ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ εἰς Καρούλια

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

  «καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β, 7). (Δηλ.: Καὶ ἐγέννησε τὸν πρῶτον καὶ μονογενῆ υἱόν της, καὶ τὸν περιετύλιξε μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε μέσα εἰς τὴν φάτνην, διότι λόγῳ τῆς συρροῆς πολλῶν ξένων, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπογραφοῦν, δὲν ὑπῆρχε δι’ αὐτοὺς τόπος εἰς τὸ πανδοχεῖον, ποὺ ἐστάθμευσαν, διὰ νὰ περάσουν τὴν νύκτα).

  • Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ μιμήθηκε τὸν οὐρανὸ κι ἀντὶ γιὰ ἀστέρια, δέχθηκε τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἀνυμνοῦν· ἀντὶ γιὰ ἥλιο, χώρησε κατὰ τρόπο ἀπερίγραπτο τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθης πῶς. Γιατὶ ὅπου θέλει ὁ Θεός, νικιέται ὁ φυσικὸς νόμος. Θέλησε λοιπόν, μπόρεσε κι ἔκανε αὐτὸ ποὺ θέλησε, κατέβηκε κάτω στὴ γῆ, ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο».
  • Ἀξίζει νὰ διαβάσουμε πῶς βιώνουν τὰ πραγματικὰ Χριστούγεννα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ μακαριστὸς σοφὸς π. Θεόκλητος Διονυσιάτης τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχε Χριστούγεννα στὰ Καρούλια, νέος μοναχός, κατὰ τὸ ἔτος 1941, ἐν μέσῳ κατοχῆς καὶ δεινοῦ χειμῶνος.

  «Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι, ὅσον μποροῦσαν, ἦσαν σφιχτὰ τυλιγμένοι στὰ πτωχικά τους ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι, καθὼς ἔψαλλον μέλποντες τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια, μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦ χειμῶνος, μὰ ἡ λιβανοκαπνισμένη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας, πού μᾶς ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’ τὸ Τέμπλο, ζέσταινε τὴν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ της, τῆς Τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως, κι’ ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ’κείνη τῶν προβάτων στὸ μαντρὶ τῆς Βηθλεέμ, τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ξαναγεννηθῆ ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.

  Ὅμως, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας, ἐντύπωση ἀνερμήνευτη μοῦ ἔκαμε ἕνας ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος, σὰν τὸ καλάμι, Καλόγηρος, ὁ παπα-Φιλάρετος, μὲ μία μακρυὰ κάτασπρη γενειάδα, ποὺ ’χε σταθῆ σ’ ἕνα παμπάλαιο στασίδι.

  Ἔλεγε ψιθυριστά τὴν εὐχή, μ’ ἕνα τρίχινο κομποσχοίνι, ἐνῷ τὰ ράσα του ἦταν ὅλο μπαλώματα ποὺ δὲν εἶχαν ταίρι. Τὸ σῶμα του, ἂν καὶ καθόταν μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν ἀγρυπνιὰ, ἦτο ἀμετακίνητο σὰν τ’ ἀγάλματος, καὶ τὸ ρυτιδιασμένο κι’ ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ, ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ παράξενους μορφασμούς, ἀλλοιούμενο τακτικὰ καὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμένα ἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.

  Ἔβλεπες νὰ ἐναλλάσσωνται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν μελαγχολία, ἡ θλίψη μὲ τὴν χαρά …νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι, καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζη συγκλονισμένος ἀπὸ Θεῖο φόβο… ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσε ἕνα ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόταν, πότε χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες..

  Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία, πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες ἔμελπον στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τό:

  «Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον…».

  Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια στὸ Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶ σεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες των, κι ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶ φώτιζε, ὅσο ἠδύνατο, γλυκὰ τὸ σκοτάδι. Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…

  Ἔτσι γαλήνια πῆρε ἡ ἀγρυπνία, ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’ εὐχῶν», λαμβάνοντας τέλος ἡ οὐράνια ἐκείνη μυσταγωγία.

  Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου, μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν, τὸν ἑωθινὸν ἀστέρα, Αὐτόν, Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦν Χριστόν.

Μετὰ ἀπ’ τ’ ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς καὶ φραγκόσυκα στὸ φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλίων. Ἐγὼ διακονοῦσα στὸ κέρασμα, μὰ πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας, τοὺς ἀσκητές, θωρώντας τους, λὲς κι’ ἦταν παράξενα ὄντα, ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.

Τότε, ἐρώτησε ὁ Πνευματικός τῆς Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητή, ἂν θὰ μείνη καὶ αὔριο ἐδῶ, καὶ τοῦ ἀπήντησε:

-Βεβαίως καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω, ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸ καλυβάκι μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω, καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη, δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω κοντά σας.

  Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, καὶ ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικά, ἔχοντας ἐνημερώσει ἤδη ἐγὼ τὸν Πνευματικὸ γιὰ ὅλη ἐτούτη τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ πτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν χθεσινὴ ἀγρυπνίαν, λέγει του, τότε, μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.

-Ἀδελφέ μου, σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶ ὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.

  Ὁ ἀσκητὴς, ὅμως, ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκη ἀπάντηση, φυλάγοντας ὅ,τι ἔζησε μέσα του, ὡς πανάκριβο θησαυρό.

-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πῆς.

-Λέγονται, Γέροντα, τέτοια πράγματα;

-Ἄντε, κάμε ἀγάπη, μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ’μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.

-…Μὰ δὲν μπορῶ.

-Ἄμα δὲν πεῖς, ἀπ’ ἐδῶ δὲ φεύγεις!

Μὲ ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλη ὁ παράξενος ἀσκητής, ὅμως ἀναγκεμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων, ποὺ ’χαν ἀπομείνει καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογῆ μὲ δάκρυα καὶ συντριβή:

-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά, ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς, τὸ ἔβλεπα καὶ συμμετεῖχα καὶ ’γώ.

  «Θωροῦσα τὸ Θεῖον Βρέφος, τὸν Χριστούλη μας, τὰ προβατάκια, τὰ λίγα ζωντανὰ ποὺ ’σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε… μὰ ἦταν καὶ μία γελάδα ποὺ ἔστεκε κοντὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ τὸν ἀνασασμὸ της…τὶς σταγόνες ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τοὺς νοτισμένους σταλαγμίτες, καθότι ἤτανε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο ἀνθρώπινο χτίσμα … Σιμὰ εἶδα καὶ Τὴν Παναγία μας, λεχώνα, ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ ἐπανωφόρι της τὸν Υἱό της καὶ ἀνέκλεινε δίπλα, πρὸς μία μεριὰ καὶ κρύωνε, γιατί ἤτανε κενὸ καὶ δὲν εἶχε ποῦ νὰ ἀκουμπήση… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ  μία ποιμένισσα ἔφερε ἀχνιστὸ γάλα, ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει, γιὰ νὰ πλύνη μ’ αὐτὸ τὸ Θεϊκὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθῆ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα! ὅλα κρύσταλλα καὶ παγωμένα ἦταν…

  Καὶ ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι ποὺ ἀνεβοακατέβαιναν στὸν οὐρανό, ἐνῶ ἀκούγονταν γλυκύτατη μελωδία…

  Ὁ δὲ Ἰωσὴφ προσπαθοῦσε μὲ κάτι λιανόξυλα νὰ ἀνάψη μία φωτιά νὰ ζεσταθῆ ἡ ἄσπιλος Μητέρα καὶ τὸ Θεῖον Βρέφος, καὶ ὅλο ἔκλαιγε ἀναντρανισμένος ἀπὸ δέος καὶ χαρά, σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο στὴν ἀναίμακτο Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο τοῦτο Ἱερό Ναό, μὰ καὶ πάμφτωχο, συνάμα, σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ».

  Ὅλη ἡ λογικὴ, μὰ καὶ ἡ ἄλογη κτίση στῆς Παναγιᾶς τὸ Περιβόλι μαρτυροῦσε διὰ μυρίων βεβαίων στομάτων, πὼς ὄντως ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ γαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ

ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ»