ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΗΓΕΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΗΜΩΝ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά: μον. Δαμασκηνός  Γρηγοριάτης

Ἀπό Γεροντικό τῆς Μονῆς Πούτνα

Μολδαβίας Ρουμανίας.

Τό φῶς τῆς ζωῆς τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς Πούτνα τῆς Ρουμανίας,  ἔλαμψε μέ πολλή δύναμι ἀπό τόν καιρό τῆς ἐποχῆς του καί τῶν διαδόχων του, τόσον ἐκ μέρους τῶν ρουμάνων, ὅσο καί ἐκ μέρους τῶν ξένων. Στήν ἐπίγεια ζωή του ὁ ἅγιος Στέφανος ἦταν ἕνα σκεῦος γεμάτο ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ μετά τήν μετάβασί του στήν αἰωνιότητα δέν ἐγκατέλειψε αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἐφρόντιζε μέ κάθε τρόπο στά 47 χρόνια τῆς ἡγεμονίας του. Στό Ἀπολυτίκιό του ἡ Ἐκκλησία μας τόν ὀνομάζει «ἀτρόμητο προστάτη τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος καί μέγαν κτίτορα δεκάδων οἴκων τοῦ Κυρίου.

Πράγματι, μέσῳ αὐτοῦ ὁ Θεός διεφύλαξε τήν πατροπαράδοτη Πίστι τοῦ λαοῦ μας, τήν Ὀρθοδοξία καί ὁλόκληρο τόν Χριστιανισμό. Ἀκόμη μέσῳ αὐτοῦ προικίσθηκε ὁ λαός μας μέ δεκάδες ἐνοριακές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Χάρις στήν ἀγάπη του γιά τούς ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους  ἑνώθηκε μέ ἰσχυρούς πνευματικούς καί πατριωτικούς δεσμούς, προσέφερε μέ κάθε τρόπο τήν ἀγάπη του. Ἔκλαιε μετά κλαιόντων καί ἔχαιρε μετά χαιρόντων. Ὁ Μέγας Στέφανος ἔμεινε στήν συνείδησι τοῦ λαοῦ μας σάν μία ζωντανή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας καί ὡς ἕνα πρότυπο χριστιανοῦ ἀρχηγοῦ καί πολιτικοῦ. Γι᾿ αὐτό καί δικαίως ὁ λόγιος ἡγεμών Δημήτριος Καντεμίρ τόν ὠνόμασε «πανένδοξο ἡγεμόνα». Ἐνῶ ὁ ἱστορικός Νικόλαος Iorga, τόν θεωροῦσε σάν τήν ὑπεροχώτερη  μορφή τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ».

Ὁ ἅγιος Στέφανος γεννήθηκε κἄπου στά μέσα τοῦ ἔτους 1437. Ὁ πατέρας του, ὀνόματι Μπογδάνος ὁ Β΄, ἦταν ἡγεμών τῆς Μολδαβίας, ἐνῶ μητέρα του ἦταν ἡ κυρία Μαρία Ὄλτεα. Οἱ δοκιμασίες τίς ὁποῖες ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ἄρχισαν ἀπό τήν παιδική του κιόλας ἡλικία. Ὁ πατέρας του, τό 1451, φονεύθηκε ἀπό τόν Πέτρο Ἀρόνι, γιά νά πάρη τόν ἡγεμονικό του θρόνο. Ὁ νεαρός τότε Στέφανος, ἡλικίας 14 ἐτῶν, ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει στήν Τρανσυλβανία, στήν αὐλή τοῦ ἡγεμόνος Ἰάνκου, πού εἶχε τό παλάτι του στήν πόλι Χουνεντοάρα.

Ὅταν ἔφθασε σέ νόμιμη ἡλικία ὁ Στέφανος, αἰσθανόμενος ὅτι αὐτό ἦταν καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατευθύνθηκε καί πάλι τό 1457 πρός τήν Μολδαβία. Ἔμεινε μέ πολλές προφυλάξεις στό σπίτι κάποιας συγγενισάς του, ὀνόματι Μαρίας. Ὁ σκοπός του ἦταν νά κατακτήσει καί πάλι τόν θρόνο τοῦ πατέρα του ἔχοντας καί τήν ὑποστήριξι τοῦ ἡγεμόνος τῆς Βλαχίας τοῦ Βλάντου Τσέπες.

Καί πράγματι κατώρθωσε καί ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ πατέρα του στήν 12ην Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1457, ἀφοῦ ἀντιμετώπισε στρατιωτικά τόν φονέα τοῦ πατέρα του Πέτρο Ἀρόνι σέ μάχη πού ἔγινε κοντά στήν πόλι Ντολζέστι, πού εἶναι στήν ἐπαρχία τοῦ Ρόμαν. Στήν ἑορτή τοῦ Πάσχα ἐκείνου τοῦ χρόνου εἶχε ἤδη ἀνέλθει στόν ἡγεμονικό του θρόνο, πού ἦταν τό παλάτι στήν πόλι Σουτσεάβα.

Ἡ Θεία  Χάρις ἡ ὁποία ἐνισχύει τούς ἀδυνάτους καί πτωχούς καί ἐκπληρώνει μέ ἀγαθά αὐτούς πού τά στεροῦνται, ἀξίωσε τόν ὀρφανό ἀπό πατέρα Στέφανο, νά γίνει πατέρας τοῦ λαοῦ τῆς Μολδαβίας. Στό διάστημα τῶν 47 ἐτῶν τῆς ἡγεμονίας του, θά λάμψη ὁ ἡγεμών αὐτός σάν ἕνα ἀναστάσιμο φῶς γιά τόν ταλαιπωρημένο ἀπό τούς πολέμους λαό μας, ἐξ αἰτίας τῶν τούρκων καί τῶν ἄλλων ὁμοφύλων ἐχθρῶν μας. Τήν περίοδο αὐτή ἐπί 25 χρόνια κυριαρχοῦσε στήν Μολδαβία ἡ ταραχή καί ἡ ἔλλειψις εἰρήνης. Τά παιδιά, τά ἀνέψια καί ὅλοι οἱ συγγενεῖς τοῦ ἡγεμόνος Ἀλεξάνδρου τοῦ Καλοῦ, δέν ἀνεδείχθησαν ἄξιοι διάδοχοι τῶν προγόνων τους. Ἐμάχοντο μεταξύ των γιά τήν ἐξουσία καί ἐφόνευαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, προκαλώντας τήν ἐχθρικότητα τοῦ λαοῦ ἐναντίον των καί τήν ἀπώλεια ἐδαφῶν τῆς Μολδαβίας.

Τό φρούριο Χωτίνη μέ ὅλη τήν περιοχή του ἔπεσε στά χέρια τῶν Πολωνῶν, ἐνῶ τό φρούριο Κιλία εἶχε κατακτηθῆ ἀπό τούς Οὔγγρους. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀπειθαρχία στήν χώρα αὐτή τῆς Μολδαβίας, ὥστε γιά κάποια περίοδο ὑπῆρχαν δύο ταυτόχρονα ἡγεμόνες στόν θρόνο. Ὁ ἕνας ὑποστήριζε τά πολιτικά ἐνδιαφέροντα τῆς Πολωνίας καί ὁ ἄλλος ἐνδιαφερόταν γιά τά δικαιώματα τῆς Οὐγγαρίας.

 Στά νότια μέρη ταυτόχρονα οἱ τοῦρκοι κατακτοῦσαν τά χριστιανικά κράτη ἕνα πίσω ἀπό τό ἄλλο. Ὁ σουλτᾶνος τῆς Τουρκίας εἶχε ἤδη εἰσέλθει στήν νότια Εὐρώπη καί εἶχε φθάσει μέχρι τόν Δούναβι ποταμό. Τό 1396 ἔπεσε ἡ χώρα τῆς Βουλγαρίας, ἐνῶ τό 1459, κατελήφθη τό Δεσποτᾶτο τῆς  Σερβίας. Τό 1453, ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ ἰδίου τοῦ σουλτάνου, Μωάμεθ τοῦ Β΄, οἱ τοῦρκοι κατέλαβαν τήν ἔνδοξο Πόλι, τήν Κωνσταντινούπολι, τήν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν Πόλι ὅπου ἔζησαν βασιλεῖς καί ἅγιοι πατριάρχες, ὅπου συνεκλήθησαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Μετά ἀπό περισσότερα ἀπό χίλια χρόνια χριστιανικῆς ζωῆς, ἐνῶ ἄντεξε σέ πολλές δεκάδες ἐφόδους τῶν ἐχθρῶν της, ἡ πρωτεύουσα, τό Σύμβολο τῆς Εὐρώπης καί τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ, ἡ Κωνσταντινούπολις, κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Λεηλατήθηκε, καταστράφηκε καί ἔγινε ἡ πρωτεύουσα τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Τόποι ἦσαν ἤδη ὑπό τήν κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν. Παράλληλα ἡ πλειονότης τῶν Ἁγίων Τόπων ὅπου εἶχαν ἀγωνισθῆ ἀσκητικά οἱ ἅγιοι μοναχοί μας, ἀπό τήν ἀρχή σχεδόν τῆς πρώτης χιλιετίας καί τά αἵματα πού εἶχαν χυθῆ ἀπό τούς Μάρτυρες τῆς Πίστεως μας, τώρα ἐξουσιάσθηκαν ἀπό τούς ἀπίστους. Σ᾿ αὐτή τήν μεγάλη χρονική περίοδο πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς μας ἀρνήθηκαν τήν Πίστι μας γιά νά μή φονευθοῦν καί ἀπό χριστιανοί πού ἦσαν ἐξισλαμίσθηκαν.

Ὁ μεγάλος καί ἄφοβος προστάτης τῶν Χριστιανῶν τῆς Μολδαβίας, Στέφανος ὁ ἡγεμών, προσεύχεται καί παρακαλεῖ μέ δάκρυα τόν Χριστό, νά τόν βοηθήσει γιά νά πολεμήσει τούς ἀπίστους καί νά κρατήσει τήν Πίστι στόν λαό του. Παρακολουθεῖ ἄγρυπνα τήν ἐξάπλωσι τοῦ Ἰσλάμ καί καταλαβαίνει ὅτι θά ἔλθουν καί στά δικά του τά μέρη οἱ μουσουλμᾶνοι. Σκέπεται ὅτι πρέπει νά τούς ἐμποδίσει νά ἔμβουν στήν Εὐρώπη. Σέ μία ἐπιστολή του, τήν ὁποία ἔστειλε στόν βασιλέα τῆς Ρωσσίας Ἰβάν τόν Γ΄, τόν παρακαλεῖ νά συνδράμει μέ τόν στρατό του γιά τήν ἀναχαίτισι τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Τοῦ ἀνέφερε ὅτι ἤδη οἱ ἄλλες χριστιανικές Χῶρες τοῦ νότου, Ἑλλάδα, Βουλγαρία, Ἀλβανία, Βοσνία, Σερβία, Μικρά Ἀσία κατακτήθηκαν ἀπό τούς ἀπίστους. Καί ὅτι ὁ Θεός γιά τίς ἁμαρτίες μας  ἔδωσε αὐτές τίς Χῶρες στούς ἐχθρούς τῆς Πίστεώς μας! Ἐπίσης τοῦ ἔγραψε ὅτι οἱ τοῦρκοι μπῆκαν στήν Μαύρη Θάλασσα καί κατέλαβαν τήν πόλι Κάφα. «Πρέπει νά ἔχουμε τόν νοῦ μας, τοῦ ἔγραψε, ὁ κίνδυνος εἶναι μπροστά στά πόδια μας!

Μέ τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, τίς πρεσβείαις τῆς Μητέρας του Κυρίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων πού ἔζησαν σ᾿ αὐτά τά μέρη, σ᾿ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς, ἀναδείχθηκε ἡγεμών τὴς Μολδαβίας ὁ Στέφανος. Αὐτός κατέπαυσε τά δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ του, πού δοκιμαζόταν συχνά ἐπί 25 χρόνια μέ ἐμφύλιους καί ἀδελφικούς σπαραγμούς καί ἐπανέφερε στίς καρδιές τους τήν ἐλπίδα ὅτι τό καλό εἶναι δυνατόν νά ἔλθη στήν χώρα τους καί ὁ Θεός δέν θά ξεχάσει τόν λαό του. Ἔτσι ἐγέμισε ἀπό ἀγάπη τίς ὀρφανές καρδιές τοῦ λαοῦ του. Οἱ ἱστορίες τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου ἡγεμόνιος Στεφάνου καί ἡ ἀφθονία τῶν καλῶν του ἔργων καί σκέψεων εἶναι πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια. Ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά ἰδοῦμε, σύμφωνα μέ τό πτωχό μυαλό μας καί τήν πίστι μας, μόνον πτυχές ἀπό τό μέγα ἔργο τό ὁποῖον ἔκαμε ὁ Θεός μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἀξίου δούλου Του.

Σκεπτόμενοι γιά τά ἔργα του, τά ὁποῖα κανείς ἀπό τούς ἡγεμόνες δέν τόν ἔφθασε, ὅπως λέγει ὁ ἱστορικός Γρηγόριος Οὐρέκε, τόν θεωροῦμε σάν ἕνα δένδρο μέ στέμμα στήν κορυφή του, τό ὁποῖον ἄντεξε στίς φουρτοῦνες καί τίς ἀνεμοζάλες τῆς ζωῆς, ἐπειδή εἶχε πολύ δυνατές ρίζες. Τά ἔργα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἡγεμόνος ἀποτελοῦνται ἀπό ἕνα πελώριο καί μεγαλειῶδες στέμμα, τόσον γιά τά ἀνθρώπινα ἔργα του, ὅσον καί γιά τά πνευματικά. Καί τότε πρέπει νά ἀναζητοῦμε τήν ρίζα τῶν καλῶν ἔργων του, μέ τήν ὁποῖα ἐνίκησε ὅλες τίς περιπέτειες τοῦ βίου του καί οἱ ὁποῖες συνέβησαν στήν Μολδαβία καί ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν. Τό ἐλάχιστον πού μποροῦμε νά ἰδοῦμε εἶναι ὅτι αὐτή ἡ ρίζα, πού ἔθρεψε τά φωτεινά καί ἔνδοξα ἔργα του, διαμορφώθηκε ἀπό τρεῖς ἀρετές του: Εἶναι ἡ ζωντανή καί δυνατή στόν Θεό πίστις του, ἡ ἀγάπη του γιά τόν λαό καί ἡ βαθειά ταπείνωσίς του. Τριακόσια χρόνια μετά τήν ἀναχώρησί του ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή γιά τήν αἰώνια πατρίδα, ὁ ἱεροδιάκονος Γεράσιμος τῆς Μονῆς Πούτνα ἔγραψε: «Οὔτε οἱ πλανεμένες αἱρετικές διδασκαλίες, οὔτε ἡ φλόγα τῆς νεανικῆς του ἡλικίας δέν ἠμπόρεσαν νά τόν καταβάλλουν, ἀλλά παρέμεινε σταθερός ἐπάνω στήν Πέτρα, τόν Χριστό, τοῦ Ὁποίου τόν Σταυρό ἀγκάλιασε στά στήθη του μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς του. Τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ προσκυνοῦσε σέ κάθε περιπέτεια τῆς ζωῆς του καί εἶχε τήν ἀκλόνητη ἐλπίδα σ᾿ Αὐτόν τόν Αἰώνιο Πατέρα μας, διά τοῦ Ὁποίου ἀντιμετώπισε, κατετρόπωσε καί διέλυσε καί ὅλους τούς ἐχθρούς του». Ἡ πίστις του ἦταν καθαρά καί τήν διατηροῦσε ἀπό τή νεότητά του, παρά τούς νεανικούς πειρασμούς του.

Δέν ὑπῆρχαν αἱρέσεις καί σχίσματα τήν περίοδο τῆς ἡγεμονίας του. Δέν ὑπῆρχε οὔτε μία προσβολή ἤ ἄρνησις κάποιας ἀληθείας τῆς πατροπαραδότου Πίστεώς μας. Στίς  σχέσεις του μέ τούς ἀρχηγούς τῶν ἄλλων κρατῶν, πού εἶχαν διαφορετική θρησκεία, ἐγνώριζε νά συνεργάζεται γιά τά κοινό καλό, χωρίς νά προβάλλεται καθόλου ἡ Ὀρθοδοξία.

Ἀλήθεια, εἶσαι μακάριος, ἅγιε Στέφανε γιά τήν ζῶσα πίστι πού εἶχες μέσα σου, ἡ ὁποία στερεώθηκε μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα καί χρόνο μέ τόν χρόνο! Χάρις στήν πίστι σου ἠμπόρεσες νά κρατήσεις τό τιμόνι τῆς διακυβερνήσεως τῆς Χώρας σου καί νά τήν ὁδηγήσεις στόν Χριστό, ἤ καλλίτερα νά εἴπω, ἔφερες τόν Χριστό στό τιμόνι τῆς διοικήσεως τῆς χώρας σου. Ἡ πίστις καί ἡ ἐμπιστοσύνη σου στό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἕνα τρανό ὑπόδειγμα καί ἐφώτισε ὅλους στόν δρόμο τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς.

Ὁ λαός τόν ἀκολουθοῦσε διότι ἔβλεπε ὅτι λάμπει ἐπάνω του τό ἔργο τοῦ Θεοῦ σάν ἕνας λαμπερός ἥλιος τό μεσημέρι καί τόν ἀκολουθεῖ ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ πίστις καί ἡ ὑπακοή πρός τόν Θεό γεννήθηκαν στόν ἡγεμόνα Στέφανο ἀπό τήν νεότητά του σάν ἕνα ἀκριβό καί πανέμορφο λουλούδι καί ἦταν δῶρο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν. Χάρις στήν ἀγάπη του πρός τόν Χριστόν ἐπιθυμοῦσε σφοδρά τήν ψυχική σωτηρία τοῦ λαοῦ του, γιά τόν ὁποῖον Ἐκεῖνος σταυρώθηκε. Ἔτσι, ἀνέτειλε στήν ψυχή του ἕνας ἄμμετρος πόθος γιά τήν προστασία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας.

Ἰδού τί ἔγραψε στόν πάπα  Σίξτο τόν 4ον, κατά τό ἔτος 1474, προτρέποντάς τον, καθώς καί τούς ἀρχηγούς τῶν κρατῶν τῆς Δύσεως νά συμμετάσχουν στίς μάχες ἐναντίον τῶν τούρκων. «Ἐμεῖς, μέ ὅλη τήν δύναμί μας, τήν ὁποία μᾶς ἐχάρισε ὁ παντοδύναμος Θεός μας, εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι καί μέ ἔντονη προτροπή τῆς καρδιᾶς μας νά ἀγωνισθοῦμε γιά τόν Χριστιανισμό μέ ὅλες τίς ἐπίγειες δυνάμεις μας καί τήν θεία βοήθεια. Προτρέπουμε λοιπόν, καί τήν ἁγιότητά σας, μαζί μέ τούς ἄλλους ἀρχηγούς τῆς μεγαλειότητός σας, βασιλεῖς καί πρίγκηπες νά ἀγωνισθῆτε καί ἐσεῖς γιά νά μήν ἀφανισθῆ καί ταπεινωθῆ ἡ Χριστιανωσύνη ἀπό τούς ἀπίστους. Καί ἐμεῖς ὄχι μόνοι μας, ἀλλά μέ τήν βοήθεια καί τῶν ἄλλων ἡγεμόνων καί πριγκήπων θά πολεμήσουμε». 

Μέ τίς μάχες του ὁ ἡγεμών Στέφανος γιά τήν ἀπόκρουσι τῆς ἐξαπλώσεως τῶν Ὀθωμανῶν, πραγματοποίησε τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖον ὁ Θεός τόν διώρισε κυβερνήτη τῆς χώρας τῆς Μολδαβίας. Αὐτός ἀνέδειξε τήν χώρα του Μολδαβία νά εἶναι ἡ ἀσπίδα τῆς Εὐρώπης, διότι ἐμπόδισε τόν ὀθωμανικό στρατό νά εἰσέλθη στήν Εὐρώπη. Ἡ χώρα του εἶναι ἡ πόρτα πρός τήν Εὐρώπη. Γι᾿ αὐτό καί πολέμησε σκληρά τούς ὀθωμανούς. Ἐμπόδισε μέ τόν στρατό του καί τόν ἴδιο τόν πορθητή τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μωάμεθ τόν Β΄, πού ἤθελε νά μπῆ στήν Εὐρώπη. Γι᾿ αὐτή τήν θυσιαστική στάσι του προκειμένου νά προστατεύσει τήν Ὀρθοδοξία καί τό ἔθνος του, ἀπαριθμεῖται  ἀπό μερικούς ἱστορικούς στήν χορεία τῶν ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πάντοτε ἔτοιμοι νά προσφέρουν καί τήν ζωή τους γιά τήν Πίστι. Ἀλλά ὁ Θεός δέν τόν ἀξίωσε ὅμως νά χύσει καί τό αἷμα του γιά τήν Πίστι μας. Γιά τό θάρρος καί τήν τέχνη τοῦ πολέμου, ἰδού τί ἔγραψε ὁ ἱστορικός Γρηγόριος Οὐρέκε: «Ὅπου δέν ἠμποροῦσες νά σκεφθῆς, πού ἦταν, ἐκεῖ καί τόν εὕρισκες. Στούς πολεμικούς του ἀγῶνες, ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη, ἐπετίθετο χωρίς νά φοβᾶται κανέναν μέ τόν στρατό του. Ἐάν ὁ πόλεμος γινόταν ἀραιά εἶχε χρόνο νά προετοιμάζεται καί νικοῦσε τούς ἐχθρούς του, διότι ἐφωρμοῦσε ξαφνικά καί μέ ταχύτητα. Ἐάν ἐνίοτε τόν νικοῦσαν οἱ ἐχθροί, δέν ἔχανε τήν ἐλπίδα του, γνωρίζοντας ὅτι ἔπεσε κάτω γιά νά σηκωθῆ δυνατώτερος καί νά κτυπήσει τούς ἀπίστους.

Γι᾿ αὐτό δέν εἶναι θαυμαστό τό γεγονός ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου, σέ περιπτώσεις πολέμων, προκάλεσε τήν προσοχή τῶν χρονικογράφων, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν στά γραπτά τους κείμενα γιά τήν προσοχή πού χρειάζεται γι᾿ αὐτούς πού ζοῦν στόν κόσμο καί θέλουν ταυτόχρονα νά κάνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι ἀντελήφθησαν ὅτι ὁ ἅγιος Στέφανος ἐπέτυχε νά κερδίσει 34 νικηφόρους μάχες ἀπό τίς 36 πού ἔκανε συνολικά. Καί αὐτό τό θαῦμα τῶν νικῶν του δέν προῆλθε μόνον ἀπό τήν γενναιότητα τῶν στρατιωτῶν του, ἀλλά κυρίως χάρις στήν πίστι καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ!

Πηγαίνοντας στήν μάχη μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, μέ ζῆλο γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστι μας, μέ ἀγάπη γιά τόν λαό, ζητῶντας τήν βοήθεια ἀπό τόν οὐρανό, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνήργησε ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό θεῖο σκεῦος τοῦ Θεοῦ. Ἰδού καί ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα πού ἔγραψαν οἱ χρονικογράφοι: «Τό φρούριο Κιλία ἐπανακτήθηκε τό ἔτος 1465 μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πόλις Μπάγια τό 1467 δόθηκε κατά παραχώρησι Θεοῦ στούς Οὔγγρους καί ἐν συνεχείᾳ στά χέρια τοῦ Στεφάνου, πρᾶγμα τό ὁποῖον οὔτε οἱ ἴδιοι δέν μποροῦσαν νά τό πιστεύσουν.

Ἀλλά αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἔτσι παιδεύει ὁ Θεός τούς ὑπερηφάνους καί πλανεμένους. Ἔτσι φαίνεται ὅτι τά ἀνθρώπινα ἔργα εἶναι εὔθραυστα καί ψεύτικα. Ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός δέν πηγαίνει μέ τούς πολλούς, ἀλλά στούς ὀλίγους ἀποκαλύπτει τό θέλημά του, γιά νά μήν ἔχει κανείς ἐλπίδα στόν ἑαυτό του καί στήν δύναμί του, ἀλλά στόν Θεό.

Στήν πόλι Λιπίντσι ἐκτύπησε ὁ Στέφανος  τούς Τατάρους καί τούς διεσκόρπισε θανατώνοντας πολλούς καί τούς ἀνάγκασε σέ ὀπισθοχώρησι. Καί εἶχε τήν βεβαιότητα ὅτι αὐτή ἡ νίκη δέν ἦταν ἀπό τόν ἴδιον ἀλλά ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό καί τήν Πανάχραντη Μητέρα του, τούς ὁποίους ἐδόξασε, ὅταν ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του, στήν πόλι Σουτσεάβα.

Στήν πόλι Βάσλουϊ ὁ Κύριος ἐνίκησε μέσῳ τοῦ δούλου του Στεφάνου τά ξενόγλωσα καί εἰδωλολατρικά στίφη τῶν ὀθωμανῶν. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἧττας του ὁ σουλτᾶνος ἑτοίμασε νέο στράτευμα ἐναντίον τοῦ Στεφάνου. Ὁ ἴδιος χωρίς φρίκη καί φόβο τοῦ ἐπιτέθηκε στήν πόλι Ρίμνικου τό 1481 καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τούς ἐνίκησε καί τούς ἐξεδίωξε. Στήν πόλι Κατλαμπούγκα, τό 1485, μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν οἱ ἄπιστοι τόν Στέφανο, ἐνῶ στήν πόλι Σκέϊα τό 1486, ἔπεσε ὁ Στέφανος ἀπό τό ἄλογό του, ἀλλά ὁ Θεός τόν ἐπροστάτευσε. Στήν περιοχή Κόντρι Κοσμίλουϊ τό 1497 ὁ Στέφανος ἐζήτησε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καί ἐπετέθη μέ τόν στρατό του ἐναντίον τῶν Πολωνῶν καί τούς ἐνίκησε. Στόν πόλεμο αὐτό σκοτώθηκαν πολλοί ἐχθροί καί ὅπως λέγει τό Δευτερονόμιο ὁ ἕνας νικοῦσε χιλίους καί οἱ δύο μυριάδες. Καί αὐτή ἦταν βέβαια ἡ θέλησις τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὡραιότερη μαρτυρία γιά αὐτό τό ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ νίκη τοῦ Στεφάνου στήν πόλι Μπάγια. Καί λέγει ὁ ἱστορικός ὅτι ἐκεῖ ἐκπληρώθηκε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ δούλου του, ἡγεμόνος Στεφάνου. Πράγματι καί ὁ ἡγεμών ἀνέπαυσε τόν Κύριο μέ τήν ὑπακοή του καί τήν ἀγάπη του πρός τόν χριστιανικό λαό του. Ἡ πίστις στίς δοκιμασίες φαίνεται καί στίς περιπέτειες ἀποδεικνύεται ἄν εἶναι καθαρή καί σταθερά. Πολλές δοκιμασίες παρεχώρησεν ὁ Κύριος νά ἔλθουν κατεπάνω στόν ἡγεμόνα Στέφανο, ὅπως προδοσίες, ἀπειλές, ἀπρόοπτοι κίνδυνοι, ἡ ἀχαριστία, σκοτεινές καί ἀνεκπλήρωτες ἀποστολές, ὁ φθόνος πολλῶν, ὁ ἐξαφνικός θάνατος μερικῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του. Καί ὅλα αὐτά τά διεξῆλθε μέ ἀκλόνητη πίστι στήν πρόνοια τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες δοκιμασίες του ἦταν μία πληγή πού εἶχε ἐπί 42 χρόνια, πού ὡμοίαζε μέ σκόλοπα στό σῶμα του, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Τό ἔτος 1462, μαχόμενος νά ἐπανακτήσει τό φρούριο Κιλία καί νά τό ἐπαναφέρει στήν δικαιοδοσία τῆς Μολδαβίας, πληγώθηκε ἀπό ἕνα πέτρινο βλῆμα στόν ἀστράγαλο τοῦ ἀριστεροῦ του ποδός. Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὑπέφερε ἀπ᾿ αὐτή τήν πληγή. Ὁ πόνος κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἦταν τόσο δριμύς, ὥστε ἐζήτησε γιατρούς ἀπό τό ἐξωτερικό νά τόν θεραπεύσουν, ἀλλά δέν ἐπέτυχε τίποτε. Ὀλίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τόν θάνατό του, ἤπιε σταγόνα σταγόνα ἀπό τήν κούπα αὐτοῦ τοῦ πόνου, πού ἦταν δριμύτερος, ὅσον ποτέ ἄλλοτε. Καυτηρίασε τήν πληγή μέ πυρωμένο σίδερο στήν προσπάθειά του νά τήν θεραπεύσει, ἀλλά χωρίς ἐπιτυχία. Ἔτσι σωματικά δέν θεραπεύθηκε ποτέ, ἀλλά ἐπῆρε πολλή χάρι, διότι ὑπέμεινε αὐτή τήν δοκιμασία καί ἀφιερώθηκε σέ ὅλη του τήν ζωή γιά τήν προστασία τοῦ λαοῦ του ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν του. Ὁ ἡγεμών Στέφανος δέν κλονίσθηκε στήν πίστι του, οὔτε καί ὅταν ὁ Θεός τοῦ ἐπῆρε γιά τήν ἄλλη ζωή ἀγαπητά μέλη τῆς οἰκογενείας του. Κατ᾿ ἀρχήν ἡ γυναῖκα του Εὐδοκία πριγκίπισσα ἀπό τό Κίεβο, ἀπέθανε μόλις τέσσαρα χρόνια μετά τόν γάμο της. Ὁ ἡγεμών νυμφεύθηκε γιά δεύτερη φορά τήν πριγκίπισσα Μαρία Παλαιολογίνα τοῦ Βυζαντίου μέ τήν ὁποία ἔζησε μόνο πέντε χρόνια, διότι στό μεταξύ ἀπέθανε κι αὐτή. Στήν περίοδο τῆς ζωῆς του, ἀπέθαναν πέντε παιδιά του, ἀπό τά ὁποῖα τό πρῶτο, ὁ Ἀλέξανδρος, ἦταν καί ὁ ὑποψήφιος διάδοχος τοῦ θρόνου του. Μέ τήν πίστι καί τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά συναντηθῆ μαζί τους στήν αἰωνιότητα, τούς ἔκανε στήν ἐκκλησία τά ἀπαραίτητα μνημόσυνα. Δέχθηκε μέ ταπείνωσι τό θέλημα τοῦ Ζωοδότου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καλεῖ τίς ψυχές κοντά Του, σύμφωνα μέ τή πρόνοιά του, πού ἐν πολλοῖς εἶναι ἀκατάληπτη στήν ἀνθρώπινη λογική.

Μία ἄλλη δοκιμασία, τήν ὁποία ὑπέφερε κατά τά δύο τελευταῖα χρόνια, πρίν τήν ἐκδημία του ἀπ’αὐτόν τόν κόσμο, ἦταν ὅτι ἡ πρώτη κόρη του, πριγκίπισσα Ἐλένη, κλείσθηκε ἀδίκως σέ φυλακή στήν Μόσχα, χωρίς ποτέ ὁ ἴδιος νά ἠμπορέσει νά τήν ἐλευθερώσει. Ζητώντας συμμαχία μέ ἄλλα χριστιανικά κράτη, τήν εἶχε ὑπαντρεύσει αὐτή τήν κόρη του μέ τόν Ἰβάν (Ἰωάννην) τόν Νεαρόν, υἱόν τοῦ τσάρου τῆς Ρωσσίας Ἰβάν τοῦ Γ΄. Αὐτοί ἀπέκτησαν ἕνα παιδί, τόν Δημήτριο. Ἀλλά  ἀπέθανε ξαφνικά ὁ ἄνδρας της Ἰβάν ὁ Νεαρός. Ὁ γυιός τους προωριζόταν τώρα γιά διάδοχος τοῦ θρόνου. Ἔτσι ἔγινε μέγας τσάρος, μετά τήν βασιλεία τοῦ παπποῦ του. Κατόπιν, ἐξ αἰτίας τῆς μανίας τῆς ἐξουσίας καί τοῦ φθόνου, ὁ τσάρος Δημήτριος καί ἡ μητέρα του Ἐλένη συνελήφθησαν καί κλείσθηκαν στήν φυλακή. Μέ πολύ πόνο καί πόθο παρακαλοῦσε ὁ ἡγεμών Στέφανος, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν στά πρόθυρα τοῦ θανάτου του γιά τήν ἀπελευθέρωσι τῆς κόρης του καί τοῦ ἐγγονοῦ του, ἀλλά δέν ἠμπόρεσε νά κάνει τίποτε χάρις στήν «μεγάλη καλωσύνη» τῆς τότε ἐξουσίας.

Ἕξι μῆνες μετά τον θάνατο τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου, ἀνεχώρησεν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἡ κόρη του πριγκίπισσα Ἐλένη, ἐνῶ ὁ ἐγγονός του τσάρος τῆς Ρωσσίας Δημήτριος, ἀπέθανε πέντε χρόνια μετά τόν θάνατο τοῦ παπποῦ του, χωρίς ποτέ νά ἀπελευθερωθοῦν καί οἱ δυό τους ἀπό τήν φυλακή. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ἀγαπᾶ καί τόν Σταυρόν τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό νικηφόρο ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου.

 Ὁ τίμιος Σταυρός ἦταν πάντοτε στήν ζωή τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Τόν εἶχε τοποθετήσει στήν κορυφή τῆς σημαίας του πού ἔφερε μαζί του στίς μάχες καί ἔβαζε στούς τόπους μιᾶς μάχης γύρω γύρω 21 σταυρούς. Ἐπίσης φοροῦσε μεγάλο ἐπιστήθιο σταυρό. Καί τά νεκρικά του ροῦχα εἶχαν παντοῦ κεντημένο τόν τίμιο σταυρό. Στήν πόλι Πατράουτς ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι τό 1487 πρός τιμήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου εἶχε ἐκεῖ τοποθετήσει καί τεμάχιο ἀπό τό Πανάγιο Ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Ἐδῶ εἶχε διακοσμηθῆ μέ ψηφιδωτά μία σκηνή ἡ ὁποία δέν συναντᾶται σέ ἄλλο μοναστήρι. Μία σκηνή ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ζωή τῆς Λειτουργίας τοῦ Χριστοῦ. Μία ὁμάδα στρατιωτῶν Μαρτύρων, ὅπως τῶν ἁγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Θεοδώρου Τήρωνος, Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου, Μερκουρίου, Νέστορος, Ἀρτεμίου, Προκοπίου, Εὐστρατίου ἁρματωμένοι καί καβάλλα στά ἄλογά τους, διευθυνόμενοι ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί τόν Μέγαν Κωνσταντῖνον πρός ἕνα μεγάλο Σταυρό καί μία ἐπιγραφή πού γράφει: «Μέσῳ αὐτῶν, νίκα τούς ἐχθρούς σου».

Ἔτσι, ὅπως ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐνικοῦσε τούς ἐχθρούς του μέ τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ, ὅπως τοῦ ἐμφανίσθηκε στόν οὐρανό, ἔτσι καί ὁ Στέφανος ὁ Μέγας μέ τήν ἀκατανίκητη δύναμι τοῦ Σταυροῦ, ἤλπιζε ὅτι θά νικήσει τούς ἐχθρούς του, ὅπως αὐτό εἶναι γραμμένο στήν σκηνή αὐτή τοῦ δαπέδου τῆς ἐκκλησίας τοῦ Πατράουτς. Ἐπί πλέον γιά νά τιμήσει τόν Τίμιο Σταυρό, ἐπέλεξε μερικά ἐξαιρετικά στοιχεῖα ἀπό τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔτσι, τό μοναστήρι Βορονέτς (1488) ἐγκαινιάσθηκε μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ, τήν 14ην Σεπτεμβρίου.

 Τί ἐσήμαινε ὁ Σταυρός σύμφωνα μέ τόν λογισμό του, τοῦτο φαίνεται στήν ἐορτή τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου του μέ τήν πριγκίπισσα Μαρία Παλαιολογίνα. Αὐτή ἡ πριγκίπισσα τοῦ Βυζαντίου κρατοῦσε συγγένεια μέ τόν τελευταῖο χριστιανό αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, τόν Κωνσταντῖνο. Ὁπότε ὁ γάμος του μέ τήν Μαρία Παλαιολογίνα τελέσθηκε τήν 14ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1472. Κάνοντας τόν γάμο του ὁ ἡγεμών Στέφανος μέ μία συγγενή τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου, ξαφνικά ἐμφανίζεται σάν διάδοχος τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου στήν δική του ἡγεμονία. Ἔτσι τρόπον τινά ὁ Μέγας Στέφανος ἀντικατέστησε τόν φονευθέντα τελευταῖον χριστιανό αὐτοκράτορα καί συνέχισε αὐτός, σάν χριστιανός βασιλεύς τῆς Μολδαβίας γιά νά μάχεται ἐναντίον τῶν τούρκων.

Ταυτόχρονα, ἔκαμε τόν γάμο του καί συνέχισε τήν διακυβέρνησι τῆς ἡγεμονίας του φέροντας πάντοτε μαζί του, ὡς νικηφόρο ὅπλο καί σύμβολο εἰρήνης τόν Τίμιο Σταυρό. Ποτέ ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνος του, ἀλλά εἶναι πάντοτε μαζί μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ἔτσι καί τήν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Στεφάνου τήν γνωρίζουμε καί ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πρός τούς Ἁγίους, πρός τούς Ἀγγέλους καί πρός τούς σύγχρονους ἁγιασμένους ἀνθρώπους.

 Ὁ ἐραστής τοῦ Χριστοῦ ἅγιος Στέφανος εἶχε μία βαθειά εὐλάβεια πρός τήν Κυρία Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτό καί ἀφιέρωσε στήν Κοίμησί της τό ἡγεμονικό του μοναστήρι, τήν Πούτνα. Καί παράλληλα μέ τήν ἵδρυσι τῆς Μονῆς του αὐτῆς, ἵδρυσε καί ἐστερέωσε καί τήν ἡγεμονία του, στήν Μολδαβία. Ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος, θά ὀνομάσει τήν Μολδαβία «Περιβόλι δικό της».

Ὅταν οἱ τοῦρκοι ἔκαυσαν τό μοναστήρι Μπισερικάνι, τό 1476, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς. ὅσιος Ἰωσήφ, μέ τούς μοναχούς του ἤθελαν νά ἐγκαταλείψουν τήν Μολδαβία καί νά ἐγκατασταθοῦν στό Ἅγιον Ὄρος. Καί πράγματι, ὅταν ἐξῆλθαν ἀπό τήν καμμένη μονή τους, τούς φανερώθηκε μπροστά τους ἡ Θεοτόκος καί τούς ἐρώτησε ποῦ πηγαίνουν. Τῆς ἀπήντησαν ὅτι πηγαίνουν στό Ἅγιον Ὄρος, στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Καί ἡ Θεοτόκος τούς εἶπε: «Μείνετε στόν τόπο σας, διότι καί ἐδῶ ἡ Μολδαβία εἶναι δικό μου Περιβόλι.

Αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ἀγαπᾶ καί τούς Ἁγίους, διότι διά μέσου τῶν Ἁγίων φανερώνεται ἡ δύναμις τοῦ Σταυρωθέντος, ἀναστάντος καί ἀναληφθέντος Κυρίου μας. Μέ τήν βοήθεια καί προστασία τῶν Ἁγίων καί ὁ ἅγιος Στέφανος ἔκαμε ὅλα τά θεάρεστα  ἔργα του. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐτοιμάσει πόλεμο ἐναντίον τῶν τούρκων, ἐφρόντιζε νά τούς κτυπήσει σέ ἡμέρα μνήμης στρατιωτικοῦ Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά ἐπικαλεῖται καί τήν βοήθειά του.

Ἔτσι, τήν μάχη κοντά στήν πόλι Ρίμνικου Βίλτσεα, τήν διωργάνωσε στήν μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, τήν 8ην Ἰουλίου τοῦ 1481. Τήν μάχη πού ἔκαμε κοντά στήν περιοχή Κόντρα Κοσμίνου, τήν ἔκαμε τήν 26ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1497, πού ἑορτάζεται ὁ ἅγιος Μυροβλύτης Δημήτριος.  Καί πράγματι ἦλθε ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε ἐν ὀράματι καί τόν ἐβοήθησε. Ὁ χρονικογράφος Γρηγόριος Οὐρέκε ἔγραψε: «Γράφω τώρα ὅτι ὁ μεγαλομάρτυς Δημήτριος ἐμφανίσθηκε στόν στρατηλάτη Στέφανο, τήν ὥρα πού ἔφιππος ἐβάδιζε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν. Ἦλθε μπροστά του καβάλλα στό ἄλογό του καί ἔδωσε στό στράτευμα τοῦ ἡγεμόνός μεγάλη γενναιοψυχία».

Ὁ ταπεινός ἡγεμών Στέφανος δέν ἀδιαφόρησε γι᾿ αὐτή τήν βοήθεια τῶν Ἁγίων. Γιά παράδειγμα πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Προκοπίου ἵδρυσε ἐκκλησία στήν πόλι Παντεούτσι. Αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ἀγαπᾶ καί τούς ἐκλεκτούς δούλους Του, πού ἔχουν στό ὄνομά τους ἐκκλησίες καί μοναστήρια.

Ἀκόμη ὁ ἅγιος Στέφανος ὑπεστήριξε πολύ τούς ἱερεῖς καί μοναχούς τῆς ἐποχῆς του. Γι᾿ αὐτό καί ἐδώρισε στίς ἐκκλησίες καί τά μοναστήρια τους πολλά ἐκκλησιαστικά δῶρα καί ἀντικείμενα, ἀναγκαῖα γιά τήν λειτουργία τους. Ἐκτός ἀπό τά καθιδρύματα πού ἔκτισε στήν ἐπαρχία του, τήν Μολδαβία, ἵδρυσε καί σέ ἄλλους τόπους.

Μετά τήν μάχη κοντά στήν πόλι Ρίμνικ, ἵδρυσε στήν ἡγεμονία τῆς Τρανσυλβανίας μία ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Ἐπίσης ἵδρυσε ἐκεῖ καί ἄλλες ἐκκλησίες καί ἐπροστάτευσε τήν Ὀρθοδοξία, πού δοκιμαζόταν συχνά ἀπό τούς καθολικούς τῆς Αὐστροουγγαρίας. Γι᾿ αὐτό καί θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἀπό τούς κατοίκους τῆς Τρανσυλβανίας καί ὡς ἰδικός τους κτίτωρ ἱερῶν ναῶν καί προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας.

Πολλά καί  σπουδαῖα ἦταν τά δῶρα καί τά ἔργα πού ἔκανε ὁ Στέφανος ὁ Μέγας καί πρός τίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τήν ἱερά Μονή Ζωγράφου τήν ὠνόμαζε πάντοτε «τό μοναστήρι μας», διότι ἔκτισε τήν μεγάλη ἐκκλησία ἐκ θεμελίων καί τιμᾶται μέχρι σήμερα ὡς δεύτερος κτίτωρ αὐτῆς. Ἡ σερβική μονή Χιλανδαρίου τόν μνημονεύει ἀνάμεσα στούς κτίτορές της. Ἐπίσης ἐβοήθησε τίς μονές τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τήν ὁποίαν εὑρῆκε σέ ἐρείπια, λόγῳ πυρκαϊᾶς καί λεηλασίας της ἀπό τούς πειρατές. Γι᾿ αὐτό ἀνέλαβε καί τήν ἵδρυσε ἐκ θεμελίων. Ἐπίσης ἵδρυσε πολλά κτίρια στήν μονή Βατοπαιδίου, στήν Κωνσταμονίτου, στήν Ξενοφῶνοντος, στήν ἁγίου Παντελεήμονος (Ρωσσική) καί στήν τοῦ ἁγίου Παύλου. Ἡ προστασία του πρός τίς Ἀθωνικές μονές ἦταν μία μεγάλη πνευματική προσφορά, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀρχίζοντας ἀπό τόν 10ον αἰῶνα ὁ Ἄθως, ἀντιπροσώπευε ἀπό τότε τήν πρωτεύουσα τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ἡ ποικίλη ὑποστήριξις τοῦ μεγάλου Στεφάνου, ἦταν μία ἔμμεση βοήθεια πρός τούς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου. Ἀφ᾿ ὅτου ἔπεσε ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία, συνέχισαν οἱ οἰκουμενικοί πατριάρχες νά στηρίζουν τίς Ἀθωνικές Μονές. Καί ἀφ᾿ὅτου δέν ἠμποροῦσαν οὔτε αὐτοί νά βοηθήσουν ἐπαρκῶς, ἐβοήθησαν οἱ βούλγαροι καί οἱ σέρβοι βασιλεῖς καί ἡγεμόνες. Ἐνῶ ἀπό τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος, ἀφ᾿ ὅτου ἀναδείχθηκε σπουδαῖος ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Στέφανος ὁ Μέγας, προώθησε τήν βοήθεια του καί στά Ἀθωνικά μοναστήρια, ὡς κέντρα τοῦ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.

Σάν σημεῖο εὐγνωμοσύνης γι᾿ αὐτή τήν προστασία τοῦ ἁγίου Στεφάνου, μνημονεύουμε ἐδῶ τήν ἄφιξι τοῦ Παν. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ἦλθε στήν Μονή Πούτνα, τό 2004. ἐπί τῆ συμπληρώσει 500 ἐτῶν, ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ Μεγάλου Στεφάνου. Καί ἀφιέρωσε στόν τάφο του ἕνα περίτεχνο καντήλι, σάν συμβολική προσφορά εὐχαριστίας πρός τόν ἄγιο Ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προστάτευσε τό Ἅγιον Ὄρος τήν περίοδο ἐκείνη μέ πολλούς τρόπους.

Ὁ ἅγιος Στέφανος ἐτίμησε καί ἀγάπησε ἁγίους τῆς ἐποχῆς του, πού ἔζησαν στήν Μολδαβία. Ἀγάπησε τούς πνευματικούς Πατέρας καί ἀσκητάς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πλήρεις ἀπό τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί μέ τήν ἄσκησί τους ἀπέκτησαν τήν φωτεινή μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ἀνάμεσά τους,  ἀνεγνωρισμένους ἐπισήμως  Ἁγίους, πού εἶχαν πνευματικό δεσμό μέ τόν ἅγιο ἡγεμόνα, μνημονεύουμε τόν Ὅσιο Δανιήλ τόν Ἡσυχαστή, τόν Ὅσιο Ἰωσήφ τῆς μονῆς Μπισερικάνι, τόν ὅσιο Συμεών, ἡγούμενο τῆς μονῆς Πινγκαρᾶς καί ἄλλους.

Ὅταν οἱ τοῦρκοι τό 1476 ἔκαυσαν τήν κεντρική ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου τῆς μονῆς Πινγκαρᾶς, τήν ὁποία εἶχε πρό ἐτῶν ἱδρύσει ὁ ἅγιος Στέφανος, ὁ ἡγούμενος ὅσιος Συμεών μέ τούς μοναχούς του ἀνεχώρησαν στά βουνά τῆς Τρανσυλβανίας, στό μοναστήρι Κασίβα. Ἐκεῖ ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος Συμεών. Ἡ ἱστορία ἱδρύσεως τῆς μονῆς Πινγκαρᾶς ἀναφέρει ὅτι, ἀκούοντας ὁ Ἡγεμών ὅτι ὁ ὅσιος Συμεών ἐκοιμήθη καί ἐτάφη στήν Τρανσυλβανία, ἔστειλε ἀντιπροσωπεία καί μετέφεραν τά Λείψανά του σέ Λειψανοθήκη, τά ὁποῖα καί τιμοῦσε στό παλάτι του μέ περισσή εὐλάβεια. Πολλά ἀπ᾿ αὐτά τά Λείψανα τά ἔκοψε καί ἔδωσε ἀπό ἕνα τεμάχιο στούς εὐλάβεῖς αὐλικούς του καί σέ πολλούς χριστιανούς.

Ἡ προσευχή εἶναι τό ἀλέτρι τῆς ψυχῆς καί ἡ πολλή πίστις του ἐκδηλωνόταν ἀπό τήν πολλή προσευχή πού ἔκαμε, σπέρνοντας ἔτσι μέ τό ἀλέτρι τῆς προσευχῆς του τά σπέρματα τῶν  ἔργων τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, τά ὁποῖα ἐπότιζε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας του. Ὁ ἅγιος Στέφανος, παρότι ἦταν ἐπιφορτισμένος μέ τήν διοίκησι τῆς ἡγεμονίας του, ἐγνώριζε καί τήν καρδιακή προσευχή. Δέν θά ἠμποροῦσε νά φέρει εἰς πέρας τίς τόσες δυσκολίες τῆς διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας, του, ἄν δέν τίς εἶχε ἐναποθέσει στήν δύναμι τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ. Ἐγνώριζε νά προσεύχεται γιά τήν νίκη τοῦ κάθε πολέμου, γιά τούς στρατιῶτες του πού σκοτώθηκαν ἤ τραυματίσθηκαν, γιά τήν  συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τους καί γιά κάθε καλό τοῦ λαοῦ του.

Μέ τήν προσευχή του ἐπαρηγορεῖτο ἡ ψυχή του, καί ἰδιαίτερα ὅταν οἱ φροντίδες καί οἱ δοκιμασίες, τά βάσανα καί οἱ συμφορές τόν εἶχαν περικυκλώσει. Μέσω τῆς προσευχῆς του ἐγνώριζε τόν ταπεινόν καί πρᾶον Ἰησοῦν. Κάποτε ἐζήτησε ἡ προσευχή του νά χαραχθῆ ἐπάνω στήν πέτρα, ὅπως μέχρι σήμερα δείχνει ἡ ἐπιγραφή πού εἶναι στήν μονή Νεάμτς, πρός τιμήν τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ. Καί ἰδού τί ἐγράφη: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέχου τόν Οἶκον τοῦτον, τόν ὁποῖον ἵδρυσα μέ τήν βοήθειά σου, πρός δόξαν καί τιμήν τῆς πανενδόξου Ἀναλήψεώς σου ἐκ τῆς γῆς πρός τούς οὐρανούς. Καί Σύ, Δέσποτα, σκέπασον ἡμᾶς διά τοῦ ἐλέους σου εἰς αὐτόν τόν αἰῶνα μέχρι τό τέλος τῶν αἰώνων».

Μία ἄλλη ὡραία προσευχή του εἶναι γραμμένη στήν κεντητή σημαία του, ὅπου ἔχει καί τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, καί ἡ ὁποία δωρήθηκε στήν Ἱερά Μονή Ζωγράφου τό 1500. Ἰδού ἡ προσευχή: «Ὦ, πολύαθλε καί τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιε, ὁ ὁποῖος ἐν ὥρα ἀνάγκης καί συμφορᾶς εἶσαι ὁ ταχύς προστάτης καί θερμός βοηθός καί ὁ προσφέρων τήν χαράν στούς δοκιμαζομένους ἀνθρώπους, δέξου αὐτήν τήν προσευχήν τοῦ ταπεινοῦ δούλου σου, ἐμοῦ τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου, ἐλέῳ Θεοῦ ἡγεμόνος τῆς Μολδαβικῆς Χώρας, τήν ὁποίαν φύλαττε εἰς αὐτόν τόν αἰῶνα καί στόν μέλλοντα, μέ τίς πρεσβείαις αὐτῶν πού σέ τιμοῦν καί σέ δοξάζουν στούς αἰώνες. Ἀμήν».

Ὁ ἡγεμών Στέφανος ὁ Μέγας, ὅταν ἔσφαλε ἐγνώριζε νά τρέχει μέ δυνατή πίστι κάτω ἀπό τό ἐπιτραχείλιο τοῦ Πνευματικοῦ του γιά νά λάβη τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του. Ἀνάμεσα στούς Πνευματικούς του πού ἦσαν πλησιέστερα, βάσει τοῦ χειρογράφου τοῦ 1499, μαθαίνουμε ὅτι ἐξωμολογεῖτο στόν ἐπίσκοπο Βασίλειο τῆς ἐπαρχίας Ρόμαν, τόν ὁποῖον ὠνόμαζε: «Ὁ Πνευματικός μου». Αὐτός ἦταν ἕνας μορφωμένος ἱεράρχης καί διασώζεται μέχρι σήμερα μία ἐπιστολή στήν ὁποία ὁ μητροπολίτης Μόσχας τοῦ ζητεῖ συμβουλές.

Δεύτερη ἀρετή τοῦ ἡγεμόνος μέ τήν ὁποίαν ἔλαβε πολλήν εὐλογίαν καί χάριν ἀπό τόν Θεόν καί ἐπετέλεσε πολλά καί σπουδαῖα ἔργα ἦταν ἡ ἀγάπη του γιά τόν λαό του. Αὐτός ἐγνώριζε τήν κακή πορεία μερικῶν προκατόχων του καί γι᾿ αὐτό ἐπιθυμοῦσε νά διακυβερνήσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του. Εἶχε τήν πεποίθησι ὅτι ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων δέν ἐμπιστεύεται σ᾿ ἕνα θνητό κυβερνήτη τήν δύναμι τῆς ἐξουσίας του γιά νά γίνει ἕνας τύραννος. Τό δῶρο καί ἡ διακονία τῆς διακυβερνήσεως δίδεται ἀπό τόν Θεό γιά νά προσφερθοῦν πολλά ἀγαθά ἔργα στόν λαό. Γιά νά ἐφαρμοσθῆ ἡ ἀγάπη καί ἡ δικαιοσύνη στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, κυρίως μέ τό παράδειγμα καί τήν καλή συμπεριφορά τοῦ κυβερνήτου.

Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε ἡγεμών ὁ Στέφανος ὁ Μέγας, συνῆψε εἰρήνη μέ ἄλλα γειτονικά στρατόπεδα, μέ τά ὁποῖα εἶχε ἐνίοτε ἐχθρικές προστριβές εἰς βάρος τῆς ἐπαρχίας  του. Συγχώρησε ἀπό καρδίας τούς ἡγεμόνες ἄλλων στρατοπέδων πού ἦσαν ἀντιμέτωποι μ᾿αὐτόν καί σταμάτησε τόν φόβο πού εἶχε ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολωνίας. Ἀκόμη τούς παρώτρυνε νά ἐπιστρέψουν στήν χώρα τους στέλλοντάς τους καί ἐπιστολές κατά τά ἔτη 1457, 1460, 1468 καί 1470. Ἐκτός ἀπό τόν τότε ἡγεμόνα τῆς Πολωνίας, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπίστευσαν στίς ὑποσχέσεις του ἐπέστρεψαν στίς χῶρες του, χαρούμενοι γι᾿ αὐτή τήν εἰρηνική κατάστασι πού δημιουργήθηκε ἀναμεταξύ τους.

 Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ καί μόνο ἡ ψυχή στήν ὁποία κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι δυνατόν νά τήν ἐφαρμόσει. Μ᾿ αὐτή τήν ὑψηλή ἀρετή τοῦ Εὐαγγελίου δοξάσθηκε σπουδαίως ὁ Μέγας Στέφανος, ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη τῆς ἡγεμονικῆς του ἐξουσίας, μέ τήν συγχώρησι αὐτῶν πού εἶχαν συνεργήσει στήν δολοφονία τοῦ πατέρα του.

Ἐνῶ ἡ βοήθεια τήν ὁποία ἀπεκόμιζε κάθε φορά ἀπό τούς Πνευματικούς του Πατέρες, τόν ἐβοήθησαν νά ἀποκτήσει ἀκόμη περισσότερη δόξα καί τιμή. Ἀπό τήν νεανική του ἀκόμη ἡλικία ἔμαθε νά ἐφαρμόζει τίς ἐντολές τῶν Πνευματικῶν του Πατέρων καί νά κατευνάζει τήν ὀργή τῆς ἀνθρωπίσης φύσεώς του.

Ἐπειδή ἐπιζητοῦσε τήν ἄνωθεν πνευματική εἰρήνη καί ὄχι τήν ἀνθρώπινη ἐκδικητικότητα, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό πάθος νά ἀποδίδει κακό ἀντί κακοῦ καί συγχωροῦσε τούς πάντες ἀπό καρδίας του. Ὅσον γιά τήν ἀγάπη του πρός τόν λαό του, ὁ ἅγιος Στέφανος ἦταν πάντοτε ἕτοιμος νά θυσιάσει καί τήν ζωή του στίς μάχες. Καί στίς 36 μάχες τίς ὁποῖες ἔκαμε, ἐμπιστεύθηκε τήν ζωή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, πάντοτε ἕτοιμος νά ἀποθάνει γιά τόν λαό του. Ὁ Θεός ὅμως τόν ἐγλύτωνε ἀπό τόν θάνατο κάθε φορά, διότι σάν ἐκλεκτό δοχεῖο τῆς Χάριτος πού ἦταν τόν διεφύλαττε γιά νά συνεχίσει τά καλά ἔργα πρός τόν λαό του. Τραυματίσθηκε καί παρ᾿ ὀλίγον νά αἰχμαλωτισθῆ, ὅταν ἔπεσε ἀπό τό ἄλογό του, ἀλλά κάθε φορά πού φανερωνόταν ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ὁ Θεός, κατά τρόπον θαυμαστόν, ὡδηγοῦσε τά πράγματα πρός ὄφελος τοῦ δούλου Του.

Σύμφωνα μέ τήν γραμμή πού κρατοῦσε, ὁ λαός στήν ἀγάπη τοῦ ἡγεμόνος ἀντιπροσέφερε ἀγάπη πρός αὐτόν, διότι καί ὁ ἴδιος ἦταν ὑπάκουος στό θεῖο θέλημα, ἐπιτελώντας τά καλά ἔργα καί ζώντας εἰρηνικά μέ τούς γείτονες ἐχθρούς του. Δέν ἔλαβε ὀλίγη ἀγάπη ἀπό τόν λαό του, σάν μισθό τῆς ἀγάπης του πρός αὐτόν, χάρις στήν δικαιοσύνη μέ τήν ὁποία τούς κυβερνοῦσε.

Πρίν ἀπό τήν μεγάλη νίκη τήν ὁποίαν ἐκέρδισε τό 1475 κοντά στήν πόλι Βάσλουϊ, ἀκούοντας στήν ἀρχή τίς φωνές καί τούς ἀλλαλαγμούς τῶν ὀθωμανῶν, πρός στιγμήν ἐδειλίασε. Παρατηρώντας ταραγμένος ὅλα αὐτά, ἕνας ἄρχοντας, πού ἦταν ἀπό τόν Θεό φωτισμένος, γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶπε αὐτά τά ὀλίγα καί ἀπλοϊκά λόγια: «Κύριέ μας, μή ταράζεσαι, διότι ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστοί στρατιῶτες σου θά σταθοῦμε δίπλα σου σήμερα καί ὁ Θεός θά μᾶς βοηθήσει». Μέ τήν πίστι καί τήν ἀγάπη αὐτῶν τῶν λόγων πού ἄκουσε ὁ ἅγιος Στέφανος, ἐμψυχώθηκε πολύ. Ἀπό τήν ὑπακοή πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς δέχθηκαν οἱ στρατιῶτες του τήν ἐντολή τοῦ ἀρχηγοῦ των γιά νά ἀντιμετωπίσουν τά ὀθωμανικά στρατεύματα καί τίς ἐφορμήσεις των. Ἡ θυσία τῆς ζωῆς μεγάλων ἀξιωματικῶν, ἀλλά καί τῶν ἁπλῶν στρατιωτῶν του, δείχνει τήν ἐμπιστοσύνη πού εἶχαν πρός τόν ἡγεμόνα τους, τόν ὁποῖον ἀγαποῦσαν καί θυσιάσθηκαν γιά τήν πατρίδα τους. Κι αὐτό διότι ὁ μέγας Στέφανος τούς κυβερνοῦσε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό καλό τῶν οἰκογένειῶν τους καί ἐν καιρῷ εἰρήνης τούς προσέφερε τήν ἀγάπη του, ἔχοντας πάντοτε φροντίδα γιά τόν λαό του. Ἀκόμη καί ὀλίγον πρίν τό τέλος του γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅταν ἡ κατάστασις τῆς ὑγείας του εἶχε χειροτερεύσει, αὐτός ἀγρυπνοῦσε μέ ὀξύνεια πνεύματος ἐπάνω στά προβλήματα τοῦ λαοῦ του. Ὁ γιατρός ἀπό τήν Βενετία Μάρκο Μουριάνο, τό 1502, τόν ὠνόμασε «ἄγρυπνο καί αἰώνιο φύλακα τοῦ λαοῦ του». Ὁ ἴδιος περέμεινε ὡς ἕνα ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καί δικαιοσύνης πρός τόν λαό του, τόν ὁποῖον κυβέρνησε ἐπί τόσα ἔτη μέ ἀγάπη καί εἰρήνη.

Γιά παράδειγμα στήν μάχη πού ἔγινε κοντά στήν πόλι Μπάγια, ὅπου κατεστράφησαν πολλά σπίτια τῶν ἐντοπίων, ὁ ἅγιος Στέφανος ἔδωσε χρήματα καί πάλι ἀνοικοδομήθηκαν. Καί ἀκόμη, 20 χρόνια μετά τήν μάχη στήν πόλι Βάσλουϊ, ἐπῆγε στήν ἡγεμονική αὐλή τῆς πόλεως Βάσλουϊ, ἐκάλεσε τίς οἰκογένειες αὐτῶν πού θυσιάσθηκαν οἱ ἄνδρες τους στήν μάχη αὐτή καί τούς ἔδωσε πολλά χρήματα. Σίγουρα, ἐκτός ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἐφρόντισε ὅλοι, ὅσοι ἔπεσαν στά πεδία τῶν μαχῶν γιά τήν πατρίδα, νά μνημονεύωνται τά ὀνόματά τους στίς ἐκκλησίες καί στά μοναστήρια. Στήν ἐπιγραφή πού ὑπάρχει μέχρι τώρα στήν μονή Ρασμποϊένι, ἡ ὁποία κτίσθηκε 20 χρόνια μετά τήν νικηφόρα μάχη στό Βάσλουϊ, ἀναγράφεται ὅτι ἵδρυσε αὐτό τό μοναστήρι «εἰς αἰωνίαν μνήμην καί ἀνάπαυσιν τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν μάχη».

 Ὁ πολιτισμός καί ἡ λαϊκή τέχνη στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἔφθασαν σέ μεγάλη ἀκμή τήν ὁποία εἶναι δύσκολο νά τήν φθάσει ἄλλη ἐποχή. Ἔχοντας καθαρό μυαλό καί ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν πίστι στόν Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, φωτιζόμενοι ἐπίσης ἀπό τήν Θεία Χάρι, οἱ ἄνθρωποι ἐδημιούργησαν τότε ὑπό τό ἀνύστακτο βλέμμα τοῦ ἡγεμόνος των στήν ἀρχιτεκτονική τό μολδοβεάνικο «στύλ», ἀπό μία μεγάλη ἔφεσι πρός τήν καλαιθησία καί ἀπό μία βαθειά ἐσωτερική ἀνάπαυσι τῶν ψυχῶν τους.

Τά κεντήματα τῆς Μολδαβίας ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἶναι ἀπό τά πλέον ἀριστουργηματικά ἔργα τοῦ γένους μας. Ἐνῶ τά χειρόγραφα, πού ἐγράφησαν τότε δείχνουν καί αὐτά τήν ψυχική ἀνωτερότητα τῶν δημιουργῶν τους, οἱ ὁποῖοι τά ἔγραφαν, τά ἐδιάβαζαν καί τά ἐφήρμοζαν στήν ζωή τους. Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική εἶχε τότε μία ἐξαιρετική ἄνθησι. Ταυτόχρονα στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἄρχισε ἡ ἁγιογράφησις τῶν ναῶν ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά, ἡ ὁποία διοχετεύει τήν χάρι μέςῳ τῶν Ἁγίων πού ἁγιογραφοῦνται καί δημιουργοῦν μία ἐσωτερική κοινωνία μέ τόν πιστό χριστιανό. Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν ἐσωτερική καί ἐξωτερική ἁγιογραφία τῆς μονῆς Πούτνα, ἡ ὁποία ὅμως κατόπιν κατεστράφη, ἔγραψε ὁ χρονικογράφος Ἰωάννης Νικούλτσε: «Ὅλη ἡ ἁγιογράφησις ἔγινε μέ λεπτά φύλλα χρυσοῦ καί ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά τοῦ ναοῦ».

Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα δῶρα τοῦ ἡγεμόνος πρός τόν λαόν του ἦταν ἡ ἵδρυσις πολλῶν ναῶν. Μερικοί ἱστορικοί τούς ἀνεβάζουν στούς 80 καί ἄλλοι ὀλιγώτερους. Ταυτόχρονα ἵδρυσε καί 28 μοναστήρια ἀπό πελεκητή πέτρα. Αὐτός ἔκτισε ἐκκλησίες καί μονές μέ πέτρα γιά νά μένουν αἰωνίως, δεδομένου ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν ναῶν στήν Μολδαβία κατασκευάζοντο ἀπό ξύλο. Ἡ οἰκονομική προσφορά του καί ἡ χρῆσις καλῶν οἰκοδομικῶν ὑλικῶν, μᾶς δείχνουν τόν ζῆλον πού εἶχε καί τήν ἀποφασιστικότητα γιά τήν ἵδρυσι αὐτῶν τῶν Οἴκων τοῦ Θεοῦ.

 Κατά τά τελευταῖα 18 χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ ἅγιος Στέφανος ἐπέδειξε μία ἀσυνήθιστη οἰκοδομική δραστηριότητα γιά τήν ἵδρυσι ἐκκλησιῶν.  Στήν περίοδο ἐκείνη ἐκτίζοντο μία ἤ καί περισσότερες ἐκκλησίες ταυτόχρονα, ἀλλά τό κτίσιμο μιᾶς ἀπ᾿ αὐτῆς δέν ξεπερνοῦσε ποτέ περισσότερα ἀπό τά τρία χρόνια. Τό μοναστήρι Βορονέτσι κτίσθηκε μόλις σέ τρισήμισυ μῆνες.  Ἐκτός ἀπό τίς ἐκκλησίες ὁ ἅγιος Στέφανος ἔκτιζε καί ἄλλα βοηθητικά κτίρια, ὅπως καμπαναριά, πτέρυγες γιά κατοικία τῶν μοναχῶν, ἀποθῆκες, σταύλους γιά τά ζῶα καί ἄλλα. Παράλληλα ἐπροίκιζε τίς μονές καί τίς ἐκκλησίες μέ εἰκόνες, ἱερά ἄμφια, λειτουργικά βιβλία, μετόχια, χρήματα καί ἄλλα. Ἡ φροντίδα τοῦ ἁγίου κτίτορος ἦταν πάντοτε ἄγρυπνη καί θυσιαστική καί ἡ προσφορά του πάντοτε ἄφθονη. Αὐτοί οἱ πνευματικοί Οἴκοι τοῦ Θεοῦ ἦταν τό καλλίτερο στήριγμα γιά ἐκείνους τούς δύσκολους καιρούς, πού ἦλθαν καί πού θά ἔλθουν, ὅποιοι κι ἄν εἶναι αὐτοί, διότι ὅποιος ἔχει τόν Θεό, ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου σ’Αὐτόν καί ὅποιος χωρίζεται ἀπό τόν Θεό χάνεται τελείως.

Στά χρόνια ἐκεῖνα προσηύχοντο οἱ ἄνθρωποι, εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό καί ἐκαθαρίζοντο ἀπό τίς ἁμαρτίες τους μέ τήν ἐξομολόγησι καί ἑνώνοντο μέ τόν Χριστόν μέσῳ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός του. Σ᾿ αὐτά τά ἱερά Βήματα ἐβάδισαν καί φωτίσθηκαν καί ἔγιναν ἀναγεννητές τοῦ ἔθνους, ὅπως ἦσαν οἱ ἅγιος Ἰάκωβος τῆς Πούτνας, ὁ ποιητής Μιχαήλ Ἐμινέσκου, ὁ Κυπριανός Πορουμπέσκου, ὁ Γεώργιος Ἐνέσκου καί ἄλλοι. Ἐδῶ προσευχήθηκαν στρατιῶτες, ἐδῶ γονάτισαν οἱ γυναῖκες εἴτε γιά τήν ἀπόκτησι τῶν παιδιῶν τους εἴτε ὅταν οἱ ἄνδρες τους ἀναχωροῦσαν γιά τόν πόλεμο. Ἐδῶ σ᾿ αὐτούς τούς ναούς καί τίς μονές εὑρῆκαν οἱ χριστιανοί ἀνάπαυσι, ὅταν ἐδιώκοντο. Ἐδῶ ἡ ἀξιοπρέπεια καί ἡ γενναιοψυχία εἶχαν τήν ρίζα τους καί τήν ἀκλόνητη πίστι τους στόν Χριστό. Σ᾿ αὐτά τά μοναστήρια καί τίς ἐκκλησίες βαπτίσθηκαν γενεές γενεῶν καί ἁγιάσθηκαν πολλοί γνωστοί καί ἄγνωστοι Ἅγιοι αὐτοῦ τοῦ ἔθνους μας.

Τήν ἀγάπη του γιά τούς ἀνθρώπους τήν ἔδειξε διά τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό καί ἐργάσθηκε ὥστε ἡ Μολδαβία νά εἶναι τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ὄχι μόνον μέ τήν κτιριακή οἰκοδόμησι ἐκκλησιῶν καί μονῶν, ἀλλά καί μέ τήν καθημερινή χριστιανική ζωή τῶν ἀνθρώπων, στίς πόλεις καί στά χωριά. Τά χρόνια στά ὁποῖα ὁ ἅγιος ἡγεμών Στέφανος ἐργάσθηκε κρύβουν πολλά ἀπό τά ἔργα του, τά ὁποῖα θά παραμείνουν σ᾿ ἐμᾶς ἄγνωστα. Ἀλλά ἡ ἀνάμνησις τῶν ἀγαθῶν του ἔργων εἶναι ζωντανή στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνου τοῦ καιροῦ.

Σέ ὅλη τήν χώρα του ὁ ἅγιος Στέφανος ἐπλήρωνε τά χρέη ἑνός χριστιανοῦ, σέ ἄλλον τοῦ ἐδώριζε ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη, σέ ἄλλον ἀπένειμε τήν δικαιοσύνη μέ κατανόησι, εἰρήνευε μία διχασμένη οἰκογένεια, βοηθοῦσε, ὅπως ἔπρεπε, ἕνα πτωχό, παρηγοροῦσε ἕνα ὀρφανό παιδάκι, ἔκτιζε μία γέφυρα γιά τούς κατοίκους ἑνός χωριοῦ, ἐπροίκιζε τούς νέους πού ἀπεφάσιζαν νά ὑπαντρευθοῦν καί ἄλλα πολλά ἀγαθά ἔργα ἔκαμε, ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης. Ὅλα αὐτά παρέμειναν στήν ψυχή τοῦ λαοῦ του, ὥστε νά ὀνομάζεται πλέον «Ὁ Καλός ἡγεμών Στέφανος». Ὑπάρχει καί μαρτυρία στήν ὁποία καλεῖ ὁλόκληρο τόν λαό πῶς νά ἑορτάζουν τήν νίκη μιᾶς μάχης, ὅπως ἔγινε καί μέ τήν νικηφόρα μάχη στό Κόδρα Κοσμίνα. Μετά ἀπό μία νικηφόρα μάχη ὁ ἅγιος Στέφανος ἔπρεπε πρῶτα νά εὐχαριστήσει τόν Θεό. Μετά τόν πόλεμο στό Βάσλουϊ, μετέβη στό μοναστήρι Ταζλέου, τό ὁποῖον τιμᾶται στούς Ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί ἐγκαινιάσθηκε τήν 8ην Νοεμβρίου τοῦ 1496. Μετά ἀπό ἐκεῖ ἐπῆγε στήν μονή Νεάμτς τήν ὁποία ἐγκαινίασε τήν 14ην Νοεμβρίου, τήν ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τό ἑπόμενο ἐκκλησιαστικό καθῆκον του ἦταν να ὑπάγη στήν μονή Χιρλάου, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὅπου στίς 6 Δεκεμβρίου, ἀκριβῶς 40 ἡμέρες μετά τήν νικηφόρα μάχη τοῦ Βάσλουϊ, ἐκάλεσε τόν ντόπιο ἐπίσκοπο καί τούς στρατιῶτες καί ἔκαμαν δέησι ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν πεσόντων. Ἀφοῦ ἔδωσε σέ ὅλους, πρίν ἀναχωρήσουν, καί ἕνα ποσό χρημάτων, τούς ἐδίδαξε μέ τόν λόγο του πῶς νά δοξάζουν καί νά εὐλογοῦν τόν Ὕψιστο Θεό, γιά ὅλα ὅσα τούς ἐχάρισε, διότι ὅλα τά ἀγαθά καί ὅλες οἱ νίκες προέρχονται ἀπ᾿ Αὐτόν».

Ἐάν εἶναι δύσκολη ἡ βαθειά ταπείνωσις γιά ἕνα κυβερνήτη, πού ἐπιβάλλει τήν ἐξουσία του ἐπάνω σέ ἄλλους, πόση δύσκολη εἶναι γι᾿ αὐτόν πού θέλει νά παραμένει ταπεινός, ὅταν δικαίως δοξάζεται καί τιμᾶται ἀπό τούς ἄλλους; Ἰδού δύο τιμητικοί λόγοι πού λέχθηκαν ἀπό ἄλλους ξένους συγχρόνους του: «Κατά τήν γνώμη μου, αὐτός εἶναι ὁ πιό ἄξιος νά τοῦ ἐμπιστευθῆ κανείς τήν διακυβέρνησι τοῦ κόσμου καί εἶναι ἄξιος τιμῆς γιά τήν ἀντιμετώπισι τῶν τούρκων, μέ τήν συμβουλή καί τήν ἀπόφασι ὅλων τῶν Χριστιανῶν, τήν στιγμή πού οἱ ἄλλοι καθολικοί βασιλεῖς καί πρίγκηπες περνοῦν τόν καιρό τους σέ διασκεδάσεις, ἀκαταστασίες καί ἐμφυλίους πολέμους».(Ἰωάννης Dlugosz. Πολωνική ἱστορία). «Οἱ τοῦρκοι εἶχαν μεγάλο φόβο ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἡγεμόνα. Αὐτός ἦταν ἕνας πολύ ἔξυπνος ἄνθρωπος, ἀξιοτίμητος, ἀγαπητός ἀπό τούς ὑπηκόους του, διότι ἦταν μακρόθυμος καί δίκαιος, πάντοτε ἄγρυπνος καί γενναιόδωρος». (Ἀναφορά τοῦ ἰατροῦ Ματθαίου Muriano πρός τόν δόγη τῆς Βενετίας, 1502).

Ὁ ἅγιος Στέφανος ἤξερε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐναντίον τῶν ὑπερηφάνων καί ὅτι στούς ταπεινούς δίδει τήν χάρι».(1 Πέτρου 5,5). Γι᾿ αὐτό καί προσπαθοῦσε πάντοτε νά βαδίζει τήν ὁδό τῆς ἁγίας ταπεινώσεως, ὅσον ἠμποροῦσε νά τήν ἐπιτύχει. Ἡ συμπεριφορά του, μετά τήν μεγάλη νικηφόρο μάχη στό Βάσλουϊ, ὅπως ἀναφέρεται ἀπό τούς χροσικογράφους, ἦταν ἕνα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ ὅτι κάθε τι τό καλό προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί κάθε τι τό δικό μας δέν εἶναι καθόλου καλό. Μετά τήν νίκη του ὁ ἅγιος Στέφανος δέν κυριεύθηκε ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀλλά σάν ἡγεμόνας διέταξε τόν λαό ὅλης τῆς χώρας του, μέ σκληρές ποινές, κανείς νά μή θεωρήσει τήν νίκη δικό μας κατόρθωμα, ἀλλά νά ἀποδοθῆ δόξα καί εὐχαριστία στόν Θεό.

 Ἄλλοι ἱστορικοί γράφουν ὅτι αὐτές τίς ἡμέρες μετά τήν  νίκη του ἐνήστευσε ἐπί 4 ἡμέρες, περνώντας μόνο μέ νερό καί παξιμάδι, μέ σκοπό νά προσευχηθῆ καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τήν  νίκη τήν ὁποίαν τοῦ ἐχάρισε κατά τῶν ἀπίστων. Ἔτσι, βλέπουμε ἐδῶ ὅτι δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά θεωρηθῆ ἡ νίκη ὅτι ἦταν ἔργο δικό του, ὁπότε δέν κυριεύθηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ἐγνώριζε τόν λόγο τοῦ Δαβίδ πού λέγει: «Ἐάν μή Κύριος φυλάξει οἶκον εἰς μάτην ἠγρύπνησε ὁ φυλάσσων». Ὁ ἅγιος Στέφανος ταπεινώθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσο κανείς ἄλλος εὐρωπαῖος ἡγεμών ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Καί πρίν ἀπό τήν μεγάλη μάχη στήν πόλι Βάσλουϊ, οἱ τοῦρκοι γιά πολλές δεκαετίες δέν εἶχαν νικηθῆ στίς μάχες μέ τέτοια μάλιστα ἔντασι καί ἔκτασι. Ὁ ἅγιος Στέφανος ταπεινώθηκε ὄχι μόνον ὅταν ἐνίκησε τούς ὀθωμανούς, ἀλλά καί ὁσάκις ἔχανε τίς μάχες καί ἦταν ἡττημένος.

 Ἡ δεύτερη μάχη τήν ὁποία ἔχασε, ἔγινε στό Ρασμποϊένι τό 1476. Τότε ἐβάδισε μέ 12.000 στρατιῶτες ἐναντίον τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε μία στρατιά ἀπό 120000-150000 στρατιῶτες. Πρίν ἀπό τήν μεγάλη αὐτή μάχη ὁ ἅγιος Στέφανος εἶχε στείλει τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ στρατοῦ του νά βάλουν τίς οἰκογένειές τους μέσα στά καταφύγια, δεδομένου ὅτι οἱ τοῦρκοι εἶχαν διατάξει τούς Τατάρους νά εἰσβάλουν στήν Μολδαβία, ἐνῶ αὐτοί λεηλατοῦσαν ὅλη τήν χώρα, σκοτώνοντας καί αἰχμαλωτίζοντας πολλούς. Ἀνθρωπίνως ἡ μάχη στό Ρασμποϊένι ἦταν ἀναπόφευκτη. Τότε σκοτώθηκαν τρεῖς μεγάλοι ἀξιωματικοί τῆς χώρας καί πολλοί μαχητές τῆς πρώτης γραμμῆς. Ὁ ἅγιος Στέφανος ἐγλύτωσε τήν ζωή του τήν τελευταία στιγμή, πρίν νά συλληφθῆ ἤ νά φονευθῆ. Εἶναι ἀλήθεια, ἔκαμε ὅ,τι ἀνθρωπίνως ἠμποροῦσε νά κάνει. Ταπεινώθηκε καί ἀνέλαβε τήν φρίκη τῆς ἧττας μέ μετάνοια. Σέ κάποιο γράμμα του πού τό ἔστειλε σέ χριστιανούς ἡγεμόνες ἔγραφε:  «Ἐγώ καί ἄρχοντες τῆς αὐλῆς μου ἐκάναμε ὅ,τι ἠμπορούσαμε καί συνέβη αὐτό πού γνωρίζετε. Γι᾿ αὐτή τήν ἔκβασι τοῦ πολέμου, πιστεύω ὅτι αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά μέ παιδεύσει γιά τίς ἁμαρτίες μου. Ἄς εἶναι δοξασμένο τό Ὄνομά Του».

Ὁ Θεός ἐζήτησε τήν ταπείνωσί του καί τοῦ ἐχάρισε τήν ἀνωτέρω νίκη (τῆς ταπεινώσεως) χωρίς νά κρατῆ ὅπλο στό χέρι του. Ὁ νικητής τοῦ πολέμου στό Ρασμποϊένι, Μωάμεθ ὁ Β΄δέν ἐπέτυχε νά κατακτήσει οὔτε μία πόλι, οὔτε ἕνα φρούριο, διότι προστάτες παρέμειναν οἱ στρατιῶτες τοῦ μεγάλου στρατηλάτου ἁγίου Στεφάνου. Στήν συνέχεια ἔπρεπε αὐτός νά ἐγκαταλείψει τήν Μολδαβία, χωρίς νά περιμένει ἄλλη ἐπίθεσι. Στόν πόλεμον αὐτόν εἶχε πολλές ἀπώλειες ἀπό στρατιῶτες, ἄρματα καί λάφυρα πού λεηλατήθηκαν. Κατά τήν εἴσοδό του στήν ρουμανική μας χώρα ἡ πορεία τοῦ στρατοῦ του ἀπό τόν Δούναβι διήρκεσε περί τίς 40 ἡμέρες. Τώρα κατά τήν  ἐπιστροφή του ἔφθασε καί πέρασε τόν Δούναβι μόνο μέσα σέ 4 ἡμέρες!

Μετά 20 χρόνια ἀπό τόν πόλεμο στό Ρασμποϊένι, ὁ ἅγιος Στέφανος ἵδρυσε μοναστήρι ἐπάνω στά κόκκαλα τῶν πεσόντων στρατιωτῶν, πρός τιμήν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Στήν ἐπιγραφή πού ἔβαλε δίπλα στήν ἐκκλησία ἔγραψε τά ἑξῆς μέ ταπείνωσι ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Πατρός: «Μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν οἱ χριστιανοί τούς ἀπίστους». Ὁ ἅγιος Στέφανος συνέκρινε τίς μάχες του μέ τίς μάχες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος. Καί ἐξ αἰτίας τῆς βαθειάς του ταπεινώσεως, ἀπέκτησε κατά μοναδικό τρόπο τήν διάκρισι, ἡ ὁποία κάθε φορά φανερωνόταν ὅταν γινόταν λόγος γιά τήν ἀνάζήτησι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιά τήν χώρα του. Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν πολιτική κατάστασι τῶν γειτονικῶν κρατῶν, ἀπό τά ὁποῖα περιτριγυριζόταν ἡ Χώρα του, τά ὁποῖα ἦσαν ἄλλης πίστεως καί ὁμολογίας, ὁ ἅγιος Στέφανος ἔκαμε κάθε φορά σύγκρισι τί καλλίτερο ἔπρεπε νά κάνει γιά τό καλό τοῦ λαοῦ του, χωρίς ἀλαζονεία. Ἐνίοτε ζητοῦσε συμβουλές ἀπό τούς γείτονές του ἡγεμόνες. Ἔτσι διατηροῦσε δεσμούς καί συνεργασίες μέ τά ἄλλα κράτη γιά τό καλό τῆς Μολδαβίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Γιά νά καταλάβουμε μέ πόσο ψυχικό σθένος καί δύναμι ἐπραγματοποίησε συμμαχία μέ τούς ἄλλους ἡγεμόνες, ἐναντίον τοῦ ἐπεκτατισμοῦ τῶν τούρκων, ἀρκεῖ νά σημειώσουμε ὅτι ἔφθασε νά συνάψει διπλωματικές σχέσεις καί μέχρι τήν Περσία. Μέ τήν διάκρισι πού τόν διέκρινε ἀπέφευγε νά κρίνει καί καταδικάζει τούς ἄλλους ἡγεμόνες καί ἔτσι νά ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη καί εὐημερία τοῦ λαοῦ του.  Ἔχοντας σάν δῶρο τοῦ Θεοῦ τήν πνευματική σοφία μέσα του, ἄλλοτε ἦταν θερμός στίς σχέσεις του πρός τούς ἄλλους, ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη καί ἄλλοτε ἐδίκαζε χωρίς μεροληψία. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε σ᾿ αὐτόν μία αἴτησις ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς εἰς ἡγεμόνα ἀναρρήσεώς του, ἡ ὁποία λέγει: «Εὐλόγησον Κύριε, νά ἀνατείλη στήν ψυχή του ἡ δικαιοσύνη καί ἡ πληρότης τῆς εἰρήνης».

Διά τῆς ἀγάπης καί τῆς διακρίσεως ὁ ἅγιος Στέφανος ἐγνώριζε νά κάνει τά πάντα πρός ὅλους καί ἔτσι τούς ἐκέρδισε ὅλους. Μέ τό χάρισμα τῆς διακρίσεως πού εἶχε, ἠμποροῦσε νά κατανοεῖ καί τίς προσκλήσεις πού τοῦ ἔδινε ὁ Θεός μέσα ἀπό διάφορα περιστατικά τῆς ζωῆς του. Τήν μεγαλύτερη δοκιμασία εἶχε σέ μία μάχη τό 1486, στόν πόλεμο κοντά στήν πόλι Σκέϊα, ὅπου ἔπεσε ἀπό τό ἄλογό του καί ἀγωνιζόταν κάτω στό ἔδαφος μέ τό σπαθί του ἐπί μισή ἡμέρα. Ἐτελείωσε αὐτή ἡ μάχη καί ἡ νίκη ἦταν τῶν τούρκων. Ἀλλά οἰκονόμησε ὁ Θεός καί δύο ἀξιωματικοί του τόν ηὗραν καί τόν ἔφεραν στήν σκηνή τους. Ὁ ἅγιος Στέφανος ἐπανῆλθε καί ξεκκίνησε πάλι τήν μάχη καί τήν ἐκέρδισε αὐτή τήν φορά. Σίγουρα, ἐάν τόν εὕρισκε ἕνας τοῦρκος, πρίν τόν εὕρουν οἱ δύο ἀξιωματικιοί του, ἐκεῖ πού προσωρινά κρυβόταν, θά ἦταν διαφορετική ἡ τύχη του καί ἡ τύχη τῆς Μολδαβίας. Ἀλλά, οὔτε μία τρίχα ἀπό τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς δέν πέφτει χωρίς τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οὔτε καί ἡ ζωή τοῦ ἡγεμόνος δέν ἦταν δυνατόν νά περάσει, γιά τήν μεγάλη του ὑπακοή πού ἔκαμε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν μάχη στήν πόλι Σκέϊα, τό 1484, οἱ τοῦρκοι εἶχαν καταλάβει τίς πόλεις Κιλία καί τό φρούριο Ἄλμπα. Αὐτές ἦταν δύο βασικές πόλεις γιά τήν προστασία τῆς Μολδαβίας ἀπό ἐξωτερικούς ἐχθρούς καί τήν διατήρησι τῆς οἰκονομίας τῆς χώρας. Ὅσες προσπάθειες καί νά ἔκαμε γιά νά ἀνακαταλάβει τίς πόλεις αὐτές ἀπέτυχαν. Ὁ ἅγιος Στέφανος κατάλαβε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι δέν μπορεῖ νά διεξάγει τόν πόλεμο κατ᾿ εὐθεῖαν ἐναντίον τῶν τούρκων. Ἐπειδή οἱ ἡγεμόνες ἄλλων χριστιανικῶν κρατῶν δέν εἶχαν τόν ζῆλο γιά τήν προστασία τῆς πίστεώς τους καί ἡ ἐπίμονη ἐπί δεκαετίες προσπάθεια του μέ ἐπιστολές καί συναντήσεις διά εἰρηνικές σχέσεις δέν ἐκαρποφόρησαν ἤ ἐβοήθησαν σχετικά καί γιά ὀλίγο χρονικό διάστημα.

Ὑπ᾿ αὐτές τίς καταστάσεις, εἶδε ὅτι ἦταν ἀνάγκη νά συνάψει εἰρήνη μέ τούς Ὀθωμανούς. Ἡ Μολδαβία ἐπλήρωνε ἕνα μικρό φόρο, ἐνῶ οἱ τοῦρκοι δέν εἶχαν ἀνάγκη νά ἀνακατεύωνται μέ τά ἐσωτερικά προβλήματα μιᾶς ἄλλης χώρας, οὔτε ἤθελαν νά ἀγοράσουν ἰδιοκτησίες σέ μία χώρα, οὔτε ἤθελαν νά διατηρήσουν Μετόχια στήν Μολδαβία. Ὅσο ἀκόμη θά ζοῦσε σ᾿ αὐτή τήν ζωή, προσπάθησε νά συνάψει συμμαχία μέ τούς τούρκους, καί οἱ θερμές ἐν Χριστῶ προσκλήσεις πού διεμήνυσε πρός τούς ἄλλους χριστιανικούς λαούς, δέν εἰσακούσθηκαν ἀπό τούς ἀρχηγούς τους λόγῳ τῆς κοσμικῆς των ζωῆς. Γι’αὐτό καί δέν τοῦ ἀπήντησαν. Ἔτσι  ἔχασε κάθε  ἐλπίδα γιά πιθανή νίκη τῶν τούρκων, κατανοώντας σαφῶς ὅτι θά ὑπάρχει κίνδυνος κατακτήσεως τῆς χώρας καί μετατροπῆς της σέ πασαλίκι.

 Ἡ μετακίνησίς του ἀπό τόπο σέ τόπο, οἱ νυχθήμερες μάχες, ἡ ἀγωνία γιά τόν λαό του, ὁ πόνος του γιά τήν ἀσφάλεια τῆς χώρας του, οἱ ἀσθένειες καί ἡ πληγή πού εἶχε ἐπί χρόνια στό πόδι του, τοῦ εἶχαν ἤδη προκαλέσει σωματική ἀδυναμία καί κατάπτωσι. Ἀπό τό 1497 ἀκόμη τό σῶμα του δέν μποροῦσε νά κάνει πολλά βήματα, λόγῳ τῶν πολλῶν βασάνων. Ἐξ αἰτίας τῶν ἀσθενειῶν του καί τῆς πληγῆς στό πόδι του μεταφέρθηκε ἀπό τούς στρατιῶτες του ἐπάνω σέ μία σανίδα, σάν φορεῖο, γιά νά διευθύνει τήν μάχη στό Κόδρι Κοσμίνο. Μετά ἀπό 47 ἔτη ἡγεμονίας του, ἡ ζωή του ἐβάδιζε πρός τό ἀγαθόν τέλος της, τό ὁποῖον περίμενε νά ἔλθη, ὅταν θά τό ἀποφασίσει ὁ Θεός. Ὅπως ὅλη ἡ ζωή του ἦταν μία ὑπακοή στόν Θεό, ἔτσι καί τώρα περίμενε τήν ἐντολή Του. Ἰδιαίτερα γι᾿ αὐτή τήν στιγμή τῆς ἀναχωρήσεώς του, εἶχε ἤδη ἐτοιμασθῆ. Ὅπως λέγει ὁ ἱεροδιάκονος Γεράσιμος τῆς μονῆς Πούτνα: «Ἐπήγαινε στό στράτευμα σάν ἕνα πρόβατο πού πάει στήν σφαγή! Ζοῦσε μέ εἰρήνη, μέ ταπείνωσι καί σιωπή περιμένοντας τήν ἄνω ἐντολή γιά τήν ἀναχώρησι! Τό αὐτί του ἦταν πάντα ἀνοικτό νά ἀκούει τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ὑπακούει καί νά κάνει ὅ,τι καλίτερο γιά τό τέλος του».

Προετοίμασε καί τό μνῆμα του στήν Μονή πού ἔκτισε, στήν Πούτνα. Τό ἔκαμε μέ πέτρα καί ἐτοίμασε καί τήν  ἐπιγραφή πού θά ἔβαζαν οἱ πατέρες: «Ἐδῶ κεῖται ὁ τιμιώτατος Κύριος, Ἰων Στεφάν ἡγεμών, μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡγεμών τῆς χώρας τῆς Μολδαβίας, υἱός τοῦ ἡγεμόνος Μπογδάνου, κτίτωρ αὐτῆς τῆς ἁγίας Μονῆς. Μετεφέρθη στήν αἰωνιότητα τό ἔτος....μῆνα...καί ἡγεμόνευσε....ἔτη».

Τό τελευταῖο μοναστήρι τό ὁποῖον ἔκτισε πρίν φύγει γιά τήν αἰώνια ζωή, ἦταν τό Ντομπροβάτσου. Τό ἀφιέρωσε στήν ἑορτή τῆς Καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σάν μία χειρονομία προσφορᾶς δόξης πρός τόν Θησαυρό τῶν ἀγαθῶν, τόν Χορηγό τῆς ζωῆς,  Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖον καθαρίζει ἀπό κάθε κηλίδα, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ζωή, μᾶς φυλάσσει ἀπό κάθε ταραχή καί μᾶς προσφέρει τήν σωτηρία.

 Τό ἔτος 1504 ἀπεδείχθη ὅτι δέν ἦταν ἕνα ἔτος συνηθισμένο, ὅπως τά ἄλλα. Ἀπροσδόκητα σημεῖα ἔδειχναν τήν ἀναχώρησί τοῦ Ἡγεμόνος ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή, ὅπως σημειώθηκε σέ ἕνα χειρόγραφο μέ τά ἑξῆς λόγια: «Πρίν ἀπό τόν θάνατό του ἦταν βαρύς καί σκληρός χειμώνας, ὅπου δέν ἐκινεῖτο τίποτε. Ἦταν περίοδος πολλῶν βροχῶν καί πλημμυρῶν, ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν βροχοπτώσεων». Τόν Ἰούνιο τοῦ 1504, ἡ κατάστασις τῆς ὑγείας τοῦ ἡγεμόνος εἶχε βαρύνει τόσο πολύ, ὥστε ἤρχοντο εἰδήσεις ἀπό τό ἐξωτερικό, ὅτι ἤδη ἀπέθανε. Ἀλλά τό στεφάνι τοῦ ὁμολογητοῦ ἡγεμόνος ἔπρεπε νά στολισθῆ ἀκόμη καί μέ ἄλλα πετράδια τῆς ὑπομονῆς καί τῶν πόνων του.

Μερικές ἡμέρες, πρίν τόν θάνατό του, ἔκαμε τήν τελευταία προσπάθεια νά θεραπευθῆ ἡ πληγή στό πόδι του. Ἡ θεραπεία ἔγκειτο στό νά κάψει τό πάσχον  μέρος μέ πυρωμένο σίδερο. Ἡ ποθητή θεραπεία τοῦ ποδός του δέν ἦλθε, ἀλλά ὁ Κύριός μας Χριστός ἐστεφάνωσε τόν ἀθλητή του μέ στεφάνι γεμάτο ἀπό ἀγκάθια τῶν πόνων τοῦ σώματός του γιά νά τόν ὑποδεχθοῦν μέ πλήρη δόξα οἱ ὁμολογητές τῶν οὐρανίων θαλάμων.

Ἔτσι, στίς 2 Ἰουλίου τοῦ 1504, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ Μαφορίου τῆς Κυρίας Θεοτόκου στήν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέ τήν πρεσβεία της καί ὅλων τῶν Ἁγίων ἔδωσε τήν ψυχή του ὁ ἀκαταπόνητος μαχητής γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀσφάλεια τῆς ὀρθοδόξου Χώρας του Μολδαβίας, στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Χαῖρε δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, πού γιά ὀλίγα χρόνια ἔμεινες στήν γῆ καί τώρα θά σέ ἐγκαταστήσω νά ζήσεις πολλά χρόνια. Ἐκάλεσε ὁ Θεός τόν δοῦλο του Στέφανο, ἡγεμόνα μιᾶς ἀπό τίς μικρότερες ἡγεμονίες τῆς Ὀρθοδοξίας τότε, τοῦ ὁποίου ἡ καρδία ἦταν γεμάτη ἀπό ἀγάπη μέχρι θυσίας γιά τήν προστασία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στόν κόσμο! Οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων λυπήθηκαν, ἀλλά στόν νοῦ τους διετήρησαν τά ἀγαθά ἔργα καί τίς διδασκαλίες τοῦ ἡγεμόνος των. Στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε ὅτι αὐτοί πού ἐδῶ εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ κατά χάριν, δέν ὑπάρχει θάνατος, ἀλλά μόνον μετάβασις καί ἀνύψωσις σέ μία ἄλλη αἰώνια ζωή.

Ὁ λαός ἐτίμησε τόν ἅγιο Στέφανο σάν ἅγιο, μετά τό πέρασμά του ἀπ᾿ αὐτήν στήν αἰώνια ζωή. Ἰδού τί ἔγραψαν τότε χρονικογράφοι: «Τόν ἡγεμόνα Στέφανο τόν ἐνεταφίασε ἡ Χώρα μέ πολλούς στεναγμούς καί δάκρυα στό μοναστήρι Πούτνα, τό ὁποῖον ἔκτισε ὁ ἴδιος. Τόσο μεγάλος ἦταν ὁ κοπετός καί τά κλάμματα ὅλων, ὡσάν νά ἔχασαν τόν πατέρα τους, διότι ἐγνώριζαν ὅλοι πόσες φορές λυτρώθηκαν ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν τούρκων, χάρις στίς μάχες καί στήν προστασία πού τούς παρεῖχε ὁ ἡγεμόνας τους». Ὁ ἱστορικός Γρηγόριος Οὐρέκε ἔγραψε ἀκόμη τά ἑξῆς: «Καί μετά τόν θάνατόν του, τόν τιμοῦν καί τόν ὀνομάζουν ἅγιο ἡγεμόνα». Ὁ πολωνός Maciej Stryjkowski, περνώντας ἀπό τήν Μολδαβία τό 1575, ἔγραψε στό ὁδοιπορικό του ὅτι οἱ Μολδαβοί ἐξ αἰτίας τῆς ἀπεριγράπου γενναιότητος τοῦ ἡγεμόνος των τόν θεωροῦν ἅγιο». Ὁμοίως καί ὁ ἱστορικός πολωνός Ἰωακείμ Bielski, ἔγραψε στό χρονικό του, Πολωνία (Polsca). «Γι᾿ αὐτές τίς μεγάλες του νίκες, παρότι ἦταν ἡγεμών μιᾶς μικρῆς Χώρας, κάθε ἱστορία τοῦ κάθε λαοῦ μπορεῖ νά τοποθετήσει τόν Στέφανο στήν πρώτη σειρά τῶν μεγάλων καί φημισμένων ἡγετῶν. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Μολδαβοί τόν ὀνομάζουν «Πολύτιμον ἀδάμαντα τόν ἡγεμόνα τους Στέφανο γιά τήν ἀνεκδιήγητη γενναιότητά του, καί τόν ὀνομάζουν ἅγιο». Ἕνας πίνακας μέ τήν μορφή του, σώζεται σήμερα στό ἡγεμονικό παλάτι τοῦ Βουκουρεστίου, πού ἦταν παλαιότερα παλάτι τοῦ ἡγεμόνος τῆς Οὐγγροβλαχίας.

Ἡ ἀπόφασις γιά τήν ἐπίσημη ἀγιοκατάταξι τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου στούς καταλόγους τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐλήφθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας τήν 20ην Ἰουνίου τοῦ 1992. Ἰδού τί ἐγράφη στόν τόμο περί τῆς ἁγιοκατατάξεώς του: «Βλέποντες τήν θυσιαστική ζωή γιά τήν πίστι καί τό ἔθνος τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας Στεφάνου τοῦ Μεγάλου νά μνημονεύεται ἀπό ὁσίους καί ἁγίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποφασίσαμεν ἀπό σήμερα καί μέχρι τά τέλη τῶν αἰώνων  ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Στέφανος ὁ Μέγας νά τιμᾶται μέ εἰδική ἀκολουθία καί ψαλμωδίες τήν 2αν Ἰουλίου ἑκάστου ἔτους τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέ τό ὄνομα: «Ὁ πιστός δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἡγεμών Στέφανος ὁ Μέγας καί ἅγιος». Ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 2004 καθιερώθηκε ἡ ὀνομασία του: «Ὁ ἅγιος ἡγεμών Στέφανος ὁ Μέγας».

Βλέπετε τήν μεγαλειότητα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τοῦ ἡγεμόνος! Βλέπετε τήν ἁγία του πίστι! Σηκωθεῖτε καί ἐσεῖς ἀρχηγοί τῶν ἐθνῶν πού ζῆτε μέσα στήν ὑλοφροσύνη τούτου τοῦ κόσμου. Ἀκούετε τά κατορθώματά του! Συντονισθεῖτε μέ τίς προτροπές του! Ἀκολουθεῖστε τον! Μ᾿ αὐτά τά λόγια προτρέπει ὁ ἱεροδιάκονος τῆς Μονῆς Πούτνα τούς μεγάλους ἡγέτας ὅλου τοῦ κόσμου. Ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλά καί κάθε πιστός πού ἐπιθυμεῖ νά ζήσει σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά πάρει σάν παράδειγμα τήν ζωή τοῦ ἁγίου ἡγεμόνος Στεφάνου.

Μία ζωή ἐν Χριστῶ διά τῆς ὁποίας σάν μία διαθήκη γραμμένη στήν ἱστορία μέ αἰώνια καί ἀνεξίτηλα γράμματα, ὁ ἅγιος Στέφανος μᾶς προτρέπει νά ζοῦμε πάντοτε μέ τήν πίστι τοῦ ἀληθινοῦ μας Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας. Μόνον ἔτσι εἶναι δυνατόν νά συμμετέχουμε στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στήν Βασιλεία τῆς ἀγάπης, στήν Βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ ἑνός Θεοῦ ἡμῶν.

Ὁ ἱστορικός Νικόλαος Iorga γράφει στήν ἱστορία του γιά τόν ἅγιο Στέφανο: «Ἡ μνήμη του ἐφώτισε μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, τήν συνείδησι τοῦ ἔθνους μας. Ἐνίοτε περισσότερο, ἄλλοτε ὀλιγώτερο, ἀλλά κανένας ἄνεμος, ὅσο καί νά εἶναι σφοδρός,  δέν μπορεῖ νά σβήσει τήν μνήμη τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου. Καί σήμερα ἡ μνήμη του εἶναι δυνατή, σάν μία φλόγα τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης πού ξεκκινᾶ ἀπό τίς καρδιές μας γιά νά μνημονεύσει τόν ἅγιο ἡγεμόνα τοῦ λαοῦ μας». Καί ἐρωτᾶ ὁ πατήρ τῆς Ἱστορίας τῶν Ρουμάνων, μετά ἀπό 400 χρόνια, ἀπό τήν κοίμησι αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἡγεμόνος: «Γνωρίζετε ποιητές καί σημερινούς συγγραφεῖς καί λογοτέχνες νά προσφέρουν χιλιάδες ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ μας καί ἄλλοι ἔξω ἀπό τά σύνορα τῆς Μολδαβίας, τήν φωνή τῆς ἀγάπης των χρόνια, ὅση προσφέρουν μέχρι σήμερα  ἐπί 400 χρόνια στόν γενναῖο τοῦτο ἄνδρα, τόν σοφόν καί ἅγιον, ὁ ὁποῖος φυτεύθηκε ἐδῶ στό ἔδαφος τῆς Μολδαβίας; Θά ἐξαφανισθοῦν αὐτοί μπροστά στήν μεγάλη μορφή αὐτοῦ τοῦ Ἡγεμόνος, πρός τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπέμπει ὕμνους εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου κανένας δέν μπορεῖ νά σταθῆ μπροστά του καί νά συγκριθῆ!

Ὁ λαός μας τόν ὀνομάζει πάντοτε «Ὁ ἅγιος Στέφανος», τόν φέρει μέσα στήν ψυχή του καί τόν μνημονεύει γιά τήν ἀρετή καί τήν γενναιοψυχία του. Ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἔκαμε εἰκόνα, τόν μνημονεύει καθημερινά στίς Λειτουργίες της καί μνημονεύεται ἐπίσης καί στόν τάφον του.

Καί ἐμεῖς τώρα τόν ἀγαπητό μας Προστάτη τοῦ λαοῦ τῆς Μολδαβίας, τόν ἐκλεκτό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τόν τροπαιοφόρο στίς μάχες κατά τῶν ἐχθρῶν, τόν παραδώσαντα τήν ζωή του στόν Χριστό καί στήν ὑπηρεσία του ἄς τόν ὑμνήσουμε ὅλοι οἱ Πιστοί μέ πίστι ψάλλοντας σ᾿ αὐτόν: Χαῖρε πατέρα τῆς Μολδαβίας. Χαῖρε πρώτιστε τῶν ἡγεμόνων. Χαῖρε ἐκλεκτόν δοχεῖον τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε, ἡ λύτρωσις τοῦ λαοῦ σου! Χαῖρε νικητά τῶν ἀπίστων! Χαῖρε χαρά τῶν Χριστιανῶν. Χαῖρε ἄσβεστε ἥλιε τῆς Μολδαβίας. Χαῖρε προστάτα τῶν Χριστιανῶν καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Χαῖρε ἅγιε Στέφανε, Πιστέ ἡγεμόνα καί Προστάτα τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ μας! 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου