ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε

Σπουδαστής: Τί ἀντιπροσωπεύουν τά για Λείψα­να;

Ἱερεύς: Τά ἅγια Λείψανα εἶναι θαυματουργικά λεί­ψανα μερικῶν ἁγίων. μεῖς τά τιμοῦμε σάν ἀντικείμενα στά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐφανέρωσε λη τήν θαυματουρ­γική δύναμι τῆς Χάριτος Του. σο διάστημα ἦταν στήν γῆ οἱ ἅγιοι εἶχαν τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ μεγά­λο βαθμό, κάνοντας μέ αὐτήν μερικές φορές καί θαύματα. Αὐτή ἡ Χάρις κατοικεῖ στήν ψυχή τῶν καί στήν οὐράνια ζωή στήν ὁποία μετέβησαν. Καί ὅπως ὁ ἅγιος παραμέ­νει κοντά στούς ἀνθρώπους, πού τόν παρακαλοῦν νά τούς βοηθήση μέ ἕνα θαῦμα, ἔτσι περισσότερο διατηρεῖ ὁ ἴδιος ἕνα ἰδιαίτερο δεσμό μέ τό σῶμα του, τό ὁποῖον εἶναι καί αὐτό κατοικία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος: «Οὐκ οίδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν;» (Α' Κορ. 6, 19). Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει γιά θαυματουργίες τῶν ἁγίων κατά τήν περίοδο τῆς ἐπί γς ζωῆς τῶν, πού μαρτυροῦσαν γιά τήν δύναμι πού κατοικοσε σ' αὐτούς. Πολλοί ἄνθρωποι ἐθεραπεύοντο καί μόνο ἀγγίζοντας τό προσόψιο καί τό σῶμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Πράξ. 19, 11-12), καί ἄλλοι ἀπό τήν σκιά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅταν περνοῦσε ἀπό κοντά των.

Σπουδαστής: Ναί, γνωρίζω ὅτι οἱ ἅγιοι, ὅπως ὁ Σω­τήρ, τελοῦσαν θαύματα ὅταν ἦταν στήν ζωή καί στήν ψυ­χή τῶν εἶχαν τήν ἀληθινή πίστι' ἀλλά μετά τόν θάνατον τῶν, τί δύναμι ἔχει ἕνα νεκρό σῶμα νά κάνη θαύματα;

Ἱερεύς: Σοῦ ἀνέφερα ὅτι τά σώματα τῶν πιστῶν ἀνθρώπων εἶναι ναοί τοῦ "Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατοικεῖ σ' αὐτά. Κατόπιν τό ἴδιο γιο Πνεῦμα κάνει θαύματα διά τῶν ἁγίων καί σο ἦταν στήν ζωή καί μετά θάνατο. Μία ἀπόδειξις ὅτι τά σώματα τῶν ἁγίων καί μετά τόν θάνατον των ἔχουν τήν δύναμι ἀπό τόν Θεό νά κάνουν θαύματα, μᾶς δίνει ἡ 'Ἁγία Γραφή, ὅταν ἀναφέρη ὅτι τά λεί­ψανα τοῦ προφήτου Έλισσαίου ἀνέστησαν ἕνα νεκρό (Δ' Βασ. 13, 21).

Σπουδαστής: Μερικοί λέγουν ὅτι ἡ προσκύνησις τῶν λειψάνων ὁμοιάζει μέ εἰδωλολατρεία, τήν ὁποία ἀπαγορεύει κατηγορηματικά ἡ πρώτη καί δευτέρα ἐντολή τοῦ Δεκάλογου, ἡ ὁποία εἶναι σαφής: «ἐγώ είμι Κύριος ὁ Θεός σου... καί οὐκ ἔσονται σοι Θεοί ἕτεροι πλήν ἐμοῦ. Οὐ ποιήσεις σἑαυτ εδωλον, ούδέ παντός μοίωμα, ὅσα ἐν τῶ οὐρανω άνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω... Ού προσκυνή­σεις αὐτος ούδέ μή λατρεύσης αὐτοῖς» ('Έξοδ. 20, 2-5 καί Δευτ. 5, 6-9). Τά σώματα πού τιμώνται εἶναι ἀκριβῶς τά ἴδια μ' αὐτά πού άπαγορεύουν αὐτές οἱ ἐντολές.

Ἱερεύς:  Οὔτε τά ἅγια λείψανα εἶναι εἴδωλα ἤ Θεότη­τες ἤ μορφές τοῦ Θεοῦ οὔτε ἡ προσκύνησις αὐτῶν εἶναι εἰδωλολατρεία. Διότι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεός τά ἐδόξασε μέ τήν θαυματουργική δύναμι πού τούς ἔδωσε καί ἐμεῖς πρέ­πει νά τά προσκυνοῦμε, ἐπειδή μέ αὐτά τιμοῦμε τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τά χαρίτωσε καί ἐμεῖς ὑποχρεούμεθα νά τιμοῦμε τήν θεία δύναμι αὐτῶν καί ὄχι αὐτά τά ἴδια τά κό­καλα. μεῖς δέν ἐγείρουμε στά ἅγια λείψανα Ἐκκλησίες, ὅπως ἔκαναν οί ειδωλολάτρες τῶν διαφόρων εἰδώλων καί θεοτήτων, ἀλλά στόν τόπο, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν ἱδρύουμε ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καί δοξάζουμε τόν Θεό διά μέ­σου αὐτῶν. Ἡ πρώτη καί δευτέρα ἐντολή ἀπαγορεύει τήν τιμή τῶν εἰδώλων καί ὄχι τῶν ἁγίων λειψάνων, διότι εις αὐτά ἐμεῖς δέν πιστεύουμε ὅτι κατοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὅπως πιστεύουν οἱ εἰδωλολάτρες γιά τά εἴδωλά των.

Σπουδαστής: κόμη λέγουν ὅτι αὐτοί πού γγίζουν πτώματα θεωροῦνται ἀκάθαρτοι επί ἑπτά ἡμέρες. πότε τό άγγιγμα τῶν λειψάνων (ὁ άσπασμός των) δέν θά ἐπιφέρη ἁγιασμό, ἐνίσχυσι, ἀλλά μολυσμό μέ τό ὁποῖο, ἔστω καί ἔμμεσα, κάπως μπορεῖ νά μολυνθῆ καί ἡ δια ἡ Ἐκκλησία. Νά τί μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος έ­σται ἑπτά ἡμέρας. Οὗτος άγνισθήσεται τή ἡμέρα τή τρίτη καί τή ἡμέρα τή ἑβδόμη, καί καθαρός έσται. Ἐάν δέ μή ἀφαγνισθῆ τή ἡμέρα τή τρίτη καί τή ἡμέρα τή ἑβδόμη, ού καθαρός έσται. Πάς ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος ἀπό ψυχῆς ἀνθρώπου, ἐάν ἀποθάνη, καί μή άφαγνισθῆ, τήν σκηνήν Κυρίου έμίανεν...» (Ἀριθμ. 19, 11-13" Λευϊτικ. 21, 10-11" Ἀριθμ. 9, 6-11).

Ἱερεύς: Μόνο τά πτώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμόλυναν αὐτούς πού τά ἄγγιζαν διότι ἦταν στήν ἁμαρτία καί τήν κατάρα. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, δέν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου μολυσμένα, διότι τό νεκρό σῶμα τοῦ Ἰωσήφ δέν ἐμόλυνε τόν Μωϋσή, ὅταν ὁ ἴδιος τό ἐπῆρε μαζί του στήν Αἴγυπτο ('Έξοδ. 13, 19)" τό πτῶμα τοῦ Έλισσαίου τοῦ προφήτου δέν ἐμόλυνε αὐτόν πού τό ἐτοποθέτησε στόν τάφο ἀλλά τόν ἐθεράπευσε (Δ' Βασιλ. 13, 20-21). Στήν Καινή  Διαθήκη τά σώματα (πτώματα) τῶν χριστιανῶν δέν ἦταν μολυ­σμένα, διότι ἦταν ἐκκλησίες καί κατοικητήρια τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α' Κοριν. 6, 19-20 καί 3, 16-17) καί ἦταν καθαρά ἀπό τήν κατάρα πού ἦταν ἐπάνω τους. πομέ­νως αὐτά δέν μολύνουν αὐτούς πού τά ἀσπάζονται.

