ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

 40 ἡμέρες μετὰ τὴν σωτήρια ἐνανθρώπησή Του, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ τὸν Δίκαιο Ἰωσήφ. Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως, τὸν παλαιό Νόμο, κάθε ἀρσενικὸ πρωτότοκο παιδί ἐθεωρεῖτο ἀφιερωμένο στὸν Θεό. Ἀνέβηκαν ἀκόμη στὸ ναό, γιὰ νὰ προσφέρουν ὡς θυσία ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δύο νεοσσούς περιστέρια (Λουκ. β΄ 22-24, Ἔξοδ. ιγ΄ 2).

  Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ἀνάμνηση τῆς προσ­αγωγῆς τοῦ Θείου Βρέφους στὸν ναό ὑπὸ τῆς Παναχράντου Μητρός Του, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τῆς Γεννήσεώς του καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς (ὑποδοχῆς) Αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Δικαίου Συμεών. Ἐνῶ στὴν Δύση θεωρεῖται Θεομητορικὴ ἑορτὴ καὶ ἀναφέρεται στὸν καθαρισμὸ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὴν λοχεία της. Τὰ γνησιώτερα κείμενα ὅμως τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρονται περὶ τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν, δηλ. τῶν Ἰουδαίων, διότι ἡ Θεοτόκος δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.

  Κατ’ ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα, ὁδηγούμενος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βρέθηκε ἐκεῖ παρὼν ὁ εὐλαβὴς καὶ Δίκαιος ὑπέργηρος Συμεών, περιμένοντας πολλὰ χρόνια πρὶν νὰ δῆ τὸν Χριστὸ καὶ ἔπειτα νὰ ἀναχωρήση γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Μόλις τὸν εἶδε, τὸν δέχτηκε στὴν γέρικη ἀγκαλιά του καὶ δόξασε τὸν Θεό, ψάλλοντας τὴν τρίτη καὶ τελευταία ὠδὴ τῆς Νέας Διαθήκης. «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ» καὶ ὁμολόγησε ὅτι μετὰ χαρᾶς κλείνει τοὺς ὀφθαλμούς του, ἀφοῦ εἶδε τὸ φῶς τῆς Ἀποκαλύψεως τῶν Ἐθνῶν καὶ τὴν δόξα τοῦ Ἰσραὴλ (Λουκ. β΄, 25-32).

Ποιὸς ἦταν ὁ Δίκαιος Συμεών; Ἔζησε πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ ἔλαβε ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι δὲν θὰ δῆ θάνατο προτοῦ δῆ μὲ τὰ ἴδια τὰ μάτια του τὸν Δεσπότη Χριστό. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἔλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι, ὁ μὲν Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος λέγει ὅτι ἦταν ἱερεύς, ὁ δὲ κριτικὸς Φώτιος, ὅτι δὲν ἦταν ἱερεύς, ἀλλὰ ἀνώτερος τοῦ ἱερέως.

  Ἄλλοι πάλι λέγουν ὅτι ἦταν ὀγδόντα χρονῶν καὶ ἐπιστρέφοντας μαζὶ μὲ ἄλλους διδασκάλους στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ κάποια ὑπηρεσία, συζητοῦσαν γιὰ διάφορα ρητὰ τῶν Προφητῶν. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ Συμεὼν τοὺς εἶπε: «ἐγώ, ἑρμηνεύοντας τὸν Προφήτη Ἡσαΐα, εἶδα νὰ λέγη: “Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ λήψεται καὶ τέξεται Υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ” (Ἡσ. ζ΄, 14). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μία Παρθένος μέλλει νὰ συλλάβη στὴν κοιλιά της καὶ νὰ γεννήση υἱὸ καὶ θὰ τοῦ δώσουν τὸν ὄνομα Ἐμμανουήλ. Ὑπερβολικὰ ἀπορῶ, διότι πῶς εἶναι δυνατὸν Παρθένος νὰ γεννήση, ἤ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῆ Θεός; Δὲν πιστεύω νὰ γίνη αὐτό». Τότε ἀμέσως εἶδε ἀοράτως κάποιο χέρι, ποὺ τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατὸ ράπισμα καὶ ἀκούσθηκε φωνὴ ποὺ εἶπε: «Καὶ θὰ δῆς τὸν Χριστὸ καὶ θὰ τὸν πάρης στὰ χέρια σου».

  Ἐνῶ προχωροῦσαν οἱ διδάσκαλοι καὶ ἔφθασαν σὲ ἕνα ποτάμι, ἐκεῖ πάλι ἔδειξε τὴν ἀπιστία του ὁ Συμεών. Βγάζει τὸ δακτυλίδι του, τὸ ρίχνει στὸ ποτάμι καὶ λέγει: «ἐὰν εἶναι ἀλήθεια αὐτά, τότε καὶ ἐγὼ νὰ βρῶ τὸ δακτυλίδι μου». Ἐνῶ προχωροῦσαν συνέχεια καὶ ἔφθασαν στὴν πλησίον τοῦ ποταμοῦ πόλη, ἀγόρασαν ψάρια, γιὰ νὰ τὰ μαγειρεύσουν καὶ νὰ τὰ φᾶνε ἐκείνη τὴν βραδιά. Ἐπειδὴ τὰ ψάρια τὰ εἶχαν ψαρέψει ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτάμι, ποὺ εἶχε ρίξει τὸ δαχτυλίδι του ὁ Συμεών, κατ’ οἰκονομία καὶ εὐδοκία Θεοῦ στὸ ψάρι ποὺ ἔλαβε, γιὰ νὰ κόψη, βλέπει τὸ δακτυλίδι του στὰ σπλάγχνα του. Πλέον τότε πίστεψε ὁ Συμεὼν σὲ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπὸ τότε περίμενε ὁ Συμεὼν πότε θὰ δῆ τὸν Χριστὸ καὶ πότε θὰ τὸν δεχθῆ στὴν ἀγκαλιά του.

  Πράγματι ὅταν γέρασε, ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπιθυμία του, ὅπως τοῦ τὸ εἶχε ἀποκαλύψει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Δέχθηκε τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, εὐλόγησε τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὴν μητέρα Αὐτοῦ, καὶ εἶπε: «Ἰδοὺ Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν και ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Αὐτὸς εἶναι προορισμένος νὰ γίνη αἰτία πτώσεως καὶ ἀναστάσεως πολλῶν, δηλαδὴ ὅσοι πιστεύσουν θὰ σωθοῦν καὶ θὰ ἀναστηθοῦν, ἐνῶ ὅσοι ἀπιστήσουν θὰ χαθοῦν. «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». Δηλαδὴ λέγει στὴν Μητέρα Του. Ὅτι ξίφος δίστομον θὰ εἰσέλθη στὴν καρδιά σου, δηλαδὴ ὅταν δῆ τὸν Χριστὸ γυμνό, νεκρό, πάνω στὸν Σταυρό, ὀδύνη καὶ λύπη θὰ δοκιμάση καὶ θὰ δακρύση καὶ θὰ κλάψη τὸν ἀγαπημένο της Υἱό, ἄν καὶ γνώριζε ὅτι καὶ πάλι θὰ ἀναστηθῆ.

  Ἀλλὰ καὶ ἡ προφῆτις Ἄννα ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ εἶπε γιὰ τὸν Κύριο: «Βλέπετε αὐτὸ τὸ μικρὸ Βρέφος, Αὐτὸ στερέωσε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Αὐτὸ εἶναι ὁ Ποιητὴς ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ἔκαμε τοὺς Ἀγγέλους, Αὐτὸ τὸ ὕδωρ, Αὐτὸ ἔκαμε, τὸν ἀέρα γιὰ νὰ ἀναπνεύουμε, τὸν αἰθέρα γιὰ νὰ θερμαινώμεθα. Αὐτό ἔκαμε τὰ πάντα».