«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κάποτε ἕνας Γέροντας ἀσκητής ἔφυγε ἀπό τήν ἔρημο καί ἐπῆγε σέ μία πόλι γιά νά πουλήση τά ἐργόχειρά του. Κατά σύμπτωσι ἐκάθισε στήν
πόρτα ἑνός πλουσίου πού ἐκείνη τήν στιγμή ψυχορραγοῦσε. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶδε νά ἔρχωνται μερικοί μαῦροι ἄνθρωποι ἐπάνω στά ἄλογά τους, κρατώντας στά χέρια
τους φλογισμένα τύμπανα. Ἄφησαν τά ἄλογα τους ἔξω στήν πόρτα καί μπῆκαν μέσα.
Μόλις τούς εἶδε ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νά φωνάζη ἀπελπισμένα:
«Κύριε ἐλέησε καί βοήθησέ με». Τότε τοῦ λέγουν ἐκεῖνοι: «Τώρα πού ἔδυσε ὁ ἥλιος θυμήθηκες τόν
Θεό; Γιατί, ὅταν ἔλαμπε ἡ ἡμέρα δέν τόν ἀναζητοῦσες; Τώρα πλέον δέν ὑπάρχει γιά
σένα ἐλπίς σωτηρίας, οὔτε παρηγοριά. Καί ἀμέσως ἀπέσπασαν βίαια τήν ψυχή του
καί ἀνεχώρησαν.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου