ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Περί άμαρτίας καί τών 12 βαθμών αύτής.

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε.

«Τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ άμαρτία» (Α' Κο ριν. 15,56). «Μυρμηκολέων ώλετο παρά τό μή έχειν βοράν» (Ίώβ 4,11).

Πρίν άρχίσω μέ ολίγα λόγια σᾶς λέγω ένα παράδειγ­μα: "Εχετε ίδή, όταν κάποτε πάρη φωτιά ένα σπίτι ἤ μία θημωνιά άπό χόρτο ἤ άχυρο; Έάν συμβή νά έχη κάποιος πρόχειρα ἐκεῖ ένα λέβητα νερό, μπορεί εύκολα νά σβήση τήν φωτιά, πρίν αύτή έξαπλωθή· έάν όμως έπεκταθή, χρειάζεται πολύς κόπος καί πολύ νερό γιά νά κατασταλή. Μάλιστα μερικές φορές είναι άδύνατον νά άναχαιτισθή ἡ δύναμις καί ορμή τῆς φωτιάς. Τό ίδιο άκριβώς συμ­βαίνει καί μέ τήν άμαρτία σέ εμάς: "Οταν μέ προσοχή καί έπαγρύπνησι βλέπουμε τίς πρώτες κινήσεις τοῦ σατανά γιά νά είσέλθη μέσα στόν νοῦ μας ἡ πονηρά σκέψις καί ε­πιθυμία καί ἀντιδροῦμε νοερά μέ τήν έπίκλησι τοῦ Όνόματος τοῦ Χριστοῦ, άμέσως θά σβήση ἡ φλόγα τῆς άμαρτωλής σκέψεως καί θά άπαλλαγή ἡ ψυχή μας άπό τήν αιχμαλωσία της. Ένώ, όταν δέν ἀγρυπνοῦμε στόν κατάλ­ληλο καιρό καί δέν έπικαλούμεθα τόν Θεό μέ τήν καρδιά μας, ἡ άμαρτία φυτρώνει στόν νοῦ μας, αύξάνεται, όπως τό δένδρο, καί μάς πολεμά μέ δύναμι γιά νά μάς όδηγήση στήν άπώλεια.

Ή συνέχεια τού λόγου μας αύτού θά άναφέρεται γιά τήν άμαρτία καί τούς βαθμούς έκδηλώσεως αύτής.

Άλλά τί είναι άμαρτία; Ἡ άμαρτία, κατά τίς μαρτυ­ρίες τών Αγίων Γραφών, είναι: παράβασις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 5,13 καί Τακώβ.2,9), ἡ άμαρτία είναι τό κέντρον τοῦ θανάτου κατά τόν άπόστολο Παΰλο (Α' Κορ. 15,56), εἶναι έργο τοῦ σκότους (Ρωμ. 13,13) καί βδέλυγμα ένώπιον τοῦ Κυρίου. Εἶναι καρπός τών κακών έπιθυμιών (Ιακώβ. 1,15) καί έργο τοῦ διαβόλου. Κατά τό Λευΐτικό (15,31)* είναι άκαθαρσία καί έργο τής σαρκός δηλ. μοι­χεία, πορνεία, άκαθαρσία, άσέλγεια (Γαλ. 5,19). Ό Θεός βλέπει μέ μεγάλο μίσος τήν άμαρτία (Δευτερ. 17,225,16) καί ή οργή τοῦ Θεοῦ έρχεται στούς άνθρώπους τῆς άμαρ­τίας (Λευϊτ. 26, 2128). Ό ἴδιος ό Σωτήρ μας άπέθανε έπί τοῦ σταυροῦ γιά τίς άμαρτίες μας. Αύτά τά ολίγα χωρία είναι άρκετά γιά νά μάς δείξουν τί εἶναι ή άμαρτία.

Ωφέλεια σέ έμάς δέν είναι μόνο νά γνωρίζουμε τί είναι ἡ άμαρτία, άλλά πρέπει νά μάθουμε πώς μάς έξαπατά καί μάς ύποδουλώνει καί ποιές είναι οί μορφές άναπτύξεώς της, όταν εισέρχεται μέσα μας καί μέχρι πού φθάνει ώ­στε τελείως νά κυριαρχή μέσα μας καί νά μάς όδηγή στήν πρόσκαιρη καί αιώνια καταδίκη. Γιά τήν άνεύρεσι αυτού τοῦ ἔργου είναι άνάγκη νά θέσουμε τήν έπόμενη έρώτησι: Γιά ποία άραγε αιτία ονομάζει ἡ Άγία Γραφή τόν διάβολο καί τήν άμαρτία «Μυρμηκολέοντα» (Ίώβ 4:11). Τήν άπορία μας ἐπεξηγεῖ ὁ θειος πατήρ Νείλος ό Ασκητής, ὁ ό­ποιος μάς φανερώνει οτι ὁ διάβολος καί οποιοδήποτε πά­θος ονομάζεται «μυρμηκολέων», έπειδή στήν άρχή ἡ ά­μαρτία εμφανίζεται ώς μυρμήγκι καί στό τέλος ώς λέων, έάν δέν προλάβουμε νά τόν φονεύσουμε έγκαίρως μέ τήν προσευχή. Ἡ άμαρτία εἶναι ένας πονηρός διάβολος, λέ­γει ὁ άγιος Έφραίμ ὁ Σῦρος, ὁ όποιος μάς ύποκλέπτει σταδιακώς, έως ότου τελείως μάς αιχμαλώτιση. Ἐκεῖνος όμως, πού επαγρυπνεί άπό τήν άρχή, τόν φονεύει έν όσῳ είναι άκόμη μηρμήγκι καί δέν τόν άφήνει νά άποκτήση τήν δύναμι τοῦ λέοντος.

Συχνά σάς ύπενθύμιζα, μέ τήν εὐκαιρία παρομοίων λόγων μου ότι τό θεμελιώδες έργο μας εἶναι νά διακό­πτουμε τήν είσοδο τής άμαρτίας διά τών άγαθών σκέ­ψεων τοῦ νοῦ μας. Αύτό τό θειο έργο, κατά τούς Αγίους Πατέρας, ονομάζεται νοερά νήψις ἤ φυλακή τοῦ νοῦ καί γεννάται σέ έμάς άπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ένώ ό φόβος τοῦ Θεοῦ, κατά τόν άγιο Μάξιμο τόν Όμολογητή, γεννά­ται μέσα μας άπό τήν πίστι πρός τόν Θεό: «"Οποιος πι­στεύει φοβείται, ένώ όποιος φοβείται ἀγρυπνεῖ» (Α' έκατοντάς κεφ. περί Αγάπης).

Συνεπώς, άδελφοί μου, μακάριος καί τρισμακάριος είναι ὁ άνθρωπος πού έχει τόν θειο φόβο, διότι, κατά τήν μαρτυρία τών Γραφών, λόγω τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, κάθε άνθρωπος άπομακρύνεται άπό τό κακό (Παροιμ. 8,13). Γι' αύτό ὁ προφήτης Δαβίδ λόγῳ τοῦ θείου του φόβου τόν ώνόμασε άρχή σοφίας «Άρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δέ άγαθή πάσι τοις ποιοῦσιν αύτήν» (Ψαλμ. 110,10). Ένώ ὁ Σολομών έφιλοσόφησε περισσότερο γιά τόν φόβο τού Κυρίου, λέγοντας ότι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου είναι σχολή τῆς σοφίας, καί τό βιβλίο τής σοφίας Σειράχ λέγει ότι «φό­βος Κυρίου δόξα καί καύχημα καί εύφροσύνη καί στέφα­νος άγαλλιάματος... έπιστήμην καί γνώσιν συνέσεως έξώμβρησεν καί δόξαν κρατούντων αύτήν άνύψωσε» (1, 1119).

Ό φόβος τοῦ Θεοϋ, σύμφωνα μέ τίς γραφικές μαρτυ­ρίες πού προανέφερα, γεννά μέσα μας δυνατή πίστι σ' Αύτόν, ἡ όποία μέ τήν σειρά της γεννά τήν φυλακή τοῦ νοῦ ἡ νήψι πού μάς είναι άναγκαιοτάτη στόν άγώνα μας έναντίον τών παθών καί άμαρτιών μας. Ό άγιος Ησύ­χιος Ιεροσολύμων μάς λέγει ότι ἡ νήψις είναι ἡ όδός γιά κάθε άρετή καί έντολή τοῦ Θεοῦ. Έναντίον τής νήψεώς μας μάχεται τό πάθος τής λησμονιάς, όπως γι' αύτήν μάς λέγει ό ίδιος άββάς Ησύχιος, ότι καταραμένη νά είναι ή λήθη πού καταστέλλει τήν προσοχή, όπως τό νερό τήν φωτιά.

Ό άπόστολος Παΰλος μάς λέγει ότι νά μή δίνουμε τόπο στόν διάβολο (Έφ. 4,27), άλλά αύτό τό έργο μπορεί νά τό επιτυχή μόνο εκείνος πού μισεί άπό καρδίας τήν ά­μαρτία καί ἐναντιοῦται στήν πρώτη κιόλας έμφάνισί της.

Στήν συνέχεια θά σάς δείξω ποιες είναι οί βαθμίδες τῆς άμαρτίας, άρχίζοντας άπό τήν πρώτη:

Ή πρώτη βαθμίς τής άμαρτίας είναι, όταν κάποιος κάνη τό καλό όχι μέ καλό σκοπό καί γιά τήν δόξα τού Θεού. Αύτό μάς τό δηλώνη καί ό θειος πατήρ Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός όταν λέγη: «ότι τό καλό δέν είναι καλό, ό­ταν δέν γίνεται μέ καλό τρόπο», ένώ ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής λέγει ότι «ό Θεός σ' όλα τά έργα μας έξετάζει τό σκοπό των, δηλ. τά έργαζόμεθα γι' Αύτόν ἤ γιά κά­ποιον άλλον;» Πρέπει νά καταλάβουμε ότι άγαθά έργα έ­χει τό σώμα καί ἡ ψυχή. Άρετές τοῦ σώματος είναι τά διάφορα πνευματικά έργα του, είτε νηστεία, άγρυπνία, έλεημοσύνη καί άλλα, ένώ άγαθό έργο τής ψυχής λογίζε­ται πρώτα ὁ σκοπός μέ τόν όποιον γίνονται τά έργα αύ­τής. Έάν ὁ σκοπός είναι καλός καί γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε καί τό έργο είναι ωφέλιμο, ένώ, έάν ό σκοπός είναι πονηρός καί τό καλό έργο πονηρό γίνεται καί χάνει κανείς τόν μισθό του άπό τόν Θεό. Ό Απόστολος Παύ­λος μάς λέγει νά κάνουμε τά πάντα γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ (Α' Θεσ. 4,1). Ένώ ὁ θείος Μάξιμος λέγει ότι, όταν άκούης τήν Γραφή νά λέγη ότι ό καθένας θά πληρωθή κα­τά τά έργα του, νά γνωρίζης ότι ό Θεός δέν θά πληρώση μέ δίκαιο μισθό τά έργα των πού δέν έγιναν μέ άγαθό σκοπό. Διότι ή κρίσις τοϋ Θεοϋ δέν παρατηρεί τά γενόμε­να έργα, άλλά τόν σκοπό γιά τόν όποιο έγιναν.

Δεύτερη βαθμίς άμαρτίας είναι όταν κανείς δέν έργάζεται τέλεια τό άγαθό. "Ενα παράδειγμα: Κάποιος προ­σεύχεται στόν Θεό, όχι μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά, άλλά μόνο μέ τό στόμα καί τά χείλη, διότι άφήνει νά διασκορ­πίζεται ὁ νος του στά παρόντα καί φθαρτά αὐτοῦ τοῦ κό­σμου. Σ' ένα τέτοιο άνθρωπο πού προσεύχεται έξωτερικά, άρμόζει ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ήσαΐου, πού λέγει ό­τι, «πολύ πλησίον είσαι Κύριε μέ τό στόμα των, άλλά πο­λύ μακριά άπό τήν καρδιά των» (29,13). Ἤ όταν κάποιος κάνη έλεημοσύνη όχι μέ ιδικούς του κόπους, άλλά άπό άρπαγές καί κλοπές. Επίσης όταν κάποιος νηστεύη άπό φαγητά καί ποτά, άλλά όχι καί άπό τίς άμαρτίες τών αισθήσεων, το νο καί τής καρδίας. Ό άγιος Έφραίμ ό Σρος λέγει ότι ό Θεός διέταξε τόν Μωϋσή νά κατασκευάση κατά τέλειο τρόπο τήν Σκηνή το Μαρτυρίου, γιά νά διδάξη καί έμάς μέ τέλειο τρόπο νά μετανοούμε έ­νώπιον Του. Καί όπως ό γιά τήν θυσία προσφερόμενος άμνός θά έπρεπε νά είναι άμωμος, χωρίς δηλ. σωματικά ε­λαττώματα καί άσθένειες, έτσι καί τά έργα μας νά τά έπιτελομε μέ τέλειο τρόπο.

Ή τρίτη βαθμίς τής άμαρτίας είναι ἡ προσβολή το κακού λογισμού πού πλησιάζει άθόρυβα μέ εμπαθείς δια­θέσεις. Ιδού ένα παράδειγμα: Μία σκέψις γυναικείου προσώπου ἤ χρημάτων ἤ κενοδοξίας ἤ οργής τά όποια προσβάλλουν τήν καθαρότητα τής μνήμης.

Τετάρτη βαθμίς τής άμαρτίας είναι ό συνδιασμός, δηλ. ἡ ψυχή μας συνομιλεί ευχαρίστως μέ τίς πονηρές σκέψεις.

Ή πέμπτη βαθμίς είναι ἡ νοερά μάχη μέ τούς κακούς λογισμούς, άπό τήν όποία εξαρτώνται καί οί άλλοι βαθ­μοί τής άμαρτίας. Ή ψυχή μετά τήν συγκατάθεσί της, άρχίζει νά άνησυχή καί άποφασίζει νά άγωνισθή μέ τήν παρουσία τών καλών λογισμών καί προπαντός μέ τήν νο­ερά πρός τόν Κύριο προσευχή.

Ή έκτη βαθμίς τής άμαρτίας είναι ἡ συγκατάθεσις πού δέν άρκεῖται πλέον στήν συνομιλία μέ τόν λογισμό, άλλά, λόγω φιλαυτίας καί έμπαθείας, ένδίδει σ' αύτόν καί ό άνθρωπος τόν δέχεται πλέον στόν νο του, γιά νά τόν πράξη.

Ή εβδόμη βαθμίς είναι ἡ μέ τόν νο άμαρτία, όπως μάς λέγει ό Θείος Μάξιμος: «"Οταν ό άνθρωπος συγκατατεθή νοερά νά δεχθή τήν κακή σκέψι, πιέζεται άπό τόν έχθρό νά έντυπώση· αύτήν στόν νο του τόσο δυνατά, ω­σάν νά τήν είχε κάνει καί μέ τό έργο». "Οταν φθάση ό άν­θρωπος σ' αύτή τήν κατάστασι, τότε ή άμαρτία μέ τίς φαντασίες καί κακές παραστάσεις, πατεί σχεδόν στό έ­δαφος τής αναισθησίας καί βαδίζει γιά τήν προσβολή τών σωματικών αισθήσεων, όπως μάς φανερώνη ό ίδιος θειος πατήρ, λέγοντας: «"Οπως τό σώμα έχει ώς κόσμημα τά έργα, έτσι καί ό νος έχει τίς ιδέες. Καί όπως τό σώμα πορνεύη μέ τό σώμα τής γυναικός, έτσι καί ό νος πορ­νεύει μέ τήν ιδέα τής γυναικός, δηλ. μέ τήν μορφή το προσώπου της». Γι' αύτό ό ἴδιος άγιος Μάξιμος μάς συμβουλεύει τά έξής: «Μή δέχεσαι τίς κακές ιδέες γιά νά μή άναγκάζεσαι νά ύποχωρής στό κακό καί στά έργα αύτο. Διότι, όταν κάποιος δέν άμαρτάνη μέ τόν νού, οὔτε μέ τό έργο δέν θά άμαρτήση». Επίσης πρέπει νά γνωρίζουμε ό­τι ό πόλεμος είναι δυσκολώτερος άπ' αύτόν πού γίνε­ται μέ όπλα καί άλλα μέσα άνθρώπινα. Ό κίνδυνος τής πτώσεως μέ τόν νο μάς προσβάλλει εύκόλως καί σέ ό ποιοδήποτε χώρο καί χρόνο. Έάν, κάποιος, έπί παρα­δείγματι, θελήση νά άμαρτήση μέ τά έργα τής πορνείας, πρέπει νά τόν διευκολύνουν τρεις παράγοντες, οί έξής: ό κατάλληλος τόπος, ό κατάλληλος χρόνος καί τό όργανο τής άμαρτίας, δηλ. τό σώμα μέ τό όποιο θέλει νά άμαρτή­ση. Ένώ στήν νοερά άμαρτία κανένας άπ' αύτούς τούς παράγοντες δέν χρειάζεται προκειμένου νά άμαρτήση, διότι μέ τόν νο μπορομε νά άμαρτάνουμε σέ όποιονδήποτε τόπο καί χρόνο καί όταν άκόμη δέν έχουμε μπρο­στά μας τό προκλητικό τής άμαρτίας όργανο μέ τό όποιο θέλουμε νά άμαρτήσουμε. Άλλά, όπως φαίνεται, εύκολώτερη καί πλέον έπιρρεπής είναι ή άμαρτία μέ τόν νο μας, διότι τήν κάνουμε οπουδήποτε εύρισκόμεθα.

Ή ογδόη βαθμίς τής άμαρτίας είναι ή έπιτέλεσίς της μέ τό έργο. "Οταν κάποιος δέν άγωνισθή, τό κατά δύναμι, στίς προηγούμενες φάσεις τής άμαρτίας καί έπιτρέψη σ' αύτήν νά τόν αιχμαλώτιση νοερά, τότε όδηγεῖται στα­θερά στήν έκτέλεσι τής άμαρτίας καί τελειώνει τό έργο ψυχή τε καί σώματι. Αύτό συμβαίνει όχι μόνο μέ τήν ά­μαρτία τής όποιαδήποτε άκολάστου πράξεως, άλλά καί μέ όποιαδήποτε άλλη, όπως τής γαστριμαργίας, τής φι­λαργυρίας, τού φόνου, τής μέθης, τής κλοπής καί άλλων.

Ή έννάτη βαθμίς είναι ή έξοικείωσις μέ τήν άμαρτία. "Ενας έμπειρος Πνευματικός μπορεί νά εὕρη εύκολα, κα­τά τήν ώρα τής έξομολογήσεως άπό τό στόμα δηλ. το έξομολογουμένου, σέ ποιά βαθμίδα τής άμαρτίας έκεῖνος ευρίσκεται. Διότι, έάν, έπί παραδείγματι, αύτός τόν έρωτήση: «Άδελφέ, γιατί κάνεις τό τάδε καί τό τάδε άμάρτημα; Έκεΐνος σίγουρα θά το άπαντήση: «Πάτερ, μο έ­γινε συνήθεια καί αύτό» (είτε γίνεται λόγος περί πορνείας, κλοπής, ψευδορκίας καί άλλης άμαρτίας). Στήν περίπτωσι αύτή μόνος του δείχνει τό στάδιο τής άμαρτίας στό όποιο εύρίσκεται.

Ή δεκάτη βαθμίς τής άμαρτίας είναι ή δημιουργία το πάθους λόγω τής μεγάλης συνήθειας. Έδώ, σ' αύτή τήν βαθμίδα μπορεί ό κάθε Πνευματικός νά γνωρίση άπό τήν έξομολόγησι το χριστιανο σέ ποιά άμαρτωλή κα­τάστασι εύρίσκεται, διότι, έάν τόν έρωτήση: «Άδελφέ, γιατί δέν έγκαταλείπης αύτή τήν άμαρτία; Γιατί π.χ. δέν άφήνης τήν μέθη, τό κάπνισμα ἤ οποιοδήποτε άλλο;» Καί έκεῖνος άπαντά: «Δέν μπορώ, πάτερ, διότι μέ κυρίευσε αύτό τό πάθος, δώστε μου μία συμβουλή γιά νά άπαλλαγώ άπό τό τάδε ἤ τάδε άμαρτωλό πάθος». Τότε ό Πνευ­ματικός, μαθαίνοντας ότι αύτός είναι στήν πλέον επικίν­δυνη καί δύσκολη βαθμίδα, πρέπει νά έπιστρατεύση όλη του τήν πνευματική τέχνη καί επιμέλεια, γιά νά τόν άπαγκιστρώση άπό τά δεσμά τής άμαρτίας, πράγμα πού είναι βεβαίως δυσκολοκατόρθωτο, επειδή ἡ συνήθεια γίνεται σ' αύτόν δευτέρα φύσις καί άναγκάζει τόν άνθρωπο νά άμαρτάνη είτε τό θέλει είτε δέν τό θέλει. Διότι, έφ' όσον εί­ναι αιχμάλωτος τής άμαρτίας καί τής συνήθειας στό κα­κό, συγχρόνως είναι καί δολος του διαβόλου. Γι' αύτό λέγει ό Εύαγγελιστής Ιωάννης: «Ό ποιών τήν άμαρτίαν έκ το διαβόλου εστίν, ότι άπ' άρχής ό διάβολος άμαρτά­νει» (Α' Ίωάν. 3,8), καί άρα γε δείχνει μέ τήν ύποταγή του στήν άμαρτία ότι είναι το διαβόλου. Γιά τήν δικαία κα­τάστασι τής Θλίψεως καί τιμωρίας ενός τέτοιου άνθρώ­που, ἡ Άγία Γραφή, άναφερομένη σ' αύτή τήν φάσι λέγει: «Ό ποιών τήν άμαρτίαν δούλος έστί τής άμαρτίας» (Ίω­άν. 8,34).

Ή ένδεκάτη βαθμίς τής άμαρτίας είναι ή άπελπισία, ή όποία είναι καί ή χειρότερη άπό όλες, διότι οδηγεί τόν άνθρωπο στόν παρόντα καί αιώνιο θάνατο. "Οταν ό διά­βολος ύποδουλώση τόν άνθρωπο μέ τήν άμαρτία μέχρι το βαθμού τής συνήθειας, τότε το λέγει στό αύτί: «Βλέ­πεις, ότι συνήθισες πλέον αύτή τήν άμαρτία, άπό τήν ό­ποία δέν μπορείς νά λυτρωθής, διότι θέλοντας καί μή τήν επιτελείς; Όπότε, μή σκέπτεσαι νά μετανοήσης καί έπιστρέψης στόν Θεό, διότι άπό έδώ καί στό έξής δέν μπο­ρείς νά άπαλλαγής άπ' αύτήν, τήν όποία άγάπησες άπό τήν παιδική ή νεανική σου ηλικία ή έπί τόσα χρόνια». Συ­νεπώς συμβουλεύει τόν άνθρωπο νά άμαρτάνη πάντοτε, λέγοντάς του: «"Ετσι καί άλλιώς μέχρι τώρα όλα τά έχα­σες, γι' αύτό όσο εύρίσκεσαι στήν ζωή αύτή, κύτταξε νά άπολαύσης τήν άμαρτία, τήν όποία έσυνήθισες καί άπό τήν όποία, όπως βλέπης, δέν μπορείς νά σωθής». "Ετσι λοιπόν, μέ τήν ρομφαία τής άπελπισίας τόν άποκόπτει ά­πό τήν έλπίδα τής σωτηρίας τής ψυχής του. Καί έάν είναι ό άνθρωπος μορφωμένος, τόν διδάσκει ό πονηρός νά άναβάλλη τήν επιστροφή του στόν Θεό καί τήν έγκατάλειψι τής άμαρτίας, λέγοντάς του: «Μήν άφήνης τήν άμαρ­τία τώρα, διότι έχεις άκόμη καιρό». Άλλά καί αύτή ή συμβουλή τού διαβόλου άποσκοπεί γιά νά στερεώση τόν άνθρωπο, δσο γίνεται περισσότερο, στήν θανατηφόρο συ­νήθεια τής άμαρτίας, επειδή γνωρίζει ό πονηρός έχθρός μας, ότι αύτοί πού δέν έγκαταλείπουν σήμερα τήν άμαρ­τία, άργότερα είναι άκόμη δυσκολότερο νά τήν έγκατα λείψουν. "Οπως λέγουν καί οι "Αγιοι Πατέρες, ή άμαρτία ομοιάζει μέ ένα καρφί πού τό καρφώνει κάποιος σέ ένα σκληρό ξύλο. Έάν τό έκτύπησε έλαφρά, μπορεί εύκολα νά τό βγάλη, ένώ έάν τό έκτύπησε δυνατά, μέ πολλή δυ­σκολία θά μπορέση νά τό βγάλη. Συνεπώς, κανείς άς μή έξαπατάται διότι, έάν δέν έγκαταλείψη σήμερα τήν α­μαρτία στήν όποία αιχμαλωτίζεται, άργότερα δέν θά μπορέση νά τήν άποβάλη. "Οσο παλαιώνει ή άμαρτία μέ­σα μας, τόσο δυσκολώτερα στό μέλλον μπορούμε νά τήν έκριζώσουμε. Καί όσο περισσότερες φορές κάνει ό άν­θρωπος τήν άμαρτία, τόσο καί ό διάβολος τόν πολεμά μέ αύτήν γιά νά τόν ρίξη στήν άπελπισία, άπό τήν οποία δέν μπορεί πλέον νά έπιστρέψη στόν Θεό.

Έάν δέν προλάβη νά έξομολογηθή στόν Πνευματι­κό, οδηγείται κατ' εύθεῖαν, χωρίς χρονοτριβή στήν δωδεκάτη βαθμίδα τής άμαρτίας πού είναι ἡ αύτοκτονία, ό φοβερώτερος σωματικός καί πνευματικός θάνατος, όπως το προδότου Ιούδα. 'Αφού έκανε τήν προδοσία το Σω­τήρος μας ό Ιούδας, άντί νά έπιστρέψη μέ βαθειά μετά­νοια καί νά κλαύση μέ στεναγμούς, όπως ό Απόστολος Πέτρος, άπελπίσθηκε τελείως, έριξε τά άργύρια στόν ναό καί κρεμάσθηκε.

Λοιπόν, πατέρες καί άδελφοί, έμνημονεύσαμε σ' αύ­τό τόν λόγο μας έν συντομία γιά τίς 12 βαθμίδες τής ά­μαρτίας. Πρίν ομιλήσουμε γι' αύτές, παρουσιάσαμε μερι­κές μαρτυρίες άπό τήν Γραφή καί τούς Πατέρας γιά τόν φόβο το Θεο καί τήν νοερά νήψι' διότι όποιος έχει τόν φόβο το Θεο καί άγρυπνει στήν πρώτη έμφάνισι το πο­νηρο λογισμο, οπλίζεται μέ τήν άγία προσευχή καί λυ­τρώνεται μέ μεγάλη εύκολία άπό τήν δουλεία τής άμαρτίας. "Οποιος δέν θέλει νά γρηγορή καί έξουδενώνη ένωρίς τήν άμαρτία, ένώ άκόμη είναι σάν τό μυρμήγκι, θά φθάση, όπως είπα καί στήν άρχή, νά πολεμά μέ λέοντα, άπό τόν όποιο είναι πιό δύσκολο νά λυτρωθή κανείς.

Έν κατακλείδι αύτο το λόγου μου σάς λέγω άκό­μη: Μακαρία είναι έκείνη ἡ ψυχή ἡ όποία φοβείται τόν Θεό καί σέ κάθε καιρό καί τόπο φυλάγει τόν νου καί τήν καρδιά της άπό τούς άμαρτωλούς λογισμούς μέ τήν βοή­θεια τής ιεράς προσευχής καί το μίσους κατά τής άμαρ­τίας. Καί πάλι, μακάριος νά είναι ό Πνευματικός έκεινος πατήρ, πού έργάζεται τήν σωτηρία τών ψυχών καί κατορ­θώνει νά άντιλαμβάνεται στό μυστήριο τής έξομολογήσεως σέ ποιό στάδιο τής άμαρτίας εύρίσκεται ό έξομολο­γούμενος, ώστε κατόπιν μέ όλη τήν πείρα καί πνευματική τέχνη του νά τόν έπαναφέρη στόν δρόμο το Θεο.

"Ας μή ξεχνάμε ότι οί χειρότερες μορφές τής άμαρ­τίας πού θέλουν μεγάλη προσοχή είναι τρεις: Ἡ συνήθεια τής άμαρτίας, ἡ αιχμαλωσία καί ἡ άπελπισία, ἡ όποία πλησιάζει τά όρια τής τελείας εγκαταλείψεως καί άπό ό­που ό άνθρωπος πίπτει στά βάθη τής κολάσεως μέ τήν αύτοκτονία, πέραν άπό τήν όποία δέν ύπάρχει σωτηρία. Είθε όλοι μας νά λυτρωθούμε άπό τέτοιες δυσάρεστες κα­ταστάσεις μέ τό έλεος το Παναγάθου Θεο καί Σωτήρος ημών Χριστο, μέ τίς πρεσβείες τής Μητρός Αύτο 'Αει παρθένου Μαρίας καί πάντων τών Αγίων Του. 'Αμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου