνθρώπου καί τοῦ προκαλεί σύγχυσι. Έξ αιτίας πολλών παραπτωμάτων, φθάνει πολλές φορές σέ σημείο ό άνθρωπος νά λέγη στόν εαυτό του: «Τί; Μόνο έγώ νά πηγαίνω στήν Εκκλησία; Βλέπω ότι όλοι σχεδόν δέν πηγαίνουν...». Επομένως, τό καλλίτερο είναι νά προσευχώμεθα γιά τήν έπίλυσι αύτών τών προβλημάτων άπ᾿ αυτούς τούς άνθρώπους. Κι άκόμη, παρακαλώ άγαπητοί μου, νά γίνεται αύτή ή προσευχή μέ μιά άληθινή καί ειλικρινή άγάπη. "Οχι μέ μιά υποκριτική καί τυπική άγάπη πού υπάρχει σήμερα σέ πολλούς άνθρώπους. Πρέπει νά αισθάνεσαι τήν άνάγκη ν άγαπάς.
Κανείς δέν έρχεται δίπλα σου, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Σέ πλησιάζει μέ τήν πρόνοια καί άγάπη τοῦ Θεού, διότι πιστεύει ότι κοντά σου θά βρή κάποια βοήθεια ή έσύ έχεις κάτι νά ωφεληθείς άπ' αυτόν. "Ισως σέ ώφελήσει, διότι μπορεί νά έχη κάποια μεγαλύτερη άπό σένα πνευματική δύναμι. "Η, ημπορείς έσύ νά τόν βοηθήσης, μέ τήν έννοια ότι τόν υπομένεις καί δέχεσαι νά συζητήσης μαζί του. Είναι μεγάλο τό σφάλμα μας, όταν παροργίζουμε ή διώχνουμε πότε τόν ένα καί πότε τόν άλλο αδελφό μας! Ό Θεός τόν υπομένει καί αύτόν καί τόν έφερε στό δρόμο σου νά τόν ύπομείνης κι έσύ. Έτσι θά λάβης άπ' αύτόν τό στεφάνωμα τής άγάπης!
Έάν κάνουμε κάποια καλά έργα, δέν είναι σωστό νά τά κάνουμε άπό ὑποχρέωσι, διότι γινόμεθα σκληροί. Νά τά κάνουμε έν ονόματι τής ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μέ τόν οποιοδήποτε τρόπο καί όσο μπορούμε. Διότι ὁ Θεός μάς άνέχεται άκόμη σ' αύτή τήν ζωή, όχι διότι είμεθα άξιοι, άλλά διότι αύτός είναι πολυέλεος καί δι' Αύτοῦ τό έλεός Του έρχεται στήν ζωή μας.
Έάν, έπί παραδείγματι κάποιος έχθρεύεται τόν συνάνθρωπο του καί τόν κατακρίνη άδίκως γιά τήν συμπεριφορά του, τότε γίνεται ένοχλητικός καί στούς άλλους άνθρώπους. Άλλά άν σταθή σέ συνομιλία μέ τόν Θεό, Ἐκεῖνος θά τοῦ είπή μυστικά στήν καρδιά του: «Αγαπητέ μου, Έγώ τόν άγαπώ αύτόν τόν άνθρωπο, έτσι όπως είναι. "Ελα μέ τό μέρος μου καί άγάπη σέ τον καί έσύ. Γι αύτό καί τόν κρατάω στήν ζωή. Ακολούθησε τήν δική Μου άγάπη καί μή τόν μισής· έγώ είμαι Θεός καί κρατώ κι εσένα σ' αύτή τή ζωή. Πόσα σφάλματα κάνεις καθημερινά κι όμως Έγώ τά παραβλέπω»;
Αύτός ό εσωτερικός διάλογος, πού γίνεται μέ ταπείνωσι, παρέχει πνευματική άσφάλεια στόν αγωνιζόμενο χριστιανό. Ανατέλλει μέσα του μέ πολλούς τρόπους ή άγάπη, χωρίς τήν οποία δέν μπορεί νά γίνη τίποτε, άκόμη καί βουνά άν μπορούσε, νά μετακινούσε. Άκόμη κι άν έδινε τό σώμα του νά καή και νά ξεσχισθή άπό τά θηρία γιά τόν Χριστό. είναι νά δέχεσαι τόν άνθρωπο νά καθίση δίπλα σου, χωρίς νά τόν άπομακρύνης μέ τόν λογισμό σου. Ἔχεις κάποιο συνάδελφο, ό όποιος διέρχεται μιά συμφορά στήν ζωή του. Πρέπει νά ξέρης πώς νά τόν παρηγόρησης, πώς νά καταπραύνης τό πρόσωπο του. Γιά τούς πτωχούς ήμπορεῖς νά κάνης μιά σύντομη προσευχή: «Κύριε ελέησε τόν τάδε», έάν δέν μπορής κάτι νά τοῦ δώσης, διότι είσαι μέσα στό λεωφορείο κι έκείνος στό πεζοδρόμιο. Τό ερώτημα είναι σέ ποιά κατάστασι ευρίσκεται ή καρδιά μας όσον άφορα τόν πόνο πού έπικρατεῖ γύρω μας; Τό μεγαλύτερο έργο γιά τό όποιο θά απολογηθούμε στήν Μέλλουσα Κρίσι, θά είναι αύτό: «Γιατί δέν έδωσα περισσότερη προσοχή στούς συνανθρώπους μου»;
Υπάρχει εντολή στήν χριστιανική διδασκαλία: Νά σέβεται ὁ άνθρωπος όλη τήν δημιουργία καί άκόμη περισσότερο τήν άνθρώπινη ὕπαρξι, ή οποία είναι κατ' εικόνα Θεού καί όμοίωσι. Καί ή διεστραμμένη φύσις, είναι γεγονός, ότι σέ προτρέπει νά άσχολεῖσαι μόνο μέ τά ἰδικά σου ζητήματα καί πολύ δύσκολα νά ένδιαφερθής γιά τόν άλλο. Καί ή έντολή τοῦ Θεού είναι άκριβώς αύτή: Νά θυσιάζεσαι γιά τόν άλλον. Έγώ σας είπα κάποτε· εάν δέν τό είπα τό λέγω τώρα: Ευρισκόμουν σέ μία κατάστασι, πού μοῦ φαινόταν σάν όνειρο, άλλά μοῦ ήτο τόσο δυνατή σάν νά ήτο άληθινή, έτσι... είχα πεθάνει καί κυττοῦσα, όπιος λέγεται, τό νεκρό σώμα μου, διότι ή ψυχή ποτέ δέν πεθαίνει. Κυττοῦσα τόν εαυτό μου στό φέρετρο καί όταν τό φέρετρο έφθασε καί μπήκε στόν τάφο, είπα: «Τί ωραία πού είναι νά άφήσης κάτι άπό τόν έαυτό σου έξω άπό τόν τάφο! Αύτό θα σέ βοηθήση νά ζήσης γιά πάντα». Ή έλεημοσύνη είναι κάτι δικό σου καί ό Αλέξανδρος Βλαχούτσα (ρουμάνος συγγραφεύς) έλεγε ότι «όλη ή Άγια Γραφή είναι έλεος».
Μέ τό νά έλεήσης τόν ένα ή τόν άλλο, αύτό φανερώνει ότι στά πρόσωπά τους συναντάς τόν Χριστό. Άκόμη, δέν γνωρίζεις, άν αύτόν πού βοηθεῖς ίσιος νά είναι ό ίδιος ό Χριστός μέ τόν ένδυμα εκείνου τοῦ πτωχού! Αύτός δέν απλώνει τό χέρι νά τοῦ δώσης, άλλά απλώνει τό Χέρι Του νά σοῦ δώση τήν Βασιλεία τών ουρανών καί έσύ δέν τό αντιλαμβάνεσαι. Καί οί άνθρωποι συνήθως ζητούν ένα μικρό νόμισμα.
Αδελφοί μου, κρατήστε μέσα στό μυαλό σας ότι οί ζητιάνοι είναι βιβλικά πρόσωπα. Περνάτε δίπλα άπό τήν θύρα τής σωτηρίας σας καί είναι τόσο εύκολο νά κτυπήσετε καί νά μπείτε μέσα... Τό φοβερώτερο είναι ότι περιφρόνησες τόν ζητιάνο. Οί ζητιάνοι ουδέποτε θά εξαφανισθούν, γιά νά σοῦ υπενθυμίζουν τό καθήκον σου. Άλλά καί στήν Βασιλεία τοῦ Θεού, μέσω αύτών θά περάσης! Μαζεύονται καθ' ομάδες στήν άκρη τοῦ δρόμου καί μοιράζουν, όσα χρήματα ή πράγματα συγκέντρωσαν καί λέγουν: «Αύτό μοῦ τό έδωσε ό τάδε... Μνήσθητι αύτοῦ Κύριε, έν τή βασιλεία Σου...». Κι αύτό έχει άξια. Ό Σωτήρ μας γιά νά μάς ένθαρρύνη μάς είπε: θά λάβης έκατονταπλάσια.
Θέλεις νά πλουτίσης; Δώσε κάθε τι πού έχεις! θά λάβης έκατονταπλασίονα. Αύτό δέν τό λέγω έχοντας παράδειγμα τόν εαυτό μου, άλλά άν γνωρίζης τόν βίο τοῦ αγίου Ιωάννου τοῦ Ελεήμονος, θά συγκλονισθής! Ό άγιος Ἰωάννης, όταν επήγε στήν Αρχιεπισκοπή πού εξελέγη ποιμήν, έρώτησε: «Τί χρήματα σέ χρυσό έχει ή Αρχιεπισκοπή;» καί τοῦ απήντησαν, ότι έχει τόσα λίτρα χρυσού. «Νά τά δώσετε στούς πτωχούς» τούς είπε. "Οταν άκουσαν τόν λόγο του οί οικονόμοι ανησύχησαν καί τοῦ είπαν ότι θά περιπέσουν σέ έσχατη πτώχεια. Καί ό Θεός έστειλε έκατονταπλασίονα έν συγκρίσει μ᾿ αύτά πού έδωσαν. Καί όσο έδινε ό "Αγιος, τόσο περισότερα ήρχοντο. Οί οικονόμοι έγόγγυζαν πάντοτε. Βλέπεις, ότι ό άνθρωπος δέν παρατηρεί, όταν λαμβάνη, άλλά όταν δίνη. Άλλά ήρχοντο τά άγα- θά σέ τακτικά διαστήματα έκατονταπλασίονα. Είναι λόγια τής Άγιας Γραφής! Έγώ δέν έχω τό δικαίωμα νά άντι- τίθεμαι σ' αύτά τά λόγια. Μέ τήν αυθεντία τών θείων αύτών λόγων τής Γραφής, συνηθίζουμε νά τά έφαρμόζουμε στή ζωή μας χωρίς δυσπιστία. Τά Μυστήρια τής Εκκλησίας θεμελιώθηκαν επάνω στά λόγια τής Άγιας Γραφής. «Αύτόν πού θά λύσετε εσείς, θά τόν λύσω καί Έγώ». Μέ τά λόγια αύτά θεμελιώθηκε τό μυστήριο τής Ἱεράς Έξομολογήσεως.
Ηλθε μιά κυρία στήν Αρχιεπισκοπή νά δώση μιά δωρεά. Ό άγιος Ιωάννης τήν ρώτησε: Τί επιθυμείτε νά δώσετε κυρία; Τοῦ άπήντησε «τόσα». Ό άγιος Ιωάννης έπερίμενε νά λάβη έκατό φορές περισσότερα καί, παρότι τού έδωσε έκείνη ή κυρία άρκετά, ὅμως δέν ήταν έκατονταπλάσια, καί πάλι τήν έρώτησε: «Τόσα ήθελες άλήθεια, νά μοῦ δώσης»; Τοῦ άπάντησε έκείνη: «Όχι, δέν ήθελα νά δώσω τόσα, άλλά ένα άόρατο χέρι έσβησε καί έγραφε τό ποσό ποῦ σοῦ δίνω τώρα».
Τί είχε συμβή; Οί οικονόμοι δέν έδιναν στούς πτωχούς, όσα τούς είχε είπή ό "Αγιος. "Εδιναν λιγώτερα. Κι αύτά αντιστοιχούσαν μέ όσα τούς έφερε έκείνη ή γυναίκα. Ὁ άγιος Ἰωάννης τούς έπέπληξε: «Βλέπετε ποιος πτωχεύει τήν Αρχιεπισκοπή!»
Επομένως, άς προσπαθούμε νά ζούμε όχι μόνοι μας, άλλά μέσα σέ όλους πού είναι μαζί μας.
Υπάρχει ή πιό ωραία εντολή τοῦ Χριστοῦ στό Ευαγγέλιο πού τόσο επίμονα μας τήν υπαγορεύει: «Αγαπάτε αλλήλους». Βλέπετε, ότι μέ κάθε τρόπο πρέπει νά ελέγχουμε τόν έαυτό μας, έάν έχουμε τό αίσθημα αύτό τής άγάπης πρός όλους τούς άνθρώπους. Ή πρακτική είναι πιό δύσκολη. Δέν ημπορείς νά τούς άγαπάς όλους μέ τήν ίδια πάντα άγάπη. Καλά, αύτό είναι κατανοητό. Άλλά, τουλάχιστον μέ κανένα τρόπο νά μή μισής τούς άλλους. Έάν δέν τούς μισής, τότε δέν είσαι μέσα στό νερό, άλλά άνέβη- κες στό πρώτο σκαλοπάτι. Ευρίσκεσαι σέ ξηρό μέρος. Καί βέβαια τά σκαλιά αύτά φθάνουν μέχρι τό τελευταίο πού εῖναι τό σκαλοπάτι τής υψίστης άγάπης. Είσαι έλεύθερος καί έχεις τήν δυνατότητα νά άνεβής έάν δέν μισής. Αύτό είναι λοιπόν μιά καλή άρχή. Τί είναι μία σκάλα; Δύο έπιμήκη χονδρόξυλα πού ενώνονται μεταξύ τους μέ άλλα μικρότερα. Δηλαδή, έάν πατήσης στό πρώτο ξύλο, -τό πρώτο σκαλί- είσαι σεσωσμένος. Υπάρχει κάτι ιερό μέσα μας. Ό Θεός μάς τό έδωσε, διότι μάς έδημιούργησε μέ τήν έντολή καί τήν δυνατότητα νά άγαπάμε ό ένας τόν άλλον. Καί κάποια φωνή μάς λέγει μέσα μας: «Γιατί νά στέκεσαι μόνο στό πρώτο σκαλοπάτι τής άγάπης; Ανέβα πιό πάνω, στό έπόμενο. Καί τότε πλημμυρίζεις άπό μία άγάπη, τήν οποία μέχρι τότε δέν έγνώριζες. Αύτή σέ άναπαύει καί σέ συμβουλεύει νά άνεβής καί στό έπόμενο σκαλί. Έτσι σιγά-σιγά μπορεί νά φθάσει ό άνθρωπος μέχρι τό τελευταίο σκαλί τής θείας άγάπης, ή οποία είναι σύνδεσμος τελειότητος».
Ό Σωτήρ δέν μάς λέγει ότι τά σκαλιά τής κλίμακος είναι τριάντα, διότι αύτή τήν διδασκαλία μάς τήν λέγει ό άγιος Ιωάννης ό λεγόμενος τής Κλίμακος. Μάς λέγει μόνο: «Αγαπάτε άλλήλους». Μάς παραγγέλει κατά τρόπο τέλειο καί αποφασιστικό. Άλλά εμείς σήμερα έχοντας τόσες δικές μας άδυναμίες καί προστριβές μέ άνθρώπους, ένίοτε χαμηλής χριστιανικής παιδείας, μεταξύ δύο κακών, επιλέγουμε τό μικρότερο. Δηλαδή άφοῦ δέν μπορώ νά άγαπήσω τόν πλησίον μου, διότι είμαι είτε έγώ έμπαθής, είτε εκείνος, τουλάχιστον νά μήν τόν μισήσω όπότε στέκομαι στό πρώτο σκαλί καί όχι μέσα στό τέλμα τής άπελπισίας καί άπωλείας μου. Καί άν κρατιέσαι μέ τά χέρια σου άπό τό παραπάνω σκαλοπάτι, αύτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν νά άνέβης σ' αύτό, διότι τό κρατείς μέ τό χέρι σου. Είναι εντολή θεῖκή. Δέν χρειάζεται άλλο πλέον νά τό σχολιάσουμε κι άς μένουμε τουλάχιστον στήν σχέσι μέ τόν πλησίον μας λέγοντάς του τό «Καλημέρα» καί νά μήν μισούμε κανέναν.
Μάταια κοπιάζουμε νά εκτελούμε άλλες χριστιανικές άρετές, έάν δέν έχουμε άδελφικές σχέσεις μέ τόν αδελφό μας. Αδελφοί μου, νά γνωρίζετε ότι πρέπει ή καρδιά μας νά είναι πάντοτε έλεύθερη πρός τόν Χριστό. Διότι κι ένας άκόμη μικρός εχθρός, πού έτόλμησε νά σκαρφαλώση σέ κάποια περιοχή τής καρδιάς μας είναι ικανός νά άπομα- κρύνη τόν Χριστό άπό τήν καρδιά μας, πού είναι ή μόνιμη κατοικία Του. Δηλαδή, δέν θέλει ό Χριστός νά κατοική μέσα μας ούτε καί ό πιό μικρός νοητός εχθρός μας. Δέν υπάρχει σχέσις καί κοινωνία μεταξύ τού καλού καί τοῦ κακού. Ό Σωτήρ μάς λέγει: «Νά μοῦ δώσης όλη τήν ζωή σου, όλη τήν ὕπαρξί σου!» καί ό διάβολος μάς λέγει: «Εμένα νά μοῦ δώσεις μόνο τό δάκτυλο σου». Καί μ' αύτή τήν παραχώρησι πού κάνουμε στόν διάβολο, μάς κυριεύει τελείως. Ἰδού, ευρίσκεται δίπλα σου. Δέν είναι πλέον ό Χριστός κοντά σου, έάν έσύ τοῦ έδωσες έστω καί τό νύχι τοῦ δακτύλου σου!
Γι' αύτό οῦτε νά συζητής μέ τόν διάβολο. Είναι μεγάλο σφάλμα όταν λέγουν μερικοί: «Τσακώθηκα μέ τόν διάβολο!» Άλλά αρέσει πολύ αύτός ό διάλογος τοῦ διαβόλου μέ τόν άνθρωπο. Νά προσεύχεσαι, λοιπόν. Αύτός φεύγει μόνο μέ τήν προσευχή σου. Έάν αισθάνεσαι ότι σέ βασανίζει σωματικά μέ κάποιο τρόπο ή κάπως σέ ενοχλεί, προσευχήσου στόν Χριστό: «Κύριε Τησοῦ Χριστέ, Υιέ τοῦ Θεοῦ, έλέησόν με τόν άμαρτωλόν». Αύτή τήν προσευχή νά τήν έχης πάντοτε στό στόμα καί τόν νοῦ σον. "Οχι όμως αγωνία καί ταραχή, άλλά μέ πραότητα καί αύτοσυγκράτησι. Διότι σας επαναλαμβάνω καί τώρα, ότι οποιεσδήποτε καί νά είναι οί αιτίες μιας δοκιμασίας ή μιας στενοχώριας, προέρχονται άπό τόν διάβολο. Ή χάρις τοῦ Θεοῦ δέν έρχεται έκεῖ όπου υπάρχει στενοχώρια, θλῖψις καί άπελπισία, διότι ένας τέτοιος θεῖκός πλούτος δέν μένει σέ άνθρωπο πού δέν γνωρίζει νά τόν άποθηκεύη μέσα του καί τόν διασκορπίζη έξω. Κι αύτή ή χάρις δέν έρχεται νά κυριαρχήση άπάνω του, άλλά έρχεται όπου υπάρχει πνευματική ησυχία καί όταν ή ὕπαρξίς του μεταμορφώνει αύτή τήν χάρι τοῦ Θεού μέ προσωπικές της πρωτοβουλίες μέχρις ότου φθάσει στό μέτρο τοῦ τελείου άνθρώπου καί γίνει ό ίδιος θεός κατά χάριν. Άλλά τό βάθος μιας χαριτωμένης καταστάσεως στήν πνευματική ζωή δέν φαίνεται, άλλά βιοῦται. Αισθάνεσαι πότε ενοχλείσαι άπό τήν υπερηφάνεια. Ή ταπείνίοσις όμως δέν γίνεται τόσο αισθητή. Ό άνθρωπος ποτέ δέν λέγει: «Είμαι ταπεινός». Παρ᾿ όλα αύτά όμως αισθάνεται μιά εσωτερική χαρά, διότι έχει ένα αίσθημα θερμής άγάπης γιά τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο.
Έάν έχης ορθολογική σχέσι μέ τόν κόσμο, λέγοντας ότι, είμαι έλεύθερος νά μή δεχθώ τήν έπίσκεψι τού άδελφοῦ μου αύτό δέν σέ καταξιώνει πνευματικά. Είναι ένα μικρό κέρδος, χωρίς κάποιο μόνιμο περιεχόμενο. Πρέπει νά τόν άγαπήσης άληθινά μέ όλη τήν καρδιά σου. Στρατηγικά σας δίνω μία συμβουλή: Δέν ήμπορεῖς ν άγαπήσης τόν εχθρό σου άπό τήν πρώτη στιγμή "Ομως μείνε στό σκαλί τουλάχιστον νά μήν τόν μισής. Καί έάν σέ εὕρη ό θάνατος, χωρίς τό μίσος κατά τοῦ άδελφοῦ σου, τότε γνώριζε ότι πεθαίνεις ώς φίλος τοῦ έχθροῦ σου καί ή χάρις τοῦ Θεοῦ θά σέ συνοδεύη.
Νά γνωρίζετε ότι τό μίσος κατά τοῦ άδελφοῦ μας είναι διαβολικό. "Ερχεται συχνά ό λογισμός καί σοῦ λέγει: «"Αχ τί θά τοῦ έκανα!»
Αγαπητέ, τίς δέκα έντολές δέν πρέπει νά τίς μάθουμε, όπως κάποτε στό σχολείο. Πρέπει μέ κάθε τρόπο νά έφαρμόσουμε αυτές τίς έντολές. Πηγαίνοντας στόν Πνευματικό νά τοῦ λέγης ότι δέν έξεπλήρωσες τήν τάδε έντολή, ότι σοῦ συνέβη τό τάδε περιστατικό, ή ή τάδε κατάστασις πραγμάτων σέ έμπόδισε. Θά τό έξηγήσης γιατί δέν ήμπόρεσες, όπότε θά έχης τά έλαφρυντικά, άλλά μέ κανένα τρόπο νά μή πιστεῦσης ότι είσαι άπαλλαγμένος τελείως, διότι προέκυψε κάποιο περιστατικό καί έσύ δέν έφήρμοσεςτήν έντολή.
Εργάσθηκες τήν Κυριακή. Αλλά ή έντολή τής Εκκλησίας είναι νά μήν έργάζεσαι. "Ομως κάποιο γεγονός σέ άνάγκασε νά έργασθής. Δέν θά πρέπει νά σέ επιπλήξω, άλλά είναι άνάγκη νά τό έξομολογηθής αύτό καί ίσως ό Πνευματικός νά μή σέ κανονίση.
Δύο άτομα άπεφάσισαν νά έπισκεφθοῦν τά Ιεροσόλυμα. Έπήγαιναν μέ τά πόδια, μέ δύσκολες συνθήκες, διότι δέν υπήρχαν τότε μέσα μεταφοράς. Βαδίζοντας γιά τά Ιεροσόλυμα, μπήκαν νά φιλοξενηθούν κάπου όπου εύρήκαν πολλούς έκεῖ άρρωστους. Προσπάθησαν καί οί δύο καί τούς έβοήθησαν, όσο ημπορούσαν. Άλλά ένας άπ' αυτούς είπε:
-Έγώ δέν πηγαίνω στά Ιεροσόλυμα, διότι δέν ήμπορώ νά εγκαταλείψω τούς άσθενεῖς.
- Γιατί, άγαπητέ μου, άφοῦ έτσι άποφασίσαμε.
Καί άνεχώρησε ό άλλος μόνος του καί έφθασε στά Ιεροσόλυμα. Έκεῖ υπήρχε πολύ κόσμος καί συνωστισμός, λόγω τής Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Μπαίνοντας ό προσκυνητής στήν έκκλησία μέ μεγάλη δυσκολία άπό τήν κυρία είσοδο, άντίκρυσε στό Ιερό Βήμα τόν συνοδοιπόρο του πού είχε μείνει πίσω γιά νά περιποι- ηθή τούς άσθενεῖς. Ανάμεσα στίς δύο καλές πράξεις -τό προσκύνημα καί τούς άρρώστους- διάλεξε τήν μεγαλύτερη. Αύτός πού φρόντισε τούς άσθενεῖς έπεθύμησε νά φθάσει στήν κορυφαία βαθμίδα τής Άγιας Γραφής, πού είναι ή άγάπη, Ή έντολή τής άγάπης είναι υψίστη έντολή, γι' αύτό καί έπιμένει πολύ σ' αύτήν ό Σωτήρ μας. Όπότε προέρχεται δικαιολογημένα ή έξής έρώτησι, τήν οποία πρέπει νά θέσουμε όλοι μας, ό καθένας στόν έαυτό του: «Αγαπώ ή δέν άγαπώ»; Είναι έντολή τοῦ Χριστού, άγαπητέ μου! Καί μή νομίζετε ότι ό Χριστός ώμίλησε μόνο γιά έκεῖνο τόν αιώνα, στήν έποχή δηλαδή τών Αποστόλων. "Οχι. Ώ μίλησε γιά όλους τούς αιώνες καί τίς έποχές. Καί έμεῖς έχουμε τό πολύτιμο προνόμιο νά είμεθα χριστιανοί, Δέν άκολουθοῦμε όπως άλλοι άνθρωποι, πού ζοῦν μακράν τοῦ Χριστού, τόν Βούδα, ή άλλες ειδωλολατρικές θεότητες. Ακολουθούμε, μέ τήν άπειρη εύσπλαχνί,α τοῦ Θεοῦ, τόν Τη σοῦ Χριστό μας.
Βάλετε καλά στό μυαλό σας ότι ή άγάπη είναι κριτήριο τής μελλούσης Κρίσεως. Τό Εύαγγέλιο πού διαβάζουμε τήν Κυριακή τής Μελλούσης Κρίσεως αύτό είναι: «Επείνασα γάρ καί έδώκατέμοι φαγεῖν, έδίψησα καί έποτίσατέ με, ξένος ημην καί σννηγάγετέ με... ήσθένησα καί έπεσκέψασθέ με...» (Ματθ. 25, 35-36). Δέν ομιλεί γιά άλλες υποθέσεις ή δέν ξέρω τί άλλο. Όμιλεῖ μόνο γιά τήν άγάπη.
Γιατί μισείς τόν αδελφό σου; Αποδεικνύεις μέ τή στάσι σου ότι δέν τόν άγαπάς, ότι δέν τόν σέβεσαι σάν μία άνθρώπινη ύπαρξι. Από τήν στιγμή πού τόν μισείς, δέν τόν άναγνιυρίζεις, ώς άνθρά)πινο πρόσωπο. Κι αύτό άρκεῖ νά μάς καταδικάση.
Κακολογείς μέ τόση ευκολία καί μέ τόν ένδόμυχο λόγο σου. Καί άν άκόμη ερωτηθείς άπαντάς: «Καί τί μόνο έγώ κακολογώ; Στό κάτω-κάτω τού άξίξει». Σας λέγω όμως ότι αύτό είναι μιά μεγάλη άμαρτία. "Οχι πλέον δέν τόν άγαπάς, άλλά καί τόν έχθρεύεσαι, τόν μισείς. Τότε διαπράττεις έγκλημα καί όχι άγάπη.
"Οταν προσευχώμεθα γιά κάποιον ό όποιος δέν γνωρίζει ότι έμεῖς προσευχώμεθα στόν Θεό γι5 αύτόν, τότε ό Θεός χάριν τής άγαπητικής προσευχής σου πού κάνεις γι' αύτόν τόν βοηθεῖ. Έσύ μ5 αύτόν τόν τρόπο έκπληρώνεις τήν έντολή τής άγάπης καί γίνεσαι σωτήρας κάποτε, κάπου, γιά κάποιον. Έσύ νά συνεχίζης νά τόν μνημονεύης καί ό Θεός θά τόν βοηθήση, διότι άκούει τήν προσευχή σου.
Έάν μνημονεύεις κάποιον, ζεις μαζί μέ όλο τόν κόσμο καί ιδιαίτερα μέ τούς άδελφούς σου εν τή ιδία πίστει τού Χριστού. Καί είναι υποχρεωμένοι πρός αύτούς πού προσεύχονται γιά τήν σωτηρία τους, κατά ένα άγνωστο σ' έμάς τρόπο πού τόν ξέρει μόνο ό Θεός.
Εκτός άπό τήν προσευχή, κράτησε καί καλές σχέσεις μέ τόν άνθρωπο. «Πέταξε του» ένα χαμόγελο, γιά νά ίδή ότι δέν είσαι έχθρός του. "Οχι μυκτηρισμό. "Αν έκεῖνος σέ προκαλεῖ, έσύ χαμογέλασε του ειρηνικά.
Άγαπητέ μου, έγώ άνέφερα μία άλήθεια. Έσύ όμως νά μήν ευρίσκεσαι έξω άπό αύτή τήν άλήθεια. Έάν σέ έβλαψε ή σέ στενοχώρησε αύτή ή άποψίς μου, γιά τήν άλήθεια τής άγάπης, δέν φταίω έγώ. Τό φταίξιμο είναι εδικό σου, διότι δέν είσαι μέ τήν άλήθεια.
Δεν μπορούμε νά διαμορφώνουμε νόμους ιδικούς μας γιά τήν άγάπη. Ή έντολή: «Νά άγαπάς» είναι γιά όλους. Τί νά κάνουμε διότι ή άπάντησις είναι αύτή: Υπάρχει καί παράδεισος καί κόλασις. Δόθηκε ή δυνατότητα στόν καθένα νά μή πάη στήν κόλασι καί παρ' όλα αύτά έκεῖνος επήγε στήν κόλασι. Τί νά κάνουμε; Έμεῖς κάνουμε τό χρέος μας νά αγαπάμε, διότι κι αύτούς πού είναι στήν κόλασι τούς άγαπά ό Θεός. Άλλά ή άγάπη τού Θεοῦ τώρα τούς μαστιγώνει στήν κόλασι. Έκεῖ τούς κρατεί ή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ή κόλασις είναι μεγάλος πόνος γιά τόν Θεό τής άγάπης. Αυτοί άντιλαμβάνονται ότι τούς άγαπά ό Θεός καί αὐτό άκριβώς τούς βασανίζει. Καί λένε οί κολασμένοι: «Κοίτα, καί τώρα άκόμη μάς άγαπά' σκέψου πόσο θά μάς άγαποῦσε άντόν άκολουθούσαμε». Καί τί δέν έκανε ό Χριστός γιά νά σώση τούς άνθρώπους άπό τήν κόλασι;!
Πρόσεχε, άγαπητέ μου! Έκάναμε ένα διάλογο, όσον άφορά τήν σωτηρία. Γιατί βαδίζεις στό οποιοδήποτε μονοπάτι καί δέν άκολουθεῖς τήν πεπατημένη οδό πού οδηγεί στήν άνω "Ιερουσαλήμ; Σ' αύτό τόν δρόμο τραυματίζεσαι άπό μερικές αιχμηρές πέτρες, άλλά μήν εγκαταλείπεις τήν πορεία σου εξαιτίας τών ματωμένων πληγών σου. Νά τίς έπιδένης, άλλά μήν παρεκκλίνης άπ αύτό τόν δρόμο, διότι ή Χάρις τοῦ Θεού δέν έρχεται άπό όλους τούς δρόμους.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου