ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Δι’ εμέ κάθε τελετή και μυστήριον (των ειδωλολατρών) είνε ανόητος φλυαρία, σκοτεινή εφεύρεσις των δαιμόνων και φανταστικόν κατασκεύασμα κακού νοός, που βοηθείται από τον χρόνον και καλύπτεται από τον μύθον. Διότι αυτά, που τα προσκυνούν ως αληθή, τα συγκαλύπτουν ως μυθικά· ενώ πρέπει, εάν μεν είνε αληθή, να μη ονομάζωνται μύθοι, αλλά να επιδεικνύωνται ως μη αισχρά· εάν δε είνε ψευδή, να μη θαυμάζωνται, μήτε με τόσην ιταμότητα να έχουν δια το αυτό πράγμα τελείως αντιθέτους απόψεις· αυτό ομοιάζει με παιγνίδι ομίλου παιδιών ή κακών πράγματι ανδρών, δεν αρμόζει όμως εις άνδρας που απευθύνονται προς λογικούς ανθρώπους και εις προσκυνητάς του Λόγου (= χριστιανούς), έστω και αν αποκρούουν αυτήν την πανούργον και ακάθαρτον δοξασίαν.
Τα μυστήρια της χριστιανικής μας πίστεως δεν είνε γεννήσεις και απάτες του Διός, του τυράννου των Κρητών, έστω και αν αυτό δυσαρεστή τους ειδωλολάτρες. Ούτε είνε ήχοι και κρότοι και ένοπλοι χοροί των Κουρητών, οι οποίοι συγκαλύπτουν την φωνήν κλαίοντος θεού, δια να διαφύγη τον πατέρα που μισεί τα τέκνα του· φοβερόν, πράγματι, ήτο να κλαυθμυρίζη ως παιδάκι αυτός που κατεπόθη ως λίθος31.
Ούτε είνε αυτά ευνουχισμοί και φλογέρες των Φρυγών και Κορύβαντες, και όσα γύρω από την λατρείαν της Ρέας κάνουν μαινόμενοι άνθρωποι, προσφέροντες εις την μητέρα των θεών και προσφερόμενοι, όσα είνε εύλογον δια την μητέρα τέτοιων θεών32. Ούτε μας αρπάζουν κάποιαν κόρην, και η Δήμητρα περιπλανάται, και φέρει μαζί της κάποιους Κελεούς και Τριπτολέμους και δράκοντας, και άλλα μεν πράττει άλλα δε παθαίνει33.
Διότι εντρέπομαι εις το φως της ημέρας να περιγράφω όσα τελούνται την νύκτα και το αίσχος να το παρουσιάζω ως μυστήριον. Είνε γνωστά αυτά εις την Ελευσίνα και εις εκείνους που παρακολουθούν τας καλυπτομένας υπό σιωπής και όντως αξίας αποσιωπήσεως τελετάς34.
Ούτε αυτά (τα μυστήρια της χριστιανικής μας πίστεως) είνε Διόνυσος, και μηρός, ατελές γέννημα πόνων τοκετού, όπως κάποιο άλλο (γέννημα) προηγουμένως (ήτο) κεφαλή35, και θεός αρσενικός μαζί και θηλυκός, και συντροφιά μεθυσμένων και στρατός άσωτος και ανόητοι Θηβαίοι που τον τιμούν36, και κεραυνός της Σεμέλης που προσκυνείται37. Ούτε είνε πορνικά μυστήρια της Αφροδίτης, η οποία αισχρώς, όπως λέγουν οι ίδιοι, και γεννάται και τιμάται. Ούτε είνε τίποτε φαλλοί και ιθύφαλλοι38, αισχροί και ως ομοιώματα και ως πραγματικότητες· ούτε φόνοι ξένων υπό των κατοίκων της Ταυρίδος39, ούτε αίμα χυνόμενον εμπρός εις τους βωμούς από εφήβους της Λακωνίας που τους επλήγωναν με τα μαστίγια και κατά τούτο μόνον έδειχναν κακώς τον ανδρισμόν των, με τα οποία τιμάται η θεά, η οποία μάλιστα εθεωρείτο και παρθένος40. Διότι οι ίδιοι (οι Σπαρτιάται) και την μαλθακότητα τίμησαν και την τραχύτητα προσεκύνησαν.
Και που να τοποθετήσης την κατακρεούργησιν του Πέλοπος41 προς παράθεσιν τραπέζης δια τους πεινώντας θεούς, και απάνθρωπον και αποτρόπαιον φιλοξενίαν; Που δε τα φοβερά και σκοτεινά φαντάσματα της Εκάτης42, και τα κατά γης παιγνίδια και τας μαντείας του Τροφωνίου43, ή τας φλυαρίας της βελανιδιάς της Δωδώνης44, ή τα σοφίσματα του τρίποδος του μαντείου των Δελφών, ή το μαντικόν νερό της Κασταλίας πηγής;45
Τούτο μόνον δεν προέβλεψαν όλα αυτά, ότι τα ίδια θα ήρχετο η ώρα να σιωπήσουν. Ούτε (είνε τα μυστήρια της χριστιανικής μας πίστεως) θυσίες των μάγων46 και πρόγνωσις με αυτοτεμαχισμούς, και αστρονομία Χαλδαίων και εξέτασις της ημέρας των γενεθλίων του ανθρώπου εν συσχετισμώ προς την κίνησιν των ουρανίων σωμάτων ως επηρεάζουσαν την ζωήν μας, τα οποία δεν δύνανται μήτε να μάθουν αυτά τα ίδια τι είνε ή τι θα γίνουν· ούτε είνε αυτά (τα μυστήρια της χριστιανικής μας πίστεως) μυστική λατρεία των Θρακών, από τους οποίους όπως λέγεται προήλθε και η λέξις «θρησκεύειν» · ούτε τελεταί και μυστήρια του Ορφέως, τον οποίον οι ειδωλολάτρες τόσον πολύ θαύμασαν δια την σοφίαν του, ώστε του έκαναν και λύραν, η οποία με τα κτυπήματά της ελκύει τα πάντα47, ούτε δικαία τιμωρία του Μίθρα εναντίον εκείνων που ανέχονται να εισάγωνται εις τοιαύτας μυήσεις48· ούτε οδυρμοί του Οσίριδος —άλλη συμφορά την οποίαν τιμούν οι Αιγύπτιοι—· ούτε ατυχήματα της Ίσιδος, και τράγοι των Μενδησίων49 λίαν σεβαστοί, και φάτνη τού Άπιδος, του μόσχου που απελάμβανε την ανοησίαν των Μεμφιτών50. ούτε εκείνα με τα οποία τον ποταμόν Νείλον ενώ τον εγκωμιάζουν κατ’ ουσίαν τον καθυβρίζουν, ότι είνε δηλαδή αυτός που παρέχει τους καρπούς, όπως αυτοί τον ανυμνούν, αυτός που έχει τα ωραία στάχυα, και αυτός που, μετρά την ευτυχίαν με τους πήχεις.
Διότι θα παραλείψω να είπω τας τιμάς των ερπετών και των θηρίων και την διάθεσιν να προσκυνήται η ασχήμια· δια το καθένα εξ αυτών γίνεται ιδιαιτέρα τελετή και πανήγυρις, η δε κακοπιστία είνε δι’ όλα κοινή· διότι εάν επρόκειτο αυτοί οπωσδήποτε να ασεβήσουν και να εκπέσουν από την πίστιν του Θεού, καταφεύγοντες εις είδωλα και έργα της τέχνης και κατασκευάσματα των χειρών, όσοι έχουν νουν δεν θα ήμπορούσαν να εύχηθούν κατ’ αυτών τίποτε άλλο, παρά να λατρεύσουν τοιαύτα πράγματα και έτσι να τα τιμήσουν, ώστε με αυτά που προσκυνούν να απολαμβάνουν, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, την πληρωμήν που αξίζει εις την πλάνην των (Ρωμ. 1,27) · διότι έτσι δεν θα τιμούν εκείνα (τα είδωλα), αλλά μάλλον δι’ εκείνων οι ίδιοι θα ατιμάζωνται.
Σιχαμεροί δια την πλάνην, ακόμη σιχαμερότεροι δια την ποταπότητα των ειδώλων που θα προσκυνούν και θα σέβωνται, δια να είνε και από αυτά που τιμούν αναισθητότεροι, αφού τόσον πολύ θα υπερέχουν αυτοί εις ανοησίαν όσον τα προσκυνούμενα (είδωλα) εις ποταπότητα.
Με αυτά μεν λοιπόν ας παίζουν οι ειδωλολάτραι και τα δαιμόνια, από τα οποία έρχεται εις εκείνους η ανοησία, διότι (τα δαιμόνια) την τιμήν που ανήκει εις τον Θεόν την υποκλέπτουν δια τον εαυτόν των και κατακομματιάζουν πολλούς δια διαφόρων τρόπων εις άτιμους δοξασίας και φαντασίας, αφ’ ότου μας εξέβαλαν από το δένδρον της ζωής και μας εξώθησαν ως ασθενέστερους πλέον προς το δένδρον της γνώσεως, την οποίαν ελάβαμεν όχι όταν και όπως έπρεπε, και έτσι συνέλαβον αιχμάλωτον τον νούν που έχει προορισμόν να ηγεμονεύη και ήνοιξαν θύραν εις τα πάθη.
Διότι δεν ηνείχοντο —επειδή είνε φύσις φθονερά και μισάνθρωπος, ή μάλλον επειδή έγιναν (έτσι) εξ αιτίας της ιδικής των κακίας— να απολαύσουν οι κάτω (οι άνθρωποι) τα άνω, αφού αυτοί από τα άνω κατέπεσαν εις την γην, ούτε τόσον πολλοί να μετάσχουν εις την δόξαν και εις τον κόσμον της πρώτης μακαριότητος.
Έτσι εδιώχθη το πλάσμα (από τον παράδεισον)· δια τούτο εταπεινώθη η εικών του Θεού· και καθώς δεν εθεωρήσαμεν καλόν την φύλαξιν της εντολής, παρεδόθημεν εις την ανεξαρτησίαν της πλάνης· και καθώς επλανήθημεν, εξηυτελίσθημεν από αυτά που επροσκυνήσαμεν (= τα είδωλα). Διότι το φοβερόν δεν είνε μόνον ότι, ενώ επλάσθημεν δια να πράττωμεν καλά έργα, δια να δοξάζεται και επαινήται ο Πλάστης, και δια να μιμούμεθα τον Θεόν, όσον είνε κατορθωτόν, ημείς εγίναμεν φωλεά παντός είδους παθών, τα οποία βόσκουν καταλυτικώς και δαπανούν τον έσω άνθρωπον, αλλά και ότι υψώσαμεν ως συνηγόρους των παθών μας και θεούς, ώστε η αμαρτία να αναγνωρίζεται όχι μόνον ανεύθυνος αλλά και θεία, εφ’ όσον έχει τόσον εύλογον δικαιολογίαν, δηλαδή το υπόδειγμα που παρέχουν τα προσκυνούμενα (είδωλα).
Ημείς όμως, αφού μας εχαρίσθη το δώρον, να αποφύγωμεν την ειδωλολατρικήν πλάνην και να ζώμεν με την αλήθειαν και να υποτασσώμεθα εις τον ζώντα και αληθινόν Θεόν και να αναβώμεν υπεράνω της φύσεως, αφού δηλαδή τα εξεπεράσαμεν όλα όσα υπάγονται μέσα εις τον χρόνον και εις την πρώτην κίνησιν52, έτσι ας ίδωμεν και ας φιλοσοφήσωμεν τα γύρω από τον Θεόν και τα τού Θεού.
- Ο Θεολόγος αναφέρεται εις τον πασίγνωστον αρχαιοελληνικόν μύθον, σύμφωνα με τον οποίον η Ρέα έκρυψε τον Δία εις την Κρήτην δια να μην τον καταπιή ο Κρόνος, ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του. Αντί του Διός του έδωσε και κατέπιε μίαν πέτραν, ενώ τον Δία τον εφυγάδευσεν εις την Κρήτην οπού τον έκρυψεν εις το Δικταίον (ή το Ιδαίον) άντρον και όπου οι Κουρήται έκρουαν τας ασπίδας των και εχόρευαν δια να μην ακούη το κλάμμα του παιδιού ο Κρόνος. Την σχετικήν περί του Διός μυθολογίαν βλέπε εις τας διαφόρους ελληνικάς μυθολογίας, εις σχετικά έργα η, συνοπτικά, εις την Μεγάλην Ελλην. Εγκυκλοπαίδειαν, τόμ. 12, σελ. 26 – 30 (Γρηγορίου Θεολόγου έργα 27, Ε.Π.Ε. 27, 76-84, σημ. 11).
- Εις την Φρυγίαν ελατρεύετο η Ρέα, κατά τας εορτάς της οποίας οι ιερείς της, ονομαζόμενοι Κορύβαντες, εξετέλουν υπό τους ήχους οργάνων ένοπλους χορούς οργιαστικού χαρακτήρος και προέβαιναν εις ευνουχισμούς (έ.α. σημ. 12).
- Όλα αυτά αναφέρονται εις την Δήμητραν και την θυγατέρα της Περσεφόνην, την οποίαν, κατά την ελληνικήν μυθολογίαν, είχε κλέψει ο Πλούτων και την είχε κατεβάσει εις το βασίλειόν του τον Άδην (έ.α. σημ. 13).
- Ο Θεολόγος αναφέρεται εις τα Ελευσίνια μυστήρια, τα οποία τελούντο προς τιμήν της Δήμητρας, και τα οποία συμβόλιζαν τον θάνατον και την αναζωογόνησιν της φύσεως κατά τον χειμώνα και την άνοιξιν αντιστοίχως (ε.α. σημ. 14).
- Ο Θεολόγος κατονομάζει τον Διόνυσον, ο οποίος, κατά μίαν εκδοχήν της μυθολογίας, είχε γεννηθή από τον μηρόν του Διός, και υπαινίσσεται την Αθήναν, η οποία επιστεύετο ότι είχε γεννηθή από την κεφαλήν του (ε.α. σημ. 15).
- Ο Γρηγόριος υπαινίσσεται προφανώς τους περί του Διονύσου μύθους και την σχετικήν με αυτούς τραγωδίαν του Ευριπίδου «Βάκχαι» (ε.α. σημ. 16).
- Κατά την μυθολογίαν ο Ζευς κατέκαυσε την Σεμέλην με τους κεραυνούς του όταν εκείνη θέλησε να τον ιδή (ε.α. σημ. 17).
- Τα ανδρικά μόρια, ομοιώματα των οποίων κρατούσαν οι πανηγυρισταί κατά τας εορτάς του Διονύσου (έ.α. σημ. 18).
- Της σημερινής Κριμαίας. Οι Ταύροι ελάτρευον θεάν την οποίαν εταύτιζαν με την Άρτεμιν, και η οποία ωνομάζετο Ορσιλόχη ή, κατά τους Έλληνας, Ταυριώνη ή Ταυρώ. Εις αυτήν, όπως γράφει ο Ηρόδοτος (Δ’ 99-103), προσέφεραν ανθρωποθυσίας κυρίως από τους ξένους ναυαγούς τους οποίους συνελάμβαναν (ε.α. σημ. 19).
- Εις την Σπάρτην ετελούντο εορταί προς τιμήν της Αρτέμιδος κατά τας οποίας εμαστιγούντο οι έφηβοι εμπρός εις βωμούς μέχρις ότου έτρεχεν αίμα και ετιμάτο οποίος άντεχε περισσότερον. Ο Θεολόγος ειρωνεύεται το οξύμωρον να λατρεύεται με επίδειξιν ανδρισμού θεά η οποία επιστεύετο από τους αρχαίους ότι ήτο παρθένος (ε.α. σημ. 20).
- Κατά την μυθολογίαν ο πατήρ του Πέλοπος Τάνταλος, ηγεμών εις την Μ. Ασίαν και φίλος των θεών, έσφαξε τον Πέλοπα και τους τον προσέφερεν ως γεύμα δια να δοκιμάση τας μαντικάς των ικανότητας (έ.α. σημ. 21).
- Η Εκάτη ήτο η θεά της σελήνης ή της νυκτός και των φαντασμάτων και η λατρεία της είχε εμφανισθή εις την Θράκην. Εθεωρείτο ως η κατ’ εξοχήν προστάτις της μαγείας (έ.α. σημ. 22).
- Ο Τροφώνιος ήτο ήρως τής Βοιωτίας επ’ ονόματι του οποίου είχεν ιδρυθή μαντείον. Εις το μαντείον αυτό ν μαντευόμενος περιεδινείτο εντός στενού κλιβάνου μέχρις απώλειας των αισθήσεων. Όταν συνήρχετο οι ιερείς διά καταλλήλων ερωτήσεων τον καθοδηγούσαν να είπη και να γράψη ό,τι υποτίθεται ότι είχεν ακούσει εις τον κλίβανον. Το αποτέλεσμα ήσαν οι περίφημοι χρησμοί του Τροφωνίου. Όποιος εδέχετο να υποβληθή εις την δοκιμασίαν αυτήν λόγω του κλονισμού τον οποίον υφίστατο έχανεν εις το εξής την ευθυμίαν του και διά τούτο δι’ ανθρώπους στρυφνούς και αγέλαστους ελέγετο η φράσις: «εκ Τροφωνίου μεμάντευται». Την όλην διαδικασίαν τής χρησμοδοσίας χαρακτηρίζει ο Θεολόγος ως παίγνιον, όπως και εις την πραγματικότητα ήτο (έ.ά. σημ. 23).
- Τα σχετικά με την ιεράν Δρυν τού μαντείου τού Διός εις την Δωδώνην βλέπε εκτενέστερον εις την Μεγάλην Ελλην. Εγκυκλοπαίδειαν, τόμ. Θ’, σελ. 605 έ. (έ.ά. σημ. 24).
- Η Πυθία προτού αναγείλη τον χρησμόν έπινε νερό από την Κασταλίαν πηγήν και μετά ανέβαινεν επάνω εις ένα τρίποδα κάτω από τον οποίον εκαίοντο φύλλα δάφνης διά να εμπνευσθή από τούς καπνούς (έ.ά. σημ. 25).
- Μάγοι ελέγοντο οι ιερείς των Μήδων, οι οποίοι μάντευαν το μέλλον από τα σφάγια των θυσιών (ε.α. σημ. 26).
- Περί του Ορφέως, ο οποίος ενεφανίσθη και ελατρεύθη το πρώτον εις την Θράκην, και περί της λύρας του η οποία μάγευε τα πάντα, βλέπε περισσότερα εις τας ελληνικάς μυθολογίας και εγκυκλοπαιδικά λεξικά (ε.α. σημ. 28).
- Τα μυστήρια του Μίθρα είχαν διαδοθή από την Περσίαν και την Μεσοποταμίαν εις ολόκληρον την ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. Οι επιθυμούντες να μυηθούν εις τα μυστήρια του Μίθρα υπεβάλλοντο εις δώδεκα είδη ποινών μεταξύ των οποίων η πείνα, η φωτιά, το ψύχος και άλλα παρόμοια (έ.α. σημ. 29).
- Η Μένδη ήτο πόλις εις το Δέλτα τού Νείλου, η οποία ως πολιούχον είχε τον Όσιριν και ως ιερόν ζώον τον ταύρον «μένδην», το όνομα του οποίου σήμαινε: η ψυχή του κυρίου της πόλεως Διδού (Διδού ήτο το φαραωνικόν όνομα της Μένδης) (έ.α. σημ. 30).
- Εις την Μέμφιδα ελατρεύετο ο βούς Άπις ως ενσάρκωσις του θεού Φθά. Ο βούς αυτός ήτο πραγματικόν ζώον και όχι είδωλον ή έμβλημα ζώου και δια τούτο ειρωνεύεται ο Γρηγόριος την ανοησίαν των κατοίκων της Μέμφιδος χάρις εις την οποίαν καλοπερνούσε το «ιερόν» ζώον (έ.α. σημ. 31).
- Ο Νείλος λατρεύετο από τους Αιγυπτίους ως θεός, επειδή με την ιλύν την οποίαν απέθετεν εις τας όχθας του κατά την περίοδον των βροχών έκανε την γην εύφορον. Η ευτυχία δε των κατοίκων εμετράτο με το ύψος το οποίον έφταναν τα στάχυα, το δώρον του Νείλου (έ.α. σημ. 32).
- Δηλαδή τα δημιουργήματα, τα οποία, εν αντιθέσει προς τον αιώνιον Θεόν, το «πρώτον κινούν», υπόκεινται εις χρονικούς περιορισμούς και ευρίσκονται εις κίνησιν υποκείμενα εις τον νόμον της φθοράς (ε.α. σημ. 34).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ- Λόγος ΛΘ’, ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΦΩΤΑ
– ΕΠΕ- ΤΟΜΟΣ 27 (5), σελ.74-84
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Κεντρική εικόνα: Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής προκαλεί την κατάρρευση ενός ειδωλολατρικού ναού. (Francescuccio Ghissi -Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη)