Τὴν Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου, ἀνήμερα τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον ὁ σεβαστὸς Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Βολουδάκης. Ἡ εἴδηση τῆς ἀναπάντεχης ἐκδημίας του συγκλόνισε βαθύτατα τούς πιστοὺς. Πλῆθος τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καὶ εὐλαβεῖς κληρικοὶ προσῆλθαν στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ ἀσπαστοῦν τὸ σεπτὸ σκήνωμά του καὶ νὰ παραβρεθοῦν στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του.
Τὴν νύκτα τῆς Δευτέρας τελέσθηκε Ἱερὰ Ἀγρυπνία καὶ τὴν Τρίτη τὸ πρωὶ ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κυθήρων καὶ Ἀντικυθήρων Σεραφείμ, συμπαραστατουμένων τῶν Σεβασμιωτάτων Ἰλίου Ἀθηναγόρα (ἐκπροσωπώντας τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος Ἱερώνυμον) καὶ τοῦ Βοηθοῦ Ἐπισκόπου Γλυφάδας Ἐπισκόπου Σταυροπηγίου Ἀλεξίου, πλήθους ἱερέων, ἐκπροσώπων χριστιανικῶν σωματείων, Καθηγητῶν Πανεπιστημίου καὶ πλήθους πιστῶν.
Ἐπικηδείους ἐξεφώνησαν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στὶς προσωπικές του σχέσεις μὲ τὸν μακαριστὸ π. Βασίλειο, καθὼς ἐπίσης καί ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Πασχάλης Γρίβας ἐκ μέρους τῶν ἱερέων τοῦ Ναοῦ μὲ ἐμπνευσμένη ὁμιλία.
Ἡ προσκύνηση τοῦ σεπτοῦ λειψάνου διήρκεσε πλέον τῆς μίας ὥρας. Στὴ συνέχεια ἡ σωρὸς τοῦ ἐκλεκτοῦ ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου μεταφέρθηκε πρὸς ἐνταφιασμὸ βασταζόμενη ἀπὸ τὸ κατὰ σάρκα τέκνο τοῦ π. Βασιλείου, Μανώλη Βολουδάκη καὶ ἀπὸ πνευματικά του τέκνα.
Ἐνταφιάσθηκε στὶς Ἐρυθρὲς Ἀττικῆς, χῶρος ὁ ὁποῖος προορίζεται γιὰ ἱερὸ ἡσυχαστήριο ἀνδρογύνων, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ πολυσεβάστου π. Βασιλείου.
Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τόσο τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας ὅσο καὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ ἡ συγκίνηση ἦταν ἔκδηλη καὶ ὅλοι ἔψαλλαν καὶ προέπεμπαν τὸν μακαριστὸ μὲ δάκρυα καὶ λόγους σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.
Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Βολουδάκης μετὰ ἀπὸ 73 χρόνια θεοφιλοῦς ἐπιγείου ζωῆς εὑρίσκεται πλέον ἐν χώρᾳ ζώντων καὶ «ἀπόκειται αὐτῷ ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώση αὐτῷ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος Κριτής».
Οἱ εὐχές του ἂς συνοδεύουν τὴν Πρεσβυτέρα του Νινέττα Βολουδάκη, πού, ὡς συνοδοιπόρος του, στάθηκε δίπλα του ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια στηρίζοντάς τον, καθὼς καὶ ὅλα τὰ σαρκικὰ καὶ πνευματικά του τέκνα.
Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ θρηνεῖ γιὰ τὸ ἀνεκπλήρωτο κενὸ ποὺ ἀφήνει πίσω του ὁ ἀείμνηστος, σεβαστὸς καὶ πολὺ ἀγαπητὸς π. Βασίλειος. Θρηνεῖ γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία του μέσα στὸν δύσκολο καὶ ἀπάνθρωπο κόσμο ποὺ ζοῦμε, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε, εἰδικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, ὁ κύριος καὶ βασικὸς ὁδοδείκτης του. Αὐτὸς ποὺ τὸν βάσταζε καὶ τοῦ ὑπεδείκνυε ποιὰ εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
Οἱ γνώσεις του, τόσο οἱ θεολογικὲς ὅσο καὶ οἱ κοσμικές, ἡ σοφία του, οἱ ἀρετές του, ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ μαθητεία του δίπλα στοὺς ἁγίους σύγχρονους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τὸν κατέστησαν τὸ ὁρατὸ στήριγμα γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ σὲ μία καθημερινότητα ποὺ ἔχει γίνει βάρβαρη καὶ μισάνθρωπη. Κανεὶς δὲν θὰ ξεχάση τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἔτους 2020, τὴν «σκοτεινὴ» περίοδο τοῦ κορωνοϊοῦ, τότε ποὺ ὅλοι οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ἀμπαρωμένοι μὲ κυβερνητικὴ ἐντολή, ἐκεῖνος μὲ θάρρος ἀναφώνησε «ΑΙΣΧΟΣ!», προκαλώντας ρίγη στὸ «μουδιασμένο» ποίμνιο, στηρίζοντάς το καὶ δίδοντας ἐλπίδα.
Ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης ὑπέδειξε τὴν Ἀλήθεια καὶ δὲν εἰσακούσθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Κύριος ἀποτράβηξε τὸν ἄνθρωπό του. Δυστυχῶς θὰ πορευώμεθα ἀπὸ σήμερα χωρὶς πυξίδα σὲ ἀχαρτογράφητα νερά. Ὁ π. Βασίλειος ἦταν ὁ μόνος ποὺ στὶς δύσκολες καὶ ἀπαιτητικὲς ἡμέρες μας διέκρινε τοὺς καιροὺς καὶ τὶς μελλοντικὲς ἐξελίξεις πολὺ πρὶν αὐτὲς πραγματοποιηθοῦν, σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις. Ὑπέδειξε ὅτι ἡ πολιτικὴ εἶναι ποιμαντικὴ καὶ δὲν εἰσακούσθηκε καὶ σήμερα ἀπολαμβάνουμε τοὺς καρποὺς αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ γευθοῦμε μέχρι κεραίας τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς ἀνταρσίας μας ἀπέναντι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Μᾶρκος εἶχε χαρακτηρισθῆ ἀπὸ τὸν π. Βασίλειο ὡς ὁ «ΒΛΕΠΩΝ», αὐτὴν τὴν ἱκανότητα νὰ προβλέπη προσέλαβε ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ π. Βασίλειος, ὥστε νὰ μᾶς πληροφορῆ μὲ ἀσφάλεια ποῖο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ καθαρότητά του ἦταν αὐτὴ ποὺ τοῦ ἔδινε τὴν δυνατότητα νὰ πληροφορῆται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Κύριό μας τὸ θέλημά Του καὶ νὰ διακρίνη τοὺς καιρούς, ὥστε νὰ μᾶς καθοδηγῆ σὲ ἀσφαλῆ πορεία.
Ὑπῆρξε πάντα εὐθὺς καὶ ἀνδρεῖος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ «πλάγιοι καὶ δειλοί», γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀπορρίψαμε μὲ τόση εὐκολία. Ἔτσι ὁ Κύριός μας τὸν πῆρε στὴν χώρα τῶν ζώντων, γιὰ νὰ εὐφραίνεται κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ τὸν ἀγάπησαν. Κοντὰ στὸν π. Σίμωνα, στὸν π. Ἐπιφάνιο, στὸν π. Μᾶρκο, στὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, στὸν Μητροπολίτη Πρεβέζης Μελέτιο, στὸν Καθηγητὴ Κωνσταντῖνο Μουρατίδη.
Αἰσθανόμεθα πολὺ εὐλογημένοι, διότι γνωρίσαμε ἀπὸ κοντὰ αὐτὰ τὰ δύο μεγάλα σύγχρονα ἀναστήματα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι μὲ τὶς θεοπειθεῖς εὐχές τους πρὸς τὸν ἐπουράνιο Θεὸ θὰ συνεχίσουν νὰ προστατεύουν, τόσο τὸ ἔργο ποὺ ἄφησαν, ὅσο καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὴ μαρτυρικὴ Πατρίδα μας, ποὺ δυστυχῶς ἔχει ἀποστατήσει ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μας.