«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ό Γέρο Άβέρκιος ήτο, άπλαστος, άκακος, άκέραιος, άληθής Ισραηλίτης όπου όντως δόλος δέν εύρίσκετο. Έγεννήθη στή νήσο Νάξο τόν Ιανουάριο τοῦ 1852. Τό κοσμικό του όνομα ήτο Κωνσταντίνος καί έγινε μοναχός τόν Δεκέμβριο τοῦ 1898, στήν Νέα Σκήτην τοῦ Άγ. Ὄρους. Εις όλον τόν σωφρονέστατόν του βίον περίσσευε ἡ άκτημοσύνη σέ όλο της τό πλήρωμα, γιατί δέν άπέκτησε ὁ μακάριος τίποτα τοῦ κόσμου τούτου ούτε καί μόνιμη καλύβη, άλλά μόνο κάτι πρόχειρο καί προσωρινό, όπως ό παλαιότερος ήρωας τῆς άκτησίας Αγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης. Ἔμενε μόνιμα σέ μιά μεγάλη σπηλιά, καλυμμένην στήν εἴσοδόν της μέ κλαδιά καί χόρτα... Αύτή ήταν ἡ κατοικία του καί μάλιστα τόν χειμώνα πού τό χιόνι καί τό κρύο ἐδῶ στόν 'Άθωνα είναι υπερβολικό. Δέν έτρωγε άρτον δωρεάν, κατά τό λόγιον, άλλά έπλεκε καλαθάκια άπό καλάμια ἤ πλεκτά κλαδάκια καί τά πήγαινε στά Μοναστήρια ἤ όπου άλλου τοῦ ζητοΰσαν καί μάζευε παξιμάδι καί ζοῦσε μέ αύτήν τήν στενότητα καί τήν άκτημοσύνη. Κάποτε τοῦ έδιναν χρήματα ώς άμοιβή, αύτός όμως τά μοίραζε έλεημοσύνην καί δέν άγόραζε ποτέ τίποτα μέ αύτά.
Στίς άγρυπνίες καί εορτές πήγαινε πάντοτε στό Κυριακόν τῆς Σκήτης μέ όλους τούς πατέρες καί έστέκετο στό πίσω μέρος τοῦ νάρθηκος καί επαρακολουθοῦσε μέ εύλάβεια τήν άκολουθία. Κάποτε πού ήτο άγρυπνία καί εύρίσκετο κατά τήν συνήθειά του καί αύτός, κατά τήν ὥραν πού κάπως ήσυχάζει ἡ τελετή καί οἱ πατέρες ψάλλουν τούς κανόνες, είδαν τόν Γέρο Άβέρκιον νά φεύγη άπό τήν θέσιν του καί νά πηγαίνη μέ σπουδή μέσα στόν κυρίως ναό, χωρίς νά ύπάρχη λόγος καί νά προχωρή μέ ἐνδιαφέρον έως τό ιερόν, όπου καί μπήκε διά τῆς ωραίας πύλης εντός τοῦ θυσιαστηρίου καί πλησίασε τήν Αγία Τράπεζα. Τότε τόν είδαν νά βάζη μετάνοια σέ κάποιον, χωρίς νά βλέπουν σέ ποίον καί νά άποκρίνεται χαρούμενος" «Ναί Δέσποτα, βλέπω. Άβέρκιος μοναχός. Ευχαριστώ, εύχαριστώ». Μετά έκανε πάλιν μετάνοια καί βγήκε κανονικά άπό τό ιερόν καί γύρισε πίσω στόν τόπο του στόν νάρθηκα, πού συνήθως έστέκετο. Όσοι τόν πρόσεξαν, νόμισαν ότι κάτι πήγε νά πή στόν έφημέριον, άλλά ὁ ίδιος πού ήτο πλησίον καί είδε εύκρινέστερα τήν σκηνήν, ένόμισε τόν Γέροντα ὡς έπιπόλαιον, γιατί καί άλλοτε τόν έπείραζε λόγω τῆς απλότητας του. Έκείνην τήν ώρα δέν τοῦ είπε τίποτα, τήν άλλην όμως ήμέρα όταν τόν έσυνάντησε, τόν ερώτησε; «τί έπαθες χθές στό Κυριακόν, γέρο Άβέρκιε καί μέ ποιόν έμιλοῦσες μέσα στό ιερό;». Ἔκπληκτος ὁ απλούστατος Γέρων ἀπαντᾶ μέ άφέλεια: «Καλά, δέν έβλεπες έσύ παπα Γιάννη τόν Δεσπότην πού στεκόταν τόση ώρα στήν ώραίαν Πύλην καί μέ φώναζε νά πάω κοντά του; Μέ έρώτησε τό όνομά μου καί τοῦ τό είπα καί αύτός τό έγραψε στήν πλάκα τοῦ Κυριακοὺ καί μοῦ τό έδειξε καί τό έδιάβασα καί μόνος μου».
Όταν άκουσαν αύτοί καί οί άλλοι πατέρες, ερωτοῦσαν όλοι μέ ένδιαφέρον καί ὁ όσιος Γέρων τούς εδιηγεῖτο μέ λεπτομέρειαν τήν όπτασίαν, καί μάλιστα στόν νεαρόν τότε π. Θεοφύλακτο πού ιδιαίτερα τόν άγαπούσε. Ό ἁπλούς καί άκακος αύτός Ισραηλίτης ένόμιζε πώς όλοι έβλεπαν τήν δική του θεωρία, γι' αύτό καί τοῦ προξενούσε άπορία γιατί νά τόν ερωτούν. Ἡ πλάκα όμως, πού ένόμισε ό Γέροντας, δέν ήτο τό κοινόν βιβλίον του Κυριακού πού μνημονεύουν τά κτητορικά ονόματα, άλλά ἡ βίβλος τῆς ζωῆς, στήν οποίαν ὁ φιλάνθρωπος μας Δεσπότης καταγράφει τούς «καθαρούς τή καρδία», πού άξιώνονται νά ιδούν τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ, κατά τόν άψευδή του μακαρισμό. Ώ μακαρία άπλότης, όπου τά υπερφυσικά πράγματα κατά φύσιν ερμηνεύεις μέ τήν ύπερβάλλουσαν ταπείνωσιν αγνοούσα τήν πονηρίαν καί ύπόκρισιν.
"Αλλοτε πάλιν είπε στούς φίλους καί γνωστούς του Γέροντες πού συχνά τούς πλησίαζε, ότι εἶδε τήν θεία Χάριν νά σκεπάζη τό Κυριακόν σάν νεφέλη φωτεινή καί νά ἐξαπλοῦται έπάνω στούς πατέρες πού ήσαν μέσα καί προσηύχοντο καί έψαλλαν. "Ελεγαν καί τοῦτο έπίσης οἱ γνωστοί του Γέροντες, ότι τούς άπεκάλυψε, πώς έγνώριζε όταν άτένιζε κατά πρόσωπον τούς πατέρες, τίνες ήσαν άξιοι νά κοινωνήσουν καί τίνες δέν έπρεπε. Κρατώντας μέ ζήλο αύτήν του τήν αύστηρότητα έως βαθυτάτου γήρατος, στό τέλος ήσθένησε λίγο καί μή δυνάμενος νά έξυπηρετηθή τόν έπήρε ό π. Θεοφύλακτος στήν δική του καλύβη, γιατί καί ό Γέροντάς του π. Ιωακείμ Σπετσιέρης πολύ εὐλαβεῖτο τόν Γέροντα αύτόν. Ἐκεῖ ώς ασθενής έζησε περίπου δωδεκαήμερον καί έκοιμήθη στίς 8 Μαΐου τό 1934, ήμέρα Δευτέρα καί ώρα έννάτη βυζαντινή. Πρίν φύγη άπό τήν ζωήν, έκάλεσε κοντά του τόν νεαρόν τότε μοναχόν Νεόφυτον, γιά νά του δώση τήν εύχήν του γιά τελευταίαν φοράν καί είπε άμέσως μετά στόν γέροΘεοφύλακτον' «νά ύπηρετή τήν Σκήτη». Πράγματι άργότερα έγινε, όπως άληθώς προείπε ό Γέροντας καί έφ' όσον ό Κύριος «άποκαλύπτει πραείς οδούς Αύτού».
Όταν έκοιμήθη ό γέρο'Αβέρκιος, άπουσίαζε ό π. Ιωακείμ Σπετσιέρης είς Αθήνας καί όταν επέστρεψε έλυπήθη γιατί δέν έπηρε τήν εύχήν του καί άρχισε νά του κάνη σαρανταλείτουργο όπως συνήθως. Έπίστευε όμως στήν άρετή καί παρρησία του Γέροντος καί τόν έπαρακαλούσε νά του δώση κάποιαν πληροφορία περί τής έκεί καταστάσεως του. Όπως μετά έδιηγήθη, είδε στόν ύπνο του τόν μακάριο Γέροντα νά αναπαύεται μέ πολλήν δόξαν σέ ένα ολόφωτο παλάτι, σέ ωραιότατον κήπον μέ καρπούς. Τόν έρώτησε τότε ό π. Ιωακείμ μέ έκπληξιν, τί είναι αύτά καί πώς βρίσκεται έκεί, ό Γέρων του απήντησε μέ πολλήν χαρά: «Δικά μου είναι π. Ιωακείμ, μου τά χάρισε ό ούράνιος Πατήρ διά τήν πολλήν του αγαθότητα καί φιλανθρωπίαν». Ό π. Ιωακείμ μετά έγραψε εις τόν Γέροντα Φιλόθεον Ζερβάκον στήν Ί. Μ. Λογγοβάρδας στήν νήσον Πάρον, άπ' όπου κατήγετο καί έμόναζε ό Γέρων Άβέρκιος, πρίν έλθη στόν Άθωνα, γιά νά γνωρίσουν οί έκεί πρώτοι του πνευματικοί διδάσκαλοι, ότι όντως τούς έτίμησε μέ τήν άκριβεστάτην του ζωήν καί πολιτείαν.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου