Γράφει ὁ κ. Ἰωάννης Παλαμήδης, θεολόγος, ἁγιογράφος
Ὁ ἀρχαῖος φίλος καὶ συμφοιτητής μου στὴν Θεολογία Ἀρχιμανδρίτης π. Δανιὴλ Ἀεράκης στὸ ἐκδιδόμενο ὑπ’ αὐτοῦ περιοδικὸ «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς» ὑπ’ ἀριθμ. 693, Δεκεμβρίου 2022 καὶ στὶς σελίδες 184, 185, δημοσιεύει ἄρθρο του ὑπὸ τὸν τίτλο «Πρόσχωμεν» Γιατί; Γιατί; Γιατί; ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ὡς ζωγράφο. Γράφει λοιπόν: «Ποιὰ μαρτυρία ἔχουμε, ὅτι ὁ Λουκᾶς ἦταν ζωγράφος;… Ἂν ὄντως ζωγράφισε εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, κανεὶς ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῶν ἑπτὰ πρώτων αἰώνων δὲν θὰ τὸ σημείωνε; Καὶ λέμε τῶν ἑπτὰ πρώτων αἰώνων, διότι ἡ ἐμφάνισις καὶ ἡ ἱστορία καὶ ἡ διαμάχη γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πρωτίστως καὶ γιὰ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου δευτερευόντως, ἔχουν τὴν ἀρχὴ τους τὸν 7ο αἰῶνα…
Γιατί, σώνει καὶ καλά, τὸν ἰατρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης νὰ τὸν κάνουμε ἁγιογράφο κάποιας φανταστικῆς διηγήσεως; Γιατί ἀπὸ γραφίδα τοῦ βάλαμε στὸ χέρι πινέλο;… Γιὰ νὰ λάβη τὸ σφράγισμα τῆς κυκλοφορίας καὶ ἐμπορευματικότητας; Γιατί τέτοιες παραχαράξεις τῆς Ἀληθείας; Γιατί τὸ Πρωτεῦον καὶ θεόπνευστο Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, τὸ περιφρονοῦμε καὶ πιστεύουμε μυθώδεις φαντασίες;… Δὲν μᾶς ἀρκεῖ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν ἔχει στὶς ἱστορικές της παραδόσεις λαϊκὰ παραμύθια; Στὸ τέλος ὁ π. Δανιὴλ «βάζει τὸ κερασάκι στὴν τούρτα», γράφοντας: Διατὶ ὑποβιβάζουμε τὴν πίστη μας σὲ μαγικὲς λιτανεύσεις καὶ ἀνόητες προσκυνήσεις; Γιατί; Γιατί πρέπει νὰ προσκυνοῦμε (τιμητικὰ βέβαια)… τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, …ὅταν εἶναι καλυμμένη 100% ἀπὸ σκουλαρίκια, βραχιόλια, δακτυλίδια, πανάκριβα ρολόγια, κολιέδες… Γιατί τρέχουμε σὲ λιτανεύσεις τῶν ἀναριθμήτων πολυωνύμων εἰκόνων τῆς Παναγίας; Στ’ ἀλήθεια τὴν ρωτήσαμε ἂν τὰ θέλη ὅλα αὐτά;… Γιατί δὲν μᾶς ἀρκεῖ ἡ χάρις τῶν Μυστηρίων καὶ προσφεύγουμε σὲ μαγικοὺς τρόπους καὶ τύπους ἀμφισβητουμένης θρησκευτικότητας; Γιατί; Γιατί;
Στὰ ἐρωτήματα ποὺ θέτει ὁ π. Δανιὴλ στὸ ὡς ἄνω ἄρθρο του ποὺ οὐσιαστικά, κατὰ τὴν γνώμη μου, τὸν ἐκθέτουν ὡς ἀγνοοῦντα τὴν ἐκκλησιαστική, ἀλλὰ καὶ τὴν θύραθεν ἱστορία, θὰ ἀπαντήσω ὡς θεολόγος, ἀλλὰ καὶ ὡς Ἁγιογράφος. Στὸ πρῶτο του ἐρώτημα δήλ. «Ποιὰ μαρτυρία ἔχουμε, ὅτι ὁ Λουκᾶς ἦταν καὶ ζωγράφος;», ἀπαντῶ: Ἔχουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ ἐπιλεγομένου «μεταφραστῆ» (ἑορτάζει τὴν 9ην Νοεμβρίου) 900-1000 μ.Χ. θεωρεῖται ὡς ὁ κυριώτερος τῶν Συναξαριστῶν τοῦ Βυζαντίου, συγγράψας καὶ «Μηνολόγιο» ὥς καὶ «ὑπόμνημα εἰς Λουκᾶν», ὅπου ἀναφέρει ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶναι ὁ εἰκονογράφος τῆς Παναγίας Ὁδηγητρίας γράψας «κηρῶ καὶ χρώμασι», καὶ παριστῶσα τὴν Θεοτόκον «ἐν ταῖς ἱεραῖς ὠλέναις ἀγκαλιζομένην τὸν Κύριον» (Ἑλλ. Πατρολογία, Migne, 115, 1130) (βλέπε καὶ νεώτ. Λεξικὸν Ἡλίου, σελ. 366) ὡς καὶ (Κ. Καλλινίκου «ὁ χριστιανικὸς Ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ», (Ἀθήνας, ἔκδ. πέμπτη, σελ. 266, 267, ὡς καὶ σελ. 598). Ἑπόμενη μαρτυρία εἶναι ἡ τοῦ Θεοδώρου Ἀναγνώστου τοῦ 5ου – 6ου αἰῶνος, ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὴν συγκεκριμένη εἰκόνα (438). Βλέπε (Α΄ι, Migne, 86, 165).
Περὶ τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνος ἀναφέρεται καὶ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἱερεὺς τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, 14ου αἰῶνος (1256 – 1335) καὶ συγγραφεὺς «Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας» βλέπε (ΙΕ, 14, Migne 147, 44). Τὸ ὅτι ὁ Λουκᾶς ὑπῆρξε καὶ ἁγιογράφος τὸ διασῴζει καὶ ἡ εἰκονογραφικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔχουμε δύο φορητὲς Εἰκόνες: Ἡ μία εἶναι τοῦ 16ου αἰώνα τοῦ Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1541 – 1614) ἀποκειμένη εἰς τὴν Δύση καὶ δὴ εἰς τὸν καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Τολέδου τῆς Ἱσπανίας, παριστῶσα τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ νὰ ζωγραφίζει τὴν Θεοτόκο: Βρεφοκρατοῦσα, κρατώντας ὁ Λουκᾶς στὸ χέρι πινέλο καὶ ὄχι γραφίδα (Βλέπε καὶ εἰκόνα, νεώτ. Λεξικοῦ ΗΛΙΟΥ, σελ. 5691, καὶ ἡ ἄλλη εἰκόνα τοῦ 17ου αἰῶνος μὲ τὸ ἴδιο ὡς ἄνω θέμα ἀποκειμένη σὲ συλλογὴ τοῦ Βελιγραδίου Σερβίας. Τέλος ἔχουμε καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ «Μικροῦ Εὐχολογίου τῆς Ἐκκλησίας» μας, ὅπου στὴν παράκληση πρὸς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ στὴ σελ. 419, διαβάζουμε: «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου τὴν Ὁδηγήτριαν» (ἐκδ. Ἀποστολ. Διακονίας Ἐκκλ. Ἑλλάδος). «Ἡ ὡς ἄνω εἰκόνα ἱστορηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἀπεστάλη ἐξ Ἀντιοχείας τῇ Πουλχερίᾳ ὑπὸ τῆς Εὐδοκίας. Ἱστορικὰ στοιχεῖα: 1) «Ο ΛΟΥΚΑΣ προήρχετο ἐκ τῶν Ἑλλήνων πιθανῶς τῆς Ἀντιοχείας, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀναφέρεται 13 φορὲς εἰς τὸ βιβλίο του τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων, περὶ τῶν ἐν Ἀντιοχείᾳ πραγμάτων» (Λεξ. ΗΛΙΟΥ σελ. 567, 568). Ἄρα δικαιολογεῖται καὶ ἡ προέλευση (ἀπὸ τὸν Λουκᾶ) καὶ ἡ ἀποστολὴ τῆς εἰκόνος ἐξ Ἀντιοχείας «ὑπὸ τῆς Εὐδοκίας τῇ Πουλχερίᾳ». 2) Ἡ Ἁγία Πουλχερία (399 – 453). «Κατετάγη ὡς Ἁγία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀνηγορεύθη συναυτοκράτειρα μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ της Θεοδοσίου Β΄… Γυνὴ σπανίας μορφώσεως βαθύτατα ἀφοσιωμένη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς αὐτὴν ὀφείλεται ἡ σύγκλησις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431) ἐναντίον Νεστορίου καὶ Εὐτυχοῦς (Λεξ. ΗΛΙΟΥ, σελ. 235). 3) Ἡ Ἁγία Εὐδοκία (401 – 460) Κατετάγη ὡς Ἁγία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἑορτάζει τὴν μνήμη της στὶς 13 Αὐγούστου. «Ἦτο σύζυγος τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄. Ἦτο Ἀθηναία, εἰδωλολάτρης καὶ ὀνομάζετο Ἀθηναΐς. Τὸ 421 κατέφυγε στὴν Κων/πολη ὑπὸ τὴν προστασία τῆς Πουλχερίας, ἡ ὁποία ἐκτιμώντας τὰ πολλὰ προσόντα τῆς Ἀθηναΐδος τὴν πάντρεψε μὲ τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο, ἀφοῦ πρῶτα βαπτίστηκε χριστιανή. Αὐτὴ ἵδρυσε τὸ περίφημο Πανδιδακτήριο. Ὡς Αὐγούστα τὸ 437 μετέβη χάριν προσκυνήσεως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐνδιαμέσως ἐστάθμευσε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ ὅπου ἔστειλε τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τοῦ Εὐαγγ. Λουκᾶ, στὴν Πουλχερία. 17 χρόνια παρέμεινε στοὺς Ἁγίους τόπους καὶ ἀπέθανε, ἀφοῦ ἐπεδόθη στὴν ἀνέγερση Ἱ. Ναῶν, Ἱ. Μονῶν καὶ κοινωφελῶν ἱδρυμάτων» (Ἀπὸ πληροφορίες στὸ ΙΝΤΕΡΝΕΤ, wikipedia).
Ἡ ἐν λόγῳ εἰκὼν ἐθεωρεῖτο ὡς ἔργον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καὶ ἐτύγχανε ἀπεριορίστου σεβασμοῦ εἰς τὸ Βυζάντιον ἐναποκειμένη εἰς τὴν ἐν Κων/πόλει Ἱ. Μονὴν τῶν «ὁδηγῶν» (Λεξ. ΗΛΙΟΥ, σελ. 745). «Οἱ Βυζαντινοί, εἰς περιπτώσεις θεομηνιῶν ἢ ἐπιδρομῶν ἀλλοφύλων ἐθνῶν μετ’ αὐτῆς ἐλιτάνευον». Ἐν ἐκστρατείαις οἱ αὐτοκράτορες αὐτὴν ὡς «ὁδηγὸν» παρελάμβανον. Ἐν θριάμβων καταγωγαῖς σὺν αὐτὴ ἐπόμπευον, ὡς ὁ Τσιμισκῆς, μετὰ τὴν κατὰ τῶν Βουλγάρων νίκην, καὶ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος μετὰ τὴν κατὰ τῶν Τούρκων καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγος, ὅταν τοὺς Παννονίους ἐνίκησεν» (κ. Κων. Καλλινίκου, «ὁ χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ» (ἐκδ. Γρηγόρη, σελ. 267).
Γράφει ὁ π. Δανιήλ: «διότι ἡ ἐμφάνισις καὶ ἡ ἱστορία καὶ ἡ διαμάχη γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πρωτίστως… ἔχουν τὴν ἀρχή τους στὸν 7ον αἰῶνα». Μά, πάτερ μου, ἡ ἱστορία τῶν εἰκόνων ὑπάρχει αἰῶνες πρὶν τὴν διαμάχη περὶ τῶν εἰκόνων (εἰκονομαχία, 727 – 813). Γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (237 – 331) «Ἔχομεν εἰκόνας Παύλου καὶ Πέτρου καὶ αὐτοῦ δὴ τοῦ Χριστοῦ διὰ χρωμάτων ἐν γραφαῖς σωζομένας» (Εὐσεβίου, ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, z΄ 18 Migne, 20, 680) ὡς καὶ (Καλλινίκου, ὅ.π. ἀνωτ. σελ. 263).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος (330-379) στὴν ἐπιστολή του 360, Migne, 32, 1100, πρὸς Ἰουλιανὸν Παραβάτην, γράφει: «Ὁμολογῶ καὶ Θεοτόκον… δέχομαι (καὶ τοὺς) Ἁγ. Ἀποστόλους… καὶ τοὺς χαρακτῆρας αὐτῶν τιμῶ καὶ προσκυνῶ (καὶ) ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν ἀνιστρορουμένων» (Βλ. καὶ Καλλινίκου σελ. 263 καὶ 597).
Ὕστερα ἀπὸ τὶς προεκτεθεῖσες ἱστορικὲς μαρτυρίες προκύπτει τὸ ἐρώτημα, ποιὸς ἀπ’ ὅλους μας δικαιοῦται πλεὸν νὰ ὁμιλεῖ, π. Δανιήλ, γιὰ «λαϊκὰ παραμύθια», «φανταστικὲς διηγήσεις» καὶ «παραχαράξεις τῆς ἀλήθειας»; Συμπληρωματικῶς ἀναφέρω ἀκόμη καὶ τὶς ἀριστουργηματικὲς φορητὲς εἰκόνες τοῦ 6ου αἰώνα τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Σινᾶ «ὁ Χριστὸς Παντοκράτωρ» καὶ ἡ «Παναγία ἐν μέσῳ τῶν Ἁγίων Γεωργίου καὶ Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτη» (Βιβλίον Σινᾶ, ἐκδ. Ἀθηνῶν, σελ. 136, 138), τὸ Συριακὸ χειρόγραφο του Ραμπουλᾶ μὲ εἰκόνες εἰλημμένες ἀπὸ τὸν «χριστολογικὸν καὶ θεομητορικὸν» κύκλον θεμάτων τῆς Κ.Δ. τοῦ 6ου αἰῶνος (Βλ. Κ. Καλλινίκου, ὅπου ἀνωτ. σελ. 268).
Ὁ π. Δανιὴλ εἶναι μαέστρος στὸ νὰ θέτει σοφιστικὰ ψευδῆ ἐρωτήματα, γιὰ νὰ προκαλέσει ἠθικὰ διλήμματα στοὺς ἀκροατές του. Ὡς γνωστὸν ἠθικὰ διλήμματα ἔθεταν κυρίως οἱ λεγόμενοι σοφιστές. Πρῶτο ψευδὲς ἐρώτημα: «Γιατί περιφρονοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ;». Δεύτερο ψευδὲς ἐρώτημα: «Γιατί πιστεύουμε σὲ λαϊκὰ παραμύθια καὶ μαγικοὺς τρόπους καὶ συμπεριφορές;». Μᾶς καλεῖ ὁ π. Δανιὴλ νὰ ἀπαντήσουμε σὲ δύο ψεύδη. Ἰδοὺ τὸ δίλημμα ποὺ προανέφερα. Ρωτᾶμε καὶ ἐμεῖς τὸν π. Δανιὴλ ὑπὸ ποῖον πνεύματος ἐλαυνόμενος ὑποστηρίζει κατωτέρω ὅσα καὶ ἕνας Προτεστάντης Θεολόγος; Στὸ ἐρώτημα τοῦ «γιατί τρέχουμε σὲ λιτανεύσεις τῶν ἀναριθμήτων καὶ πολυωνύμων εἰκόνων τῆς Παναγίας»; Ἀπαντᾶμε: Διότι εἶναι μοναδικὲς καὶ οἱ χαριτόβρυτες εἰκόνες Της, ὅπως ἀκριβῶς μοναδικὴ ἦταν καὶ ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ ποὺ ἐθεράπευεν (Ἰωάν. θ΄, 7), μοναδικὰ καὶ τὰ μανδήλια ἢ τὰ περιζώματα τοῦ Παύλου (σουδάρια ἢ σιμικίνθια), ποὺ ἐπιφέροντο ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ ἐθεραπεύοντο» (Πράξ. ιθ΄, 12). Γράφει ἐπίσης: «Γιατί πρέπει νὰ προσκυνοῦμε (τιμητικὰ βέβαια καὶ ὄχι λατρευτικὰ) τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅταν εἶναι 100% καλυμμένη ἀπὸ σκουλαρίκια, βραχιόλια, δακτυλίδια, πανάκριβα ρολόγια… Στ’ ἀλήθεια τὴν ρωτήσαμε, ἂν τὰ θέλη ὅλα αὐτά;».
Ἀπαντᾶμε: Ἡ Παναγία κοιτάζει τὴν πρόθεση τοῦ προσφέροντος («ἀλάβαστον μύρου βαρυτίμου») (Ματθ. 26, 7), καὶ ὄχι ματαιοδοξίες.
«Ἂν τὴν ρωτήσαμε ἂν θέλη νὰ εἶναι καλυμμένη μὲ ὅλα αὐτά;». Τὴν ἀπάντησή μας τὴν δίδει ἡ ἴδια μὲ τὰ ἀναρίθμητα θαύματά Της, (δὲς καὶ Παναγίας τῆς Τήνου). Τέλος γράφει ὁ π. Δανιήλ: «Γιατί ὑποβιβάζουμε τὴν πίστη μας σὲ μαγικὲς λιτανεύσεις καὶ ἀνόητες προσκυνήσεις… Καὶ προσφεύγουμε σὲ μαγικοὺς τρόπους καὶ τύπους ἀμφισβητουμένης θρησκευτικόητητας;». Ὥστε, π. Δανιὴλ εἶναι ὑποβιβασμὸς ἡ συμμετοχὴ σὲ λιτανεύσεις εἰκόνων; (Δὲς πῶς σώθηκε πρόσφατα τὸ Προκόπι Εὐβοίας ἀπὸ τὴν πυρκαϊά), (Μητρ. Ἀμβρ. Λένη «Κραυγὴ ἀπογνώσεως» Αἴγιον, 2022, σελ. 356). Μὲ αὐτὰ ποὺ γράφεις ἐμμέσως πλὴν σαφῶς προτείνεις τὴν κατάργησή τους, ὡς ἐκδηλώσεις μαγείας. Μπερδεύεις τραγικὰ τὰ πράγματα, π. Δανιὴλ καὶ ἐξισώνεις τὶς ἑωσφορικὲς λιτανεύσεις, ποὺ γίνονται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ γιὰ βοήθεια. Ἡ ἐξίσωση αὐτὴ ἀποτελεῖ γιὰ Θεολόγο καὶ δὴ κληρικό, ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΗ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ.