«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε
Σπουδαστής: Τί ἀντιπροσωπεύουν τά Ἅγια Λείψανα;
Σπουδαστής: Ναί, γνωρίζω ὅτι οἱ ἅγιοι, ὅπως ὁ Σωτήρ, τελοῦσαν θαύματα ὅταν ἦταν στήν ζωή καί στήν ψυχή τῶν εἶχαν τήν ἀληθινή πίστι' ἀλλά μετά τόν θάνατον τῶν, τί δύναμι ἔχει ἕνα νεκρό σῶμα νά κάνη θαύματα;
Ἱερεύς: Σοῦ ἀνέφερα ὅτι τά σώματα τῶν πιστῶν ἀνθρώπων εἶναι ναοί τοῦ "Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατοικεῖ σ' αὐτά. Κατόπιν τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα κάνει θαύματα διά τῶν ἁγίων καί ὅσο ἦταν στήν ζωή καί μετά θάνατο. Μία ἀπόδειξις ὅτι τά σώματα τῶν ἁγίων καί μετά τόν θάνατον των ἔχουν τήν δύναμι ἀπό τόν Θεό νά κάνουν θαύματα, μᾶς δίνει ἡ 'Ἁγία Γραφή, ὅταν ἀναφέρη ὅτι τά λείψανα τοῦ προφήτου Έλισσαίου ἀνέστησαν ἕνα νεκρό (Δ' Βασ. 13, 21).
Σπουδαστής: Μερικοί λέγουν ὅτι ἡ προσκύνησις τῶν λειψάνων ὁμοιάζει μέ εἰδωλολατρεία, τήν ὁποία ἀπαγορεύει κατηγορηματικά ἡ πρώτη καί δευτέρα ἐντολή τοῦ Δεκάλογου, ἡ ὁποία εἶναι σαφής: «ἐγώ είμι Κύριος ὁ Θεός σου... καί οὐκ ἔσονται σοι Θεοί ἕτεροι πλήν ἐμοῦ. Οὐ ποιήσεις σἑαυτῶ εἴδωλον, ούδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῶ οὐρανω άνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω... Ού προσκυνήσεις αὐτοῖς ούδέ μή λατρεύσης αὐτοῖς» ('Έξοδ. 20, 2-5 καί Δευτ. 5, 6-9). Τά σώματα πού τιμώνται εἶναι ἀκριβῶς τά ἴδια μ' αὐτά πού άπαγορεύουν αὐτές οἱ ἐντολές.
Ἱερεύς: Οὔτε τά ἅγια λείψανα εἶναι εἴδωλα ἤ Θεότητες ἤ μορφές τοῦ Θεοῦ οὔτε ἡ προσκύνησις αὐτῶν εἶναι εἰδωλολατρεία. Διότι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεός τά ἐδόξασε μέ τήν θαυματουργική δύναμι πού τούς ἔδωσε καί ἐμεῖς πρέπει νά τά προσκυνοῦμε, ἐπειδή μέ αὐτά τιμοῦμε τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τά ἐχαρίτωσε καί ἐμεῖς ὑποχρεούμεθα νά τιμοῦμε τήν θεία δύναμι αὐτῶν καί ὄχι αὐτά τά ἴδια τά κόκαλα. Ἐμεῖς δέν ἐγείρουμε στά ἅγια λείψανα Ἐκκλησίες, ὅπως ἔκαναν οί ειδωλολάτρες τῶν διαφόρων εἰδώλων καί θεοτήτων, ἀλλά στόν τόπο, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν ἱδρύουμε ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καί δοξάζουμε τόν Θεό διά μέσου αὐτῶν. Ἡ πρώτη καί δευτέρα ἐντολή ἀπαγορεύει τήν τιμή τῶν εἰδώλων καί ὄχι τῶν ἁγίων λειψάνων, διότι εις αὐτά ἐμεῖς δέν πιστεύουμε ὅτι κατοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὅπως πιστεύουν οἱ εἰδωλολάτρες γιά τά εἴδωλά των.
Σπουδαστής: Ἀκόμη λέγουν ὅτι αὐτοί πού ἀγγίζουν πτώματα θεωροῦνται ἀκάθαρτοι επί ἑπτά ἡμέρες. Ὁπότε τό άγγιγμα τῶν λειψάνων (ὁ άσπασμός των) δέν θά ἐπιφέρη ἁγιασμό, ἐνίσχυσι, ἀλλά μολυσμό μέ τό ὁποῖο, ἔστω καί ἔμμεσα, κάπως μπορεῖ νά μολυνθῆ καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Νά τί μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος έσται ἑπτά ἡμέρας. Οὗτος άγνισθήσεται τή ἡμέρα τή τρίτη καί τή ἡμέρα τή ἑβδόμη, καί καθαρός έσται. Ἐάν δέ μή ἀφαγνισθῆ τή ἡμέρα τή τρίτη καί τή ἡμέρα τή ἑβδόμη, ού καθαρός έσται. Πάς ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος ἀπό ψυχῆς ἀνθρώπου, ἐάν ἀποθάνη, καί μή άφαγνισθῆ, τήν σκηνήν Κυρίου έμίανεν...» (Ἀριθμ. 19, 11-13" Λευϊτικ. 21, 10-11" Ἀριθμ. 9, 6-11).
Ἱερεύς: Μόνο τά πτώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμόλυναν αὐτούς πού τά ἄγγιζαν διότι ἦταν στήν ἁμαρτία καί τήν κατάρα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, δέν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου μολυσμένα, διότι τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰωσήφ δέν ἐμόλυνε τόν Μωϋσή, ὅταν ὁ ἴδιος τό ἐπῆρε μαζί του στήν Αἴγυπτο ('Έξοδ. 13, 19)" τό πτῶμα τοῦ Έλισσαίου τοῦ προφήτου δέν ἐμόλυνε αὐτόν πού τό ἐτοποθέτησε στόν τάφο ἀλλά τόν ἐθεράπευσε (Δ' Βασιλ. 13, 20-21). Στήν Καινή Διαθήκη τά σώματα (πτώματα) τῶν χριστιανῶν δέν ἦταν μολυσμένα, διότι ἦταν ἐκκλησίες καί κατοικητήρια τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α' Κοριν. 6, 19-20 καί 3, 16-17) καί ἦταν καθαρά ἀπό τήν κατάρα πού ἦταν ἐπάνω τους. Ἑπομένως αὐτά δέν μολύνουν αὐτούς πού τά ἀσπάζονται.
Ἀκόμη νά γνωρίζης ὅτι ὅλες οἱ περιπτώσεις ἀπομακρύνσεως ἀπό ὡρισμένα πράγματα πού ἐθεωροῦντο μιαρά ἔχουν δημιουργήσει μία διδασκαλία πού ἀναφέρεται μόνο στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία στήν Καινή Διαθήκη δέν ἔχει καμμία ἀξία. Ὁ ἀπόστολος γράφει: «Εἰ οὖν ἀπεθάνετε σύν τῶ Χριστῶ ἀπό τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου, τί ὡς ζῶντες ἐν τῷ κόσμῳ δογματίζεσθε, μή ἅψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης, ἅ ἐστι πάντα εἰς φθοράν τή ἀποχρήσει, κατά τά ἐντάλματα καί διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων;» (Κολ. 2, 20-22). Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐθεωροῦντο καί ἄλλα πράγματα ἀκάθαρτα τά ὁποῖα ἐμόλυναν τόν ἄνθρωπο, ὅταν τά ἄγγιζε. "ἦταν ἐπί παραδείγματι τά ροῦχα, τό κρεββάτι αὐτῶν πού ἦταν λερωμένοι ἀπό αἷμα (Λευϊτικ. κεφ. 15), ἤ καί τά ζῶα πού έθεωροῦντο στήν Παλαιά Διαθήκη σάν ἀκάθαρτα (Λευϊτικ. 11, 24-25).
Σπουδαστής: Λέγουν ὅτι ὁ σκοπός τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι νά ἐνταφιασθοῦν καί νά διαλυθοῦν μέ τήν σαπίλα στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο προῆλθαν καί ὄχι νά ὑπερβαίνουν καί αὐτούς τούς νόμους τῆς φύσεως. Διότι εἶναι γραμμένο: «Ἐν ίδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγη τόν άρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ελήφθης, ὅτι γή εί καί εις γήν άπελεύση» (Γέν. 3,19), «Καί ἐπιστρέψη ὁ χοῦς ἐπί τήν γῆν, ὡς ήν, καί τό Πνεῦμα ἐπιστρέψη πρός τόν Θεόν, ὁς έδωκεν αὐτό» (Έκκλησιασ. 12,7). Τότε γιατί λοιπόν, τά σώματα τῶν ἁγίων νά τά έξαιροΰμε αὐτή ς τῆς πορείας τῶν καί νά εἶναι ἔξω ἀπό τούς φυσικούς νόμους, ἀφοῦ καί αὐτά ὅπως καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο εἶναι ὑλικά;
Ἱερεύς: Ὁ νόμος, ἀλήθεια, τῆς φθοράς τῶν νεκρῶν σωμάτων, εἶναι ἕνας γενικός νόμος, καί ἀναφέρεται κυρίως στούς ἁμαρτωλούς (Α' Τιμ. 1,9). Ἡ ἀφθαρσία τῶν σωμάτων τῶν ἁγίων ἀποδεικνύει ὅτι καί ὁ νόμος αὐτός, μέ τίς ἐξαιρέσεις βέβαια πού γίνονται, ἀφορᾶ περισσότερο τούς ἁμαρτωλούς. Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς μαρτυρεῖ ὅτι ὑπῆρχαν ἐξαιρέσεις ἀπ᾿ αὐτό τόν νόμο καί ὅτι ὁ Θεός, γιά ὡρισμένους λόγους, ἀνἔστειλε τήν δύναμι του. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, μέ τό θέλημα καί τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα τοῦ Ἐνώχ καί τοῦ Ήλιοῦ τοῦ Θεσβίτου δέν ένταφιάσθηκαν στό χῶμα γιά νά διαλυθοῦν, ἀλλά άνελήφθησαν στούς οὐρανούς, διότι ἡ Ἁγία Γραφή γράφει: «Καί εὐηρέστησεν Ἐνώχ τω Θεῶ καί οὐχ εὑρίσκέτο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γέν. 5,24) καί πάλι: «Οὐδέ εις έκτίσθη οἷος Ἐνώχ τοιοὗτος έπι τῆς γῆς, καί γαρ αὐτός άνελήφθη ἀπό τῆς γῆς» (Σοφία Σειράχ 49,14). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει τό ἴδιο: «Πίστει Ἐνώχ μετετέθη τοῦ μή ίδείν θάνατον, καί οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός, πρό γάρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εύηρεστηκέναι τῶ Θεῶ» (Έβρ. 11,5). Καί γιά τόν προφήτη Ἠλία μᾶς λέγει: «καί έγένετο αὐτῶν πορευομένων (Ἠλίας καί Έλισσαῖος), έπορεύοντο καί έλάλουν, καί ίδού άρμα πυρός καί ἵπποι πυρός καί διἔστειλαν ἀνά μέσον ἀμφοτέρων, καί άνελήφθη Ήλιού έν συσσεισμώ ὡς εἰς τόν οὐρανόν» (Δ' Βασιλ. 2,11 καί Σοφία Σειράχ 48,12). Ἐνῶ γιά τόν Μελχισεδέκ δέν ἔχουμε οὔτε μία ένδειξι στήν Βίβλο ὅτι ἐνταφιάσθηκε κἄπου διότι ἦταν «ἀπάτωρ, άμήτωρ, άγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ήμερών, μήτε ζωῆς τέλος ἔχων» (Έβρ. 7,3 καί Γέν. 14,18). ἀλλά ἐκτός άπ' ὅλα αὐτά, τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σωτῆρος μας, τό ὁποῖο ἦταν έξ ὁλοκλήρου ὅμοιο μέ τά δικά μας σώματα ἐκτός ἁμαρτίας (Έβρ. 2,17) δέν ἀλλοιώθηκε στό χῶμα, ἀλλά ἀνελήφθηκε στόν οὐρανό. Ἑπομένως ὁ Θεός ἔκανε καί κάνει ἐξαιρέσεις ἀπό τόν γενικό τῆς φύσεως νόμο στά σώματα τῶν ἁγίων διότι εἶναι ὁ ἴδιος πού ἔδωσε τόν νόμο τῆς ταφῆς καί σήψεως τῶν σωμάτων μέσα στό χῶμα. Γι' αὐτό τόν λόγο ἡ Ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα ὅμοια μέ αὐτά τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Σπουδαστής: Τά νεκρά σώματα ἐάν δέν διαλύωνται πρῶτα στό χῶμα δέν θά μπορέσουν νά ἀναστηθοῦν. Γι' αὐτό έμποδιζόμενα ἀπό τήν διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεως των, καταργεῖται ή δυνατότης τῆς ἀναστάσεώς των, διότι λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἀλλ' έρεί τις: Πῶς έγείρονται οί νεκροί; ποίω δέ σώματι έρχονται; άφρον, συ ὁ σπείρεις ού ζωοποιεῖται ἐάν μή ἀποθάνη' καί ὁ σπείρεις, ού τό σῶμα τό γενησόμενον σπείρεις, ἀλλά γυμνόν κόκκον, εί τύχοι σίτου ή τίνος τῶν λοιπών' ὁ δέ Θεός αὐτῶ δίδωσι σῶμα καθώς ἠθέλησε, καί έκάστω τῶν σπερμάτων τό ἴδιον σῶμα. Οὐ πᾶσα σάρξ ή αὐτή σάρξ, ἀλλά ἄλλη μέν ἀνθρώπων, ἄλλη δέ σάρξ κτηνῶν... οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν" σπείρεται έν φθορά, έγείρεται έν ἀφθαρσία' σπείρεται ἐν ἀτιμία, ἐγείρεται έν δόξη' σπείρεται έν ἀσθενεία, ἐγείρεται ἐν δυνάμει" σπείρεται σῶμα ψυχικόν, έγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α' Κοριν. 15, 35-44 καί Ίωάν. 12,24). Ἑπομένως εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο τά σώματα νά διαλύονται στό χῶμα γιά νά μποροῦν νά ἀναστηθοῦν. Γιατί λοιπόν νά ἐξαιροῦνται τῆς σήψεως καί τῆς ἀναστάσεως τά σώματα τῶν ἁγίων;
Ἱερεύς: Τό κείμενο αὐτό λέγει γιά τήν μεταβολή, τήν ὁποίαν πρέπει νά ὑποστοῦν ὅλα τά σώματα γιά νά μποροῦν νά περάσουν ἀπό τόν χρόνο στήν αἰωνιότητα, δηλαδή νά μποροῦν νά προσαρμοσθοῦν στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀλλαγή αὐτή γίνεται ὡς συνήθως μέ τόν θάνατο. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν καί ἐξαιρέσεις άπ' αὐτή τήν τάξι, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐνώχ, ὅπως εἶδες, οἱ ὁποῖοι μετασχηματίσθηκαν κατά τό σῶμα χωρίς νά περάσουν ἀπό τόν θάνατο, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος: «ἰδού μυστήριον ὑμῖν λέγω" πάντες μέν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δέ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπή οφθαλμού, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι» (Α' Κοριν. 15, 51-52 καί Α' Θεσ. 4, 15-17). "Ετσι φαίνεται ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά βρῆ καί ἄλλους τρόπους γιά τόν μετασχηματισμό τῶν σωμάτων μας, χωρίς νά ὑπάρχη ἀνάγκη νά διέλθουν ἀμέσῳς ἀπό τόν θάνατο καί τήν σήψι.
Σπουδαστής: "Ολα τά νεκρά σώματα πρέπει νά ένταφιάζωνται, διότι στήν Παλαιά Διαθήκη ὅλοι οί δίκαιοι ένταφιάζοντο, ἐνῶ μερικοί έκρυβαν ἀκόμη τά σώματά των ἀκριβῶς γιά νά μἤ τά τιμήσουν. Φέρω σάν παράδειγμα, τό σῶμα τοῦ Μωϋσέως γιά τό ὁποῖο διαβάζουμε τά ἑπόμενα: «Καί έτελεύτησε Μωϋσῆς ὁ οίκέτης τοῦ Κυρίου έν γή Μωάβ διά ρήματος Κυρίου. Καί έθαψαν αὐτόν έν Γαΐ ἐγγύς οἴκου Φογώρ' καί οὐκ εἶδεν οὐδείς τήν ταφήν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης» (Δευτερ. 34, 5-6). ἀπό τότε οἱ Ἰουδαῖοι προσέκλιναν στήν εἰδωλολατρεία καί εὔκολα θά μποροῦσαν νά πέσουν σ' αὐτό τό πταῖσμα τῆς προσκυνήσεως τοῦ σώματος τοῦ Μωϋσέως. Συνεπῶς, ἐάν τοῦ ἔκρυψαν τό σῶμα, τό ἔκαμαν ἀκριβῶς μήπως, ἐάν τό εἶχαν πρό τῶν ὀφθαλμῶν των, θά τό προσκυνοῦσαν;
Ἱερεύς: Καί στήν Καινή Διαθήκη, τά σώματα τῶν ἁγίων ἐνταφιάζοντο — ὅπως καί ὅλων τῶν χριστιανῶν — καί μόνο ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἐγένοντο θαύματα, ἐξεθάπτοντο καί τά τιμοῦσαν ἰδιαίτερα, χωρίς νά τά λατρεύουν, ὅπως τόν Θεό. Μέ αὐτή τήν τιμή δέν ἐγένοντο εἰδωλολάτρες, διότι ὁ σεβασμός καί ἡ προσκύνησις δέν εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα μέ τήν εἰδωλολατρεία. Στήν Παλαιά Διαθήκη κρύφθηκαν τά λείψανα τοῦ Μωϋσέως — καί ἴσως καί ἄλλων δικαίων - διότι οί Ἰουδαίοι προσκλίνοντες, ἀλήθεια, στήν εἰδωλολατρεία, ἐάν τό εἶχαν κοντά των θά τό θεοποιοῦσαν, ὅπως τό χρυσό μοσχάρι (Έξοδ. 32, 1-35" Δευτ. 9,16). Γιά νά ἀποφύγουν αὐτή τήν πλάνη, ἐθεώρησαν καλό νά κρύβουν τά σώματα μερικῶν ἁγίων καί δικαίων ἀνδρῶν, ὅπως τοῦ Μωϋσέως, γιά τόν ὁποῖον ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ ἐζήτησε νά μή τόν ἀφήση στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου (Ιούδα 1,9). Ἀπό τότε τό νεκρό σῶμα ἐθεωρεῖτο σάν ἀκάθαρτο, διότι δέν εἶχε ἀκόμη ἔλθει ὁ Χριστός μέ τήν ἁγιαστική Χάρι Του, ὁπότε καί τό ἀνθρώπινο σῶμα ἦταν ἀκόμη ύποταγμένο στήν κυριαρχία τοῦ σατανᾶ. Παρ᾿ ὅλα αὐτά οἱ Ἑβραῖοι τιμοῦν καί τά σώματα τῶν νεκρῶν, γι᾿ αὐτό εύτρεπίζουν καί τά μνήματά των (Ματθ. 23,29).
Ἐπίσης, νά γνωρίζης καί αὐτό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε ἀπό τούς πρῶτους αιώνες τά λείψανα τῶν μαρτύρων, τά ὁποῖα συγκέντρωνε μέ μεγάλη εὐλάβεια καί προσοχή καί έκτιζε πρός τιμήν αὐτῶν Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀργότερα έθέσπισε νά τοποθετεῖται ἕνα κομμάτι άπ' αὐτά τά λείψανα στό Ί. Βῆμα καθώς καί στό ἅγιο Ἀντιμήνσιο, πρᾶγμα τό ὁποῖο γίνεται μέχρι σήμερα.
Ἡ ἐπιστολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης πού γράφει γιά τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἐπισκόπου τῆς ἰδίας πόλεως (+ 166) μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «ἐμεῖς περιβάλαμε τά λείψανά του σάν ἕνα κειμήλιο ἀκριβώτερο ἀπό τόν χρυσό καί ἀπό τίς ἀκριβές άδαμαντόπετρες καί τά τοποθετήσαμε στόν κατάλληλο τόπο ἐδῶ θά συγκεντρωνόμεθα μέ χαρά καί ὁ Κύριος θά μᾶς δίνη τήν εὐλογία νά ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῆς μαρτυρικής του ἡμέρας καί νά τιμοῦμε τίς νίκες του καί τούς ἄλλους ύψηλούς πνευματικούς του ἀγώνας» (Έκκλησιαστ. ἱστορία Εύσεβίου, τόμ. 4,15). Ἐννοεῖται ὅτι ἡ τιμή τῶν ἁγίων λειψάνων ἀπευθύνεται ἐπίσης καί πρός τόν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ θεία δύναμις ἐπαναπαύεται σ' αὐτά. Τιμοῦμε τά λείψανα τῶν μαρτύρων γιά νά λατρεύσουμε Αὐτόν τοῦ ὁποίου ὅλοι οί μάρτυρες ἦταν δοῦλοι καί τιμοῦμε τούς δοῦλους Του μέ τόν ἴδιο τρόπο, διότι ἡ τιμή τῶν μεταβαίνει σ' Αὐτόν τόν Δεσπότην, ὁ ὁποῖος εἶπε: «ὁ δεχόμενος ύμᾶς έμέ δέχεται».
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου