ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΣ

 

Αγίου Δανιήλ Κατουνακιώτου

 ΗΤΟΙ

ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΠAΔΟΠΟΥΛΟΥ

Αρχιδιακόνου  Σμύρνης

ΥΠΟ

ΔΑΝΙΗΛ ΜΟΝΑΧΟΥ Αγιορείτου

(Αγίου Δανιήλ Κατουνακιώτου)

«Ψυχήν γαρ σώματος γεγυμνωμένην ουδείς οίδεν ουδαμού»

(Χρυσόστομος προς Θεόδωρον εκπεσώντα)

ΤΗ ΣΕΒΑΣΤΗ ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ

ΑΪΔΙΟΥ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΝ ΔΕΙΓΜΑ

ΤΟ ΠΟΝΗΜΑΤΙΟΝ ΤΟΔ’ ΕΥΛΑΒΩΣ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ

 

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ 

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

 

   Σεβαστή Ιερά Κοινότης

Αναγνωρίζων συναισθηματικώς τον ακραιφνέστατον ζήλον, ον εκ περιουσίας τρέφει η Υμετέρα πεπνυμένη Πανοσιολογιότης, τούτο μεν διά την επαγρύπνησιν ην καταβάλλει υπέρ της πνευματικής και ηθικής ευδαιμονίας του Αγιωνύμου τούτου Όρους, τούτο δε, διότι απρίξ διατηρεί το παναρχαίον καθεστώς του Μονήρους βίου, και απελαύνει μακράν τας ιοβόλους καινοτομίας πάσης αιρέσεως, σπεύδω εκ καθήκοντος ιερού όπως μετά Σεβασμού αφιερώσω τη Υμετέρα Σεβαστή μοι Πατρότητι, ως ελάχιστον φόρον και δείγμα της προς Αυτήν τρεφομένης μοι βαθείας υπολήψεως και ακολακεύτου ειλικρινείας το ταπεινόν μου τούτο,  κατά «πνευματισμού» πονημάτιον, όπερ συνέταξα κατά προτροπήν πολλών λογίων, και εναρέτων Προϊσταμένων από τον καθ’ υμάς Μονών, ου μην δε και εξ αλλοδαπών διασήμων Κληρικών και ευσεβών Καθηγητών, όπερ ως θα ίδητε, θα συντελέση προς καταστηλίτευσιν του σατανικού συνονθηλεύματος, όπερ διαδοθέν ως μικρόβιον δηλητηριώδους νοσήματος, ανά πάσας τας κοινωνικάς τάξεις δηλητηριάζει πολλάς αστηρίκτους ψυχάς του χριστεπωνύμου πληρώματος.

Και επειδή η στηλίτευσις αύτη προέρχεται εξ Αγίου Όρους και είναι απηλλαγμένη από κοσμικής χροιάς και παθητικής φανατικότητος, και αφορά την ηθικήν ικανοποίησιν της καθ’ ημάς Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας και του Αγιωνύμου τούτου Όρους, δια τούτο εάν προκύψη μικρά τις ψυχική ωφέλεια, αύτη θα οφείλητε εις την καθ’ υμάς Ιεράν Κοινότητα, ήτις παρέχει ημίν τα λυσιτελή και σωτήρια μέσα προς στηλίτευσιν των τοιούτων καινοτομιών. Ούχ ήττον δε οφείλω να εκφράσω την βαθειάν μου ευγνωμοσύνην μου, και εις την Κυρίαρχόν μου Ιεράν Μονήν Μεγίστης Λαύρας, ήτις επί τεσσαρακονταετίαν όλην, ουκ επαύσατο παρέχουσά μοι την πνευματικήν και ηθικήν υποστήριξίν της, και μοι εγένετο πρόξενος δια της ησυχαστικής βιοτής να εργάζομαί τι το λυσιτελούν προς εκπλήρωσιν της του πλησίον αγάπης.

Δέξασθε τοίνυν Πανσέβαστοι Πατέρες, ευμενώς, όπερ υμίν ευγνωμονών ανατίθημι, και εκ καρδίας τα μάλα αγαπώσης προσφέρω, το λιτόν τούτο δώρον, και ανταμείψατέ με δια των Υμετέρων ευχών και ευλογιών.

Της Υμετέρας πανσεβάστου μοι Πανοσιολογιότητος  όλως υμέτερος ταπεινός θεράπων και της υμετέρας προστασίας εξηρτημένος

ΔΑΝΙΗΛ ΜΟΝΑΧΟΣ

Αγιογράφος – Λαυριώτης

Έγραφον εν Κατουνίοις του Αγίου Όρους Άθω

εκ του Ησυχαστηρίου των εν  Άθω Αγ. Πατέρων

τη 20 Ιανουαρίου 1922

 

 

«Ψυχήν γαρ σώματος γεγυμνωμένην ουδείς οίδεν ουδαμού»

(Χρυσόστομος πρός Θεόδωρον εκπεσώντα)

    Επειδή πολλοί εν Αγίω Όρει λόγιοι και ενάρετοι άνδρες και έτεροι πλείστοι τοιούτοι ομογενείς Ορθόδοξοι Κληρικοί τε και λαϊκοί, τόσον εξ Αθηνών όσον και εξ άλλων μερών τής Ελλάδος και τού εξωτερικού παρατηρούντες τας οσημέραι αναφυομένας καινοτομίας, ας πολλοί εκ των νεωτεριστών, επί τω προσώπω δήθεν τής Επιστήμης δημιουργούσιν, αισθάνονται βαθείαν λύπην, ιδίως ότι, αι τοιαύται πλημμελείς δόξαι προέρχονται παρ’ ενίων κληρικών Θεολόγων, οίτινες εξερχόμενοι τής σχολής, αντί να μεταδίδωσι τα της ευσεβείας σπέρματα και στηλιτεύωσι τας κακοδόξους αιρέσεις, απ’ εναντίος ούτοι αμφιέννυνται τα αλλότρια παρενείροντες και διδάσκοντες καινοτομίας όλως ασυμβι­βάστους προς το αγνόν πνεύμα της τού Χριστού Εκκλησίας, και παραινούντες, δια των, ως μη ώφειλε συγγραμμάτων αυτών, πολλούς απλοϊκούς και μη, προς την ακρόασιν τούτων, και προς διάδοσιν νέων επιστημονικών διδαγμάτων, αγνώστων μέχρι τούδε τη Εκκλησία, και επειδή εκείνο όπερ εμποιεί άφατον την θλίψην είναι ότι, τα τοιαύτα πλημμελή διδάγματα κηρύττουσιν ένιοι εκ των τροφίμων της θεολογικής Σχολής, Ιεροδιάκονοι και Λευίται και Ιεροκήρυκες Μητροπόλεων, δεν θα διστάσω να φέρω υπ’ όψιν του κοινού τον Ιερολογιώτατον Αρχιδιάκονον Σμύρνης κ. Βασίλειον Παπαδόπουλος, όστις δια του συγγράμματος αυτού «Ψυχικαί Μελέται» εξήφηνε τας δοξασίας του, πειρώμενος δείξαι, ότι, αι τοιαύται «Μελέται του», ακολουθούσιν ιδιαιτέραν οδόν, θέτουσαι, ως γράφει, κατά μέρος τας θεολογικάς και φιλοσοφικάς αποδείξεις, και ότι, αι αποδείξεις αυτού, έχουσι το κύρος από επιστημονικών πηγών, προερχομένων, υπό επιστημόνων πνευματιστών, οίτινες διά πειραμάτων ανεκάλυψαν τας αιωνίους αληθείας, ας οι της Εκκλησίας πατέρες ουκ ηδυνήθησαν κατιδείν. Ίνα δε μη φανώμεν άγαν φανατικοί, και οιωνεί συκοφάνται, προς το γνωστόν, ευϋπόληπτον πρόσωπον, φέρε καταθέσωμεν ολίγα εκ των πολλών, όσα εν τη Μελέτη αυτού, τορώς διαγορεύει!

1ον. Εν τη προεισαγωγή αυτού λέγει, ότι, αι Μελέται αυτού ακολουθούσιν ιδιατέραν οδόν, θέτουσαι κατά μέρος τας θεολογικάς και φιλοσοφικάς αποδείξεις.

2ον. Αι μελέται αύται έχουν σύμμαχον την επιστήμην.

3ον. Επιστήμονας θεωρεί μόνον τους πνευματιστάς, διότι, ούτοι, λέγει, έχουσιν αποδείξεις θετικάς και αν δεν επεβλήθησαν εις άπαντας τους επιστήμονας εισέτι, το τοιούτον δεν είναι προτοφανές.

4ον. Αι παρούσαι, λέγει, Μελέται ευρίσκονται εν τω κύκλω της επιστήμης, άλλαις λέξεσι, το όπλον εκείνο το οποίον εχρησιμοποίησεν ο υλισμός εναντίον της ψυχής ήδη υπ’ αυτής στρέφεται εναντίον του.

5ον. Παραδέχεται εκτός των συστατικών της ψυχής, ότι, εντός του ανθρώπου υπάρχει φάσμα ή είδωλον ή εικών, ήτις ομοιάζει προς αυτόν και δύναται κατά τον ύπνον να εξέλθη από το σώμα και εμφανισθή εις μεγάλας αποστάσεις, και προς εμπέδωσιν του ισχυρισμού του, παρουσιάζει νέα ονόματα τα οποία αποκαλεί «τηλεπάθεια» και τηλεπαθητικαί ενέργειαι αυτής επί άλλης ψυχής, χωρίς να μεσολαβώσιν αι αισθήσεις, ή άλλο φυσικόν μέσον.

6ον και τελευταίον, τα είδωλα ταύτα άτινα παρουσιάζουσι, τας πνευματικάς δυνάμεις και ικανότητας του ανθρώπου, από του οποίου προέρχονται… είναι, λέγει, αυταί αι ψυχικαί δυνάμεις αι οποίαι ήσαν άγνωστοι μέχρι τούδε είναι, λέγει αυτή η ψυχή η οποία αντλούσα εκ του σώματος υλικά τινα συστατικά, σχηματίζει προσωρινόν σώμα κατά το μάλλον και ήττον πυκνόν, το οποίον ομοιάζει καταπληκτικώς προς το σώμα από του οποίου προέρχεται, και το σώμα τούτο, άλλοτε μεν είναι αόρατον, ένεκα της λεπτότητός του δύναται όμως να φωτογραφηθή, άλλοτε δε ορατόν εις πάντας, και δύναται να ενεργήση επί της ύλης, και μετατοπίση βαρέα αντικείμενα, ν’ αφήση ίχνη, ν’ ανοίξη θύρας, να ομιλήση κτλ.

    Παραλείπω από του να αναγράψω και έτερα τοιουτότροπα και ανάξια λόγου παραληρήματα άτινα σποράδην ευρίσκονται εν ταις ρηθείσαις Μελέταις, καθόσον αυτά εκπηγάζουσιν, εκ των, ως διείλητται, πνευματιστικών φαντασμάτων, τα οποία δια σαφών Γραφικών αποδείξεων και λογικών επιχειρημάτων θ’ αποδείξωμεν, ότι άπαντα τα πνευατιστικά ταύτα διδάγματα του δολομήτου Σατάν, έχουσι την αρχήν των από αυτής έτι της πλάσεως του ανθρώπου, και όχι ως οι νέοι πνευματισταί μας τα παρουσιάζωσι καινά προς εξαπάτησι των απλοϊκοτέρων.

Εάν η αυτού Πανοσιολογιότης, ο σοφός της Σμύρνης Ιεροδιάκονος, πριν αποδυθή εις τον αγώνα της συντάξεως και δημοσιεύσεως των Μελετών του, έδιδεν ως Θεολόγος εν εταστικόν βλέμμα εις το περί ψυχής ζήτημα και συνεβουλεύετο την θείαν Γραφήν, και του θεοφόρους της Εκκλησίας Πατέρας, τους άριστα περί νοεράς, λογικής και αθανάτου ψυχής διαγορεύοντας, και ότι η ψυχή επλάσθη λογική, νοερά και αυτεξούσιος, και ότι, η ψυχή είναι αόρατος και ουχί ορατή, ως κακοδοξούσιν οι των πνευματιστών παίδες, ουδέποτε ήθελε τολμήση να υποστηρίξη την ψυχόλεθρον ταύτην διδασκαλίαν των πνευματιστών, οίτινες καταφέρονται κατά της αυτεξουσιότητος της ψυχής, αποκαλούντες αυτήν ορατήν, και ότι, αύτη αποστέλλεται, κατά βούλησιν του ενός και του άλλου, και ότι κατορθώνει, ω της αβελτηρίας! ο πνευματιστής να εφάπτηται του ειδώλου και συνάμα να ομολογή ότι τούτο μετέχει σκιωδούς ύλης υπεμφαινούσης το ορατόν της ψυχής, και παρουσιαζούσης εν έτερον συστατικόν, το υπό των πνευματιστών καλούμενον είδωλον, κτλ.

Ότι δε ταύτα πάντα τα ημαρτημένα και κακόδοξα φρονήματα εισίν αποκυήματα του παλαιού πτερνιστού του εξαπαντήσαντος και γεννάρχας, τούτο εκ των εφεξής λευκοτάτων αποδείξεων, καταδειχθήσεται.

Δεν δύναται ο διαληφθείς κ. Παπαδόπουλος να αρνηθή ως θεολόγος και ορθόδοξος Ιεροκήρυξ και του Χριστού Εκκλησίας, ότι ο των όλων Δημιουργός Θεός, δεν είναι εκείνος όστις τον άνθρωπον εποίησε, και από γης μεν έπλασε το σώμα, την δε ψυχήν λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος έδωκεν αυτώ. «Εξ ορατής τε και αοράτου φύσεως, (λέγει ο και Δαμασκού φωστήρ Αγ. Ιωάννης), δημιουργεί τον άνθρωπον οικείας χερσί, εκ γης μεν το σώμα διαπλάσας, ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ. (Τομ. Β’. σελ. 1324).»

Και δεν δύναται ν’ αρνηθή ότι, ο Θεός δεν ετίμησεν τον άνθρωπον με το κατ’ εικόνα και ομοίωσιν αυτού, ήτις ομοίωσιν ανάγεται μόνον εις την ψυχήν, και ουχί εις το σώμα, ως εβλασφήμουν οι αιρετικοί ανθρωπομορφίται, διότι καθώς ο Θεός είναι ασώματος, ούτω και η ψυχή, ως θείον του Θεού εμφύσημα, νοερά ούσα ουσία, είναι υλικής μορφώσεως ανεπίδεκτος. Συνεπικουρών ταύτα ο θεοφόρος Μάξιμος, ο ομολογητής, ταύτα εκτίθησι, «Ψυχής μεν γέννησις εξ υποκειμένης ύλης ου γίνηται, καθάπερ τα σώματα, αλλά τω βουλήματι του Θεού, δια και ζωτικής εμπνεύσεως αρρήτως και αγνώστως, ως οίδε μόνος ο ταύτης Δημιουργός. «Μη ούσα δε η ψυχή υλική, αδύνατον να είνε και ορατή. Τούτο συνεπικουρών ο θείος Χρυσόστομος, φησίν. «Ψυχήν γαρ σώματος γεγυμνωμένην ουδείς οίδες ουδαμού». (Λόγος και Θεόδωρον εκπεσώντα).

Εκ των αναντιρρήτων τούτων Γραφικών αποδείξεων κατακρημνίζονται άπαντα τα πειράματα των πνευματιστών. ’Ήδη δε θα άποδείξωμεν ότι όλα τα επιχειρήματα άτινα δημιουργούσιν οι τρόφιμοι των πνευματιστών, ούκ εισί καινά, ουκ εισίν επινοήματα τής επιστήμης, αλλ’ εισίν εκ του πονηρού δαίμονος, ως εναργώς αποδειχθήσεται.

Και επειδή περί των πιστών ο λόγος, δια τούτο φέρε ερωτήσωμεν τούς άγαν περιέργους πνευματιστάς ίνα ημίν είπωσιν. Η εξαπάτησις του Αδάμ και τής Εύας εις το και παρίδωσι την εντολήν τού Θεού, υπό ποίου εγένετο; Οι τοιούτοι αδιαφιλονικήτως θα είπωσιν, ότι ο δολομήτης Σατάν, φθονήσας την υπέροχον αξίαν των πρωτοπλάστων, διά το κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν γεγενήσθαι, επενόησεν ο επάρατος, και διά τού όφεως εξαπατήση και, εφ’ ω και ου διήμαρτε του σκοπού του. Αλλ’ άρα γε, εάν οι πρωτόπλαστοι προετίμουν και υπακοήν και εντολήν του Θεού, και δεν έδιδον και ελαχίστην ακρόασιν εις τον απαταιώνα όφιν, ως αυτεξούσιον, ήθελον υποσκελισθή; Ουδαμώς. Ιδού διά να ενδώσωσιν οικειοθελώς εις τας υπαγορεύσεις αυτού του νοητού δράκοντος, δια το «ου θανάτω αποθανείσθε», εγένοντο πτώμα εξαίσιον, και έκτοτε μετά την πτώσιν, εκυριάρχει ως επί το πλείστον, επί του ανθρωπίνου φυράματος ο πονηρός δαίμων. Όθεν μετά και πτώσιν τού Αδάμ βλέπομεν αυτόν τούτον τον σκολιόν δράκοντα να πείθη το πλείστον μέρος τής ανθρωπότητος δια και πλατείας και ανειμένης οδού, και των εχθίστων παθών διεγείρον βωμούς των ειδώλων, και προσομιλούν διά των χρησμών, να ακούη φωνάς και κινήσεις, και πάνθ’ όσα διά των πνευματιστών γίνονται, δια των επικλήσεων των πνευμάτων, της κινήσεως τραπεζίων, της χρήσεως μολυβδοκονδύλου και μέλανος, όσα το πονηρόν πνεύμα υποκινεί, πείθον αυτούς ως και εκείνους, ότι αι τοιαύται κινήσεις, εισί του αγαθού πνεύματος, και ούτω πλανώντες και πλανώμενοι ευρίσκονται εν τη πλάνη. Ότι το πνεύμα του Πύθωνος όπου εκίνει την γυναίκα την έχουσαν πνεύμα Πύθωνος, ως διαγορεύουσιν οι Πράξεις των Αποστόλων, είναι αυτό τούτο το πονηρόν πνεύμα όπου ενεργεί και επί των πνευματιστών, ουδεμία αμφιβολία καθόσον ούτοι επικαλούμενοι τα πνεύματα παρουσιάζουν τας κινήσεις των τραπεζίων, τον δαιμονιώδη εκστατικόν θαυμασμόν, τας αλλοκότους σπαραγμούς και όσα επί της πυθείας εκείνης της ευρισκομένης εν τοις μαντείοις των Δελφών, περί ης κωμωδών ο θείος Χρυσόστομος τοιαύτα διαγορεύει, εν τω προς Κορινθ. Λόγω αυτού ΚΘ.’ «λέγεται αύτη η Πυθία γινή τις ούσα καθήσαι τω τρίποδι ποτε του Απόλλωνος, διαιρούσα τα σκέλη, ειθ’ ούτω πνεύμα πονηρού κάτωθεν αναδιδόμενον, αεί και διά των γεννητικών αυτοίς διαδιδόμενον περίπου, πληρών την γυναίκα της μανίας, και ταύτην τας τρίχας λύουσαν, λοιπόν εκβακχεύεσθαί τε και αφρόν εκ του στόματος, και ούτως εν παροινία γινομένην τα της μανίας φθέγγεσθαι ρήματα». Ιδού αυτά βλέπομεν και επί των πνευματιστριών, αίτινες δίκην μαινομένων και δαιμονιώντων, παρουσιάζουν αλλόκοτα κινήματα, άτινα αποκαλούσι, φευ! οι σοφοί και επιστήμονες, είδωλα ζώντων, και τηλεπάθεια, και όσα επί των χρησμών εχάλκευον τοις υλισταίς και ειδωλολάτρας οι πονηροί δαίμονες. Και ως εκείνοι έδιδον ακρόασιν και επεκαλούντο τους χρησμούς, και αντεπεκρίνοντο οι πονηροί δαίμονες, δια φωνής και διαφόρων κινημάτων, ούτω και τα νυν διά των ως μη ώφειλον επικλήσεων του προσκαλουμένου πνεύματος το οποίον ποοσκαλούσιν, ως επί τρίποδος, μάντεις και γόητες, οτέ ! ως Άγγελον, οτέ ! ως ψυχήν του προσφιλούς αυτών συγγενούς και φίλου, καί οτέ! ως μεγάλου αγίου ούτo, πως και τα πονηρά πνεύματα, ως φύσει το φανταστικόν έχοντα, και προς το δελεάζειν επιτήδεια, παρουσιάζουσι τα εξεικονιζόμενα πρόσωπα, εξαπατώντα και χλευάζοντα τούς εις ταύτα προσέχοντας.

 

Ότι δε, ουδεμίαν ισχύν έχει ου μόνον ο άνθρωπος, άλλ’ ούδ’ αυτός ο διάβολος να πλησιάση και μετακινήση ψυχήν ανθρώπου, μαρτυρεί εναργέστατα η ιστορία του πολυάθλου Ιώβ. Αυτός ούτος ως ίσμεν καλώς, διά το διαφυλάξαι την ψυχήν Αυτού, από των επιβουλών του εχθρού, και προσανέχειν τω Θεώ, και τηρείν ακριβώς τας εντολάς αυτού ηξιώθη φίλος γενέσθαι Θεού και θεράπων Αυτού ακριβέστατος. Την υψίστην τιμήν αυτού, δηλώσας ο Θεός, εις τον διάβολον, τω έδωκε πάσαν εξουσίαν, όπως άψηται του σώματος και των υπαρχόντων αυτού, την ψυχήν όμως, είπεν αυτώ διατήρησαν, ιδού δε τι φησιν η Γραφή, «Καί είπεν ο Κύριος τω διαβόλω, ιδού πάντα όσα εστί αυτώ εν τη χειρί σου δίδωμι, άλλ’ αυτού μη άψη (κεφ. Α. 12)». Καί εάν ο πονηρός δαίμων, ο φύσει έχων το φανταστικόν, και ως πνεύμα νοερόν και λεπτότατον δύναται να συνδυάση μετά τής ψυχής και να περιάγη ακαριαίως άπασαν την υπ’ ουρανόν, δεν ηδύνατο να πλησιάση και επηρεάση ουχί μόνον την ψυχήν του δικαίου Ιώβ, αλλά και αυτού έτι του σώματος και των υπαρχόντων αυτού, άνευ της καταφατικής συγχωρήσεως τού Θεού, πώς σήμερον οι επιστήμονες των πνευματιστών, δίδουσι την άδειαν εις τους τυχόντας πεπερασμένης φύσεως ανθρώπους, να παρουσιάζωσι ψυχάς τεθνεώτων, και Αγίων, και να σχηματίζωσι σώμα προσωρινόν, κατά το μάλλον και ήττον πυκνόν, και άλλοτε μεν να ήνε ορατόν και άλλοτε αόρατον, και να μετατοπίζη βαρέα αντικείμενα και να ανοίγη θύρας και να ομιλή; Ότι δε τα τοιαύτα είσιν αποκυήματα αυτού του παναρχαίου δαίμονος, όστις δια κούφων πνευματισμών επενέργει τας μαντείας, οιωνισμούς και κλυδωνισμούς, και καταδικάζων αυτά Αυτός ο θεός εν τη Παλαιά Διαθήκη, και ήδη διά της Νέας καταδικάζει αυτούς, ακουσάτω, σαν σήμερον οι κεχηνότες προς ταυτα τι προστάζει ο Θεός εν τω Δευτερονομίω, «ουχ ευρεθήσεται (λέγει), εν σοι περικαθαίρων τον Υιόν αυτού, και την θυγατέρα αυτού εν πυρί, μαντευόμενοι μαντείαν κλυδωνιζόμενοι και οιωνιζόμενοι φαρμάκου επαοίδων, επαοιδών, εγγαστρίμυθος και τερατοσκόπος επερωτών τους νεκρούς (Δευτ. η’ 10)».

Και εν τω Λευιτικό ΙΘ’ 26, «ουκ επακολουθήσετε εγγαστριμύθοις και τοις επαοιδοίς εκμιανθήναι εν αυτοίς». Στηλιτεύων ταύτα και ο θείος Χρυσόστομος, τοιαύτα εκτίθησι «μη πρόσχωμεν μάντεσι, μηδέ χρησμολόγοις, μηδέ αγύρταις, αλλ’ εν τω Θεώ τα πάντα ειδόσι σαφώς, τω την γνώσιν έχοντι των απάντων, και ούτω πάντα εισόμεθα α ειδέναι χρη (Λογ. Εκ των προς Τιμόθ. η’)». Και πάλιν ο αυτός, «διά γαρ τούτο ου πιστεύω, επειδή δαιμονας λέγουσιν, απατώσι γαρ τους ακούοντας, δια τούτο και ο Παύλος, καίτοι γε αληθεύονται, επεστόμισεν αυτούς, ίνα μη πρόφασιν λαβόντες τοις αληθέσι ψευδή πάλιν αναμίξωσι και αξιόπιστοι γένονται, επειδή γαρ έλεγον «ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του Θεού του Υψίστου είσι καταγγέλλοντες υμίν οδόν σωτηρίας (Πράξ.15’17) «και διαπονηθείς το πνεύματι, επετίμησε τω Πύθωνι και εξελθείν εκέλευσεν».

Ήδη δε φέρε παραλληλίσωμεν άνευ σοφιστειών και δικανικών ισχυρισμών τας θείας αποκαλύψεις τας γενομένας και από πολλού ενεργηθείσας τόσον υπό των Αγ. Προφητών και θεραπόντων του θεού της Παλαιάς Διαθήκης, όσον και παρά των Αγίων Αποστόλων και λοιπών Αγίων της Νέας, με τας εναβρυνομένας των επιστημόνων πνευματιστών ενεργείας, και θα ίδωμεν εναργέστατα που ρέπει το δίκαιον, και που κείται η πλάνη. Και πρώτον, αναδιφώντες τα της εξόδου, όσα θαυμάσια εποίησεν ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, θα ίδωμεν ποία εισί τα απλανή θαυμάσια Αυτού.

 Εκεί θα ίδωμεν ουχί επικλήσεις, και υπνωτισμούς και ράδια και όσα οι επαοιδοί μεταχειρίζονται, αλλ’ αυτόν τον Μωυσήν του φίλου του Θεού να παρακαλή τον Θεόν όπως διασώση τον λαόν του από τας χείρας του Φαραώ. Ιδού δε τι φησιν η Γραφή. (έξοδ. Κεφ.15). Είπε δε Κύριος προς Μωυσήν, «Τι βοάς προς με; Λάλησον τοις Υιοίς Ισραήλ και αναζευξάτωσαν, και συ έπαρον την ράβδον σου, και έκτεινον την χείρα σου, επί την θάλασσαν, και ρήξον αυτήν και εισελθέτωσαν οι Υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν, και ιδού εγώ σκληρύνω την καρδίαν Φαραώ και των Αιγυπτίων πάντων και εισελεύσονται οπίσω αυτών, και ενδοξασθήσομαι εν Φαραώ και εν πάση τη στρατιά αυτού και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμι Κύριος». Και ιδού, παρακατιών… τα αποτελέσματα της καθαράς προσευχής του Μωυσέως και τα ενεργήματα του Θεού. «Και εισήλθον οι Υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν, και το ύδωρ αυτοίς τείχος εκ δεξιών και τείχος εξ ευωνύμων. Κατεδίωξαν δε Αιγύπτιοι, και εισήλθον οπίσω αυτών πάσα η ίππος Φαραώ, και τα άρματα και οι αναβάται και εισήλθεν δια μέσου της θαλάσσης. . . και είπε Κύριος προς Μωυσήν έκτεινον την χείρα σου επί την θάλασσαν, και αποκαταστήτω το ύδωρ και επικαλυψάτω τούς Αιγυπτίους διά μέσου τής θαλάσσης κτλ.» Εκ τούτων εναργέστατα καταφαίνεται ποια η αξίωσις της ψυχής τού Μωϋσέως, και ποια η των πνευματιστών αποπλάνησις !

2ον. Αναθεωρούντες εν τη Γ’ των Βασιλειών, εκείνον τον Προφήτην Ηλίαν, όστις και ούτος άνθρωπος ων, διά να έχη αδούλωτον το της ψυχής αξίωμα, και να μη προσέχη τοίς Ειδώλοις καί πνευματιστικοίς θεωρήμασι, άλλ’ εις Αυτόν τον Θεόν ιδού τα υπερφυή Αυτού μεγαλουργήματα. Ιδού εδώ βλέπομεν άνθρωπον της αυτής φύσεως και ουσίας με τούς ανθρώπους τής αυτής φύσεως τούς προφήτας, λέγω, της αισχύνης αυτοί ήσαν τον αριθμόν 450, ο δε Ηλίας μονώτατος. Αυτοί ούτοι και λάτραι των ειδώλων ήσαν και πνευματισταί και γόητες και χρησμολόγοι, ίσως και υποκινηταί τραπεζίων και βωμών ολοκλήρων, άλλ’ ούτοι επικαλούμενοι από πρωίας έως μεσημβρίας τον Βάαλ, άλλ’ ουκ ην φωνή (λέγει), η Γραφή, και ουκ ην ακρόασις». Ο δε γνήσιος θεράπων του Ιησού Ηλίας, είπε «Κύριε ο Θεός Αβραάμ και Iσαάκ καί Ισραήλ, καγώ δούλος σου, και δια σε πεποίηκα  τα έργα ταύτα· επάκουσόν μου Κύριε, επάκουσόν μου, καί γνώτωσαν ο λαός ούτος, ότι συ Κύριε, ο Θεός (μόνος), και συ επέστρεψας την καρδίαν του λαού τούτου οπίσω. Και έπεε πυρ παρά Κυρίου εκ του Ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τους αχίδακας και τους λίθους και τον χουν». Εις ταύτα τι θα είπωσι, οι την επιστήμην θεοποιούντες πνευματισταί; Ποία δύναμις επιστημονική ενταύθα εμεσολάβησε δια να γίνωσι τα τοιαύτα θαυμάσια;

3ον. Μεταβώμεν και εις το ζήτημα του Ναβουχοδονόσωρος, επί της λύσεως του οράματος υπό του Προφήτου Δανιήλ, ούτος, ως ίσμεν καλώς, ως και οι τρείς παίδες, εσπούδασαν μετά των λοιπών σοφών Βαβυλωνίων αστρολόγων, και ήσαν απόφοιτοι μιας και της αυτής Σχολής, πως λοιπόν δεν ηδυνήθησαν τόσοι άλλοι σπουδασταί ν’ανακαλύψωσιν την φύσιν του ενυπνίου και την λύσιν Αυτού, αλλά μονώτατος ούτος ο Δανιήλ; Εάν ήτο το τοιαύτης φύσεως ζήτημα, αποκύημα της επιστήμης και των σοφών επαοιδών, Μάγων και Γαζαρηνών και Χρησμολόγων, μάλα ευχερώς ήθελον το ανακαλύψη κι οι λοιποί διδάσκαλοι και Συσχολίται του Δανιήλ, αλλ’ όχι. Το μυστήριο τούτο απεκαλύφθη εις τον Προφήτην Δανιήλ, ουχί υπό της επιστήμης και έξω σοφίας, αλλά δι’ αποκαλύψεως Αυτού του αληθινού Θεού, ον θερμώς παρεκάλεσεν ο ρηθείς Δανιήλ συμπαραλαβών και τους φίλους Αυτού, Ανανίαν, Αζαρίαν και ΜΙσαήλ, εις τον οίκον αυτού, και τω Ανανία και τω Μισαήλ και τω Αζαρία τους φίλους αυτού εγνώρισε και οικτιρμούς εζήτουν, παρά του Θεού του Ουρανού υπέρ του μυστηρίου τούτουόπως μη απόλλωνται Δανιήλ και οι φίλοι αυτού, μετά των επιλοίπων σοφών Βαβυλώνος», και παρουσιασθείς ο Μέγας ούτος του Θεού Προφήτης ενώπιον του Βασιλέως έφη. «Το μυστήριομν, ω βασιλεύ, ο επερωτάς ουκ έστι σοφών μάγων επαοιδών γαζαρηνών αναγγείλαι τω βασιλεί. Αλλ’ έστιν ο Θεός εν Ουρανώ αποκαλύπτων μυστήρια, και εγνώρισε τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ, α δει γενέσθαι επ’ εσχάτων των ημερών» και τότε τω είπε: «Συ βασιλεύ εθεώρεις,»κτλ. άτινα παρατρέχω και ούτω λύσας ταύτα πάντα α εξήγησεν τα μέλλοντα γενέσθαι και τότε ο βασιλεύς εννεός γενόμενος, «έπεσε, (λέγει η Γραφή), επί πρόσωπον και τω Δανιήλ προσκύνησε και αποκριθείς ο βασιλεύς είπε τω Δανιήλ: επ’ αλήθεια ο Θεός υμών, αυτός εστι Θεός Θεών, και Κύριος των Κυρίων, ο αποκαλύπτων Μυστήρια». (Δανιήλ, Κεφ. β. 48.)

Εκ των αδιαφιλονικήτων τούτων Γραφικών αποδείξεων της Παλαιάς Διαθήκης, καθαρώτατα καταφαίνεται, ποίον εστι το αδούλωτον αξίωμα της ψυχής τού ανθρώπου, και ποία η δολερά απάτη των πνευματιστών. Ήδη δε μεταβώμεν και εις την καινήν Διαθήκην και ίδωμεν τι δι’ αυτής διαγορεύει, περί της αναπλάσεως τού ανθρώπου τον οποίον εξηγόρασεν Αυτός ο Σωτήρ των απάντων θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.

Περί τής υψίστης αξίας της ψυχής, ην επροίκισεν Αυτός ο πλάστης αυτής και Δημιουργός, και επί της αυτεξουσιότητος αυτής, ιδού τι διασαλ­πίζει ο ίδιος Ιησούς εν τω Ευαγγελίω του «μή φοβείστε, (λέγει), από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι,» και τι γάρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδίση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; Ή τι δώση άνθρωπος αντάλλαγμα τής ψυχης αυτού; (Ματθ. 15’ 27)

Ούχ’ ήττον δε και αι παραβολαί των δέκα παρθένων, και των δέκα ταλάντων, και των μυριαχού εν τοις Ευαγγελίοις απαντωμένων τοσούτων εναργεστάτων αποδείξεων, δι’ ων καταδεικνύεται Ηλίου τηλαυγέστερον, το αδούλωτον της ψυχής αξίωμα, αποπειρώνται ήδη οι νέοι πνευματισταί να έχωσιν αυτό ευάγωγον εις τας διαθέσις και τας διευθύνσεις του ενός και του άλλου, και να σχηματίζωσιν εις αυτήν προσωρινόν σώμα, και να ποιώσιν αυτήν ορατήν και επιδεκτικήν φωτογραφίσεως; Ιδού, δια να έχη ο Θεός ελεύθεροντης ψυχής το αξίωμα, μας παραινεί όπως φύγωμεν τον εφάμαρτον βίον, και τα υπαγορεύσεις του Σατανά και ούτω κερδίσωμεν την ψυχήν ημών, διαβεβαιών δε το όλως ελεύθερον του ανθρώπου δεν παραβιάζει τινά, αλλά προτρέπων και παραινών, λέγει «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι».

Όσας δε θαυμασίους επικαρπίας επέφερε το Ευαγγελικόν κήρυγμα εις άπαντα τα έθνη, άτινα οι Ιεροί Απόστολοι, ουχί δια της βίας αλλά δια των επακολουθούντων σημείων και της ηθικής αυτών διδασκαλίας, εδίδαξαν αυτά τα πράγματα ιστορικώς καταμαρτυρούσιν. Αλλ’ επειδή ως έφθημεν ειπόντες θα παραλληλίσωμεν τους γνησίους οπαδούς του Χριστού, τόσον τους, εκ της Παλαιάς Διαθήκης, όσον και εκ της επιστήμης ανεκάλυψαν μυστήρια όλως άγνωστα τοις παλαιοίς πατράσι, δια τούτο φέρε απαθέστατα δια της αντιπαραθέσεως των δύο τούτων μερών, αποδείξωμεν που κείται η αλήθεια.

Ημείς βλέπομεν άπαντας τους θεράποντας του Θεού της τε Παλαιάς Διαθήκης και της Νέας, και όσοι ανεφάνησαν παντοδαποί ευεργέται της κοινωνίας Προφήται και Διδάσκαλοι, ούτοι άπαντες ήσαν άνδρες της αρετής και ευϋπόληπτοι άνδρες Θεοσεβείς και θεράποντες του Θεού γνησιότατοι, οι τοιαύτοι εθαυματούργουν, δια της χάριτος του Θεού, και προεφήτευαν απλανέστατα εν ω το Σχολείον των πνευματιστών, δεν κάμει διάκρισιν πιστού ή απίστου, δικαίου ή αμαρτωλού αρκεί μόνον να παραδέχεται ο προσερχόμενος εις τον πνευματισμόν, αδιακρίτως τας ενεργείας του υπνωτιζομένου και τας κινήσεις των τραπεζίων αλλοκότων ενεργημάτων, και κινημάτων, άτινα παρουσιάζονται εις όλους τους μάντεις Αθιγγάνους, και όσα το πνεύμα του Πύθωνος υπαγορεύει και υποκινή.

Επίσης βλέπομεν ότι ο Θεός εις μόνος τους ανεγνωρισμένους δούλους του ανακαλύπτει τα μυστικά του και τας θείας αποκαλύψεις του, και ταύτας σπανίας, και εν καιρώ τω προσηκώντι, ως ίδωμεν επί του Δανιήλ, Μωσέως και Δαυίδ και των λοιπών προφητών και των μετέπειτα Αποστόλων, και Αγίων Πατέρων, αίτινες Αποκαλύψεις αρμοδίως επληρώθησαν, εν ω αι αποκαλύψεις των νέων επιστημόνων πνευματιστών, γίνονται καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν ως δίκην θεατρικού δράματος, και υπό ποίων; Από πάσης φυλής και τάξεως, υπνοβάτου και μη, και παρουσιαζομένων υλικών σκευών, και τραπεζίου και χάρτου, μετά μολύβων εις χείρας του ενεργουμένου, να γράφωνται τα της χλεύης και απάτης του δαίμονος, όσα αν αυτός αυταίς υπαγορεύει και το δη λυπηρόν και άξιον οίκτου, να βλέπει τις να παρουσιάζηται εν τη σκηνή γυνή αμαρτωλός, η (κατά τον Χρυσορρήμονα), της ακολασίας ευθέως η εαυτήν πωλούσα, και τους αγοράζοντας δουλαγωγούσα η δυσωδία της πόλεως ο λιμός ο κατά πάσης έρπων αισθήσεως, και αύτη, λέγω, να θεωρήται υπό πολλών και δη επιστημόνων ως αντικείμενον Σεβασμού, επενεργούσα πανθ’ όσα το πονηρόν πνεύμα επί της Πυθίας επαρουσίαζε, και αυτάς τας φρικτάς πλάνας, να τας θεωρώσιν οι σοφοί και επιστήμονες ως έργα θετικά και θεοποιά, και ανώτερα των θεολογικών και φιλοδοφικών αποδείξεων.

 

   Και επειδή άπαντες οι σήμερον λάτραι της επιστήμης εκτός των ολιγίστων, των διακρινομένων επ’ ευσεβεία και πραγματική φιλοσοφία, εις την επιστήμην αποδίδουσι τας αλανθάστους αποκαλύψεις, και μάλιστα περί ψυχής, όλως αγνώστους με τους προγενεστέρους, τώρα ερωτήσωμεν αυτούς από μέρους της εκκλησίας, ίνα ημίν είπωσι ποία εκ των δύω είνε πρεσβυτέρα, ή επιστήμη ή η λογική ψυχή, ή τας επιστήμας ανακαλύπτουσα; Απροκαλύπτως βεβαίως, θα είπωσιν ότι η διαύγεια και η λογική σοφία τού ανθρώπου εγέννησε και γεννά τας επιστήμας, και τούτο επενόησε η παντοδύναμος πρόνοια και σοφία τού Θεού ίνα οσημέραι αναπτύσσηται η επιστήμη επ’ αγαθώ της κοινωνίας. Καί πράγματι η επιστήμη και η θύραθεν σοφία είνε καλή και χρήσιμος και συμβάλλει μεγάλως κατά τε την ανάπτυξιν των τεχνών και την ηθικήν μόρφωσιν τού ανθρώπου, και καθότι είναι ευρετική λόγων, αλλ’ αύτη περιορίζεται μόνον εις τα εν τη φύσει γενόμενα, ουχί δε και εν τοις υπέρ φύσιν κέκτηται την ισχύν, καθόσον τα υπέρ την φύσιν γενόμενα είναι μόνα τού Θεού, άτινα διά των θεραπόντων αυτού επενήργησε και επενεργεί καθ’ εκάστην. Τα θαύματα της επιστήμης εις τα οποία κεχηνότες πάντες οι την κτίσιν λατρεύοντες, νομίζουσιν ότι  άπτονται και υπό τής ψυχής, και επί της νοεράς ουσίας αυτής, και δύναται ν’ αποκαλύψη η επιστήμη υπερφυή πράγματα, μεταβάλλουσα τα συστατικά της ψυχής (ως φρονούσιν οι επικούριοι, μετεμψυχωταί).

Ότι δη ταύτα είνε φενακισμός, είνε χλεύη και απάτη του πονηρού δαιμονος, εξ αυτών των αποτελεσμάτων καταδεικνύονται ψευδέστατα, και ώσει παμφόλυγες, παρουσιαζομένης της καθαράς αληθείας ως από φλογός, διαλύονται.

   Ερχόμεθα δε και επί των πειραμάτων. Η επιστήμη ανεκάλυψε ηλεκτρισμούς, χημείας, ακτίνας του Ρέγιγεν, και εν ενί λόγω μεγάλας προόδους έκαμε άτινα οι ψυχικοί άνθρωποι αποκαλούσι θαύματα αλλ’ αυτά τα θαύματα εισί της φύσεως, διότι πέραν της φύσεως η επιστήμη είνε πάντη αδύνατον να ενεργήση, διότι εάν ο επιστήμων δεν δανεισθή από της ύλης το φύραμά του, αδύνατον να λειτουργήση το έργον του, και ιδού η απόδειξις. Διά της Ιατρικής η Επιστήμη ωφέλησε μεγάλως την κοινωνίαν, και προέλαβε πολλά νοσήματα και τούτο, εκ της θείας προνοίας, αλλ’ αύτη περιορίζεται μόνον εις τα επιδεκτικά της φύσεως όρια, δια να προβή και επί των ανεφίκτων είναι πάντως αδύνατον, ήτοι, να εγείρη νεκρούς και δη τεταρταίους ν’ ανορθώση παραλύτους, να ομματώνη τυφλούς, να διώκη δαίμονας, εν ω ο Πανάγαθος Θεός δια των δούλων Αυτού πολλά επενέργησε και επενεργεί διότι κατά τον Άγιον Ιωάννην της Κλίμακος «όπου ενδημήση ο υπέρ φύσιν Θεός, πάντα υπέρ φύσιν γίνωνται» και «ο πιστεύων εις εμέ τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει» όπερ είδομεν εις τε τους Αγίους Αποστόλους και λοιπούς Αγίους, και εις τους πριν του νόμου και χάριτος Προφήτας τε και δικαίους.

   Ποία, παρακαλώ, επιστήμη, επενέργησε εις τον Προφήτην Δανιήλ και έλυσεν υπερφυώς τα ενύπνια, και έμεινεν αβλαβής από την βοράν των λεόντων, ως και οι τρείς παίδες από την παμφλάζουσαν φλόγα του πυρός; Ποία επιστήμη εμεσολάβησε και διήλθον αβρόχοις ποσίν οι Ισραηλίται την Ερυθράν θάλασσαν; Ποία επιστήμη επενέργησε και ανέστησεν ο Κύριος τον τετραήμερον Λάζαρον, και όσα υπερφυή θαύματα εξετέλεσεν επί της επί γης παρουσίας του ο Θεάνθρωπος Ιησούς; Ο Απόστολος Παύλος δηχθείς υπό της εχίδνης, πως έπαθεν ουδέν; Ποία επιστημονικά μέσα μετεχειρίσθησαν οι αγράμματοι Απόστολοι και εξώρμησαν όλα τα έθνη εις την επίγνωσιν του αληθινού Θεού; Διότι ούτοι, είχον υπ’ όψιν, το «εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς. Όφεις αρούσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει επί αρρώστους χείρας επιθέσουσι και καλώς έξουσιν». Όθεν δια των τοιούτων σημείων και απείρων θαυμάτων, κατώρθωσαν οι Άγιοι Απόστολοι την επιστροφήν των Εθνών,

Ιδού αυτά είνε τ’ αληθή τα αγνά τα απροσποίητα, τα ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως, τα δε των πνευματιστών, θρυλήματα, είναι φενακισμός, χλεύη προφανεστάτη του Σατανά, εξαπατώσα αυτούς, ως πότε τους γενάρχας. Είναι αυτός όλος επάρατος όφις, όστις δια των χρησμών εξηπάτα τους ειδωλολάτρας και δια των μάγων, γοήτων, και εγγαστριμύθων τας διαφόρους κινήσεις και αλλοκότους φωνάς επενεργών.

Το δε γελοίον, και δακρύων πολλών άξιον, είνε η παραδοχή, ότι ο τυχών εκ των πνευματιστών δύναται ευχερώς να προσκαλή οποιανδήποτε ψυχήν θέλει και να ομιλή μετ’ αυτής είτε αμαρτωλού ανθρώπου και ασεβούς, είτε δικαίου και Αγίου, και ενώ η Γραφή διαρρήδην κηρύττει το «ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει»: όπερ σημαίνει ότι, θα αναστηθώσι μεν τότε, θα κατακριθώσι δε, όπως μετά των σωμάτων θα λάβωσι το τέλειον της κολάσεως, και εν ω ο Κύριος ημών Ιησούς διά της παραβολής του Λαζάρου καταδεικνύει οποίον χάσμα υπάρχει μεταξύ αμαρτωλών και δικαίων και ότι, η ψυχή εκάστου κατά τα έργα αυτού μένει η μεν του αμαρτωλού καταδικασμένη εις μέρος απαραμύθητον, απεκδεχομένη το τέλειον της κολάσεως, η δε του δικαίου απεκδέχεται  και αύτη πότε να αξιωθή της τελείας δόξης, και αυτοί ούτοι οι καλοί σου πνευματισταί και ποίοι; Οι ασεβείας και ανομίας μεστοί, οι έρποντες εις τα πάθη, και μη δυνάμενοι ανανήψαι και χαλινώσαι εαυτούς, αυτοί είσιν οι αυτοχειροτόνητοι άγγελοι μεταφέροντες ψυχάς, και απολύοντες ταύτας όπου αν αυτοί βούλοιντο. Ιδού εις ποίαν παραπληξίαν, ώθησεν αυτούς, και τους κεχηνότας εις ταύτα σοφούς επιστήμονας. Όταν όμως ούτοι κατανοήσωσι την ζοφεράν πλάνην ταύτην και κατανοήσωσι ποίος έστιν ο υποκινών τα τοιαύτα ως απεδείχθη εις πολλούς τοιούτους, ως και εις ένα παλαιόν πνευματιστήν όστις επί εικοσιπενταετίαν επειράζετο υπό του πονηρού πνεύματος, και ήτον υποχρεωμένος καθ’ ημέραν και νύκτα να ετοιμάζη τραπέζια και μολυβοκόνδυλα και πακέτα χάρτου, και καθ’ υποκίνησιν του σκολιού δράκοντος να κινήται η χείρ του πιεζόμενη υπ’ αυτού, γράφουσα αεννάως επερωτών τους νεκρούς, και ως άλλος εγγαστρίμυθος, τερατοσκόπος, να γράφη τα της ανοίας μεστά ρήματα. Ότε δε οις κρίμασιν είδεν ο Θεός, και επλησίασεν ο διαληφθείς ημάς και εναβρύνετο ότι, ευρίσκετο εν τη αληθεία, τότε δι’ αποδείξεων γραφικών και λογικών επιχειρημάτων τω απεδείξαμεν ότι, υφίστατο κεκρυμμένη πλάνη και κάπως εννόησεν ο ρηθείς την απάτην του, τότε οχυρωθείς κατά την πίστην, ηρώτησε και αύθις τον πρώην διδάσκαλόν του να τω είπη εν ονόματι του Κυρίου, αφού όμως εκ των προτέρων τον κατεφρόνησε τελείως, να τω είπη εν ονόματι του Κυρίου, να το είπη εάν ήνε αυτός ο καθ’ εκάστην εμφανιζόμενος όστις δια της γραφίδος τω παρουσιάζει Αγγέλους και ψυχάς ζώντων και νεκρών, τον οποίον πλέον δεν πιστεύει αλλά τον θεωρεί άγγελον του σκότους ο δε ιδών ότι το θύμα του διαφεύγει από των αρκύων του, ηναγκάσθη να τω είπη δια της ως είθισται, υποκινήσεως της γραφίδος, ότι αυτός είναι ο σατανάς, και ούτω απηλλάγη ο άνθρωπος εκείνος όστις επί εικοσιπενταετίαν όλην ημέρας και νυκτός δεινώς επιέζετο.

Ταύτα ικανά εισίν προς απόδειξιν της αληθείας, και οφείλουσι κατά τούτο οι αρμόδιοι της Εκκλησίας διδάσκαλοι να πολεμήσωσι το τοιούτον σατανικόν σύστημα, διότι η παρόρασις τούτου, θα επιφέρει εις το Ορθόδοξον χριστιανικόν πλήρωμα έτι μεγαλειτέρας πλάνας επί ανατροπή της ηθικής του σύμπαντος, και είθε η Αγαθότης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επινεύση εις τους διέποντας τα της Εκκλησίας σεπτούς αυτής Ιεράρχας και αναζωσάμενοι την οσφύν πατάξωσι την στυγεράν ταύτην κακοδαιμονία. Γένοιτο!

 

ΔΑΝΙΗΛ ΜΟΝΑΧΟΣ

Αγιογράφος – Λαυριώτης

Έγραφον εν Κατουνίοις του Αγίου Όρους Άθω εκ του Ησυχαστηρίου των εν  Άθω Αγ. Πατέρων

τη 20 Ιανουαρίου 1922

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ 

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