κόμη νά γνωρίζης ὅτι ὅλες οἱ περιπτώσεις ἀπομακρύνσεως ἀπό ὡρισμένα πράγματα πού θεωροῦντο μιαρά ἔχουν δημιουργήσει μία διδασκαλία πού ἀναφέρεται μόνο στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία στήν Καινή  Διαθήκη δέν ἔχει καμμία ἀξία. ἀπόστολος γράφει: «Ε ον πεθάνετε σύν τ Χριστ ἀπό τν στοιχείων τοῦ κόσμου, τί ὡς ζντες ν τῷ κόσμῳ δογματίζεσθε, μή ψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης, στι πάντα ες φθοράν τή ἀποχρήσει, κατά τά ντάλματα καί διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων;» (Κολ. 2, 20-22). Στήν Παλαιά Διαθήκη θεωροῦντο καί ἄλλα πράγματα ἀκάθαρτα τά ὁποῖα ἐμόλυναν τόν ἄνθρωπο, ὅταν τά ἄγγιζε. "ἦταν ἐπί παραδείγματι τά ροῦχα, τό κρεββάτι αὐτῶν πού ἦταν λερωμένοι ἀπό αἷμα (Λευϊτικ. κεφ. 15), ἤ καί τά ζῶα πού έθεωροῦντο στήν Πα­λαιά Διαθήκη σάν ἀκάθαρτα (Λευϊτικ. 11, 24-25).

Σπουδαστής: Λέγουν ὅτι ὁ σκοπός τῶν νεκρῶν σω­μάτων εἶναι νά ἐνταφιασθοῦν καί νά διαλυθοῦν μέ τήν σα­πίλα στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο προῆλθαν καί ὄχι νά ὑπερβαίνουν καί αὐτούς τούς νόμους τῆς φύσεως. Διότι εἶναι γραμμένο: «Ἐν ίδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγη τόν άρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ελή­φθης, ὅτι γή εί καί εις γήν άπελεύση» (Γέν. 3,19), «Καί ἐπιστρέψη ὁ χοῦς ἐπί τήν γῆν, ὡς ήν, καί τό Πνεῦμα ἐπιστρέψη πρός τόν Θεόν, ὁς έδωκεν αὐτό» (Έκκλησιασ. 12,7). Τότε γιατί λοιπόν, τά σώματα τῶν ἁγίων νά τά έξαιροΰμε αὐτή ς τῆς πορείας τῶν καί νά εἶναι ἔξω ἀπό τούς φυσι­κούς νόμους, ἀφοῦ καί αὐτά ὅπως καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο εἶναι ὑλικά;

Ἱερεύς: νόμος, ἀλήθεια, τῆς φθοράς τῶν νεκρῶν σωμάτων, εἶναι ἕνας γενικός νόμος, καί ἀναφέρεται κυ­ρίως στούς ἁμαρτωλούς (Α' Τιμ. 1,9). Ἡ ἀφθαρσία τῶν σωμάτων τῶν ἁγίων ἀποδεικνύει ὅτι καί ὁ νόμος αὐτός, μέ τίς ἐξαιρέσεις βέβαια πού γίνονται, ἀφορᾶ περισσότε­ρο τούς ἁμαρτωλούς. τσι λοιπόν, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς μαρτυρεῖ ὅτι ὑπῆρχαν ἐξαιρέσεις π᾿ αὐτό τόν νόμο καί ὅτι ὁ Θεός, γιά ὡρισμένους λόγους, ἀνἔστειλε τήν δύ­ναμι του. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, μέ τό θέλημα καί τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα τοῦ Ἐνώχ καί τοῦ Ήλιο τοῦ Θεσβίτου δέν ένταφιάσθηκαν στό χῶμα γιά νά διαλυθοῦν, ἀλλά άνελήφθησαν στούς οὐρανούς, διότι ἡ Ἁγία Γραφή γράφει: «Καί εηρέστησεν Ἐνώχ τω Θε καί οὐχ εὑρίσκέτο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γέν. 5,24) καί πάλι: «Οὐδέ εις έκτίσθη οἷος Ἐνώχ τοιοὗτος έπι τῆς γῆς, καί γαρ αὐτός άνελήφθη ἀπό τῆς γῆς» (Σοφία Σειράχ 49,14). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει τό ἴδιο: «Πίστει Ἐνώχ μετετέθη τοῦ μή ίδείν θάνατον, καί οὐχ εὑρίσκετο, διότι με­τέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός, πρό γάρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εύηρεστηκέναι τῶ Θεῶ» (Έβρ. 11,5). Καί γιά τόν προφήτη Ἠλία μᾶς λέγει: «καί έγένετο αὐτῶν πορευομένων (Ἠλίας καί Έλισσαῖος), έπορεύοντο καί έλάλουν, καί ίδού άρμα πυρός καί ἵπποι πυρός καί διἔστειλαν ἀνά μέσον ἀμφοτέρων, καί άνελήφθη Ήλιού έν συσσεισμώ ὡς εἰς τόν οὐρανόν» (Δ' Βασιλ. 2,11 καί Σοφία Σει­ράχ 48,12). νῶ γιά τόν Μελχισεδέκ δέν ἔχουμε οὔτε μία ένδειξι στήν Βίβλο ὅτι ἐνταφιάσθηκε κἄπου διότι ἦταν «ἀπάτωρ, άμήτωρ, άγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ήμερών, μήτε ζωῆς τέλος ἔχων» (Έβρ. 7,3 καί Γέν. 14,18). ἀλλά ἐκτός άπ' ὅλα αὐτά, τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σωτῆρος μας, τό ὁποῖο ἦταν έξ ὁλοκλήρου ὅμοιο μέ τά δικά μας σώματα ἐκτός ἁμαρτίας (Έβρ. 2,17) δέν ἀλλοιώθηκε στό χῶμα, ἀλλά ἀνελήφθηκε στόν οὐρανό. Ἑπομένως ὁ Θεός ἔκανε καί κάνει ἐξαιρέσεις ἀπό τόν γενικό τῆς φύσεως νό­μο στά σώματα τῶν ἁγίων διότι εἶναι ὁ ἴδιος πού ἔδωσε τόν νόμο τῆς ταφῆς καί σήψεως τῶν σωμάτων μέσα στό χῶμα. Γι' αὐτό τόν λόγο ἡ Ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα μοια μέ αὐτά τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Σπουδαστής: Τά νεκρά σώματα ἐάν δέν διαλύωνται πρῶτα στό χῶμα δέν θά μπορέσουν νά ἀναστηθοῦν. Γι' αὐτό έμποδιζόμενα ἀπό τήν διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεως των, καταργεῖται ή δυνατότης τῆς ἀναστάσεώς των, διότι λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «λλ' έρεί τις: Πῶς έγείρονται οί νεκροί; ποίω δέ σώματι έρχονται; άφρον, συ ὁ σπείρεις ού ζωοποιεῖται ἐάν μή ἀποθάνη' καί ὁ σπείρεις, ού τό σῶμα τό γενησόμενον σπείρεις, ἀλλά γυμνόν κόκκον, εί τύχοι σίτου ή τίνος τῶν λοιπών' ὁ δέ Θεός αὐτῶ δίδωσι σῶμα καθώς ἠθέλησε, καί έκάστω τῶν σπερμάτων τό ἴδιον σῶμα. Οὐ πσα σάρξ ή αὐτή σάρξ, ἀλλά ἄλλη μέν ἀνθρώπων, ἄλλη δέ σάρξ κτηνῶν... οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν" σπείρεται έν φθορά, έγείρεται έν φθαρσία' σπείρεται ἐν ἀτιμία, ἐγείρεται έν δόξη' σπείρε­ται έν ἀσθενεία, ἐγείρεται ἐν δυνάμει" σπείρεται σῶμα ψυχικόν, έγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α' Κοριν. 15, 35-44 καί Ίωάν. 12,24). Ἑπομένως εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαο τά σώματα νά διαλύονται στό χῶμα γιά νά μποροῦν νά ἀναστηθοῦν. Γιατί λοιπόν νά ἐξαιροῦνται τῆς σήψεως καί τῆς ἀναστάσεως τά σώματα τῶν ἁγίων;

Ἱερεύς: Τό κείμενο αὐτό λέγει γιά τήν μεταβολή, τήν ὁποίαν πρέπει νά ὑποστοῦν ὅλα τά σώματα γιά νά μπο­ροῦν νά περάσουν ἀπό τόν χρόνο στήν αἰωνιότητα, δηλαδή νά μποροῦν νά προσαρμοσθοῦν στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀλλαγή αὐτή γίνεται ὡς συνήθως μέ τόν θάνατο. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν καί ἐξαιρέσεις άπ' αὐτή τήν τάξι, ὅπως ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐνώχ, ὅπως εἶδες, οἱ ὁποῖοι μετασχηματί­σθηκαν κατά τό σῶμα χωρίς νά περάσουν ἀπό τόν θάνατο, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος: «ἰδού μυστήριον ὑμῖν λέ­γω" πάντες μέν ο κοιμηθησόμεθα, πάντες δέ λλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπή οφθαλμού, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι» (Α' Κοριν. 15, 51-52 καί Α' Θεσ. 4, 15-17). "Ετσι φαίνε­ται ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά βρ καί ἄλλους τρόπους γιά τόν μετασχηματισμό τῶν σωμάτων μας, χωρίς νά ὑπάρχη ἀνάγκη νά διέλθουν ἀμέσῳς ἀπό τόν θάνατο καί τήν σήψι.

Σπουδαστής: "Ολα τά νεκρά σώματα πρέπει νά ένταφιάζωνται, διότι στήν Παλαιά Διαθήκη ὅλοι οί δίκαιοι ένταφιάζοντο, ἐνῶ μερικοί έκρυβαν ἀκόμη τά σώματά των ἀκριβῶς γιά νά μἤ τά τιμήσουν. Φέρω σάν παράδειγμα, τό σῶμα τοῦ Μωϋσέως γιά τό ὁποῖο διαβάζουμε τά ἑπόμενα: «Καί έτελεύτησε Μωϋσῆς ὁ οίκέτης τοῦ Κυρίου έν γή Μωάβ διά ρήματος Κυρίου. Καί έθαψαν αὐτόν έν Γαΐ ἐγγύς οἴκου Φογώρ' καί οὐκ εἶδεν οὐδείς τήν ταφήν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης» (Δευτερ. 34, 5-6). ἀπό τότε οἱ Ἰουδαῖοι προσέκλιναν στήν εἰδωλολατρεία καί εὔκολα θά μποροῦσαν νά πέσουν σ' αὐτό τό πταῖσμα τῆς προσκυ­νήσεως τοῦ σώματος τοῦ Μωϋσέως. Συνεπῶς, ἐάν τοῦ ἔκρυψαν τό σῶμα, τό ἔκαμαν ἀκριβῶς μήπως, ἐάν τό εἶχαν πρό τῶν ὀφθαλμῶν των, θά τό προσκυνοῦσαν;

Ἱερεύς: Καί στήν Καινή  Διαθήκη, τά σώματα τῶν ἁγίων ἐνταφιάζοντο — ὅπως καί λων τῶν χριστιανῶν — καί μόνο ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἐγένοντο θαύματα, ἐξεθάπτοντο καί τά τιμοσαν ἰδιαίτερα, χωρίς νά τά λατρεύ­ουν, ὅπως τόν Θεό. Μέ αὐτή τήν τιμή δέν ἐγένοντο εἰδωλολάτρες, διότι ὁ σεβασμός καί ἡ προσκύνησις δέν εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα μέ τήν εἰδωλολατρεία. Στήν Παλαιά Διαθήκη κρύφθηκαν τά λείψανα τοῦ Μωϋσέως — καί ἴσως καί ἄλλων δικαίων - διότι οί Ἰουδαίοι προσκλίνοντες, ἀλήθεια, στήν εἰδωλολατρεία, ἐάν τό εἶχαν κοντά των θά τό θεοποιοῦσαν, ὅπως τό χρυσό μοσχάρι (Έξοδ. 32, 1-35" Δευτ. 9,16). Γιά νά ἀποφύγουν αὐτή τήν πλάνη, ἐθεώρησαν καλό νά κρύβουν τά σώματα μερικῶν ἁγίων καί δι­καίων ἀνδρῶν, ὅπως τοῦ Μωϋσέως, γιά τόν ὁποῖον ἐπί­σης γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ ἐζήτησε νά μή τόν ἀφήση στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου (Ιούδα 1,9). πό τότε τό νεκρό σῶμα ἐθεωρεῖτο σάν ἀκάθαρτο, διότι δέν εἶχε ἀκόμη ἔλθει ὁ Χριστός μέ τήν ἁγιαστική Χάρι Του, ὁπότε καί τό ἀνθρώπινο σῶμα ἦταν ἀκόμη ύποταγμένο στήν κυριαρχία τοῦ σατανᾶ. Παρ᾿ ὅλα αὐτά οἱ Ἑβραῖοι τιμον καί τά σώματα τῶν νεκρῶν, γι᾿ αὐτό εύτρεπίζουν καί τά μνήματά των (Ματθ. 23,29).

πίσης, νά γνωρίζης καί αὐτό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε ἀπό τούς πρῶτους αιώνες τά λείψανα τῶν μαρτύ­ρων, τά ὁποῖα συγκέντρωνε μέ μεγάλη εὐλάβεια καί προσοχή καί έκτιζε πρός τιμήν αὐτῶν Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀργότερα έθέσπισε νά τοποθετεῖται ἕνα κομμάτι άπ' αὐτά τά λείψανα στό Ί. Βμα καθώς καί στό ἅγιο ντιμήνσιο, πρᾶγμα τό ὁποῖο γίνεται μέχρι σήμερα.

Ἡ ἐπιστολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης πού γρά­φει γιά τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἐπισκόπου τῆς ἰδίας πόλεως (+ 166) μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «ἐμεῖς περι­βάλαμε τά λείψανά του σάν ἕνα κειμήλιο ἀκριβώτερο ἀπό τόν χρυσό καί ἀπό τίς ἀκριβές άδαμαντόπετρες καί τά τοποθετήσαμε στόν κατάλληλο τόπο ἐδῶ θά συγκεν­τρωνόμεθα μέ χαρά καί ὁ Κύριος θά μᾶς δίνη τήν εὐλογία νά ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῆς μαρτυρικής του ἡμέρας καί νά τιμοῦμε τίς νίκες του καί τούς ἄλλους ύψηλούς πνευματικούς του ἀγώνας» (Έκκλησιαστ. ἱστορία Εύσεβίου, τόμ. 4,15). ννοεῖται ὅτι ἡ τιμή τῶν ἁγίων λειψά­νων πευθύνεται ἐπίσης καί πρός τόν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ θεία δύναμις ἐπαναπαύεται σ' αὐτά. Τιμοῦμε τά λείψανα τῶν μαρτύρων γιά νά λατρεύσουμε Αὐτόν τοῦ ὁποίου ὅλοι οί μάρτυρες ἦταν δοῦλοι καί τιμοῦμε τούς δοῦλους Του μέ τόν ἴδιο τρόπο, διότι ἡ τιμή τῶν μεταβαίνει σ' Αὐτόν τόν Δεσπότην, ὁ ὁποῖος εἶπε: «ὁ δεχόμενος ύμᾶς έμέ δέχεται».

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου